Η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και η συνδεόμενη με αυτήν υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, δεν επέρχεται γραμμικά και ακαριαία, αλλά κλιμακωτά και αντιφατικά επί κεφαλαιοκρατίας, μέσω της θέσης και του ρόλου της στην τεχνική-τεχνολογική διαμεσολάβηση της εργασιακής επενέργειας στη φύση και στην κοινωνία. Μέσω αυτής της διαμεσολάβησης, επιτυγχάνεται ενίσχυση, διεύρυνση, εμβάθυνση, επιτάχυνση, διακρίβωση και η κοινωνικοποίηση (διαφοροποίηση-διασύνδεση-ενοποίηση) των μέσων και των τρόπων αυτής της επενέργειας.
Η επιστήμη είναι μια διαδικασία, μια δραστηριότητα, στα πλαίσια της οποίας ορισμένο υποκείμενο (ατομικό, συλλογικό) διεξάγει έρευνα, με ορισμένα μέσα και τρόπους (όργανα, μεθόδους, κ.ο.κ.), αποτέλεσμα της οποίας είναι οι όποιες ιστορικά προσδιορισμένες κεκτημένες γνώσεις (θεωρίες, μεθοδολογίες). Η δραστηριότητα αυτή, όρος της οποίας είναι και η προπαρασκευή του υποκειμένου της, απαιτεί θεσμική οργάνωση και πόρους, υλικοτεχνική υποδομή με αντίστοιχη ιεραρχία της «επιστημονικής κοινότητας» (εκπαιδευτικοί θεσμοί, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα). Μέσω αυτής της θεσμικής οργάνωσης, και των εκάστοτε ιστορικά προσδιορισμένων, ποικίλων βαθμών διαμεσολάβησης αλληλεπιδράσεών της με την σφαίρα της παραγωγής και με τις υπόλοιπες σφαίρες της κοινωνίας, επιτελείται και η λειτουργία της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης. Η σχέση της επιστήμης με την σφαίρα της παραγωγής, όσο αναπτύσσεται η κοινωνία, αφ’ ενός γίνεται όλο και πιο άμεση, αφ’ ετέρου, αποκτά και νέες διαμεσολαβήσεις.
Η σχέση αυτή σε κάθε περίπτωση αφορά τις εφαρμοσμένες και τεχνολογικές διεξόδους της επιστήμης, αλλά και τη συμβολή της στην παραγωγή και αναπαραγωγή του υποκειμένου της έρευνας και της παραγωγής. Η μετατροπή της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη την καθιστά τον θεμελιώδη παράγοντα κοινωνικοποίησης της εργασίας-παραγωγής, δεδομένου ότι, όπως απέδειξε ο Μαρξ στις οικονομικές έρευνές του, η επιστήμη συνιστά «καθολική εργασία», προϊόν και δημιουργική δύναμη της γενικής διάνοιας της ανθρωπότητας. Επιπλέον, η επιστήμη συνιστά και μορφή κοινωνικής συνείδησης, στο βαθμό που συντελεί στη συνειδητοποίηση των σχέσεων των ανθρώπων με τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της ύπαρξης και ανάπτυξής τους. Συνιστά και ιδεολογία, στο βαθμό που συμβάλλει σε στάσεις ζωής και γίνεται οδηγός για δράση ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων, τάξεων, κ.ο.κ. στην κατεύθυνση της προόδου, της συντήρησης είτε της οπισθοδρόμησης της ανθρωπότητας.
Είναι γεγονός ότι επί κεφαλαιοκρατίας η επιστημονική γνώση είναι δυνάμει αξία χρήσης, η μετατροπή της οποίας σε ενεργεία (άμεσα κοινωνική αξία) διαμεσολαβείται από ένα περίπλοκο πλέγμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων (παραγωγικών αναγκών) και κοινωνικών σχέσεων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών), το οποίο (πλέγμα) συγκροτεί και τους αναγκαίους και ικανούς όρους αυτής της μετατροπής. Το προϊόν της επιστημονικής έρευνας επί κεφαλαιοκρατίας δεν συνιστά επιμέρους αυτοτελή αξία χρήσης, αλλά φορέα της συνολικής εργασιακής αξίας κατά τρεις τρόπους: 1. λειτουργεί ως μηχανισμός μεταβίβασης αξίας σε άλλα προϊόντα (μέσω του σχεδιασμού και της τεχνολογίας), 2. λειτουργεί ως μέσο και τρόπος μεταβίβασης αξίας, με το σύστημα προπαρασκευής του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας (ποικίλων βαθμών μόρφωσης, κατάρτισης, εξειδίκευσης, κ.ο.κ.) και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (παιδεία, εκπαίδευση ως μηχανισμός «κατεργασίας» ανθρώπων μέσω της «κατεργασίας» γνώσεων) και 3. ως κεκτημένη γνώση, λειτουργεί (ευρετικά και μεθοδολογικά) ως μέσο και τρόπος προσπορισμού νέας γνώσης, ως μηχανισμός μεταβίβασης αξίας στη νέα γνώση. Για τους παραπάνω λόγους, η επιστήμη και το πανεπιστήμιο αποκτούν στρατηγική σημασία επί κεφαλαιοκρατίας, μια σημασία που μεταβάλλεται ιστορικά.
1.Κατά το στάδιο του «ελεύθερου ανταγωνισμού», στο βαθμό που δρομολογείται η εντατική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, ξεκινά η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, ξεκινά η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο (ως αποτέλεσμα της απόσπασης της σκοποθεσίας από την εκτελεστική εργασία, ως όρος της πραγματικής-τεχνικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο), στο βαθμό που αυτή συνδέεται με τη «νεκρή εργασία», με τους εμπράγματους όρους της παραγωγής (μηχανές, τεχνολογικές διατάξεις, κ.ο.κ.), σε αντιδιαστολή με τη «ζωντανή εργασία» του μισθωτού εργαζόμενου. Ωστόσο, η υπαγωγή της επιστήμης και του πανεπιστημίου στο κεφάλαιο είναι έμμεση. Το πανεπιστήμιο, κατ’ εξοχήν κλειστό και ελιτίστικο, με απεύθυνση στα αστικά και μεσοαστικά στρώματα, συνδέεται ακόμα σε σημαντικό βαθμό με τη θεραπεία των βασικών επιστημών, με εκδοχές της αστικής ιδεολογίας που απηχούν σε διάφορους βαθμούς θέσεις της φιλοσοφίας του διαφωτισμού και με τη συμβολή του στη συγκρότηση της διανόησης των ιδεολόγων της αστικής τάξης, των κρατικών αξιωματούχων και των ελευθερίων επαγγελμάτων (δικηγόρων, γιατρών). Τότε εμφανίζονται και τα πρώτα πολυτεχνεία, που εκφράζουν πιο άμεσα τις παραγωγικές ανάγκες του κεφαλαίου για τεχνική διανόηση.
2.Κατά το κρατικο-μονοπωλιακό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας κυριαρχεί η εντατική ανάπτυξη της παραγωγής, βάσει του πρώτου σταδίου της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (αρχές αυτοματοποίησης σε επίπεδο γραμμών παραγωγής, τμημάτων, εργαστηρίων, ενιαία ενεργειακά-παραγωγικά συγκροτήματα, εν σειρά και εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση, φορντισμός, τεϋλορισμός, κ.ο.κ.), γεγονός που αναβαθμίζει τη θέση και το ρόλο της επιστήμης ως πιο άμεσης παραγωγικής δύναμης. Το πανεπιστήμιο (κατ’ εξοχήν δημόσιο, στη δικαιοδοσία του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη») συνδέεται πιο άμεσα με τις στρατηγικές επιλογές βάσει των αναγκών της παραγωγής, μαζικοποιείται, διαφοροποιείται εσωτερικά, αναβαθμίζεται ο ρόλος των τεχνολογικών σπουδών και η κατανεμητική λειτουργία του στην κοινωνία (με σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ανέλιξη).
3.Το διακρατικό-μονοπωλιακό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας (που συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο των διεθνικών-πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλιακών ομίλων) άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στην δεκαετία του 80. Έχει ως τεχνολογική βάση το δεύτερο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, οπότε παρατηρείται η μετάβαση σε άλλο επίπεδο της κατ’ εξοχήν εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος (ενιαία αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη αυτοματοποίησης κλάδων, διακρατικά-διηπειρωτικά ενεργειακά συγκροτήματα, διαστημική, έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης σε παγκόσμιο ιστό). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αναδιαρθρώσεις σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων και σχέσεων παραγωγής και αντίστοιχες αλλαγές σε επιστήμη-πανεπιστήμιο, που προωθούνται με την κινούμενη στον αντίποδα της «γραφειοκρατικής ακαμψίας» της παραδοσιακής κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης στρατηγική του νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού.
Στις μέρες μας σημειώνεται νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, με εντατικότερη προώθηση της αυτοματοποίησης και του πληροφοριακού - τεχνολογικού συγκροτήματος, των βιοτεχνολογιών, νέων ισχυρότερων πηγών ενέργειας με υψηλό συντελεστή απόδοσης, νέων δυνατοτήτων επίδρασης στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο ψυχισμό, κ.ο.κ.. Οι πολυεθνικές εταιρίες και οι χώρες που ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις κατακτήσεις της επιστημονικοτεχνικής προόδου, κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη θέση στον κόσμο. Χαρακτηριστική για την εποχή μας είναι η πρωτόγνωρου βαθμού συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της μονοπωλιακής χρήσης των επιστημονικών ερευνών. Το πανεπιστήμιο (δημόσιο με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ιδιωτικό, επιχειρηματικό, στη δικαιοδοσία υπερεθνικών οργάνων της νέας μορφής του χρηματιστικού κεφαλαίου) συνδέεται πιο άμεσα με τις στρατηγικές επιλογές των αναγκών για ακαριαίες ροές χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπου υπάρχει έστω και αμυδρή υπόσχεση άντλησης μονοπωλιακού υπερκέρδους, ως αντιστάθμισμα στην πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Μαζικοποιείται περαιτέρω, διαφοροποιείται και κατακερματίζεται εσωτερικά, υιοθετεί εντός του όλο και πιο διαφοροποιημένες μορφές ελαστικών εργασιακών σχέσεων και ανταγωνισμού, γίνεται το ίδιο επιχείρηση παροχής ερευνητικών και διδακτικών υπηρεσιών, γίνεται πανεπιστήμιο «πολλών ταχυτήτων» (από ιδρύματα και σχολές ελίτ, μέχρι και νέες μορφές εκπαιδευτηρίων βραχυχρόνιας κατάρτισης, βάσει πακέτων πληροφοριών και δεξιοτήτων με ημερομηνία λήξης), ενώ αλλάζει και η κατανεμητική λειτουργία του στην κοινωνία (με σημαντικό ρόλο στην παραγωγή-αναπαραγωγή νέων στρατιών της μισθωτής εργασίας, των νέων απασχολήσιμων και δια βίου-δια της βίας επανακαταρτιζόμενων). Η πιο άμεση υπαγωγή επιστήμης και πανεπιστημίου στο κεφάλαιο επιτυγχάνεται μόνο μέσω της καταστροφικής μετάλλαξής τους.
Προωθείται λοιπόν ένα σύστημα «δια βίου κατάρτισης» πολλών ταχυτήτων, όπου ανασφαλείς εκπαιδευτές θα εκπαιδεύουν με τη σειρά τους εφήμερους εκπαιδευτές ανέργων και οι εκπαιδευόμενοι άνεργοι θα ανταγωνίζονται αλλήλους και θα πιέζουν για θέ¬σεις εργασίας. Η υποβάθμιση της βασικής έρευνας, των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας προσλαμβάνει καταστροφικές διαστάσεις που υπονομεύουν τα θεμέλια της παιδείας. Η πολιτική που εφαρμόζει αυτή την στρατηγική αναμόρφωσης της έρευνας, αποσκοπεί σαφώς στην ακύρωση των όποιων θεσμικά κατοχυρωμένων μηχανισμών αυτονομίας, ασυλίας και κοινωνικού ελέγχου της ελεύθερης έρευνας (όπου θα μπορούσε να υπόκειται σε τρόπον τινά δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να στρέφεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας), και στην μετάθεση αυτού του ελέγχου στην ιδιωτική σφαίρα, όπου ο μόνος εφικτός «έλεγχος» είναι αυτός που ασκείται εμμέσως, δια των μηχανισμών της αγοράς, δηλαδή, αυτός που διασφαλίζει την κυριαρχία του ισχυρότερου κεφαλαίου. Στην πορεία αυτή μετέρχονται απροκάλυπτα των πλέον αυταρχικών-πραξικοπηματικών μεθόδων, θέτοντας κυριολεκτικά υπό διωγμό, όχι μόνον όσους δεν υποτάσσονται σε αυτή την «μεταρρύθμιση», αλλά και εκείνα τα γνωστικά αντικείμενα που επιτρέπουν τον αναστοχασμό επί αυτών των ζητημάτων (φιλοσοφία, κοινωνικές επιστήμες).
Όλο και πιο σαφής γίνεται η διάκριση μεταξύ των επιστημόνων που ασχολούνται κατ’ εξοχήν με την έρευνα, με τη διδασκαλία και εκείνων που ασχολούνται με την διοίκηση της επιστήμης. Οι μεν πρώτοι, προτάσσουν στην κλίμακα αξιών τους την δημιουργία νέας γνώσης, οι δε δεύτεροι - τους (αγοραίους ποσοτικούς) δείκτες που χειρίζονται στις διοικητικές λειτουργίες τους, συστατικό στοιχείο των οποίων γίνεται όλο και πιο πολύ το marketing, η προβολή των δεικτών που καταδεικνύουν την υπεροχή του ιδρύματος (σχολής, τμήματος) που διοικούν στον γενικότερο ανταγωνισμό της αγοράς, ώστε να διασφαλίσουν εύσημα και πόρους από την πολιτική ηγεσία, αλλά και από τις δυνάμεις της αγοράς. Οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων της επιστήμης (με την ευρεία έννοια, διότι ο ασκών την διοίκηση, κατά κανόνα δεν προλαβαίνει και ίσως δεν μπορεί πλέον να ασχολείται πρωτίστως με την έρευνα, άρα προτάσσει το διοικητικό του αξίωμα ως κατ’ εξοχήν πεδίο κοινωνικής καταξίωσης) ομιλούν τελικά σε διαφορετικές γλώσσες. Είναι εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα, τύπου και επιπέδου η επιχειρηματική δραστηριότητα και η ερευνητική-διδακτική δραστηριότητα. Η όποια υπαγωγή της δεύτερης στην πρώτη, με αντίστοιχο αναπροσανατολισμό δεικτών-κινήτρων, συνεπιφέρει καταστροφή των νοητικών και ευρύτερα των ψυχικών-συνειδησιακών λειτουργιών του ερευνητή.
Το κατοχικό καθεστώς και το πανεπιστήμιο
Το κατοχικό καθεστώς ΔΝΤ-ΕΕ με τα όργανα κοινοβουλευτικής δικτατορίας του, προωθούν την πιο άμεση και βάναυση υπαγωγή του πανεπιστημίου στο κεφάλαιο (βλ.«Κείμενο διαβούλευσης για την έναρξη διαλόγου. Εθνική στρατηγική για την Ανώτατη Εκπαίδευση...»). Η όλη θεσμική συγκρότηση, η δομή, τα όργανα και η διοίκηση των ΑΕΙ αλλάζουν άρδην, κατά τα πρότυπα της επιχείρησης Α.Ε. με τον Πρύτανη-Διευθύνοντα Σύμβουλο και το Δ.Σ.
Καταργείται η βαθμίδα του Λέκτορα, ο οποίος μετατρέπεται σε συμβασιούχο διδάσκοντα, χωρίς δυνατότητα εξέλιξης με κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) διδακτικά καθήκοντα. Καταργείται η μονιμότητα του Επίκουρου Καθηγητή. Η προερχόμενη από τον εθισμό σε έξωθεν επιτήρηση των κυβερνώντων συμπλεγματική ξενομανία, αναγορεύεται σε γενικευμένη θέσμιση της εξευτελιστικής δουλοπρέπειάς τους, ακόμα και με τη «διεθνή σύνθεση» και τους «εξωτερικούς κριτές» των εκλεκτορικών σωμάτων. Μοναδική πρωτοτυπία του κατοχικού Πανεπιστημίου του Μνημονίου!
Η περιβόητη «οικονομική αυτοτέλεια», σημαίνει αποδεύσμευση της κυβέρνησης από την συνταγματική υποχρέωση της δημόσιας χρηματοδότησης των ΑΕΙ. Έτσι αντικαθίσταται το ενιαίο μισθολογίο των πανεπιστημιακών από ένα «επίδομα» επιβίωσης και οι αμοιβές εξατομικεύονται βάσει των «επιδόσεών» τους στις αξιολογήσεις. Η χρηματοδότηση συναρτάται ωμά και κατηγορηματικά με την αγοραία αξιολόγηση, για την επιχειρηματική μετάλλαξη των ΑΕΙ. Το ΑΕΙ θα τιμωρείται αξιολογικά και για την ανεργία των αποφοίτων! Η χρηματοδότηση της έρευνας θα γίνεται μόνο επιλεκτικά με συγκεκριμένα πακέτα και με τους όρους που αυτά επιβάλλουν. Οι ανθρωπιστικές σπουδές, η φιλοσοφία και οι κοινωνικές επιστήμες θα αντιμετωπίσουν τον μαρασμό και την κατάργηση των Τμημάτων τους!
Στη θέση της δημόσιας δωρεάν παιδείας, προτείνονται στους φοιτητές και στις οικογένειές τους «υπηρεσίες υποστήριξης», όπως η «κάρτα του φοιτητή» για πρόσβαση σε υπηρεσίες, η ανάθεση της σίτισης και της στέγασης σε σχήματα γνωστά από τις «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα», ενώ το έλλειμμα χρηματοδότησης θα επιτείνει και την ιδιωτικοποίηση των σπουδών, με την «κοινωνική πολιτική» της εξώθησης των φοιτητών και των οικογενειών τους στα φοιτητικά δάνεια και την υπερχρέωση. Η «Χωροταξική και θεματική αναδιάρθρωση», με κλείσιμο, συγχωνεύσεις, καταργήσεις, κ.ο.κ. Ιδρυμάτων, σχολών και τμημάτων, προτείνεται ωμά για λόγους κατοχικής λιτότητας, για «τον περιορισμό των διοικητικών και διαχειριστικών δαπανών».
Η δομή συγκεντροποιείται γύρω από τη Σχολή. Η πραγματική διεπιστημονικότητα προϋποθέτει ως βάση την επιστημονική πειθαρχία. Στην αντίθετη περίπτωση υπονομεύει κάθε έννοια επιστημονικότητας. Στο όνομα μιας στρεβλής «διεπιστημονικότητας», καταργείται το Τμήμα, ως βασική λειτουργική-διοικητική μονάδα επιστημονικού έργου σε ένα οριοθετημένο κλάδο, βάσει μιας επιστημονικής πειθαρχίας που προσδιορίζεται από το χαρακτήρα του γνωστικού αντικειμένου. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί ο κατακερματισμός της ενότητας των σπουδών και των πτυχίων που προωθείται με την πρακτική άθροισης πιστωτικών μονάδων από μαθήματα σε Α.Ε.Ι. αλλά και σε ιδρύματα «δια βίου εκπαίδευσης». Συνακόλουθα, διασπάται και η ενιαία ακαδημαϊκή ταυτότητα των επαγγελματικών δικαιωμάτων που αντιστοιχούν σε κάθε κλάδο.
Θεσμοθετούνται «Κέντρα Αριστείας», με το αζημίωτο, ως υποδείγματα υπαγωγής-συμόρφωσης στα αγοραία πρότυπα (από όποιους επιτήδειους προλάβουν και αυτοπλασαριστούν-αξιολογηθούν δεόντως), τα οποία στη συνέχεια διαχέονται και επιβάλλονται σε όλα τα Ιδρύματα.
Στα πλαίσια της «Διά Βίου Μάθησης» προτείνεται πλήρης ευελιξία στην παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών, ώστε να γίνουμε «χώρα εισαγωγής φοιτητών». Υπόρρητη στόχευση αυτής της πρότασης, είναι ενδεχομένως η βαθμιαία θέσπιση της διδασκαλίας στην αγγλική, αλλά και η βαθμιαία γενίκευση της επιβολής διδάκτρων, αρχής γενομένης από αλλοδαπούς φοιτητές.
Υιοθετείται η αγοραία, μονόπλευρη και πανταχόθεν αμφισβητήσιμη αξιοπιστία των συστημάτων κατάταξης πανεπιστημίων, βάσει συστήματος κατάταξης του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Η πανεπιστημιακή κοινότητα οφείλει να αντιταχθεί στους αδιαφανείς μηχανισμούς, που απαρτίζονται από διορισμένους «εθνικούς εκπροσώπους» ανά ειδικότητες, ώστε αυτοί να καταρτίσουν πραξικοπηματικώς συστήματα κατάταξης επιστημονικών περιοδικών, ΑΕΙ, κριτηρίων και προδιαγραφών ομοιογενοποιημένης αξιολόγησης και πιστοποίησης.
Στο πνεύμα του διεθνούς επιχειρηματικού ανοίγματος, προτείνεται και η «στήριξη της ίδρυσης παραρτημάτων των ελληνικών Ιδρυμάτων σε άλλες χώρες». Το τελευταίο, βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, θα συνεπιφέρει την αυτόματη αναγνώριση ως πανεπιστημιακών, όλων των επιχειρήσεων κατάρτισης που αυτοπροβάλλονται ως παραρτήματα πανεπιστημίων της αλλοδαπής, ώστε να ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση του ενιαίου μεταλυκειακού χώρου. Προβλέπεται μεταξύ άλλων και η «θεσμοθέτηση της δυνατότητας χορηγίας Εδρών, με βάση προδιαγραφές που θέτει το Ίδρυμα».
Μέτωπο παιδείας-εργασίας, για επιστήμη και πανεπιστήμιο με προοπτική τον κομμουνισμό
Η επιστήμη και το πανεπιστήμιο, εν μέσω γενικευμένης κρίσης, υπάγεται όλο και πιο πολύ στο κεφάλαιο. Η άμεση υπαγωγή της επιστήμης και της παιδείας στο κεφάλαιο είναι πλέον μια άγουσα τάση που προωθείται και θεσμικά με δικτατορικούς τρόπους. Ωστόσο, η υπαγωγή αυτή δεν είναι, ούτε και θα καταστεί ποτέ απόλυτη. Η επιστήμη, η τεχνολογία και η παιδεία είναι πολύ σοβαρές υποθέσεις της ανθρωπότητας ώστε να αφεθούν στην ιδιοτελή δικαιοδοσία του κεφαλαίου και των τεχνοκρατών υπηρετών του, είτε στην υπονόμευσή τους από εκδοχές του τεχνοφοβικού ρομαντισμού.
Οι αντιστάσεις που συναντά αυτή η υπαγωγή, είναι δηλωτικές του εύρους και του βάθους της αντιφατικότητας αυτής της διαδικασίας, η οποία συνδέεται με μια θεμελιώδη αντίφαση: την αντίφαση μεταξύ του καθολικού δημιουργικού χαρακτήρα της επιστήμης και της παιδείας και της μονομέρειας του ιδιωτικού συμφέροντος του κεφαλαίου. Εντός αυτής της αντιφατικής διαδικασίας αναπτύσσονται οι συνδεόμενες με την αλματωδώς αύξουσα κοινωνικοποίηση της εργασίας δυνάμεις αμφισβήτησης και ανατροπής της κυριαρχίας του κεφαλαίου, ιδιαίτερα της νεολαίας, εντός και εκτός ΑΕΙ. Οι δυνάμεις αυτές, εκφράζονται με προσωπικότητες και συλλογικότητες, οι οποίες με το ανιδιοτελές και πρωτοπόρο ερευνητικό και κοινωνικό τους έργο βρίσκονται στα πλέον προκεχωρημένα φυλάκια της επιστήμης και της παιδείας, γεγονός που τους επιτρέπει να συνειδητοποιούν σταδιακά και να καταδεικνύουν τόσο τους συνδεόμενους με την κυριαρχία του κεφαλαίου περιορισμούς και καταστροφικούς κινδύνους, όσο και την νομοτελή αναγκαιότητα ενός μετώπου παιδείας-εργασίας, για τη διέξοδο της ανθρωπότητας σε έναν ριζικά διαφορετικό τύπο συγκρότησης και ανάπτυξης.
Η ίδια η κρισιακή συγκυρία εξακοντίζει όλα τα ζητήματα στο επίκεντρο του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού αγώνα, γεγονός που επιτάσσει την αναγκαιότητα συγκρότησης ενιαίου μετώπου παιδείας-εργασίας εναντίον του καθεστώτος κατοχής και του καταστροφικού του έργου. Η κριτική της χειραγωγικής ουσίας της υπαγωγής της επιστήμης και του πανεπιστημίου στο κεφάλαιο και το αντίστοιχο κίνημα, οφείλουν να αντιπαραθέτουν σε αυτήν το θετικό ιδεώδες της ολόπλευρης καλλιέργειας του ανθρώπου του μέλλοντος (στοιχεία του οποίου ανιχνεύονται ήδη στην αντιφατικότητα του παρόντος), συνδέοντας έτσι τις διεκδικήσεις στο χώρο της επιστήμης και της παιδείας με την προοπτική του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στην κατεύθυνση προς την ώριμη κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα, τον κομμουνισμό.
Βλ. και Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm,
ΔΙΚΤΥΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ και ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ για το ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΚΙΝΗΜΑ http://net.glotta.ntua.gr/
Είναι γεγονός ότι επί κεφαλαιοκρατίας η επιστημονική γνώση είναι δυνάμει αξία χρήσης, η μετατροπή της οποίας σε ενεργεία (άμεσα κοινωνική αξία) διαμεσολαβείται από ένα περίπλοκο πλέγμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων (παραγωγικών αναγκών) και κοινωνικών σχέσεων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών), το οποίο (πλέγμα) συγκροτεί και τους αναγκαίους και ικανούς όρους αυτής της μετατροπής. Το προϊόν της επιστημονικής έρευνας επί κεφαλαιοκρατίας δεν συνιστά επιμέρους αυτοτελή αξία χρήσης, αλλά φορέα της συνολικής εργασιακής αξίας κατά τρεις τρόπους: 1. λειτουργεί ως μηχανισμός μεταβίβασης αξίας σε άλλα προϊόντα (μέσω του σχεδιασμού και της τεχνολογίας), 2. λειτουργεί ως μέσο και τρόπος μεταβίβασης αξίας, με το σύστημα προπαρασκευής του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας (ποικίλων βαθμών μόρφωσης, κατάρτισης, εξειδίκευσης, κ.ο.κ.) και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (παιδεία, εκπαίδευση ως μηχανισμός «κατεργασίας» ανθρώπων μέσω της «κατεργασίας» γνώσεων) και 3. ως κεκτημένη γνώση, λειτουργεί (ευρετικά και μεθοδολογικά) ως μέσο και τρόπος προσπορισμού νέας γνώσης, ως μηχανισμός μεταβίβασης αξίας στη νέα γνώση. Για τους παραπάνω λόγους, η επιστήμη και το πανεπιστήμιο αποκτούν στρατηγική σημασία επί κεφαλαιοκρατίας, μια σημασία που μεταβάλλεται ιστορικά.
1.Κατά το στάδιο του «ελεύθερου ανταγωνισμού», στο βαθμό που δρομολογείται η εντατική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, ξεκινά η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, ξεκινά η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο (ως αποτέλεσμα της απόσπασης της σκοποθεσίας από την εκτελεστική εργασία, ως όρος της πραγματικής-τεχνικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο), στο βαθμό που αυτή συνδέεται με τη «νεκρή εργασία», με τους εμπράγματους όρους της παραγωγής (μηχανές, τεχνολογικές διατάξεις, κ.ο.κ.), σε αντιδιαστολή με τη «ζωντανή εργασία» του μισθωτού εργαζόμενου. Ωστόσο, η υπαγωγή της επιστήμης και του πανεπιστημίου στο κεφάλαιο είναι έμμεση. Το πανεπιστήμιο, κατ’ εξοχήν κλειστό και ελιτίστικο, με απεύθυνση στα αστικά και μεσοαστικά στρώματα, συνδέεται ακόμα σε σημαντικό βαθμό με τη θεραπεία των βασικών επιστημών, με εκδοχές της αστικής ιδεολογίας που απηχούν σε διάφορους βαθμούς θέσεις της φιλοσοφίας του διαφωτισμού και με τη συμβολή του στη συγκρότηση της διανόησης των ιδεολόγων της αστικής τάξης, των κρατικών αξιωματούχων και των ελευθερίων επαγγελμάτων (δικηγόρων, γιατρών). Τότε εμφανίζονται και τα πρώτα πολυτεχνεία, που εκφράζουν πιο άμεσα τις παραγωγικές ανάγκες του κεφαλαίου για τεχνική διανόηση.
2.Κατά το κρατικο-μονοπωλιακό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας κυριαρχεί η εντατική ανάπτυξη της παραγωγής, βάσει του πρώτου σταδίου της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (αρχές αυτοματοποίησης σε επίπεδο γραμμών παραγωγής, τμημάτων, εργαστηρίων, ενιαία ενεργειακά-παραγωγικά συγκροτήματα, εν σειρά και εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση, φορντισμός, τεϋλορισμός, κ.ο.κ.), γεγονός που αναβαθμίζει τη θέση και το ρόλο της επιστήμης ως πιο άμεσης παραγωγικής δύναμης. Το πανεπιστήμιο (κατ’ εξοχήν δημόσιο, στη δικαιοδοσία του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη») συνδέεται πιο άμεσα με τις στρατηγικές επιλογές βάσει των αναγκών της παραγωγής, μαζικοποιείται, διαφοροποιείται εσωτερικά, αναβαθμίζεται ο ρόλος των τεχνολογικών σπουδών και η κατανεμητική λειτουργία του στην κοινωνία (με σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ανέλιξη).
3.Το διακρατικό-μονοπωλιακό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας (που συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο των διεθνικών-πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλιακών ομίλων) άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στην δεκαετία του 80. Έχει ως τεχνολογική βάση το δεύτερο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, οπότε παρατηρείται η μετάβαση σε άλλο επίπεδο της κατ’ εξοχήν εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος (ενιαία αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη αυτοματοποίησης κλάδων, διακρατικά-διηπειρωτικά ενεργειακά συγκροτήματα, διαστημική, έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης σε παγκόσμιο ιστό). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αναδιαρθρώσεις σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων και σχέσεων παραγωγής και αντίστοιχες αλλαγές σε επιστήμη-πανεπιστήμιο, που προωθούνται με την κινούμενη στον αντίποδα της «γραφειοκρατικής ακαμψίας» της παραδοσιακής κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης στρατηγική του νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού.
Στις μέρες μας σημειώνεται νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, με εντατικότερη προώθηση της αυτοματοποίησης και του πληροφοριακού - τεχνολογικού συγκροτήματος, των βιοτεχνολογιών, νέων ισχυρότερων πηγών ενέργειας με υψηλό συντελεστή απόδοσης, νέων δυνατοτήτων επίδρασης στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο ψυχισμό, κ.ο.κ.. Οι πολυεθνικές εταιρίες και οι χώρες που ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις κατακτήσεις της επιστημονικοτεχνικής προόδου, κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη θέση στον κόσμο. Χαρακτηριστική για την εποχή μας είναι η πρωτόγνωρου βαθμού συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της μονοπωλιακής χρήσης των επιστημονικών ερευνών. Το πανεπιστήμιο (δημόσιο με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ιδιωτικό, επιχειρηματικό, στη δικαιοδοσία υπερεθνικών οργάνων της νέας μορφής του χρηματιστικού κεφαλαίου) συνδέεται πιο άμεσα με τις στρατηγικές επιλογές των αναγκών για ακαριαίες ροές χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπου υπάρχει έστω και αμυδρή υπόσχεση άντλησης μονοπωλιακού υπερκέρδους, ως αντιστάθμισμα στην πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Μαζικοποιείται περαιτέρω, διαφοροποιείται και κατακερματίζεται εσωτερικά, υιοθετεί εντός του όλο και πιο διαφοροποιημένες μορφές ελαστικών εργασιακών σχέσεων και ανταγωνισμού, γίνεται το ίδιο επιχείρηση παροχής ερευνητικών και διδακτικών υπηρεσιών, γίνεται πανεπιστήμιο «πολλών ταχυτήτων» (από ιδρύματα και σχολές ελίτ, μέχρι και νέες μορφές εκπαιδευτηρίων βραχυχρόνιας κατάρτισης, βάσει πακέτων πληροφοριών και δεξιοτήτων με ημερομηνία λήξης), ενώ αλλάζει και η κατανεμητική λειτουργία του στην κοινωνία (με σημαντικό ρόλο στην παραγωγή-αναπαραγωγή νέων στρατιών της μισθωτής εργασίας, των νέων απασχολήσιμων και δια βίου-δια της βίας επανακαταρτιζόμενων). Η πιο άμεση υπαγωγή επιστήμης και πανεπιστημίου στο κεφάλαιο επιτυγχάνεται μόνο μέσω της καταστροφικής μετάλλαξής τους.
Προωθείται λοιπόν ένα σύστημα «δια βίου κατάρτισης» πολλών ταχυτήτων, όπου ανασφαλείς εκπαιδευτές θα εκπαιδεύουν με τη σειρά τους εφήμερους εκπαιδευτές ανέργων και οι εκπαιδευόμενοι άνεργοι θα ανταγωνίζονται αλλήλους και θα πιέζουν για θέ¬σεις εργασίας. Η υποβάθμιση της βασικής έρευνας, των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας προσλαμβάνει καταστροφικές διαστάσεις που υπονομεύουν τα θεμέλια της παιδείας. Η πολιτική που εφαρμόζει αυτή την στρατηγική αναμόρφωσης της έρευνας, αποσκοπεί σαφώς στην ακύρωση των όποιων θεσμικά κατοχυρωμένων μηχανισμών αυτονομίας, ασυλίας και κοινωνικού ελέγχου της ελεύθερης έρευνας (όπου θα μπορούσε να υπόκειται σε τρόπον τινά δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να στρέφεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας), και στην μετάθεση αυτού του ελέγχου στην ιδιωτική σφαίρα, όπου ο μόνος εφικτός «έλεγχος» είναι αυτός που ασκείται εμμέσως, δια των μηχανισμών της αγοράς, δηλαδή, αυτός που διασφαλίζει την κυριαρχία του ισχυρότερου κεφαλαίου. Στην πορεία αυτή μετέρχονται απροκάλυπτα των πλέον αυταρχικών-πραξικοπηματικών μεθόδων, θέτοντας κυριολεκτικά υπό διωγμό, όχι μόνον όσους δεν υποτάσσονται σε αυτή την «μεταρρύθμιση», αλλά και εκείνα τα γνωστικά αντικείμενα που επιτρέπουν τον αναστοχασμό επί αυτών των ζητημάτων (φιλοσοφία, κοινωνικές επιστήμες).
Όλο και πιο σαφής γίνεται η διάκριση μεταξύ των επιστημόνων που ασχολούνται κατ’ εξοχήν με την έρευνα, με τη διδασκαλία και εκείνων που ασχολούνται με την διοίκηση της επιστήμης. Οι μεν πρώτοι, προτάσσουν στην κλίμακα αξιών τους την δημιουργία νέας γνώσης, οι δε δεύτεροι - τους (αγοραίους ποσοτικούς) δείκτες που χειρίζονται στις διοικητικές λειτουργίες τους, συστατικό στοιχείο των οποίων γίνεται όλο και πιο πολύ το marketing, η προβολή των δεικτών που καταδεικνύουν την υπεροχή του ιδρύματος (σχολής, τμήματος) που διοικούν στον γενικότερο ανταγωνισμό της αγοράς, ώστε να διασφαλίσουν εύσημα και πόρους από την πολιτική ηγεσία, αλλά και από τις δυνάμεις της αγοράς. Οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων της επιστήμης (με την ευρεία έννοια, διότι ο ασκών την διοίκηση, κατά κανόνα δεν προλαβαίνει και ίσως δεν μπορεί πλέον να ασχολείται πρωτίστως με την έρευνα, άρα προτάσσει το διοικητικό του αξίωμα ως κατ’ εξοχήν πεδίο κοινωνικής καταξίωσης) ομιλούν τελικά σε διαφορετικές γλώσσες. Είναι εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα, τύπου και επιπέδου η επιχειρηματική δραστηριότητα και η ερευνητική-διδακτική δραστηριότητα. Η όποια υπαγωγή της δεύτερης στην πρώτη, με αντίστοιχο αναπροσανατολισμό δεικτών-κινήτρων, συνεπιφέρει καταστροφή των νοητικών και ευρύτερα των ψυχικών-συνειδησιακών λειτουργιών του ερευνητή.
Το κατοχικό καθεστώς και το πανεπιστήμιο
Το κατοχικό καθεστώς ΔΝΤ-ΕΕ με τα όργανα κοινοβουλευτικής δικτατορίας του, προωθούν την πιο άμεση και βάναυση υπαγωγή του πανεπιστημίου στο κεφάλαιο (βλ.«Κείμενο διαβούλευσης για την έναρξη διαλόγου. Εθνική στρατηγική για την Ανώτατη Εκπαίδευση...»). Η όλη θεσμική συγκρότηση, η δομή, τα όργανα και η διοίκηση των ΑΕΙ αλλάζουν άρδην, κατά τα πρότυπα της επιχείρησης Α.Ε. με τον Πρύτανη-Διευθύνοντα Σύμβουλο και το Δ.Σ.
Καταργείται η βαθμίδα του Λέκτορα, ο οποίος μετατρέπεται σε συμβασιούχο διδάσκοντα, χωρίς δυνατότητα εξέλιξης με κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) διδακτικά καθήκοντα. Καταργείται η μονιμότητα του Επίκουρου Καθηγητή. Η προερχόμενη από τον εθισμό σε έξωθεν επιτήρηση των κυβερνώντων συμπλεγματική ξενομανία, αναγορεύεται σε γενικευμένη θέσμιση της εξευτελιστικής δουλοπρέπειάς τους, ακόμα και με τη «διεθνή σύνθεση» και τους «εξωτερικούς κριτές» των εκλεκτορικών σωμάτων. Μοναδική πρωτοτυπία του κατοχικού Πανεπιστημίου του Μνημονίου!
Η περιβόητη «οικονομική αυτοτέλεια», σημαίνει αποδεύσμευση της κυβέρνησης από την συνταγματική υποχρέωση της δημόσιας χρηματοδότησης των ΑΕΙ. Έτσι αντικαθίσταται το ενιαίο μισθολογίο των πανεπιστημιακών από ένα «επίδομα» επιβίωσης και οι αμοιβές εξατομικεύονται βάσει των «επιδόσεών» τους στις αξιολογήσεις. Η χρηματοδότηση συναρτάται ωμά και κατηγορηματικά με την αγοραία αξιολόγηση, για την επιχειρηματική μετάλλαξη των ΑΕΙ. Το ΑΕΙ θα τιμωρείται αξιολογικά και για την ανεργία των αποφοίτων! Η χρηματοδότηση της έρευνας θα γίνεται μόνο επιλεκτικά με συγκεκριμένα πακέτα και με τους όρους που αυτά επιβάλλουν. Οι ανθρωπιστικές σπουδές, η φιλοσοφία και οι κοινωνικές επιστήμες θα αντιμετωπίσουν τον μαρασμό και την κατάργηση των Τμημάτων τους!
Στη θέση της δημόσιας δωρεάν παιδείας, προτείνονται στους φοιτητές και στις οικογένειές τους «υπηρεσίες υποστήριξης», όπως η «κάρτα του φοιτητή» για πρόσβαση σε υπηρεσίες, η ανάθεση της σίτισης και της στέγασης σε σχήματα γνωστά από τις «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα», ενώ το έλλειμμα χρηματοδότησης θα επιτείνει και την ιδιωτικοποίηση των σπουδών, με την «κοινωνική πολιτική» της εξώθησης των φοιτητών και των οικογενειών τους στα φοιτητικά δάνεια και την υπερχρέωση. Η «Χωροταξική και θεματική αναδιάρθρωση», με κλείσιμο, συγχωνεύσεις, καταργήσεις, κ.ο.κ. Ιδρυμάτων, σχολών και τμημάτων, προτείνεται ωμά για λόγους κατοχικής λιτότητας, για «τον περιορισμό των διοικητικών και διαχειριστικών δαπανών».
Η δομή συγκεντροποιείται γύρω από τη Σχολή. Η πραγματική διεπιστημονικότητα προϋποθέτει ως βάση την επιστημονική πειθαρχία. Στην αντίθετη περίπτωση υπονομεύει κάθε έννοια επιστημονικότητας. Στο όνομα μιας στρεβλής «διεπιστημονικότητας», καταργείται το Τμήμα, ως βασική λειτουργική-διοικητική μονάδα επιστημονικού έργου σε ένα οριοθετημένο κλάδο, βάσει μιας επιστημονικής πειθαρχίας που προσδιορίζεται από το χαρακτήρα του γνωστικού αντικειμένου. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί ο κατακερματισμός της ενότητας των σπουδών και των πτυχίων που προωθείται με την πρακτική άθροισης πιστωτικών μονάδων από μαθήματα σε Α.Ε.Ι. αλλά και σε ιδρύματα «δια βίου εκπαίδευσης». Συνακόλουθα, διασπάται και η ενιαία ακαδημαϊκή ταυτότητα των επαγγελματικών δικαιωμάτων που αντιστοιχούν σε κάθε κλάδο.
Θεσμοθετούνται «Κέντρα Αριστείας», με το αζημίωτο, ως υποδείγματα υπαγωγής-συμόρφωσης στα αγοραία πρότυπα (από όποιους επιτήδειους προλάβουν και αυτοπλασαριστούν-αξιολογηθούν δεόντως), τα οποία στη συνέχεια διαχέονται και επιβάλλονται σε όλα τα Ιδρύματα.
Στα πλαίσια της «Διά Βίου Μάθησης» προτείνεται πλήρης ευελιξία στην παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών, ώστε να γίνουμε «χώρα εισαγωγής φοιτητών». Υπόρρητη στόχευση αυτής της πρότασης, είναι ενδεχομένως η βαθμιαία θέσπιση της διδασκαλίας στην αγγλική, αλλά και η βαθμιαία γενίκευση της επιβολής διδάκτρων, αρχής γενομένης από αλλοδαπούς φοιτητές.
Υιοθετείται η αγοραία, μονόπλευρη και πανταχόθεν αμφισβητήσιμη αξιοπιστία των συστημάτων κατάταξης πανεπιστημίων, βάσει συστήματος κατάταξης του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Η πανεπιστημιακή κοινότητα οφείλει να αντιταχθεί στους αδιαφανείς μηχανισμούς, που απαρτίζονται από διορισμένους «εθνικούς εκπροσώπους» ανά ειδικότητες, ώστε αυτοί να καταρτίσουν πραξικοπηματικώς συστήματα κατάταξης επιστημονικών περιοδικών, ΑΕΙ, κριτηρίων και προδιαγραφών ομοιογενοποιημένης αξιολόγησης και πιστοποίησης.
Στο πνεύμα του διεθνούς επιχειρηματικού ανοίγματος, προτείνεται και η «στήριξη της ίδρυσης παραρτημάτων των ελληνικών Ιδρυμάτων σε άλλες χώρες». Το τελευταίο, βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, θα συνεπιφέρει την αυτόματη αναγνώριση ως πανεπιστημιακών, όλων των επιχειρήσεων κατάρτισης που αυτοπροβάλλονται ως παραρτήματα πανεπιστημίων της αλλοδαπής, ώστε να ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση του ενιαίου μεταλυκειακού χώρου. Προβλέπεται μεταξύ άλλων και η «θεσμοθέτηση της δυνατότητας χορηγίας Εδρών, με βάση προδιαγραφές που θέτει το Ίδρυμα».
Μέτωπο παιδείας-εργασίας, για επιστήμη και πανεπιστήμιο με προοπτική τον κομμουνισμό
Η επιστήμη και το πανεπιστήμιο, εν μέσω γενικευμένης κρίσης, υπάγεται όλο και πιο πολύ στο κεφάλαιο. Η άμεση υπαγωγή της επιστήμης και της παιδείας στο κεφάλαιο είναι πλέον μια άγουσα τάση που προωθείται και θεσμικά με δικτατορικούς τρόπους. Ωστόσο, η υπαγωγή αυτή δεν είναι, ούτε και θα καταστεί ποτέ απόλυτη. Η επιστήμη, η τεχνολογία και η παιδεία είναι πολύ σοβαρές υποθέσεις της ανθρωπότητας ώστε να αφεθούν στην ιδιοτελή δικαιοδοσία του κεφαλαίου και των τεχνοκρατών υπηρετών του, είτε στην υπονόμευσή τους από εκδοχές του τεχνοφοβικού ρομαντισμού.
Οι αντιστάσεις που συναντά αυτή η υπαγωγή, είναι δηλωτικές του εύρους και του βάθους της αντιφατικότητας αυτής της διαδικασίας, η οποία συνδέεται με μια θεμελιώδη αντίφαση: την αντίφαση μεταξύ του καθολικού δημιουργικού χαρακτήρα της επιστήμης και της παιδείας και της μονομέρειας του ιδιωτικού συμφέροντος του κεφαλαίου. Εντός αυτής της αντιφατικής διαδικασίας αναπτύσσονται οι συνδεόμενες με την αλματωδώς αύξουσα κοινωνικοποίηση της εργασίας δυνάμεις αμφισβήτησης και ανατροπής της κυριαρχίας του κεφαλαίου, ιδιαίτερα της νεολαίας, εντός και εκτός ΑΕΙ. Οι δυνάμεις αυτές, εκφράζονται με προσωπικότητες και συλλογικότητες, οι οποίες με το ανιδιοτελές και πρωτοπόρο ερευνητικό και κοινωνικό τους έργο βρίσκονται στα πλέον προκεχωρημένα φυλάκια της επιστήμης και της παιδείας, γεγονός που τους επιτρέπει να συνειδητοποιούν σταδιακά και να καταδεικνύουν τόσο τους συνδεόμενους με την κυριαρχία του κεφαλαίου περιορισμούς και καταστροφικούς κινδύνους, όσο και την νομοτελή αναγκαιότητα ενός μετώπου παιδείας-εργασίας, για τη διέξοδο της ανθρωπότητας σε έναν ριζικά διαφορετικό τύπο συγκρότησης και ανάπτυξης.
Η ίδια η κρισιακή συγκυρία εξακοντίζει όλα τα ζητήματα στο επίκεντρο του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού αγώνα, γεγονός που επιτάσσει την αναγκαιότητα συγκρότησης ενιαίου μετώπου παιδείας-εργασίας εναντίον του καθεστώτος κατοχής και του καταστροφικού του έργου. Η κριτική της χειραγωγικής ουσίας της υπαγωγής της επιστήμης και του πανεπιστημίου στο κεφάλαιο και το αντίστοιχο κίνημα, οφείλουν να αντιπαραθέτουν σε αυτήν το θετικό ιδεώδες της ολόπλευρης καλλιέργειας του ανθρώπου του μέλλοντος (στοιχεία του οποίου ανιχνεύονται ήδη στην αντιφατικότητα του παρόντος), συνδέοντας έτσι τις διεκδικήσεις στο χώρο της επιστήμης και της παιδείας με την προοπτική του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στην κατεύθυνση προς την ώριμη κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα, τον κομμουνισμό.
Βλ. και Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm,
ΔΙΚΤΥΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ και ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ για το ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΚΙΝΗΜΑ http://net.glotta.ntua.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου