ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Για πρώτη ιστορικά φορά μετά από μισό αιώνα κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, η ελληνική αριστερά, στο σύνολο των ρευμάτων που την απαρτίζουν, αναδεικνύεται σε δύναμη ισότιμη με το μπλοκ της δεξιάς νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η καταγραφόμενη εκλογική επιρροή των πολιτικών δυνάμεων (τελευταία έρευνα της VPRC, πρόσφατο βαρόμετρο της Public Issue) καταδεικνύει ότι ο συνασπισμός της κλασικής Δεξιάς (Ν.Δ. + ΛΑΟΣ + ΔΗ.ΣΥ.) προσεγγίζει αθροιστικά την εκλογική επίδοση του 39%, ενώ ταυτόχρονα οι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί, παρά τους επιμέρους μεταξύ τους διαχωρισμούς, αντιπαλότητες και διαφοροποιήσεις (ΚΚΕ + ΣΥΡΙΖΑ + ΔΗΜ.ΑΡ. + ΑΝΤΑΡΣΥΑ), φτάνουν ακριβώς στο ίδιο ποσοστό εκλογικής επιρροής: 39%. Για πρώτη φορά μετά την περίοδο 1944 - 46 η αριστερά δεν αποτελεί απλώς αξιωματική αντιπολίτευση (όπως το 1958 με το 25%), αλλά το ισοδύναμο αντίπαλο δέος προς τα πολιτικά κόμματα εκπροσώπησης της αστικής τάξης και ανώτερων μερίδων των μικροαστικών στρωμάτων.
Εξ αιτίας του γεγονότος ότι επί πάνω από 60 χρόνια το ελληνικό αριστερό κίνημα ήταν περιθωριοποιημένο (παρόλη του τη σημαντική παρουσία στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα), είτε λόγω της κυριαρχίας του «κράτους της εθνικοφροσύνης» (1949 - 74) είτε λόγω της καταλυτικής επίδρασης και κυρίαρχου ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ (1974 - 2009), περιχαρακωμένο στον ρόλο μιας συνεχούς αντιπολιτευτικής πολιτικής, ο κόσμος της αριστεράς δεν αποτολμά να πιστέψει αυτό που μέχρι πριν από μια διετία θεωρούνταν απίστευτο: Την ανάδειξή της, στην πολυμορφία των εκφράσεών της, σε πολιτικό μέτωπο διεκδίκησης της διακυβέρνησης της χώρας και κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας.
Αυτό το γεγονός δεν αντιπροσωπεύει μια εκλογικίστικης μορφής μετατόπιση μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά. Απεναντίας είναι βαθύτερο αποτέλεσμα τριών παραγόντων:
Καταρχήν, του διεκδικητικού κοινωνικού κινήματος (εργατικού, νεολαιίστικου, πλατειών, 28ης Οκτωβρίου, χαρατσιών, οικολογικών), που έδωσε δυναμικό "παρών" την τελευταία διετία απέναντι στη μνημονιακή πολιτική, ανεξαρτήτως της σχετικής του αναποτελεσματικότητας (οφειλόμενης σε σημαντικό βαθμό στον έλεγχο των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών θεσμών από τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό), δημιουργώντας τους κοινωνικούς όρους αυτών των σημαντικών πολιτικών μετατοπίσεων.
Κατόπιν στην επίγνωση της μονιμότητας άσκησης της μνημονιακής πολιτικής σ' ολόκληρη την τρέχουσα δεκαετία του 2010, που προβλέπεται ότι θα διευρύνει ακόμη περισσότερο τη μέχρι σήμερα κοινωνική καταστροφή (προσέγγιση μισθών Βουλγαρίας, ολοσχερής συρρίκνωση της κοινωνικής ασφάλισης, κατεδάφιση του συλλογικού εργατικού δικαίου, ιδιωτικοποίηση κάθε μορφής δημόσιων κοινωφελών υπηρεσιών).
Τέλος στην πλήρη κατάρρευση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, που μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, και την μετατροπή της σε περιθωριακό πλέον πολιτικό σχηματισμό (με τάση μέσα στο επόμενο δίμηνο να αγκαλιαστεί σφιχτά με μονοψήφιο νούμερο εκλογικής εκπροσώπησης).
Από τον δικομματισμό στην αντιπαλότητα αριστερού και δεξιού μπλοκ
Ο αστικός δικομματισμός παίρνει οριστικά πλέον τέλος και αντικαθίσταται από την άμεση αντιπαλότητα δύο ισοδύναμων πολιτικών και κοινωνικών μπλοκ: Της δεξιάς ως ανοιχτού εκφραστή των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και των μικροαστικών συμμαχιών του, και της αριστεράς, ως πολιτικού εκπροσώπου των αντιμνημονιακών τουλάχιστον επιδιώξεων και αναγκών των λαϊκών εργαζομένων τάξεων. Η πολιτική αυτή πόλωση συνδυάζεται με την οξύτατη ταξική πόλωση που διατρέχει όλες τις πλευρές και τομείς της ελληνικής κοινωνίας.
Η νεοφιλελεύθερα μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία, μετά την πλήρη αποδιάρθρωσή της, που αναγνωρίζεται άλλωστε χωρίς περιστροφές από τους ίδιους τους πολιτικούς εκπροσώπους της, είναι αντικειμενικά ανέφικτο πλέον να αναταχθεί. Γιατί ακριβώς μπορεί να αντιπροσώπευσε μια πολιτική λύση προς όφελος επιμέρους συμφερόντων των λαϊκών τάξεων σε προηγούμενες περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης, στη σημερινή όμως περίοδο της παρατεταμένης και βαθύτατης κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, , όπου η αστική τάξη, προκειμένου να ξεπεράσει με όρους κερδοφορίας την κρίση της, απαιτεί την «κεφαλή επί πίνακι» της εργατικής τάξης, η σοσιαλδημοκρατική εναλλακτική δεν μπορεί να έχει αντικειμενικά ρόλο να διαδραματίσει.
- Υιοθετώντας τη λογική συνέχισης της μνημονιακής πολιτικής (π.χ. Λοβέρδος, Βενιζέλος κ.λπ.), θα οδηγηθεί σε ακόμη παραπέρα απομείωση και περιθωριοποίηση.
- Απορρίπτοντας τη μνημονιακή πολιτική από εδώ και πέρα (λ.χ. Κατσέλη, Χρυσοχοΐδης κ.ά.), θα αντιπροσωπεύει ένα φαινόμενο ύψιστης πολιτικής γελοιότητας και άρα αναξιοπιστίας και αφερεγγυότητας.
- Επιχειρώντας να συνεχίσει το «παπανδρεϊκό» ΠΑΣΟΚ (π.χ. Παπουτσής, Καστανίδης κ.λπ.) θα διαπιστώσει προφανώς ότι το πουκάμισο, όχι μόνον είναι αδειανό, αλλά του λείπουν και ο γιακάς και τα μανίκια.
- Τέλος, προσπαθώντας να βρει τη «χρυσή τομή» μεταξύ ακραίου νεοφιλελευθερισμού και στοιχειακού κοινωνικού κράτους (Β. Παπανδρέου κ.ά.), θα αυτοαναιρείται συστηματικά και θα επιτείνονται η παραφθορά και τα αδιέξοδά του.
Το αριστερό κίνημα διεκδικητής της πολιτικής κυβερνητικής εξουσίας
Αν έτσι έχουν τα πράγματα στο επίπεδο των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών (οξεία πόλωση, εξαφάνιση «ενδιάμεσων» λύσεων), τότε μπροστά στο ελληνικό αριστερό κίνημα προβάλλει το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Θα υποστηριχθεί βέβαια ότι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως πολιτικό επιφαινόμενο, παροδικού χαρακτήρα, και η αριστερά θα επιστρέψει στον κλασικό αντιπολιτευτικό της ρόλο.
Ωστόσο, αν μέσα στα τελευταία δυόμισι χρόνια η πολιτική επιρροή του αριστερού κινήματος εκτινάχθηκε από το 13% στο 39%, συνοδευόμενη από ένα πολύμορφο λαϊκό κίνημα, το ίδιο είχε συμβεί και την τριετία 1941 - 44, όταν το ελληνικό αριστερό κίνημα, από περιθωριακή πολιτική δύναμη μερικών εκατοντάδων εκτοπισμένων και φυλακισμένων κομμουνιστών, μετατράπηκε διά μέσου του ΕΑΜ, σε τεράστια πολιτική λαϊκή δύναμη.
Άλλο το ζήτημα της στρατιωτικής επιβολής των δυνάμεων του αγγλικού και μετέπειτα αμερικανικού ιμπεριαλισμού και εξίσου το ζήτημα των υποκειμενικών ανεπαρκειών του κινήματός μας. Η αριστερά αποτελεί την «έσχατη λύση» για τα λαϊκά στρώματα σε περιόδους βαθύτατης κρίσης (ναζιστικής κατοχής, μνημονιακού ολοκαυτώματος), ενώ σε περιόδους σχετικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και απασχόλησης βρίσκει πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης η σοσιαλδημοκρατία.
Και βέβαια αυτό το τελευταίο ζήτημα αποκτά καίρια πολιτική σημασία στη σημερινή συγκυρία. Δεν μπορεί η σημερινή αριστερά να υπογράψει εκ νέου συμφωνίες τύπου Βάρκιζας, Καζέρτας κ.λπ., αλλά να κρατήσει τον ΕΛΑΣ οπλισμένο ως εγγυητή της δημοκρατικής διεξόδου της απελευθέρωσης: Μ' άλλες λέξεις η πολιτική της άνοδος δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από την προ των πυλών αναζωπύρωση του μαζικού λαϊκού κινήματος, ως εγγυητή μιας συνεπούς αριστερής πορείας.
Δεν μπορεί να αναπαραγάγει το «ιστορικό δέος» της προς τους θεσμούς και τους εκπροσώπους της αστικής εξουσίας (με τη συμπληρωματική συμμετοχή της στις κυβερνήσεις υπαγωγής στις επιδιώξεις των αστικών δυνάμεων) , αλλά να αποτυπώσει τη δική της πολιτική εξουσία (δημοκρατική, ταξική, εθνική) στο κυβερνητικό επίπεδο: Μ’ άλλες λέξεις, με τρόπο μετωπικό και ενωτικό, να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση στη σημερινή περίοδο στη βάση των πολλαπλών κοινών της αναφορών, που είναι πολύ περισσότερες από αυτές που τη διχάζουν.
Ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει τεράστια υποκειμενική ανεπάρκεια η οχύρωσή της σε προοιμιακές περιχαρακώσεις του τύπου: "Δεν τίθεται θέμα πολιτικής διακυβέρνησης παρά με την κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων" (ΚΚΕ) ή πρόταξη της αποχώρησης από το ευρώ και αποδέσμευσης από την Ε.Ε. (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), έναντι των πιεστικών αναγκών του κυρίαρχου ταξικού κοινωνικού ζητήματος. Διάνοιξη απεναντίας ενός μεταβατικού ριζοσπαστικού κυβερνητικού δρόμου, που από τη μια πλευρά αντιμετωπίζει τις άμεσες συνέπειες της κοινωνικής καταστροφής της μνημονιακής πολιτικής, και από την άλλη, έτσι ενεργώντας, ανοίγει τον δρόμο για τον ίδιο τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Η ελληνική αριστερά έχει τη λαϊκή γείωση, την εμπειρία των κοινωνικών αγώνων, την ηθική υπεροχή, τον ριζοσπαστικό προσανατολισμό να δώσει τη διέξοδο στα σημερινά ολέθρια μνημονιακά αδιέξοδα.
3 σχόλια:
Δύο τακτικές βοηθούν το σύστημα αντικειμενικά, αυτήν την ώρα.
Ο απομονωτισμός του ΚΚΕ κλπ δυνάμεων αριστεριστών , και η συμμετοχή σε κυβέρνηση του μνημονίου που στην ουσία επιζητεί η ΔΗΜΑΡ
protov.blogspot.com
Οσο η λεγόμενη «αριστερά» απαξιώνει το Πατριωτικό λόγο και συναγελάζεται με εθνομηδενιστές, δέν πρόκειται να δούμε άσπρη μέρα! Ο Βελουχιώτης ξεκίνησε τον ΕΛΑΣ πάνω σε πατριωτική βάση: Την αποτίναξη της ξένης κατοχής. Σήμερα η Αριστερά δέν έχει ξεκαθαρίσει άν πρόκειται περί κατοχής! (Μωραίνει κύριος ον βούλεται απωλέσαι)
η ΔΗΜΑΡ δεν είναι αριστερά αλλά κέντρο (σοσιαλδημοκρατία) και μάλιστα με ισχυρότατο φιλομνημονιακό μπλόκ μέσα της. Συνεπώς η αριστερά είναι περίπου 25% και οι αντίπαλοί της 75%.
Και προφανώς με τέτοια ποσοστά δεν διαθέτει ικανό λαικό έρεισμα. Εκτός κι αν συμμαχήσει με φιλομνημονιακές δυνάμεις πράμα που δεν θέλει να κάνει.
Δημοσίευση σχολίου