Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Σοσιαλδημοκρατία; Όχι ακριβώς


ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ 17/7
ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ

Ακόμα συναντά κανείς αναλύσεις για την ελληνική πολιτική πραγματικότητα του τελευταίου χρόνου που θέτουν το πρόβλημα της «κυβέρνησης Παπανδρέου» με τους κλασικούς όρους της αριστερής κριτικής. Για παράδειγμα, αναγνωρίζοντας την διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας προς τα δεξιά, την παθητική προσαρμογή των κυβερνώντων στα διεθνή κέντρα της χρηματοπιστωτικής οικονομίας, μια περαιτέρω «σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη» και πάει λέγοντας.
Νομίζω ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι ακατάλληλες για να ερμηνεύσουμε το παρόν σύστημα εξουσίας και το βασικό του υποκείμενο. Είναι διαπιστώσεις οι οποίες προϋποθέτουν ότι το υπάρχον μοντέλο διακυβέρνησης υπακούει σε οικείες ιστορικές-ιδεολογικές κινήσεις, αντίστοιχες με αυτές που σημειώνονται εδώ και χρόνια σε όλη την Ευρώπη. Μια παρόμοια θεώρηση δεν φαίνεται να αντιστοιχεί στο υπό κρίση φαινόμενο. Διότι, από πολλές απόψεις, το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ είναι μια μοναδική ιστορία, μια μη συγκρίσιμη δημόσια και πολιτική εμπειρία. Όπως ήταν και το παλαιό «εθνικολαϊκιστικό» ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ της ευημερίας και της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Δεν συνιστά απλώς ένα πλέγμα πολιτικών, ένα άθροισμα δημοσιονομικών μέτρων αλλά κάτι πολύ περισσότερο: μια ιδιαίτερη διάταξη λόγου και εξουσίας.
Πριν όμως μιλήσουμε για αυτή τη γλώσσα, ας δούμε το γιατί δεν μπορούμε να μιλούμε για «άλλη μια περίπτωση» κυβερνώσας --και επομένως ευέλικτης, ρεαλιστικής, «προδοτικής» πέστε την όπως θέλετε-- σοσιαλδημοκρατίας. 


Είναι γνωστό ότι όλα τα κεντροαριστερά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης αντιμετωπίζουν εδώ και χρόνια σοβαρό πρόβλημα στη σχέση τους με τις λαϊκές τάξεις. Για αυτό άλλωστε στον έναν ή άλλον βαθμό προβληματίζονται --έστω με όρους εκλογικού μάρκετινγκ-- για τους κοινωνικούς τους συνομιλητές, για τα προνομιακά ακροατήριά τους, για τις απώλειές τους. Για το εάν λόγου χάρη θα επενδύσουν περισσότερο στα λεγόμενα «δυναμικά» μεσαία στρώματα της γνώσης ή σε πιο παραδοσιακά τμήματα των μισθωτών. Διερωτώνται, ακόμα, για το αν θα επιμείνουν στην γραμμή της «ευτυχούς παγκοσμιοποίησης» ή αν θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους στην ανάγκη για ισχυρά σύνορα και για έναν ήπιο προστατευτισμό.
Με άλλα λόγια, ό,τι έχει απομείνει από τη δυτική σοσιαλδημοκρατία, παρά το ότι πολιτεύεται μέσα στο κυρίαρχο παράδειγμα της νεοφιλελεύθερης ορθολογικότητας,αναζητεί πάντα τον τόπο της κοινωνικής της νομιμοποίησης. Ακόμα και η πιο δεξιά σοσιαλδημοκρατία αναγνωρίζει ότι δεν έχει το δικαίωμα να αδιαφορεί πλήρως για τη βούληση και τις επιθυμίες των πολιτών που είτε την ψηφίζουν είτε την καταψηφίζουν.
Στη δική μας περίπτωση φαίνεται ότι έχουμε μπει σε άγνωστα και μυστηριώδη εδάφη. Η πολιτική θεωρία, η τρέχουσα πολιτική ανάλυση, η συμβατική κριτική καλούνται να παραδώσουν τα όπλα τους, να παραιτηθούν από τα αναλυτικά τους εργαλεία. Πώς, για παράδειγμα, να χαρακτηρίσει κανείς το τελευταίο προϊόν του πασοκικού εργαστηρίου ιδεών, το προσχέδιο νόμου για την Ανώτατη Εκπαίδευση; Επιλέγω αυτό το παράδειγμα διότι δεν αποτελεί σαφή όρο των δανειστών της τρόικας αλλά μια αυτοφυή, αν επιτρέπεται ο όρος, πολιτική επιλογή της κυβέρνησης και μια εμμονή του ίδιου του πρωθυπουργού. Δεν έχουμε εδώ τη βία της έκτακτης ανάγκης --την οποία επικαλούνται για όλα τα άλλα-- αλλά μια αμιγή «μεταρρυθμιστική» τεχνοτροπία, που υπακούει σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το τι πρέπει να είναι η κατά ΠΑΣΟΚ νέα ελληνική κοινωνία. Άνθρωποι με βαριά νομική και φιλοσοφική παιδεία όπως ο Κώστας Σταμάτης προειδοποιούν, με αναλυτική έκθεση σημείο προς σημείο,1 για τις πολλαπλές συνέπειες που θα έχει αυτό το νομοθέτημα: καταλυτικές συνέπειες για την έννοια και την εμπειρία της ακαδημαϊκής δημοκρατίας, για τις συνθήκες παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης, για το καθεστώς της επιστημονικής έρευνας, για τον πυρήνα του νοήματος της ανώτατης εκπαίδευσης. Σε αυτήν λοιπόν την περίπτωση είναι εμφανές αυτό που αποκάλεσα πριν μια ιδιαίτερη εξουσιαστική διάταξη λόγου. Ισχύει δηλαδή κάτι διαφορετικό από την «αναμενόμενη» υιοθέτηση κάποιων από τους κοινούς τόπους του τεχνοκρατικού οικονομισμού. Αυτός ο τελευταίος, πράγματι, έχει αναχθεί σε κανονιστικό υπόδειγμα για τις περισσότερες πολιτικές εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στην Ευρώπη. Αλλά στην περίπτωση του προσχεδίου είμαστε μάρτυρες μιας διαφορετικής σκηνοθεσίας: τον τόνο δίνει ένας μιμητικός εξτρεμισμός επικυρωμένος με μια γλώσσα σπαρμένη με εντολές και παραγγέλματα, ευθείες αλλά κυρίως πλάγιες χειρονομίες τιμωρίας. Σάμπως το κρυφό θέμα του προσχεδίου να μην είναι η οργάνωση του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης αλλά η εξόφληση ανοιχτών λογαριασμών με το «έμψυχο υλικό» των πανεπιστημίων.
Παράδοξο: η γλώσσα του μνημονιακού ΠΑΣΟΚ εκλύει μένος. Ακόμα και εναντίον της κοινωνίας η οποία διαμορφώθηκε με τη δραστική συμβολή του ίδιου κόμματος. Από τη μειλίχια λιτάνευση των αξιών πλησιάζουμε έτσι στο ημι-ολοκληρωτικό ύφος. Αντιστρέφοντας με τον πιο ακραίο τρόπο τους όρους της κοινωνικής εμπειρίας. Αυτή η αντιστροφή αγγίζει πια το βαθμό μιας ανοιχτής ρήξης με την πραγματικότητα. Όταν, ας πούμε, ο πρωθυπουργός και τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος αναφέρονται επιτιμητικά σε μια (κοινωνική) «αντιδημοκρατική εκτροπή» ενώ εδώ και πολύ καιρό αποφασίζουν και πράττουν με αυθεντικά αντικοινοβουλευτικούς όρους. Τα copy-paste σε νεοφιλελεύθερες δέσμες ιδεών δεν αρκεί για να ερμηνεύσουμε αυτή την καθημερινή νοηματική αλλοίωση, αυτό το παραδοξολόγημα το οποίο επιτίθεται σε όλες τις κληρονομημένες πολιτικές σημασίες. Κάπως έτσι η παρούσα «διακυβέρνηση» τείνει να μετατραπεί σε ένα συνεχές διάγγελμα. Σε ένα διάγγελμα του οποίοι οι λέξεις πρέπει να σημαίνουν το ακριβώς αντίθετό τους: η δημοκρατία να σημαίνει φόβο για τη δημοκρατία (και τις «δημόσιες συναθροίσεις»), η αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων να εννοεί την εγκαθίδρυση μιας ολιγαρχικής ιεραρχίας, η υπευθυνότητα να μεταφράζει σκέψεις για αυτολογοκρισία της πολιτικής διαφωνίας κλπ.
Εν κατακλείδι, το σημερινό μας ζήτημα δεν είναι μόνο οι πράξεις μιας κυβέρνησης που αθετεί τις υποσχέσεις της ή έστω ενός συστήματος εξουσίας στο οποίο η εκτελεστική εξουσία διαχειρίζεται εκτάκτως όρους τους οποίους έχουν θέσει οι άλλοι παίκτες του προγράμματος «διάσωσης της χώρας». Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η μη κυριαρχία μιας εκλεγμένης κυβέρνησης (η μειωμένη εθνική-πολιτική κυριαρχία ) αλλά και αυτή καθαυτή η φύση της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ. Στον πυρήνα αυτής της κυριαρχίας βρίσκεται πλέον μια δυναμική ολιγαρχικής αυτονόμησης που [νομίζει ότι] συνομιλεί με το «μέλλον», με την ιδέα της εξαναγκαστικής μεταμόρφωσης ενός ολόκληρου κοινωνικού σχηματισμού. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πολιτικό μόρφωμα και μια πολιτική στιγμή αλλά με εξουσιαστική προφητεία η οποί έχει αυτοδιοριστεί σε άδηλης διάρκειας κοινωνικό πειραματισμό.
Πριν ένα χρόνο είχα γράψει ένα κείμενο για εκείνες τις φωνές που συνάντησαν το «μοντέρνο» ΠΑΣΟΚ μέσα από την επιθυμία τους να ανακαλύψουν μια νεοαστική φιλελεύθερη, αντι-παραδοσιακή ταυτότητα. Μιλώντας τώρα για το ιδιότυπο καθεστώς στο οποίο καλούμαστε να ζήσουμε τις ζωές μας, θα αποτολμούσα μια προσθήκη η οποία δεν αλλάζει σε τίποτα από όσα σκεφτόμουν πέρυσι: ο νέος φιλελεύθερος μπορεί να είναι συγχρόνως ο τόπος γέννησης του πιο «αλλόκοτου» αντιφιλελευθερισμού. Τα χημικά στο Σύνταγμα, η πρόθεση τακτοποίησης των «δημόσιων συναθροίσεων», η αντίληψη ότι η μαχητική πολιτική εναντίωση σημαίνει βία, όλα αυτά υποδηλώνουν μια βαθύτερη υποτροπή για την οποία οι κυβερνώντες έχουν αποδείξει τις ικανότητές τους.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Ρόυ Λίχτενστάιν, «Νεκρή φύση και ξύλινο πλαίσιο», 1983

1. Βλ. Κώστας Σταμάτης, «Υπόμνημα προς τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων σχετικά με το προσχέδιο νόμου για την Οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης»· το βρήκα στο red notebook: http://rnbnet.gr/details.php?id=2880

Δεν υπάρχουν σχόλια: