Ενώ η κοινοβουλευτική χούντα του ΠΑΣΟΚ στο θέμα του δήθεν «μονόδρομου» ακολουθεί κατά γράμμα τον μεγάλο δάσκαλο της προπαγάνδας Γκέμπελς, που διακήρυσσε ότι όσο μεγαλύτερο το ψέμα και όσο περισσότερο επαναλαμβάνεται τόσο πιο πιστευτό γίνεται, ο μύθος του δημοσίου τομέα ως του «μεγάλου ασθενούς» επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την εντεινόμενη σφαγή σε αυτόν.
Ο μύθος όμως αυτός δεν προέκυψε μόνο από τη σημερινή κρίση, αλλά καλλιεργείται από χρόνια τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές επίπεδο, από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλφιλελεύθερους, ως τμήμα της ιδεολογίας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που εκφράζει το ανώτερο στάδιο της αγοραιοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Δηλαδή, το στάδιο όπου οι κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές ελαχιστοποιούνται (αν δεν καταργούνται ολοσχερώς), με δήθεν στόχο τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, αλλά πραγματικό στόχο τη μεγιστοποίηση του ιδιωτικού κέρδους, ιδιαίτερα των πολυεθνικών που οδήγησαν στη σημερινή παγκοσμιοποίηση και τώρα ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή και το εμπόριο. Η επέκταση των πολυεθνικών αναγκαστικά περνούσε μέσα από την ιδιωτικοποίηση κάθε οικονομικής δραστηριότητας, πράγμα που συνεπαγόταν τη δραστική συρρίκνωση του δημοσίου τομέα, καθώς και από την «απελευθέρωση» των αγορών (κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών και εμπορευμάτων -τις γνωστές «4 ελευθερίες» της Ε.Ε.1) που σήμερα, χάρη στην τρόικα, ολοκληρώνεται και στη χώρα μας.
Φυσικά, ο δημόσιος τομέας δεν εξυπηρετούσε πάντα το γενικό συμφέρον, ιδιαίτερα όταν οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις άρχισαν να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, προσθέτοντας έτσι στο βασικό πρόβλημα που χαρακτηρίζει τον δημόσιο τομέα (γραφειοκρατία και έλλειψη αυτοδιαχείρισης από τους εργαζομένους και τους πολίτες γενικότερα) το κύριο πρόβλημα από το οποίο πάσχει ο ιδιωτικός τομέας (εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος σε βάρος του γενικού). Στην Ελλάδα, μάλιστα, όπως και σε κάθε χώρα στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, ο δημόσιος τομέας φορτώθηκε και με επιπλέον προβλήματα που απέρρεαν από τον βαθμό οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας (εκτεταμένη διαφθορά, «φακελάκια» κ.λπ.). Ομως, ενώ η επέκταση του δημοσίου τομέα στις μητροπολιτικές χώρες, όπου ο ιδιωτικός τομέας ήταν καπιταλιστικά αναπτυγμένος και οικονομικά αποτελεσματικός, οφειλόταν κυρίως στις πολιτικές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και την προστασία της κοινωνίας από την αγορά, στις περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, η επέκταση του δημοσίου τομέα -πολιτική που ακολούθησαν μεταπολεμικά όλα τα κόμματα εξουσίας- είχε άλλο βασικά στόχο: την αναπλήρωση ενός μη ανταγωνιστικού και αποτυχημένου ιδιωτικού τομέα που ήταν ανίκανος να απορροφήσει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό.
Ετσι, όταν η πηγή της μετανάστευσης (που έπαιζε τον ρόλο απορρόφησης της ανεργίας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες) στέρεψε στη δεκαετία του '70, ενώ η ένταξή μας στην Ε.Ε. τη δεκαετία του '80 σήμανε την αποδιάρθρωση της παραγωγικής μας δομής -εφόσον ούτε η δασμοβίωτη ελαφρά βιομηχανία μας ούτε η μη ανταγωνιστική γεωργία μας μπορούσαν να επιβιώσουν στις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές της Ε.Ε.- το ΠΑΣΟΚ, που μόλις είχε έλθει στην εξουσία, μη έχοντας καμιά διάθεση να συγκρουστεί με τις ξένες ελίτ και την ντόπια μεταπρατική ελίτ, δεν είχε άλλη επιλογή από την επέκταση του δημοσίου τομέα. Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας που απορροφούσε το 41% του ΑΕΠ το 1979, λίγο πριν από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, έφτασε ν' απορροφά το 65% του εθνικού εισοδήματος το 1989! Αντίστοιχα, ο αριθμός των απασχολουμένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ως συνέπεια του γεγονότος ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δημοσίων υπαλλήλων (2,9%) ήταν διπλάσιος εκείνου της αύξησης της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα,2 διπλασιάστηκε στη μεταπολίτευση και από περίπου 344.000 το 1974 έφτασε τις 693.000 το 1989, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 20% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Σήμερα, μετά την πρόσφατη απογραφή, ο συνολικός αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έφτασε τους 768.000, αντιπροσωπεύοντας δηλαδή σημαντικά μικρότερο ποσοστό του σημερινού ενεργού πληθυσμού σε σχέση με τότε - μόλις το 15%!3 Το ποσοστό, μάλιστα, των δημοσίων υπαλλήλων στην παρούσα δεκαετία -παρά τη μυθολογία των απατεώνων της κοινοβουλευτικής χούντας- ήταν και είναι σχετικά μικρό, όπως έδειξε σχετικά πρόσφατη συγκριτική έρευνα,4 σύμφωνα με την οποία το 2002 ήταν μόλις 11,4% του εργατικού δυναμικού, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των «17» ήταν πάνω από 16%, με τις σκανδιναβικές χώρες και τη Γαλλία να παρουσιάζουν ποσοστά μεταξύ 20% και 30%. Οπως τονίζει η ίδια μελέτη, τα ποσοστά αυτά δεν ήταν συμπτωματικά αλλά αντιπροσώπευαν μακροπρόθεσμες τάσεις που επιβεβαιώνονταν και από τα ποσοστά των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ. Η σημερινή επομένως αύξηση του ποσοστού των δημοσίων υπαλλήλων στο 15%, που παρουσιάστηκε ως έγκλημα από τους απατεώνες της ΠΑΣΟΚικής χούντας, στην πραγματικότητα σημαίνει απλώς ότι τώρα φτάσαμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δεν ήταν, επομένως, η αναποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα -παρ' όλο που αυτή είναι αναμφισβήτητη- «το αίτιο που οδήγησε σε διαδικασίες οι οποίες παρεμπόδισαν τον ανταγωνισμό και τελικά διέστρεψαν την ανάπτυξη της χώρας», όπως υποστήριζε εδώ και σχεδόν 20 χρόνια ο σοσιαλφιλελεύθερος αδελφός του πρωθυπουργού5 και σημερινός άτυπος συμβουλάτοράς του, ο οποίος, μαζί με τον νεοδιορισθέντα και γνωστό όργανο της υπερεθνικής ελίτ Παντόα Σκιόπα, και τον ίδιο τον αρχηγό της «χούντας», αποτελούν την «ελληνική» τρόικα που διαχειρίζεται το προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ -την οποία εκπροσωπεί στη χώρα η τρόικα των ΔΝΤ, Ε.Ε. και ΕΚΤ.6 Αντίθετα, το τελικό αίτιο της αποτυχίας της ελληνικής ανάπτυξης είναι το γεγονός που παίρνει δεδομένο η νεο/σοσιαλφιλελεύθερη προσέγγιση: δηλαδή η αυξανόμενη «απελευθέρωση» των αγορών. Και αυτό, διότι το μοντέλο εξωστρεφούς «ανάπτυξης», στο οποίο οδήγησε η απελευθέρωση αυτή, δεν στηριζόταν στις δυνάμεις της ίδιας της χώρας αλλά στην εξωτερική αγορά και το ξένο κεφάλαιο και, αναπόφευκτα, κατέληξε σε ένα στρεβλό επενδυτικό πρότυπο που δεν επέτρεπε τη δημιουργία ενός ισχυρού μεταποιητικού τομέα, καθώς και σε ένα καταναλωτικό πρότυπο που είχε ελάχιστη σχέση με το εγχώριο παραγωγικό πρότυπο. Στη διαδικασία αυτή, το κράτος δεν έπαιξε ποτέ ένα σημαντικό άμεσο ρόλο για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής και περιορίστηκε πάντα σε έναν έμμεσο ρόλο ενίσχυσης της ποσοτικής διαδικασίας αύξησης του εθνικού εισοδήματος, που συνεπαγόταν απλώς την επέκταση της υπάρχουσας παραγωγικής δομής, σε συνδυασμό με κάποια βελτίωση της υποδομής (μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια κ.λπ.), αφήνοντας ουσιαστικά την αναπτυξιακή διαδικασία στις δυνάμεις της αγοράς και περιορίζοντας τον δημόσιο τομέα στο ρόλο μιας δικλίδας ασφάλειας στο πρόβλημα της απασχόλησης που δημιουργούσε ο ανεπαρκής ιδιωτικός τομέας. Παρ' όλα αυτά, οι ντόπιες και ξένες ελίτ επιβάλλουν σήμερα όχι μόνο κτηνώδεις περικοπές στα εισοδήματα όλων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, που καμιά άλλη χώρα της Ευρωζώνης δεν επέβαλε, αλλά και πετσοκόβουν τον αριθμό των θέσεων στον τομέα αυτό, γεγονός που, με δεδομένη την οριακή απορροφητικότητα εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, σημαίνει παραπέρα αύξηση της μαζικής ανεργίας των νέων στο μέλλον. Και όχι μόνο! Σημαίνει, επίσης, τη συνεχή καταβαράθρωση κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η εκπαίδευση και η υγεία, έτσι ώστε στο προσεχές μέλλον μόνο η μειονότητα που έχει τη δυνατότητα να προσφεύγει στον ιδιωτικό τομέα θα μπορεί να ικανοποιεί τις σχετικές βασικές ανάγκες, ενώ η πλειοψηφία θα συνθλίβεται κάτω από τις τριτοκοσμικές συνθήκες που θα προσφέρει ένας εξαθλιωμένος δημόσιος τομέας, κατά το αμερικανικό πρότυπο που επιβάλλουν οι δύο τρόικες... 5. Ν. Papandreou, «Finance and industry: the case of Greece», International Review of Applied Economics, vol. 5/1 (1991)
6. βλ. Τάκη Φωτόπουλου Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ - Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την Ε.Ε. και για μια αυτοδύναμη Οικονομία (υπό έκδοση, Γόρδιος, Σεπτέμβρης, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου