ΑΥΓΗ Ημερομηνία δημοσίευσης: 26/05/2012
του Γιώργου Κουτσούκου*
Oι επιχειρήσεις στην Ελλάδα πληρώνουν πραγματικό συντελεστή φορολόγησης (16,5% το 2010) κατά περίπου 7 μονάδες χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τον μισό περίπου από τον ανώτατο ονομαστικό συντελεστή που ισχύει «στα χαρτιά» στη χώρα μας (30% το 2010)
«Βομβαρδιστήκαμε» τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή τη δημοσίευση των στοιχείων της Eurostat, σχετικά με τους «υψηλότατους» φορολογικούς συντελεστές που ισχύουν στη χώρα μας, λες και στο φορολογικό πεδίο μετατραπήκαμε ξαφνικά σε Σουηδία. Ποια είναι όμως η αλήθεια;
Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεχωρίσουμε και να διακρίνουμε δύο βασικές έννοιες στη φορολογία: Aπό τη μια πλευρά υπάρχουν οι ονομαστικοί φορολογικοί συντελεστές (που θεωρητικά ισχύουν σε μια χώρα) και από την άλλη πλευρά υπάρχουν οι πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές (το τι ακριβώς δηλαδή πληρώνουμε).
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι στο πεδίο των ονομαστικών φορολογικών συντελεστών η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τις μεγαλύτερες αυξήσεις τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat, το 2012 στην Ελλάδα ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής που επιβάλλεται στα φυσικά πρόσωπα (φόρος εισοδήματος) έφτασε από το 40% το 2000 στο 45% και, εάν προστεθεί και ο ανώτατος συντελεστής 4% της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης, τότε η ανώτατη ονομαστική φορολογική επιβάρυνση στα φυσικά πρόσωπα φτάνει στο 49%. Στην Eυρωζώνη ο μέσος ανώτατος συντελεστής φορολόγησης για τα φυσικά πρόσωπα είναι 43,2% και στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «27» είναι 38,1%. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα φυσικά πρόσωπα, ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων στην Ελλάδα μειώθηκε «στα χαρτιά» την τελευταία δεκαετία κατά 10% και από το 40% έχει φτάσει στο 30%.
Σύμφωνα με στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας ο μέσος ανώτατος συντελεστής φορολόγησης των νομικών προσώπων στη ζώνη του ευρώ είναι 26,1%, ενώ στην Ε.Ε. ανέρχεται στο 23,5%. Οι υψηλότεροι συντελεστές στα νομικά πρόσωπα εντοπίζονται στη Γαλλία (36,1%), τη Μάλτα (35%) και το Βέλγιο (34%).
Ας δούμε όμως τώρα και τι συμβαίνει στην πράξη, τι δηλαδή μπαίνει στο δημόσιο ταμείο, καθώς παρατηρείται ότι στη χώρα μας η υψηλή ονομαστική φορολογική επιβάρυνση δεν έχει κάποια θετική επίπτωση στα δημόσια έσοδα.
Ο πραγματικός, λοιπόν, μέσος φορολογικός συντελεστής του κεφαλαίου στην Ελλάδα το 2010 (ως κεφάλαιο η Eurostat εννοεί κυρίως το εισόδημα των επιχειρήσεων, δηλαδή τα εταιρικά κέρδη και τα εισοδήματα από τόκους) ανέρχεται στο 16,5%! Δηλαδή περίπου το μισό από το 30% που είναι ο ονομαστικός ανώτατος συντελεστής. Όταν μάλιστα στην Ευρωζώνη ο αντίστοιχος μέσος πραγματικός συντελεστής είναι 23,7% και στην Ε.Ε. των 27 είναι 23,3%! Αυτό πρακτικά δείχνει ότι στην Ελλάδα η πραγματική φορολόγηση του κεφαλαίου είναι εξαιρετικά χαμηλή, γεγονός που αντανακλά την τρομακτική έκταση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής των επιχειρήσεων στη χώρα μας.
Αντίθετα, το 2010 η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (δηλαδή εισοδήματα μισθωτών) είναι 31,3%, όταν στην Eυρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 34% και στην Ε.Ε. των 27 είναι 33,4%. Η απόκλιση δηλαδή είναι μικρή σε σχέση με την απόκλιση που υπάρχει στη φορολόγηση του κεφαλαίου. Και να τονίσουμε ότι οι παραπάνω συντελεστές αφορούν τους άμεσους φόρους εισοδήματος. Οπότε, αν προσθέσουμε στον ονομαστικό άμεσο φορολογικό συντελεστή του 31,3% τους έμμεσους φόρους (23% ΦΠΑ στην Ελλάδα το 2012, όταν ο μέσος ΦΠΑ στην Eυρωζώνη είναι 20%) και τα «χαράτσια» στην ακίνητη περιουσία, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και τα νοικοκυριά πληρώνουν παραπάνω φόρους (άμεσους + έμμεσους + φόρους περιουσίας) από τον μέσο όρο τόσο της Ευρωζώνης όσο και της Ε.Ε. των 27.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα πληρώνουν πραγματικό συντελεστή φορολόγησης (16,5% το 2010) κατά περίπου 7 μονάδες χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τον μισό περίπου από τον ανώτατο ονομαστικό συντελεστή που ισχύει «στα χαρτιά» στη χώρα μας (30% το 2010).
Τέλος, να σημειώσουμε ότι το ποσοστό των φορολογικών εσόδων στη χώρα μας (φόροι + ασφαλιστικές εισφορές) ως προς το ΑΕΠ ανήλθε το 2010 στο 31% όταν ο μέσος όρος της Eυρωζώνης ήταν 38,9% και της Ε.Ε. των 27 ήταν 38,4%. Έχουμε λοιπόν μια απόκλιση της τάξης του 7,5-8% του ΑΕΠ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που αντανακλά το υψηλότατο ποσοστό της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής στην Ελλάδα, καθώς μόνο από τη σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρώπης θα επιτυγχάναμε ετήσια έσοδα της τάξης των 16-17 περίπου δισ. ευρώ τον χρόνο (από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές). Για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή απαιτείται η αντίστοιχη πολιτική βούληση, την οποία όμως οι μνημονιακές δυνάμεις έχουν αποδείξει ότι δεν διαθέτουν. Άλλωστε στο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δεν προβλέπεται η είσπραξη ούτε ενός ευρώ (!) από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Βολικό, ε; Διότι με τα δημόσια έσοδα να καταρρέουν (αφού δεν περιορίζεται η φοροδιαφυγή) δημιουργείται το άλλοθι για το «πετσόκομμα» των μισθών και των συντάξεων...
* Ο Γιώργος Κουτσούκος είναι οικονομολόγος και μέλος του τμήματος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου