Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα: Η επικαιρότητα του έργου του Δημήτρη Μπάτση



ΠΗΓΗ: ΔΡΟΜΟΣ
Tου Γιώργου Τοζίδη. 

Συμπληρώνονται φέτος 60 χρόνια από τη δολοφονία, από το μετεμφυλιακό κράτος, των Ν. Μπελογιάννη, Δ. Μπάτση, Ηλ. Αργυριάδη και Ν. Καλούμενου και 65 χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του Δ. Μπάτση, Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα.
Το έργο του Δ. Μπάτση «ατύχησε» τόσο στην πρώτη (1947) όσο και στη δεύτερη (1977) έκδοσή του. Όταν κυκλοφόρησε το 1947, είχε ξεκινήσει ήδη ο εμφύλιος και η έκδοσή του δεν συγκέντρωσε (εσκεμμένα ή όχι) το ανάλογο ενδιαφέρον. Η διατύπωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας από έναν κομμουνιστή οικονομολόγο «αγνοήθηκε» επιδεικτικά από τους αστούς οικονομολόγους που ορκίζονταν στη θεωρία της «ψωροκώσταινας» και στην αναγκαιότητα της ξένης «βοήθειας».
Από την άλλη μεριά, το ΚΚΕ στη δίνη του εμφυλίου πολέμου ενσωμάτωσε στο πρόγραμμά του πολλά στοιχεία από το σχέδιο του Δ. Μπάτση. Μετά την ήττα, όμως, το έργο του Δ. Μπάτση «ξεχάστηκε» ίσως γιατί αποτέλεσε καρπό της σύζευξης θεωρίας και πράξης, της μετάβασης από το γενικό στο συγκεκριμένο και της ανάγκης για τη διατύπωση ενός σχεδίου οικονομικής ανόρθωσης που άνοιγε τον «ελληνικό δρόμο για το σοσιαλισμό». Επιπλέον, γιατί έδειχνε, με πραγματικά στοιχεία, ότι υπάρχει η δυνατότητα για την αυτοανάπτυξη της Ελλάδας, χωρίς τη «βοήθεια» των σοσιαλιστικών χωρών.
Είναι, παρ’ όλα αυτά, σημαντικό να γνωρίζουμε πώς το ΚΚΕ αντιμετώπισε τα προβλήματα εκείνης της περιόδου και το σχέδιο που πρότεινε για τη λύση τους. Άλλωστε, κατά τη γνώμη του γράφοντος, στην ένοπλη ήττα αυτού του σχεδίου μπορούν να αναζητηθούν πολλά από τα αίτια της σημερινής κρίσης.

Το 1977, που επανεκδόθηκε το βιβλίο του Δ. Μπάτση, ήταν η περίοδος της μεταπολιτευτικής ευωχίας της ελληνικής κοινωνίας. Η υλοποίηση του σχεδίου του απαιτεί ιδρώτα, πειθαρχία και αυτοέλεγχο ενώ η ελληνική κοινωνία προετοιμάζει την έφοδό της στον ουρανό της κατανάλωσης. Ακόμη, οι δύο κληρονόμοι του ΚΚΕ ελάχιστα ασχολούνται με τη διατύπωση ενός συνεκτικού προγράμματος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αλληθωρίζοντας είτε προς βορρά (Μόσχα) είτε προς δυσμάς (Ρώμη, Παρίσι κ.α.).
Η αναφορά στο έργο του Δ. Μπάτση δεν έχει μόνο σαν στόχο να τιμηθεί η μνήμη και το έργο του. Δυστυχώς, η χώρα βρίσκεται και πάλι σε μια οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που τα βασικά χαρακτηριστικά της (φτώχεια, πείνα, παραγωγική αποδιάρθρωση, έκρηξη των ανισοτήτων) παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες, παρά τις μεγάλες αλλαγές στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, με αυτά της μετακατοχικής Ελλάδας, θέτοντας και πάλι το ζήτημα της ανάπτυξης.
Ενδεικτικά για την καταγραφή των κοινών χαρακτηριστικών της μετακατοχικής Ελλάδας με τη σημερινή, παρατίθενται τα παρακάτω αποσπάσματα:
1. Από το 1940 μέχρι το 1944 το συνολικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 50% περίπου.[1] Την περίοδο 2009-2011, το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 14% περίπου, ενώ το 2012 προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 5% περίπου χωρίς να μπορεί να γίνει αξιόπιστη εκτίμηση για το πότε θα επέλθει το τέλος της ύφεσης. Όσον αφορά στα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων, η μείωση, μέχρι σήμερα, υπερβαίνει το 25% και έπονται νέα μέτρα.
2. «Σύμφωνα με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, δεκαέξι κατηγορίες επιχειρήσεων είχαν πραγματοποιήσει τεράστια κέρδη από τον Απρίλιο του 1941 και μετά. Στις επιχειρήσεις αυτές συμπεριλαμβάνονταν οι εργολάβοι δημοσίων έργων, κατασκευαστικές εταιρείες και εταιρείες ναυαγιαιρέσεων, εισαγωγικές εταιρείες και καπνοβιομηχανίες, βαμβακοβιομηχανίες, οινοποιίες, βιομηχανίες δέρματος και επεξεργασίας ελαιολάδου, παραγωγοί τροφίμων και τράπεζες» [2]
3. Την περίοδο της κατοχής «οι παλιές μεσαίες τάξεις φθίνουν οικονομικά, ζούνε ξεπουλώντας περιουσιακά στοιχεία, έργα τέχνης, έπιπλα, σκεύη, ρούχα και τουαλέτες που αγοράζουν οι νέοι πλούσιοι…».[3]
4. «Η δεύτερη ανακατάταξη συντελείται στον αστικό χώρο (ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα) και οφείλεται στη μεταφορά πλούτου από τα μεσαία στρώματα και τους μισθωτούς. Μια νέα ομάδα οικονομικών ισχυρών σχηματίζεται, ενώ από την άλλη ένα τμήμα της μεσαίας τάξης ωθείται στη φτώχεια».[4]
5. «… η χρηματιστική ολιγαρχία προτίμησε να μην πάρει την ενίσχυση που μπορούσε από το εξωτερικό (Τράπεζα Εισαγωγών-Εξαγωγών, καναδικά δάνεια, σύνολο 900 εκατ. δολάρια) μέσα στα δύο πρώτα χρόνια ύστερα από τη φασιστική κατοχή για να καταντήσει να ζητιανεύει σήμερα βοήθεια και “εισροήν αφθόνου ξένου χρήματος” προσφέροντας για αντάλλαγμα την εθνική ανεξαρτησία και τις πλουτοπαραγωγικές μας πηγές, ενώ στο μεταξύ καμμιά προσπάθεια δεν έκανε για να αναπτύξει την οικονομία με εσωτερική προσπάθεια, εξασφαλίζοντας έτσι από το άλλο μέρος την “πλήρη ασυδοσίαν των πλουσίων και των εκμεταλλευτών”, κατά την έκφραση του κ. Βαρβαρέσσου».[5] Ας σημειωθεί ότι από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι τον Μάρτιο του 2010, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε τη δυνατότητα να αντλήσει επιπλέον κεφάλαια συνολικού ύψους 30 δισ. ευρώ από τις αγορές ενώ αρνήθηκε τη διακρατική δανειοδότηση από τη Ρωσία και υπονόμευσε την αντίστοιχη από την Κίνα.

Οι θέσεις των αστών οικονομολόγων για την ανάπτυξηΠοια ήταν η θεωρία που επικρατούσε στην «επίσημη» ελληνική επιστήμη και στην πολιτική των κομμάτων της οικονομικής ολιγαρχίας; Ο Δ. Μπάτσης κάνει μια εκτενή καταγραφή στο βιβλίο του, στις σελίδες 377-380, δίνοντάς μας την ευκαιρία να κάνουμε μια σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση. Τα επιχειρήματα που επικαλούνταν οι αστοί οικονομολόγοι για να τεκμηριώσουν τις προτάσεις τους ήταν τα ακόλουθα:
1. Η Ελλάδα έχει «φυσικά» φτωχό και άγονο έδαφος.
2. Σχετικά με τη βιομηχανία, ο Έλληνας είναι «καταδικασμένος» να έχει χαμηλό εισόδημα, επειδή οι φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές στο έδαφος και το υπέδαφος είναι κι αυτές απελπιστικά «περιορισμένες».
3. Ο πληθυσμός που αναλογεί στο έδαφος που μπορεί να καλλιεργηθεί είναι τόσος που το «κατά κεφαλήν» εισόδημα είναι αδύνατο να επαρκέσει για την ανύψωση του επιπέδου της ζωής.
4. Λείπουν τα κεφάλαια στη χώρα μας και «πλεονάζουν αι εργατικαί χείρες».
5. Είναι αδύνατο πια στη χώρα μας που έμεινε τόσο πίσω από τις άλλες προοδευμένες χώρες «να τις φτάσει και να τις ανταγωνιστεί», μια που αυτές έχουν πια στα χέρια τους τα κλειδιά της παγκόσμιας οικονομίας.
«Συμπέρασμα λοιπόν γι’ αυτούς: Η Ελλάδα είναι μια “φυσικά” φτωχή χώρα που μπορεί “να βρει τη σωτηρία της” μονάχα με λύσεις “εξωτερικές”, δηλ. με λύσεις που βρίσκουνται έξω από την οικονομία της, έξω από την ανάπτυξη των εσωτερικών της δυνατοτήτων με την εθνική εργασία».
Ποιες ήταν αυτές οι λύσεις για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας που προωθούσαν οι αστοί οικονομολόγοι;
1. Η πρόσκτηση, η προσάρτηση «γονίμων εδαφών». Μπορεί η Ελλάδα, σύμφωνα με τις αναλύσεις τους, να μην είχε την ικανότητα να αναπτύξει αυτόνομα την οικονομία της, αλλά μπορούσε να αφαιρέσει εδάφη από γειτονικές χώρες (κατά προτίμηση τις σλάβικες).
2. Η μετανάστευση του ελληνικού στοιχείου, των χεριών που «περισσεύουν» σε άλλες «πλούσιες» χώρες. Η διαφορά με το σήμερα έγκειται στο ότι δεν γίνεται διάκριση μεταξύ χεριών και μυαλών.
3. Ο εμπορικός «μεγαλοϊδεατισμός», δηλαδή η παραχώρηση από τις «προστάτιδες» ξένες δυνάμεις οικονομικών και εμπορικών προνομίων για την εκμετάλλευση ζωνών επιρροής του ξένου κεφαλαίου, ιδιαίτερα στις βαλκανικές χώρες και τη Μέση Ανατολή.
4. «Να προσφέρουμε, λένε, στο ξένο κεφάλαιο κάθε λογής προνόμια για να εκμεταλλευθεί τους πόρους της χώρας μας. Και κάθε πολιτική και οικονομική εγγύηση. Η λύση αυτή έχει σαν δικαιολογική βάση τη “στενότητα” κεφαλαίων, που δεν θα μπορούσε ν’ αντιμετωπισθεί παρά με πολύ αθρόα “εισροή” του ξένου κεφαλαίου σ’ ολόκληρη την οικονομία μας».
Ο Δ. Μπάτσης συμπυκνώνει σε δύο παραγράφους την κριτική των παραπάνω θέσεων-προτάσεων, δίνοντας, ταυτόχρονα, το περίγραμμα του δικού του σχεδίου:
1. «Η βασική αιτία είναι πως οι κυρίαρχες τάξεις εξακολουθούν την προπολεμική τους τακτική, την τακτική της “αντίστασης” στις παραγωγικές επενδύσεις και τα ζητούν όλα από το ξένο κεφάλαιο. Θυσιάζουν σε αντάλλαγμα και την εθνική ανεξαρτησία και τις ίδιες τις πλουτοφόρες πηγές της χώρας. Εξακολουθούν τον παρασιτισμό, τον μεταπρατισμό και το δρόμο των μονοπωλιακών προνομίων. Η παραγωγική ανάπτυξη γίνεται με το ρυθμό που τους εξασφαλίζει την απόλαυση των κερδών και των προνομίων. Η βασική παραγωγική δύναμη, ο εργαζόμενος λαός, καταδυναστεύεται και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η χαμηλή αγοραστική δύναμη γίνεται παράγοντας ανασταλτικός για την οικονομική ανάπτυξη».[6]
2. «Η όλη υπόθεση της ανασυγκρότησης από ζήτημα ανάπτυξης οργανικής της οικονομίας, από υπόθεση του ελληνικού λαού, γίνεται μια δανειακή επιχείρηση που τα πολιτικά και οικονομικά της αποτελέσματα οδηγούν στην εθνική και οικονομική υποτέλεια. Από τη δανειακή αυτή “επιχείρηση”, φυσικά, ωφελούνται τόσο τα ξένα επιχειρηματικά συγκροτήματα, όσο και οι κύκλοι της “εγχώριας” οικονομικής ολιγαρχίας».[7]
Δυστυχώς, η κριτική που ασκεί ο Δ. Μπάτσης το 1947, είναι τραγικά επίκαιρη και σήμερα.
Το σχέδιο του Δ. ΜπάτσηΣτο βιβλίο του, ο Δ. Μπάτσης αναλύει και τεκμηριώνει με λεπτομέρειες (τεχνικές και οικονομικές) το σχέδιό του για την παραγωγική αυτοανάπτυξη. Στο πρώτο μέρος, αναφέρεται στην αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας για τη δημιουργία ενεργειακής βάσης και βαριάς βιομηχανίας. Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζει το οικονομικό σχέδιο για τη δημιουργία και για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας. Στο τρίτο μέρος, τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του οικονομικού σχεδίου του, παραθέτοντας τους άξονες μιας συνολικής οικονομικής πολιτικής που περιλαμβάνει και την αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας.
«Το πρόβλημα είναι: Πώς με τα οικονομικά μέτρα που έχουν για αποτέλεσμα τη μετατροπή στη διάρθρωση της οικονομίας θα κατορθώσουμε ώστε –όταν η οικονομία φτάσει τα προπολεμικά παραγωγικά επίπεδα– τα κεφάλαια που παράγονταν προπολεμικά στην ελληνική οικονομία και που οι κύκλοι του κεφαλαίου της οικονομικής ολιγαρχίας δεν τα τοποθετούσαν σε μακροχρόνιες παραγωγικές επενδύσεις, αλλά τα τοποθετούσαν σε κερδοσκοπικές μικρόπνοες επιχειρήσεις (τραπεζιτικές, εμπορικές κ.λπ.) ή τα φυγάδευαν στο εξωτερικό, τα κεφάλαια αυτά να διοχετευθούν για την επέκταση των παραγωγικών κλάδων και για τη δημιουργία καινούργιων παραγωγικών μονάδων. Να διοχετευθούν, δηλαδή, από παραγωγική άποψη, ορθολογικά, στο πλαίσιο ενός πλατειού οικονομικού σχεδίου, που θα προγραμματίσει την ανάπτυξη της βιομηχανίας και την εκβιομηχάνιση της γεωργίας».[8]
Για τη διαμόρφωση αυτού του σχεδίου παραγωγικής αυτοανάπτυξης, ο Δ. Μπάτσης κρίνει πως είναι απαραίτητο να εξετασθεί:
«Ι) Το δυναμικό της οικονομίας, ΙΙ) η κεφαλαιοδότηση και οι πηγές της, στο σχέδιο για την εκβιομηχάνιση και ΙΙΙ) η εξωτερική οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσουμε, τόσο για να αποφύγουμε να ματαιωθεί από τους εξωοικονομικούς παράγοντες ο βασικός σκοπός της λεύτερης και εσωτερικής οργανικής ανάπτυξης της οικονομίας, που δεν μπορεί να τοποθετηθεί αλλού, παρά στο πλαίσιο της εθνικής ανεξαρτησίας, όσο και για να χαράξουμε τη γραμμή της οικονομικής συνεργασίας της χώρας με τις άλλες χώρες κατά τον πιο ωφέλιμο, εθνικολαϊκά και οικονομικά, τρόπο».[9]
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο: «Οικονομικό δυναμικό, εσωτερικοί πόροι της οικονομίας, διαθέσιμα οικονομικά μέσα και διαθέσιμα παραγωγικά κεφάλαια –στη γενική μορφή– εκφράζουν και αντιστοιχούν στην ικανότητα μιας οικονομίας για την αδιάκοπη παραγωγική της αυτοανάπτυξη. Την ανάπτυξή της με την επεκταμένη αναπαραγωγή που στηρίζεται στη συσσώρευση οικονομικών μέσων (κεφαλαίων) που τα δημιούργησε η εθνική εργασία και που τοποθετούνται ξανά στην παραγωγή. Χρηματοδότηση ή ικανότητα χρηματοδότησης για την εκτέλεση ενός παραγωγικού σχεδίου σημαίνει η εξασφάλιση των, ποσοτικά, απαραίτητων διαθεσίμων κεφαλαίων, σε ρευστή ή γενικότερα άμεσα καταναλώσιμη μορφή, για την προμήθεια των απαραίτητων οικονομικών μέσων και την πληρωμή της εργασίας».[10]
Ο Δ. Μπάτσης παραθέτει και τις πηγές χρηματοδότησης του σχεδίου του:
1. «Η μάζα των καινούργιων κεφαλαίων που δημιουργούνται με μορφή κέρδους, τόκου κ.λπ. από την εθνική εργασία.»
2. «Το συγκεντρωμένο κεφάλαιο που αποθησαύρισαν οι κύκλοι της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας από την εκμετάλλευση της εθνικής εργασίας στο διάστημα της κατοχής, τη συνεργασία με τον εχθρό, την κερδοσκοπία στο μαύρο εμπόριο και την ωφέλεια από την απόσβεση των εγκαταστάσεων και των χρεών τους.» Επιπλέον, από τη φορολόγηση των εφοπλιστικών κερδών και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
3. Η εσωτερική αποταμίευση με τη μορφή ενός ελεύθερου, εσωτερικού, παραγωγικού δανείου και η «οργάνωση του φοροτεχνικού και φορολογικού συστήματος σε λαϊκή βάση, η εθνικοποίηση της πίστης…».
Ακόμη, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε: «α) για το βαθμό συγκέντρωσης κεφαλαίων στη χώρα μας, β) για την πραγματική εκτίμηση της αξίας των εγκαταστάσεων κ.λπ. παραγωγικού κεφαλαίου, γ) για τα οικονομικά αποτελέσματα της δράσης των ξένων κεφαλαίων, δ) για τον πραγματικό μισθό, ε) για το εισόδημα κατά κατηγορίες (αναλυτικά), στ) για την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων κ.ά.».[11]
Ο Δ. Μπάτσης γνώριζε ότι η βιωσιμότητα του σχεδίου του θα αμφισβητείτο από πολλές πλευρές. Αυτός είναι ο λόγος που παρέθεσε λεπτομερειακά, ως «λογιστής», τα οικονομικά δεδομένα του σχεδίου του στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου του. «Η βιωσιμότητα», για τον Δ. Μπάτση, «είναι ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και μέσα στις συγκεκριμένες κάθε φορά κοινωνικές μετατροπές για την ανέλιξη της κοινωνίας σε ανώτερη μορφή».[12]
Και συνεχίζει: «… η βιωσιμότητα δεν είναι κατά κύριο λόγο φυσικογεωγραφικό και δημογραφικό πρόβλημα, αλλά πρόβλημα κοινωνικό… η βάση για τη βιωσιμότητα είναι ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής, το ευνοϊκό κοινωνικό πλαίσιο και στη βάση αυτή μονάχα μπορεί να αρχίσουν να υπολογίζονται ο φυσικός πλούτος, ο πληθυσμός (σαν συντελεστής παραγωγικός), η γεωγραφική τοποθεσία κ.λπ., σαν σύνδρομοι όροι».[13]
Σήμερα, όσοι και όσες στην αριστερά επικαλούνται τους παραπάνω όρους για να τεκμηριώσουν τη βιωσιμότητα του σχεδίου τους, «τρώνε βρώμικο ψωμί…».
Για το ρόλο του ξένου κεφαλαίουΟι αστοί οικονομολόγοι και οι ελίτ που εκπροσωπούσαν είχαν εκχωρήσει την όποια δυνατότητα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο ξένο κεφάλαιο. Ο Δ. Μπάτσης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «… τόσο τα ξένα σχέδια για την ανασυγκρότηση, όσο και οι μελέτες των κυβερνητικών οργανισμών και ορισμένων ειδικών και οικονομολόγων, τοποθετούν, σχεδόν αποκλειστικά, το όλο ζήτημα της παραγωγικής ανάπτυξης και αξιοποίησης στην ανάθεση και ανάληψη όλου του έργου από το ξένο κεφάλαιο».[14]
Και σε άλλο σημείο: «Ανεξάρτητα τώρα, αν λύνει ή όχι το οικονομικό μας πρόβλημα η εκβιομηχάνιση και ανεξάρτητα από τη σημασία της για τη βιωσιμότητα της χώρας, η πραγματοποίησή της, υποστηρίζουν, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει παρά μονάχα με την τοποθέτηση σε επιχειρηματική δράση στη χώρα μας του ξένου κεφαλαίου – με όρους, φυσικά, που εκείνο θα διαλέξει».[15]
Η κριτική του Δ. Μπάτση είναι καταλυτική και ισχύει και σήμερα: «Οι όροι της παροχής, η μορφή της παροχής και ο έλεγχος για τη διαχείριση των κεφαλαίων αυτών συνομολογούνται με προνομιακά δικαιώματα επέμβασης κηδεμονίας και ελέγχου σ’ ολόκληρη την ελληνική οικονομία και στην κρατική διοίκηση, ή με προνόμια, μονοπωλιακά προκειμένου για τοποθετήσεις ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων. Δε γίνεται, δηλαδή, διαπραγμάτευση για το δανεισμό των κεφαλαίων με όρους που να περιορίζονται στην οικονομική εξυπηρέτηση των κεφαλαίων, αλλά γίνεται αποδεκτή μια μονόπλευρη υπαγόρευση όρων όχι μόνο για ό,τι αφορά τα κεφάλαια που ζητούνται, αλλά για ολόκληρο το σχέδιο ανασυγκρότησης και αξιοποίησης».
Οι αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση είναι εμφανείς: οι σημερινές ελίτ και οι οικονομολόγοι που υπηρετούν τα συμφέροντά τους υποστηρίζουν την προσφορά γης και ύδατος, την παροχή αποικιακών προνομίων με τη θέσπιση ειδικών οικονομικών ζωνών, την ισοπέδωση των κοινωνικών δικαιωμάτων προκειμένου να επιτευχθεί η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, διότι χωρίς αυτά δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη.
Ο Δ. Μπάτσης δεν είναι, από θέση αρχής, αντίθετος με την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων «που θα γίνει στο πλαίσιο πάντα της εθνικής και οικονομικής ανεξαρτησίας και θα συνομολογηθεί με όρους λογικούς και συμφέροντες, βέβαια, και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη».[16] Επίσης, σε άλλο σημείο, αναφέρει ότι «δεν είμαστε εναντίον της ξένης ενίσχυσης “αυτής καθαυτής”, όπως μερικοί καλοθελητές υποστηρίζουν. Ούτε υποστηρίζουμε πως το ξένο κεφάλαιο θα τοποθετηθεί χωρίς κέρδος. Η οικονομία μας, άμα αναπτυχθεί λεύτερα, μπορεί να εξυπηρετήσει σίγουρα ένα τέτοιο παραγωγικό δάνειο. Είμαστε, όμως, εναντίον κάθε προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί η ξένη αυτή ενίσχυση για την υποστήριξη ενός αντιδραστικού πολιτικού καθεστώτος, εναντίον κάθε προσπάθειας να επηρεαστεί η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική της χώρας από εκείνους που θα δώσουν την ενίσχυση και θα επιδιώξουν πολιτικά οφέλη, είμαστε εναντίον κάθε προσπάθειας να δοθούν προνόμια στα ξένα επιχειρηματικά συγκροτήματα για την οικονομική εκμετάλλευση της εθνικής εργασίας και των φυσικών πόρων της χώρας».[17]
Τι να κάνουμε;Ο Δ. Μπάτσης, σε εποχές πολύ πιο δύσκολες από τη σημερινή, έδειξε το δρόμο για τη διατύπωση ενός συγκροτημένου, εναλλακτικού σχεδίου για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, προς όφελος των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου. Σήμερα, αυτά τα κοινωνικά στρώματα αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της πλήρους εκπτώχευσης. Δεν έχουμε, λοιπόν, άλλο δρόμο να ακολουθήσουμε αν θέλουμε να επιβεβαιώσουμε το λόγο ύπαρξης της αριστεράς.
Όπως λέει ο ποιητής:
«Το ζήτημα έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
Όπως αυτός ο δραπέτης
Ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
Απέναντί τους.»
*Ο Γιώργος Τοζίδης είναι οικονομολόγος

Βιογραφικό Δημήτρη ΜπάτσηΟ Δημήτρης Μπάτσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916. Ο πατέρας του, Α. Μπάτσης, ήταν ναύαρχος και καταγόταν από τα Ψαρά, ενώ η μητέρα του, Αν. Πρίντεζη, καταγόταν από τη Σύρο. Ο Δημήτρης Μπάτσης σπούδασε νομικά και οικονομικά, ασχολήθηκε με την κοινωνιολογία και τα οικονομικά και ιδιαίτερα με τη μαρξιστική θεωρία. Εργάστηκε ως δικηγόρος της Αθήνας και έγινε γνωστός για την πνευματική του παρουσία και δράση. Εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου 1952 μαζί με τους Ν. Μπελογιάννη, Ηλ. Αργυριάδη και Ν. Καλούμενο.
Ήταν συντάκτης του περιοδικού ΑΝΤΑΙΟΣ, το οποίο κυκλοφόρησε μεταξύ 1945-1951. Η πρώτη έκδοση του έργου του Δ. Μπάτση, Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα έγινε το 1947, από τον Εκδοτικό Οίκο «Τα Νέα Βιβλία - Α.Ε.», με επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα. Το βιβλίο επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1977 και το 2004.


[1] Angus Maddison, “The World Economy: Historical Statistics”, OEEC, Europe and the World Economy, Paris 1960.
[2] Κ. Κωστής, «Εισαγωγή» στο Κ. Βαρβαρέσος, Έκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002.
[3] Κ. Δοξιάδης, «Το ελληνικό πρόβλημα. Το μέλλον της οικονομίας μας», σειρά άρθρων στην εφ. Βήμα, Μάρτιος 1947.
[4] Π. Βόγλης, Η ελληνική κοινωνία στην κατοχή (1941-1944), εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.
[5] Δ. Μπάτσης, Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1977, σ. 494-495, σημ. 143.
[6] Ό.π., σ. 495.
[7] Ό.π., σ. 485.
[8] Ό.π., σ. 457.
[9] Ό.π., σ. 452.
[10] Ό.π., σ. 461.
[11] Ό.π., σ. 454-455, σημ. 95.
[12] Ό.π., σ. 374.
[13] Ό.π., σ. 375.
[14] Ό.π., σ. 455.
[15] Ό.π., σ. 385.
[16] Ό.π., σ. 397.
[17] Ό.π., σ. 518.

Δεν υπάρχουν σχόλια: