ΔΥΟ ΓΝΩΣΤΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ, Ο R. WOLFF ΚΑΙ Ο L. RANDALL WRAY ΑΝΑΛΥΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
Πηγή: Κυρ. Ελευθεροτυπία
Του ΧΡ. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ
Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ότι μειώνοντας τις αμοιβές και τα προνόμια των εργαζομένων αυξάνει η ανταγωνιστικότητα είναι ένα βαθιά ραγισμένο οικονομικό δόγμα.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών πολυάριθμες μελέτες διάσημων οικονομολόγων έχουν δείξει ότι η άποψη αυτή αποτελεί στην ουσία βασική παράμετρο της στρατηγικής του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και ότι η μείωση των αμοιβών και το κόψιμο των προνομίων των εργαζομένων είναι μέτρα που έχουν ιδιαίτερα δυσμενή κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα.
Στην Ελλάδα οι μισθοί στο Δημόσιο περιορίστηκαν και οι αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα πάγωσαν. Επιπρόσθετα προωθούνται μέτρα που θα διευκολύνουν τις απολύσεις. Δυο γνωστοί οικονομολόγοι, ο Richard Wolff και ο L. Wray Randall, καταθέτουν τις απόψεις τους για το θέμα.
«Μόνο οι εργαζόμενοι θα χάσουν χωρίς να αποζημιωθούν»
Του RICHARD D. WOLFF *
Δύο βασικά λάθη κάνουν όσοι ισχυρίζονται ότι μειώνοντας τους μισθούς και κάνοντας ευκολότερες τις απολύσεις η Ελλάδα θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της.
Πρώτον, άλλες χώρες που ανταγωνίζονται την Ελλάδα στην προσέλκυση επενδύσεων δεν θα μείνουν απαθείς. Θα δράσουν όπως και στο παρελθόν, για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Η Γερμανία και η Γαλλία, για παράδειγμα, θα περιορίσουν τις ροές κεφαλαίων μέσω περίπλοκων συμφωνιών και «κατανοήσεων» μεταξύ των κρατών αυτών και των μεγάλων επιχειρήσεών τους. Την ίδια στιγμή φτωχά κράτη στην Ασία και την Αφρική επίσης θα κινηθούν για να «βελτιώσουν» την ανταγωνιστικότητά τους μειώνοντας μισθούς. Αλλωστε οι εκτιμήσεις ότι η Ελλάδα με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα εξασφάλιζε μαζικές ροές κεφαλαίων από Γερμανία, Γαλλία κ.λπ. αποδείχθηκαν λανθασμένες, καθώς οι ροές αυτές μπλοκαρίστηκαν από κάποιες πλούσιες χώρες ή κινήθηκαν προς φτωχότερα κράτη, πιο «απελπισμένα» από την Ελλάδα.
Δεύτερον, η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης υπηρετεί πρωτίστως τα συμφέροντα δύο συμμαχικών ομάδων: α) εργοδοτών που λειτουργούν εντός των συνόρων και αναζητούν υψηλότερα έσοδα και κέρδη μέσα από τη μείωση των αμοιβών των εργαζομένων, β) τραπεζών -και πλέον και κυβερνήσεων- που σήμερα ελέγχουν το δημόσιο χρέος της χώρας και θέλουν μεγαλύτερη ασφάλεια για τα χρήματα που διέθεσαν.
Ακόμα και οι επιχειρηματίες που παράγουν για την εγχώρια αγορά (η οποία θα συρρικνωθεί εξαιτίας των μειωμένων αμοιβών των εργαζομένων) θα έχουν έμμεσα οφέλη από το γεγονός πως θα πληρώνουν μικρότερους μισθούς αλλά και την ικανοποίηση ότι οι πληγές των δημόσιων οικονομικών θα «γιατρευτούν» από τα εξτρά βάρη στους εργαζόμενους και όχι στους ίδιους.
Μόνο η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων αντιμετωπίζει το πραγματικό ρίσκο και πιθανότατα θα χάσει από την προωθούμενη πολιτική χωρίς να αποζημιωθεί για αυτό.
Βέβαια η ελληνική κυβέρνηση θα πάρει μέτρα πολύ πιο «λογικά» από τη μαζική επίθεση στους εργαζομένους. Θα προσπαθήσει, για παράδειγμα, να βελτιώσει τα δημόσια οικονομικά φορολογώντας το 15% των πολιτών που έχει τα υψηλότερα εισοδήματα. Η αποτυχία να φορολογήσει αυτή την κατηγορία τα τελευταία είκοσι χρόνια -ώστε να πληρώσουν για πολλά από τα τότε κυβερνητικά προγράμματα- οδήγησε στην αύξηση του κρατικού δανεισμού, ο οποίος τώρα είναι το μεγάλο πρόβλημα.
Η ελληνική κυβέρνηση πιθανόν θα αναπτύξει μια νέα συμμαχία με άλλα ευρωπαϊκά κράτη (για παράδειγμα Πορτογαλία, Ισπανία κ.λπ.) για να υποστηρίξει την οικονομική ανάπτυξη αυτού του κομματιού της Ευρώπης και να εξασφαλίσει ότι τα οφέλη από τη συμμετοχή στην Ε.Ε. δεν θα μοιράζονται μόνο στους λίγους ισχυρούς συμμετέχοντες.
Μια κοινή δράση μεταξύ τους, για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι να αντιμετωπίσουν από κοινού (και εξ αυτού του τρόπου πιο ισχυρά) τους παγκόσμιους δανειστές, δηλαδή τις μεγάλες τράπεζες με την απαίτηση να επαναδιαπραγματευτούν μαζί τους τα εθνικά χρέη. Υπάρχουν πολλές ακόμα τέτοιες εναλλακτικές πολιτικές.
Στο τέλος, θα είναι θέμα ιδεολογίας και πολιτικής -το πώς οι άνθρωποι καταλαβαίνουν και δρουν μαζί (ή όχι)- το να κριθεί σε ποια κατεύθυνση η Ελλάδα και η υπόλοιπη Ευρώπη οδεύει. Ο υπόλοιπος κόσμος -ειδικά οι χώρες που έχουν προβλήματα αντίστοιχα με τα ελληνικά- περιμένουν να δουν πως η γνωστή για την οργάνωση και τη μαχητικότητά της ελληνική εργατική τάξη θα αντιδράσει στην επίθεση που τώρα δέχεται.
* Ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Αμχερστ.
«Η Ελλάδα έχει ξεκινήσει μια κούρσα προς τα κάτω»
Του L. RANDALL WRAY*
Η στρατηγική πίσω από τη μείωση του μισθολογικού κόστους και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι προφανής.
Η Ελλάδα έχει ξεκινήσει μια κούρσα προς τα κάτω: θέλει να κερδίσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αποκτώντας τα χαμηλότερα στάνταρτ βιοτικού επιπέδου και αμοιβών στην ευρωζώνη. Βέβαια, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί δεδομένης και της πρόσφατης ένταξης στο ενιαίο νόμισμα της Εσθονίας.
Ακόμα και σε καλύτερες συγκυρίες αυτή είναι μια επικίνδυνη στρατηγική. Δεδομένου ότι όλα τα μέλη της ευρωζώνης έχουν άρει τους φραγμούς στις μεταφορές προϊόντων και έχουν υιοθετήσει κοινό νόμισμα δεν υπάρχει η δυνατότητα να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα με κλασικές μεθόδους όπως η υποτίμηση ή η επιβολή δασμών.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το εμπορικό πλεόνασμα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μειώνοντας το κόστος και αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας. Το κόστος μπορεί να μειωθεί με τον περιορισμό των μισθών και των προνομίων. Η παραγωγικότητα αυξάνει όταν οι εργαζόμενοι δουλεύουν σκληρότερα, περισσότερες ώρες, όταν έχουν μικρότερες άδειες και όταν αυξηθούν τα όρια ηλικίας στη συνταξιοδότηση.
Ολα τα κράτη θα υιοθετήσουν ανάλογες στρατηγικές. Τα δεδομένα άλλωστε έγιναν πολύ χειρότερα από τη βαθιά οικονομική κρίση. Οι αγορές που υποδέχονται τις εξαγωγές δοκιμάζονται και ο τουρισμός είναι μειωμένος. Εν τω μεταξύ οι κυβερνήσεις μειώνουν τις δαπάνες τους ειδικά σε τομείς που βοηθούν την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, όπως είναι οι δημόσιες υποδομές και η εκπαίδευση. Μικρότεροι μισθοί και μείωση του εργατικού δυναμικού, λόγω ανεργίας, συνεπάγονται κατάρρευση των κρατικών εσόδων από τη φορολογία. Αυτό δημιουργεί φαύλο κύκλο μείωσης των δαπανών και νέας μείωσης των φορολογικών εσόδων ο οποίος δεν επιτρέπει να μειωθούν τα ελλείμματα.
Είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα έχει τα προβλήματά της. Το κόστος εργασίας αυξήθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία, πολύ περισσότερο απ' ό,τι στη Γερμανία ή σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Η άποψη όμως ότι οι Ελληνες απολαμβάνουν ένα υπερβολικά γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας διαψεύδεται από τα δεδομένα. Στην πραγματικότητα οι Ελληνες έχουν ένα από τα χαμηλότερα εισοδήματα στην Ευρώπη (21.100 ευρώ), πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (27.600 ευρώ) και της Γερμανίας (29.400 ευρώ).
Επιπρόσθετα, το ελληνικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας μπορεί να δείχνει γενναιόδωρο με βάση τα αμερικανικά στάνταρντ, είναι όμως μέτριο με βάση τα ευρωπαϊκά. Κατά μέσο όρο την περίοδο 1998-2007 η Ελλάδα διέθετε μόνο 3.530 ευρώ κατά κεφαλήν για δράσεις κοινωνικής προστασίας, λιγότερα απ' ό,τι η Ισπανία και μόνο 700 ευρώ περισσότερα από την Πορτογαλία. Αντίθετα, Γερμανία και Γαλλία ξοδεύουν υπερδιπλάσια ποσά από την Ελλάδα, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 6.251,78 ευρώ.
Ακόμα και η Ιρλανδία, η οποία έχει μια από τις πλέον νεοφιλελεύθερες οικονομίες, διαθέτει περισσότερα για την κοινωνική προστασία από την υποτιθέμενα «γαλαντώμα» Ελλάδα. Επίσης η Ελλάδα έχει μια από τις πλέον άνισες αναδιανομές εισοδήματος και σχετικά υψηλό επίπεδο φτώχειας. Και πάλι δηλαδή τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την εικόνα ενός κράτους με υπερβολικά γενναιόδωρες παροχές. Οι προτεινόμενες αλλαγές απλώς θα αυξήσουν την ψαλίδα μεταξύ του επιπέδου ζωής των Ελλήνων έναντι των πλουσιότερων ευρωπαϊκών κρατών.
Αυτή είναι μια κούρσα προς τα κάτω η οποία μπορεί να κερδηθεί μόνο από τον... μεγαλύτερο χαμένο. Είναι περίεργο που η Ε.Ε. και το ΔΝΤ προωθούν μια τέτοια «κούρσα» δεδομένου ότι βρίσκεται σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική σύγκλισης σε όλη την Ευρώπη. Τελικά αυτό θα καταστρέψει την Ενωση.
* Καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής έρευνας στο Κέντρο για Πλήρη Απασχόληση και Σταθερότητα Τιμών του Πανεπιστημίου Μισούρι στο Κάνσας και Senior Scholar στο Ινστιτούτο Οικονομικών Λέβι στη Νέα Υόρκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου