ΠΗΓΗ: FT (via euro2day)
Martin Wolf
Η επόμενη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση θα προέλθει από την Κίνα. Αυτό δεν είναι μία ακλόνητη πρόβλεψη. Πάντως, λίγες χώρες απέφυγαν την κρίση μετά την απελευθέρωση του χρηματοοικονομικού τους κλάδου και τη διεθνή τους ενσωμάτωση. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, την Ιαπωνία και τη Σουηδία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το Μεξικό και τη Νότιο Κορέα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και το μεγαλύτερο μέρος της ευρωζώνης στις μέρες μας.
Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις επηρεάζουν όλες τις χώρες. Όπως επισημαίνουν η Carmen Reinhart του Peterson Institute of International Economics και ο Kenneth Rogoff του Harvard, οι κρίσεις είναι «μία απειλή ίσων ευκαιριών». Θα αποτελέσει εξαίρεση η Κίνα; Μόνο εάν οι Κινέζοι αξιωματούχοι λειτουργήσουν επιφυλακτικά.
Αυτή ακριβώς η επιφυλακτικότητα διαπότισε την έκθεση της κεντρικής τράπεζας της Κίνας που κοινοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, βάσει της οποίας εισηγείται την επιτάχυνση του ανοίγματος του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη όσα διακυβεύονται τόσο για την Κίνα όσο και για τη διεθνή οικονομία, είναι ουσιώδες να αναλογιστούμε τις συνέπειες. Ίσως έτσι η διεθνής κοινότητα μπορέσει να διαχειριστεί τη διαδικασία καλύτερα από ό,τι έκανε στο παρελθόν.
Το σχέδιο δημοσιεύθηκε από το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Κίνας Xinhua κι όχι από την ιστοσελίδα της κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον, φέρει την υπογραφή του Scheng Songcheng, του επικεφαλής του τμήματος στατιστικής, και όχι του διοικητή της κεντρικής τράπεζας ή έστω του υποδιοικητή της. Αυτό πρέπει να σημαίνει ότι μάλλον πρόκειται για άσκηση και όχι για πραγματική αλλαγή πολιτικής. Παρ' όλα αυτά, δημοσιοποιήθηκε με την έγκριση της κεντρικής τράπεζας και, ενδεχομένως, με την έγκριση ανθρώπων σε ακόμη υψηλότερα αξιώματα.
Το άρθρο αναφέρει τρία στάδια για τις μεταρρυθμίσεις: Το πρώτο, θα συμβεί μέσα στα επόμενα τρία χρόνια και θα ανοίγει τον δρόμο για μεγαλύτερες κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό, καθώς «η συρρίκνωση των δυτικών τραπεζών και των επιχειρήσεων έχει δημιουργήσει χώρο για κινεζικές επενδύσεις», και κατά συνέπεια αποτελεί «στρατηγική ευκαιρία». Η δεύτερη φάση, που υπολογίζεται σε τρία με πέντε χρόνια, θα επιταχύνει τη δυνατότητα σύναψης ξένων δανείων σε γουάν. Σε μακροπρόθεσμο ορίζονται, στα πέντε με δέκα χρόνια, οι ξένοι θα μπορούν να επενδύουν σε κινεζικές μετοχές, ομόλογα και ακίνητα. Το τελευταίο βήμα θα είναι η ελεύθερη διακύμανση του γουάν, που θα γίνει σε απροσδιόριστο χρόνο. Επίσης, θα συνδυαστεί με περιορισμούς στις «κερδοσκοπικές» ροές κεφαλαίων και στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό από το εξωτερικό. Εν κατακλείδι, η πλήρης ενσωμάτωση της κινεζικής οικονομίας στο διεθνές σύστημα αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του σχεδίου; Η απάντηση είναι πως το σχέδιο αυτό φαίνεται λογικό. Θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του τα οφέλη αλλά και τους κινδύνους που συνεπάγεται «η μεταρρύθμιση και το άνοιγμα» του χρηματοοικονομικού κλάδου για την Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο.
Τα επιχειρήματα γι' αυτό το άνοιγμα της Κίνας είναι στενά συνδεδεμένα με εκείνα υπέρ των εγχώριων μεταρρυθμίσεων. Πράγματι, το άνοιγμα της αγοράς δεν μπορεί να γίνει εάν πρώτα δεν έχουν υπάρξει εγχώριες μεταρρυθμίσεις. Το βεβιασμένο άνοιγμα της Κίνας στη διεθνή οικονομία είναι η συνταγή της απόλυτης καταστροφής, και το γνωρίζουν οι Κινέζοι αξιωματούχοι. Γι' αυτόν τον λόγο, η πλήρης μεταστροφή της κινεζικής οικονομίας πρέπει να γίνει στο απώτερο μέλλον, όπως προτείνει και το συγκεκριμένο σχέδιο.
Ευτυχώς, τα επιχειρήματα για εγχώριες μεταρρυθμίσεις είναι ισχυρά. Οι δυναμικές χρηματοοικονομικές αγορές είναι ένα ουσιώδες στοιχείο για μία οικονομία που θέλει να διατηρήσει τον ρυθμό ανάπτυξης και να ανταγωνιστεί παραγωγικά πλούσιες χώρες, όπως σίγουρα φιλοδοξεί η Κίνα. Πιο άμεσα, όπως επισημαίνει και ο Nicholas Lardy του Peterson Institute for International Economics: «Οι πραγματικές αρνητικές αποδόσεις των καταθέσεων ουσιαστικά επιβάλλουν φορολογία στα νοικοκυριά, που είναι και οι μεγάλοι καταθέτες του τραπεζικού συστήματος και οδηγούν σε πλεονάζουσες επενδύσεις στην αγορά ακινήτων. Το πραγματικό αρνητικό επιτόκιο δανεισμού επιδοτεί τις επενδύσεις σε κλάδους που απαιτούν σημαντικά κεφάλαια, υπονομεύοντας κατά συνέπεια τον στόχο της αναδιάρθρωσης της οικονομίας προς όφελος του κλάδου υπηρεσιών».
Παρ' όλα αυτά, όπως γνωρίζει και ο κ. Lardy, αυτό το στρεβλό χρηματοοικονομικό καθεστώςαποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συστήματος φορολόγησης των αποταμιεύσεων, προώθησης των επενδύσεων και χαλιναγώγησης της κατανάλωσης, που έχει οδηγήσει σε τεράστιες παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος και στη συγκέντρωση αμύθητων ποσών σε συναλλαγματικά αποθέματα.
Το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ των μεταρρυθμίσεων είναι πως το σύστημα δεν συνεισφέρει πλέον στο επιθυμητό μοντέλο ανάπτυξης. Πλέον, όμως, έχει φτάσει τόσο βαθιά στην οικονομία που οι μεταρρυθμίσεις είναι πολιτικά φορτισμένες και οικονομικά διασπαστικές. Το ερώτημα είναι πόσο αυτές είναι πολιτικά εφικτές. Αδιαμφισβήτητα, πάντως, θα είναι μία αργή διαδικασία.
Πώς λοιπόν θα ταιριάξουν τα προτεινόμενα βήματα της κεντρικής τράπεζας της Κίνας με τόσο επιφυλακτικές μεταρρυθμίσεις; Ενδεχομένως η μεγαλύτερη ελευθερία για εξαγωγές κεφαλαίων που προβλέπεται την επόμενη πενταετία να αντικαταστήσει εν μέρει τη συγκέντρωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Παρ' όλα αυτά, εάν τα βήματα προχωρήσουν βάσει των προτάσεων προς υψηλότερα πραγματικά επιτόκια, ίσως υπάρξει έκρηξη αποταμιεύσεων και πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας, επιδεινώνοντας τις εξωτερικές ανισορροπίες.
Σε αυτό το σημείο γίνεται εμφανές πόσο σημαντική είναι για τον υπόλοιπο κόσμο η φύση των μεταρρυθμίσεων της Κίνας και το άνοιγμα του χρηματοοικονομικού της κλάδου.
Οι ακαθάριστες αποταμιεύσεις της ενισχύονται ετησίως περισσότερο από 3 τρισ. δολ., ποσό υψηλότερο από το 50% των ακαθάριστων αποταμιεύσεων των ΗΠΑ. Η πλήρης ενσωμάτωση αυτών των δυσθεώρητων κεφαλαίων αδιαμφισβήτητα θα επιφέρει τεράστιες διεθνείς συνέπειες. Οιχρηματοοικονομικοί οργανισμοί της Κίνας, που είναι ήδη τεράστιοι, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα γίνουν οι μεγαλύτεροι του κόσμου μέσα στην επόμενη δεκαετία. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την ενσωμάτωση της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1980 και τη συνεπακόλουθη χρηματοοικονομική έκρηξη για να διακρίνει τους κινδύνους που εγκυμονούν. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να χαιρόμαστε που η προσέγγιση της Κίνας είναι τόσο επιφυλακτική.
Η διεθνής κοινότητα έχει τεράστιο συμφέρον από τη στροφή της κινεζικής οικονομίας σε πιο ισορροπημένη ανάπτυξη. Παράλληλα, όμως, έχει τεράστιο συμφέρον ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα χειρίζεται τις εγχώριες μεταρρυθμίσεις και ανοίγει το χρηματοοικονομικό της σύστημα. Χρειάζεται ένα πλέγμα πολιτικών που θα πρέπει να συντονίζονται, ειδικότερα ως προς τη ρύθμιση του χρηματοοικονομικού κλάδου, της νομισματικής πολιτικής και του καθεστώτος διαμόρφωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Εάν όλα γίνουν σωστά, τότε η κρίση στις χώρες υψηλού εισοδήματος δεν θα ακολουθηθεί από κινεζική κρίση το 2020 ή το 2030. Σε αντίθετη περίπτωση, όμως, ακόμη και η ισχυρή Κίνα θα χάσει τον έλεγχο, με καταστροφικά αποτελέσματα.
Η κεντρική τράπεζα της χώρας προτείνει ένα χρονοδιάγραμμα για τις μεταρρυθμίσεις που ταιριάζει με τις ανάγκες τόσο του Πεκίνου όσο και της διεθνούς οικονομίας. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει να εξεταστούν τώρα λεπτομερώς οι πιθανές επιπλοκές.
Η πολιτική που θα ακολουθήσει η Κίνα έχει σημασία… και όχι μόνο για την ίδια τη χώρα. Αυτό ακριβώς σημαίνει το να είσαι υπερδύναμη, και οι ΗΠΑ θα πρέπει να δώσουν σημασία.
ΠΗΓΗ: FT.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου