15-6-2010
Η ποικιλοτρόπως εκφρασμένη οξεία δυσφορία και η μαζική λαϊκή αντίδραση που έχει ξεσπάσει ενάντια στα μέτρα του πακέτου σταθερότητας που εφαρμόζει η κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. καθ’ υπαγόρευση της «τρόικας» και των «αγορών» προκειμένου, όπως διατείνεται, να «σώσει τη χώρα από τη χρεοκοπία», αντίδραση που απαξιώνεται, λοιδορείται και σπιλώνεται ασύστολα από την εξουσία και τα «παπαγαλάκια» της (βλ. την προπαγάνδα των μμε και πώς στρώνει το χαλί για την κλιμάκωση της βίαιης καταστολής κάθε αντίδρασης), εκτός από επιβεβλημένη είναι και απολύτως νόμιμη. Νόμιμη ακόμα και με συμβατικούς όρους, ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της συστημικής ιδεολογίας. Μπορεί δηλαδή να δικαιολογηθεί και να καταδειχτεί ο αναγκαίος χαρακτήρας της σύμφωνα με την ίδια την πολιτική θεωρία της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και όχι μόνο από κάποιες δήθεν παρωχημένες «αντισυστημικές ιδεολογίες» που εχθρεύονται τον καπιταλισμό και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Αυτή η επισήμανση γίνεται με διττό στόχο: αφενός, να επικυρώσει τη νομιμότητα των μαζικών αντιδράσεων οι οποίες, από τη δική μας πολιτική σκοπιά, δεν χρειάζονται, ούτως ή άλλως, καμία εκ των προτέρων κι έξω απ’ αυτές νομιμοποίηση, εφόσον είναι οι ίδιες που θεσπίζουν δίκαιο· αφετέρου, να καταδείξει εν μέρει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τονίζοντας μια από τις εγγενείς αντιφάσεις της: το γεγονός δηλαδή ότι επικαλείται πως μπορεί να επιλύσει ειρηνικά ό,τι επιλύει εν τέλει με τον εκβιασμό, την απειλή και τη χρήση βίας. Όχι απλώς με την ωμή βία της καταστολής που ασκείται εναντίον κάποιων «μειοψηφιών» που αντιστέκονται, αλλά κυρίως με τη συγκαλυμμένη βία της επιβολής μέσω του νόμου, που ασκείται εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας, ενάντια στη βούληση των «ελεύθερων» πολιτών.
Το δικαίωμα στη διακυβέρνηση αφορά εν τέλει το δικαίωμα στη βία που η εξουσία χρησιμοποιεί ως μέσο για την επίτευξη των «έννομων σκοπών» που η ίδια θεσπίζει αυθαίρετα. Με άλλα λόγια, η εξουσία καθορίζει το δίκαιο και όχι το δίκαιο την εξουσία (το «κράτος δικαίου» είναι απλός ευφημισμός…). Παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις των υπερασπιστών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το δικαίωμα άσκησης της εξουσίας δεν θεμελιώνεται σε ένα «συμβόλαιο αντιπροσώπευσης», στη μεταβίβαση δηλαδή της εξουσίας από τους πολίτες στην εκλεγμένη κυβέρνηση, θεμελιώνεται στη δυνατότητα της κυβέρνησης να επικαλεστεί συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπου ο χαρακτήρας του επείγοντος αίρει την πολιτική της δέσμευση τήρησης του δημοκρατικού συμβολαίου και η επιδίωξη της ευρύτερης δυνατόν συναίνεσης υποκαθίσταται από τη βίαιη επιβολή αυθαίρετων πολιτικών επιλογών με το πρόσχημα της προστασίας του «εθνικού συμφέροντος», τη «σωτηρία της πατρίδας». Σε αυτή την περίπτωση, διατηρείται μεν φαινομενικά η μορφή των δημοκρατικών διαδικασιών (διάλογος με τα κόμματα και τους κοινωνικούς εταίρους, «ανοιχτή διαβούλευση», κ.λπ.), το περιεχόμενό τους ωστόσο είναι προκαθορισμένο και συγκεκριμένο, σε βαθμό που ακυρώνει πλέον de facto, έχοντας ήδη ακυρώσει de jure, κάθε δυνατότητα τροποποίησης των ήδη ειλημμένων αποφάσεων (βλ. μνημόνιο). Γίνεται έτσι μια διαδικασία που έχει ως στόχο την επιτελεστική νομιμοποίηση της επιβολής: δια της προσφυγής στο «διάλογο» επικυρώνεται η «δημοκρατική» διακυβέρνηση και καθαγιάζεται η χρήση όλων των «νόμιμων» μέσων για την εφαρμογή των «συμφωνηθέντων», μέσα τα οποία, από ένα σημείο και πέρα, όταν η πειθώς παύει να είναι αποτελεσματική, είναι κατ’ ανάγκη βίαια.
Σύμφωνα με τον παραπάνω συλλογισμό, η κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. είναι μια κυβέρνηση που κυβερνά μεν νομότυπα, εφόσον έχει κερδίσει πανηγυρικά τις πρόσφατες εκλογές, είναι ωστόσο πλήρως απονομιμοποιημένη αφού χρησιμοποιεί τη βία για να επιβάλει άδικους νόμους, με τους οποίους η κοινωνία δεν συμφωνεί. Η κατάφωρα ταξική πολιτική της κυβέρνησης, που νομοθετεί εις βάρος των αδύναμων και υπέρ των ισχυρών, την καθιστά υπόλογο απέναντι στα πλατιά λαϊκά στρώματα των εντολοδόχων της.
Πιο συγκεκριμένα:
Υποτίθεται ότι οι νόμοι που ψηφίζει το κοινοβούλιο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, πέρα από το να εξυπηρετούν πρωτίστως και πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του λαού, πρέπει να ικανοποιούν επίσης το κοινό περί δικαίου αίσθημα και να αποσπούν την αποδοχή και τη συναίνεση ευρύτερων στρωμάτων των πολιτών που καλούνται να τους επικυρώσουν τηρώντας τους.
Όταν οι νόμοι είναι άδικοι και δεν γίνονται αποδεκτοί από τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, διότι ετούτος κρίνει ότι οι νόμοι αυτοί πλήττουν άμεσα τις ελευθερίες, τις κατακτήσεις και τα συμφέροντά του περισσότερο απ’ όσο τα φροντίζουν, και αν παρόλα αυτά η κυβέρνηση επιμείνει στις αποφάσεις της, παρότι αυτές είναι τελείως αντίθετες από τις προεκλογικές εξαγγελίες που την έφεραν στην εξουσία, έχει εξαπατήσει δηλαδή εκείνους που την ψήφισαν, τότε ο νόμος δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ παρά μόνο με τη βία.
Όταν τίθεται τέτοιο ζήτημα και η κυβέρνηση όντως καταφεύγει στη χρήση βίας, επιμένοντας να αγνοεί τις αντιδράσεις και να μην προσφεύγει σε εκλογές, ώστε να επιτρέψει στους πολίτες να ασκήσουν το υποτιθέμενο κυριαρχικό τους δικαίωμα και να αποφασίσουν οι ίδιοι για τα ζωτικά ζητήματα που αφορούν την επιβίωση και το μέλλον τους, τότε είναι μια μη νόμιμη κυβέρνηση που έχει καταχραστεί την ψήφο των πολιτών νομοθετώντας εις βάρος των συμφερόντων τους, ενάντια στη βούλησή τους.
Όταν στη δημοκρατία ο «κυρίαρχος λαός» διαφωνεί και εξεγείρεται κατά των νόμων που θεωρεί άδικους και παρόλα αυτά δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά αντιθέτως η βία χρησιμοποιείται ευθέως και απροκάλυπτα ως μέσο πειθάρχησης και συμμόρφωσης στις αυθαίρετες εντολές της εξουσίας, στους άδικους νόμους, τότε οι κυβερνώντες έχουν αθετήσει μονομερώς το συμβόλαιο δημοκρατικής νομιμότητας το οποίο υποτίθεται πως θεμελιώνεται στην ελεύθερη συμφωνία, στον πολιτικό διάλογο και στη συναινετική διαδικασία.
Για να δικαιολογήσουν τη χρήση βίας, οι κυβερνώντες επικαλούνται τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της σχετικής νομοθεσίας σαν ένα ζωτικό για τη διάσωση του κράτους διακύβευμα. Στην πραγματικότητα όμως, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης δεν αφορά την υποτιθέμενη απειλή για το κράτος (βλ. χρεοκοπία)· είναι απλώς μια πρόφαση, από τη στιγμή που η όποια απειλή κατά του κράτους μπορεί να αποσοβηθεί και με άλλους διαθέσιμους τρόπους· τρόπους που πλήττουν ίσως λιγότερο τα συμφέροντα του λαού και δεν χρειάζεται να τον εξοντώσουν για να τον «σώσουν».
Εν τέλει, όμως, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης χρησιμοποιείται για να αποσοβηθεί μια συγκεκριμένη απειλή για την κυβερνητική εξουσία, διότι αυτήν ακριβώς την εξουσία θέλει στην πραγματικότητα να προστατεύσει από την άρνηση του λαού να αποδεχτεί και να εφαρμόσει τους άδικους νόμους τους οποίους η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η εν λόγω παρεκτροπή της κυβέρνησης από τους «δημοκρατικούς θεσμούς» δίνει στους πολίτες κάθε δικαίωμα, όπως επιτάσσει το σύνταγμα, να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε συναφές με το σκοπό μέσο εναντίον της παράνομης κυβέρνησης και των αποφάσεών της, αμφισβητώντας έμπρακτα τη νομιμοποίησή της και τη δυνατότητά της να νομοθετεί και να κυβερνά.
Καμία ενέργεια που αποσκοπεί στην επαναφορά της «δημοκρατικής ομαλότητας», της «κυριαρχίας του λαού» δηλαδή, δεν μπορεί να κριθεί αθέμιτη και έκνομη στις περιστάσεις αυτές, εφόσον το συμβόλαιο κυβέρνησης-λαού δεν είναι πλέον έγκυρο με αποκλειστική ευθύνη της πρώτης – και για το λόγο αυτόν πρέπει να θεωρείται έκπτωτη.
Ως συνέπεια του κυβερνητικού πραξικοπήματος που αποσκοπεί στην επιβολή άδικων νόμων, είναι θεμελιώδες καθήκον και δικαίωμα των πολιτών να υπερασπιστούν την κυριαρχία τους –έστω κι αν στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία αυτή είναι απλώς κατ’ όνομα–, απέναντι στην αυταρχική βούληση της κυβέρνησης, απαιτώντας αδιαπραγμάτευτα την άμεση παραίτησή της, την ανάκληση όλων των μέτρων του πακέτου σταθερότητας και την ακύρωση όλων των σχετικών νόμων που τα επιβάλουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου