Πηγή: Το Βήμα
Ο Ηλ. Νικολακόπουλος εξηγεί τις αιτίες που οδηγούν στην αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος
ΜΙΑ αυξάνουσα αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος παράλληλα με τον διχασμό της κοινωνίας και των κομμάτων απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής προκύπτει από την ανάλυση των μετρήσεων της κοινής γνώμης που πραγματοποιεί ο κ. Ηλ. Νικολακόπουλος, καθηγητής Εκλογικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η κρίση του κομματικού φαινομένου παρατηρείται πιο έντονα στις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες, δηλαδή στον κορμό των ενεργών πολιτών, οι οποίοι τροφοδοτούν τα υψηλότατα ποσοστά της αδιευκρίνιστης ψήφου, και όχι στους νεότερους ψηφοφόρους, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Αυτό το ρευστό πολιτικό σκηνικόενδέχεται να εκκολάπτει τον κατακερματισμό των πολιτικών κομμάτων όπως τα ξέραμε ως τώρα, υπό την προϋπόθεση ότι θα βρεθούν τα πρόσωπα που θα εκφράσουν το καινούργιο.
- Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε ότι αυξάνονται τα φαινόμενα αποδοκιμασίας κατά των πολιτικών, τα κινήματα ανυπακοής δεν χάνουν τη δυναμική τους, ενώ και στις δημοσκοπήσεις διαπιστώνουμε ότι αποτυπώνεται μια κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Ποια είναι η άποψή σας;
«Αυτό που διαπιστώνεται πρώτα απ΄ όλα, πριν από την αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, είναι μια διάχυτη ανησυχία ως προς την πορεία της χώρας. Αυτό μπορούμε να το δούμε στους δείκτες που περιγράφουν το γενικότερο πολιτικό κλίμα, δηλαδή την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία για την οικονομική κατάσταση των πολιτών, τις προσδοκίες τους και τον βαθμό ικανοποίησης από το σημερινό επίπεδο ζωής τους. Οι δείκτες αυτοί σήμερα βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας με βάση τα διαθέσιμα δημοσκοπικά στοιχεία και προφανώς στο χαμηλότερο των τελευταίων 30 χρόνων, παρ΄ όλο που δεν έχουμε στοιχεία για παλαιότερα έτη. Αν σταθούμε στον συγκεκριμένο δείκτη που μετρά την αισιοδοξία για τα προσωπικά και τα επαγγελματικά σχέδια, παρατηρούμε μια ενυπωσιακή κατάρρευσή του, η οποία χρονολογείται από τα τέλη του 2008. Με εξαίρεση μια μικρή ανάκαμψη αμέσως μετά την εκλογική επικράτηση του ΠαΣοΚ τον Οκτώβριο του 2009, από την άνοιξη του 2010 και έπειτα βρίσκεται σε σαφώς αρνητικό κλίμα, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Συγκρίνοντας π.χ. τον δείκτη αυτόν όπως καταγράφηκε στην πρόσφατη δημοσκόπηση-φόρουμ της Μetron Αnalysis, οι αισιόδοξοι είναι μόλις 20% και οι απαισιόδοξοι (αυτοί που λένε ότι δεν είναι καθόλου αισιόδοξοι) στο 44%. Πριν από τρία χρόνια, δηλαδή τον Μάρτιο του 2008, τα ποσοστά αυτά ήταν ακριβώς αντίστροφα, δηλαδή ποσοστό 43% των πολιτών δήλωναν αισιόδοξοι και 23% απαισιόδοξοι. Από αυτό το γεγονός πηγάζει κατ΄ αντανάκλαση και η αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος».
- Τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Ωστόσο, οι προφήτες της κατάρρευσης του δικομματισμού έχουν διαψευστεί πολλές φορές στην κάλπη. Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει κάτι τώρα;
«Προτού προχωρήσουμε στα ποσοστά πρόθεσης ψήφου, σε αυτό που καταγράφεται ως δυνητική εκλογική επιρροή, είναι απαραίτητο να δούμε την αξιολόγηση και της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης από τους πολίτες. Και πάλι με αναφορά στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Μetron Αnalysis βλέπουμε ότι αυτοί που εκφράζουν δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση φτάνουν στο 71% και για την αξιωματική αντιπολίτευση στο 75%. Αντίστοιχα τα ποσοστά θετικών κρίσεων βρίσκονται κάτω από το 10% και για το ΠαΣοΚ και για τη ΝΔ. Με αυτά τα δεδομένα πρέπει να αξιολογήσει κανένας και την πρόθεση ψήφου. Πράγματι σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η αθροιστική πρόθεση ψήφου για το ΠαΣοΚ και τη ΝΔ βρίσκεται κάτω από το 45%, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Οταν σε παλαιότερες περιόδους μιλούσαμε και πάλι για κρίση του δικομματισμού, το αντίστοιχο αθροιστικό ποσοστό για τα δύο μεγάλα κόμματα κυμαινόταν από 55% ως 65%. Αυτό το ποσοστό σε περίοδο εκλογών μπορούσε να προσεγγίσει το 80% στην κάλπη, όπως συνέβη το 1996, το 2007 και στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Σήμερα, με τα καταγραφόμενα ποσοστά πρόθεσης ψήφου, δείχνει αμφίβολο αν ακόμη και με τους ευνοϊκότερους όρους μπορούν τα δύο μεγάλα κόμματα να ξεπεράσουν αθροιστικά το 65%, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά αβέβαιη την ύπαξη αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Υπό τον όρο φυσικά ότι το σύνολο σχεδόν του ενεργού εκλογικού σώματος θα προσέλθει στην κάλπη, με μικρές έστω απώλειες. Αν όμως έχουμε γιγάντωση της αποχής- ένας διαγραφόμενος κίνδυνος για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος-, τότε βεβαίως το ποσοστό του δικομματισμού μπορεί να εμφανιστεί υψηλότερο αλλά πλασματικά λόγω της αποχής».
- Βλέπουμε στις περισσότερες δημοσκοπήσεις το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου να ξεπερνά το 30% και σε ορισμένες να αγγίζει το 40%. Υπάρχουν στοιχεία για τη σύνθεση των πολιτών που φαίνεται να γυρίζουν την πλάτη στο πολιτικό σύστημα;
«Η αδιευκρίνιστη ψήφος εμφανίζεται σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σε όλες τις ηλικιακές ομάδες εκτός από τις σχετικά μεγάλες ηλικίες, ιδιαίτερα μάλιστα σε αυτούς που είναι πάνω από 65 ετών. Δηλαδή, τόσο οι νέοι όσο και οι οικονομικά ενεργοί πολίτες είναι αυτοί που εμφανίζονται περισσότερο αποστασιοποιημένοι σήμερα από το πολιτικό σύστημα. Σε παλαιότερες εποχές είχαμε μια σχετική αποστασιοποίηση στις νεότερες ηλικίες, σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα βεβαίως, η οποία ήταν κατά κάποιον τρόπο φυσιολογική, δηλαδή ακολουθούσε την κλασική καμπύλη της αυξανόμενης εκλογικής συμμετοχής με την πάροδο της ηλικίας, όσο εξοικειωνόταν ο νέος με την εκλογική διαδικασία. Αυτό που εντυπωσιάζει σήμερα είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό ηλικιακό φαινόμενο, το οποίο φαίνεται σιγά σιγά να απομειώνεται με την ένταξη των νέων στην παραγωγική διαδικασία, αλλά με μια κρίση του κομματικού φαινομένου στις παραγωγικά ενεργές ηλικιακές ομάδες, δηλαδή στον κορμό των ενεργών πολιτών».
«Αυτό που διαπιστώνεται πρώτα απ΄ όλα, πριν από την αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, είναι μια διάχυτη ανησυχία ως προς την πορεία της χώρας. Αυτό μπορούμε να το δούμε στους δείκτες που περιγράφουν το γενικότερο πολιτικό κλίμα, δηλαδή την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία για την οικονομική κατάσταση των πολιτών, τις προσδοκίες τους και τον βαθμό ικανοποίησης από το σημερινό επίπεδο ζωής τους. Οι δείκτες αυτοί σήμερα βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας με βάση τα διαθέσιμα δημοσκοπικά στοιχεία και προφανώς στο χαμηλότερο των τελευταίων 30 χρόνων, παρ΄ όλο που δεν έχουμε στοιχεία για παλαιότερα έτη. Αν σταθούμε στον συγκεκριμένο δείκτη που μετρά την αισιοδοξία για τα προσωπικά και τα επαγγελματικά σχέδια, παρατηρούμε μια ενυπωσιακή κατάρρευσή του, η οποία χρονολογείται από τα τέλη του 2008. Με εξαίρεση μια μικρή ανάκαμψη αμέσως μετά την εκλογική επικράτηση του ΠαΣοΚ τον Οκτώβριο του 2009, από την άνοιξη του 2010 και έπειτα βρίσκεται σε σαφώς αρνητικό κλίμα, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Συγκρίνοντας π.χ. τον δείκτη αυτόν όπως καταγράφηκε στην πρόσφατη δημοσκόπηση-φόρουμ της Μetron Αnalysis, οι αισιόδοξοι είναι μόλις 20% και οι απαισιόδοξοι (αυτοί που λένε ότι δεν είναι καθόλου αισιόδοξοι) στο 44%. Πριν από τρία χρόνια, δηλαδή τον Μάρτιο του 2008, τα ποσοστά αυτά ήταν ακριβώς αντίστροφα, δηλαδή ποσοστό 43% των πολιτών δήλωναν αισιόδοξοι και 23% απαισιόδοξοι. Από αυτό το γεγονός πηγάζει κατ΄ αντανάκλαση και η αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος».
- Τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Ωστόσο, οι προφήτες της κατάρρευσης του δικομματισμού έχουν διαψευστεί πολλές φορές στην κάλπη. Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει κάτι τώρα;
«Προτού προχωρήσουμε στα ποσοστά πρόθεσης ψήφου, σε αυτό που καταγράφεται ως δυνητική εκλογική επιρροή, είναι απαραίτητο να δούμε την αξιολόγηση και της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης από τους πολίτες. Και πάλι με αναφορά στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Μetron Αnalysis βλέπουμε ότι αυτοί που εκφράζουν δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση φτάνουν στο 71% και για την αξιωματική αντιπολίτευση στο 75%. Αντίστοιχα τα ποσοστά θετικών κρίσεων βρίσκονται κάτω από το 10% και για το ΠαΣοΚ και για τη ΝΔ. Με αυτά τα δεδομένα πρέπει να αξιολογήσει κανένας και την πρόθεση ψήφου. Πράγματι σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η αθροιστική πρόθεση ψήφου για το ΠαΣοΚ και τη ΝΔ βρίσκεται κάτω από το 45%, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Οταν σε παλαιότερες περιόδους μιλούσαμε και πάλι για κρίση του δικομματισμού, το αντίστοιχο αθροιστικό ποσοστό για τα δύο μεγάλα κόμματα κυμαινόταν από 55% ως 65%. Αυτό το ποσοστό σε περίοδο εκλογών μπορούσε να προσεγγίσει το 80% στην κάλπη, όπως συνέβη το 1996, το 2007 και στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Σήμερα, με τα καταγραφόμενα ποσοστά πρόθεσης ψήφου, δείχνει αμφίβολο αν ακόμη και με τους ευνοϊκότερους όρους μπορούν τα δύο μεγάλα κόμματα να ξεπεράσουν αθροιστικά το 65%, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά αβέβαιη την ύπαξη αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Υπό τον όρο φυσικά ότι το σύνολο σχεδόν του ενεργού εκλογικού σώματος θα προσέλθει στην κάλπη, με μικρές έστω απώλειες. Αν όμως έχουμε γιγάντωση της αποχής- ένας διαγραφόμενος κίνδυνος για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος-, τότε βεβαίως το ποσοστό του δικομματισμού μπορεί να εμφανιστεί υψηλότερο αλλά πλασματικά λόγω της αποχής».
- Βλέπουμε στις περισσότερες δημοσκοπήσεις το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου να ξεπερνά το 30% και σε ορισμένες να αγγίζει το 40%. Υπάρχουν στοιχεία για τη σύνθεση των πολιτών που φαίνεται να γυρίζουν την πλάτη στο πολιτικό σύστημα;
«Η αδιευκρίνιστη ψήφος εμφανίζεται σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σε όλες τις ηλικιακές ομάδες εκτός από τις σχετικά μεγάλες ηλικίες, ιδιαίτερα μάλιστα σε αυτούς που είναι πάνω από 65 ετών. Δηλαδή, τόσο οι νέοι όσο και οι οικονομικά ενεργοί πολίτες είναι αυτοί που εμφανίζονται περισσότερο αποστασιοποιημένοι σήμερα από το πολιτικό σύστημα. Σε παλαιότερες εποχές είχαμε μια σχετική αποστασιοποίηση στις νεότερες ηλικίες, σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα βεβαίως, η οποία ήταν κατά κάποιον τρόπο φυσιολογική, δηλαδή ακολουθούσε την κλασική καμπύλη της αυξανόμενης εκλογικής συμμετοχής με την πάροδο της ηλικίας, όσο εξοικειωνόταν ο νέος με την εκλογική διαδικασία. Αυτό που εντυπωσιάζει σήμερα είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό ηλικιακό φαινόμενο, το οποίο φαίνεται σιγά σιγά να απομειώνεται με την ένταξη των νέων στην παραγωγική διαδικασία, αλλά με μια κρίση του κομματικού φαινομένου στις παραγωγικά ενεργές ηλικιακές ομάδες, δηλαδή στον κορμό των ενεργών πολιτών».
- Παράλληλα με την πτώση των ποσοστών των κομμάτων διαπιστώνεται μια αντίστοιχα μεγάλη πτώση στη δημοτικότητα των πολιτικών αρχηγών. Αυτό πώς αιτιολογείται;
«Η πτώση της δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών- και αναφερόμαστε κυρίως στα δύο μεγάλα κόμματα- είναι εντυπωσιακή. Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Μetron Αnalysis μέσα σε 15 μήνες, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 2009 ως τον Μάρτιο του 2011, η δημοτικότητα του Πρωθυπουργού μειώθηκε κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες. Ετσι μπορεί σήμερα η δημοτικότητα και των δύο αρχηγών να είναι ασφαλώς υψηλότερη από την αντίστοιχη πρόθεση ψήφου για τα κόμματά τους, και οι δύο όμως βρίσκονται σε σαφώς αρνητικό πεδίο αξιολόγησης, με τις αρνητικές κρίσεις να ξεπερνούν το 60%. Αυτό σημαίνει ότι είναι πλέον πολύ δύσκολο να αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό για την ανάταξη της επιρροής του ΠαΣοΚ και της ΝΔ αντιστοίχως».
- Βλέπετε να τροφοδοτεί η πτώση των ποσοστών των δύο πολιτικών αρχηγών τη δημοφιλία άλλων πολιτικών προσώπων; «Οχι. Κατ΄ αρχάς δεν τροφοδοτεί την αύξηση της δημοτικότητας των υπόλοιπων πολιτικών αρχηγών, όπως και στο επίπεδο της πρόθεσης ψήφου η μείωση των ποσοστών των δύο μεγάλων κομμάτων δεν ευνοεί τα μικρότερα παρά μόνο περιθωριακά. Υπάρχει όμως ένα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο: η αρνητική αξιολόγηση αφορά σχεδόν το σύνολο των προβεβλημένων πολιτικών στελεχών. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες αφορούν πρόσωπα που δεν έχουν ασκήσει υπουργικά καθήκοντα είτε με το ΠαΣοΚ είτε με τη ΝΔ, όλες οι άλλες γνωστές πολιτικές προσωπικότητες βρίσκονται στο πεδίο της αρνητικής αξιολόγησης, δηλαδή οι δημοφιλέστεροι μετά βίας προσεγγίζουν το 40% των θετικών κρίσεων, με τις αρνητικές να ξεπερνούν το 50%. Στην πραγματικότητα δεν μιλούμε για δημοφιλία αλλά για σχετικώς περιορισμένη απόρριψη».
«Η πτώση της δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών- και αναφερόμαστε κυρίως στα δύο μεγάλα κόμματα- είναι εντυπωσιακή. Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Μetron Αnalysis μέσα σε 15 μήνες, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 2009 ως τον Μάρτιο του 2011, η δημοτικότητα του Πρωθυπουργού μειώθηκε κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες. Ετσι μπορεί σήμερα η δημοτικότητα και των δύο αρχηγών να είναι ασφαλώς υψηλότερη από την αντίστοιχη πρόθεση ψήφου για τα κόμματά τους, και οι δύο όμως βρίσκονται σε σαφώς αρνητικό πεδίο αξιολόγησης, με τις αρνητικές κρίσεις να ξεπερνούν το 60%. Αυτό σημαίνει ότι είναι πλέον πολύ δύσκολο να αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό για την ανάταξη της επιρροής του ΠαΣοΚ και της ΝΔ αντιστοίχως».
- Βλέπετε να τροφοδοτεί η πτώση των ποσοστών των δύο πολιτικών αρχηγών τη δημοφιλία άλλων πολιτικών προσώπων; «Οχι. Κατ΄ αρχάς δεν τροφοδοτεί την αύξηση της δημοτικότητας των υπόλοιπων πολιτικών αρχηγών, όπως και στο επίπεδο της πρόθεσης ψήφου η μείωση των ποσοστών των δύο μεγάλων κομμάτων δεν ευνοεί τα μικρότερα παρά μόνο περιθωριακά. Υπάρχει όμως ένα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο: η αρνητική αξιολόγηση αφορά σχεδόν το σύνολο των προβεβλημένων πολιτικών στελεχών. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες αφορούν πρόσωπα που δεν έχουν ασκήσει υπουργικά καθήκοντα είτε με το ΠαΣοΚ είτε με τη ΝΔ, όλες οι άλλες γνωστές πολιτικές προσωπικότητες βρίσκονται στο πεδίο της αρνητικής αξιολόγησης, δηλαδή οι δημοφιλέστεροι μετά βίας προσεγγίζουν το 40% των θετικών κρίσεων, με τις αρνητικές να ξεπερνούν το 50%. Στην πραγματικότητα δεν μιλούμε για δημοφιλία αλλά για σχετικώς περιορισμένη απόρριψη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου