Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Η ζώνη του ευρώ και η διεθνής οικονομική κρίση




του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΑΡΙΟΛΗ*
Monthly Review Τεύχος Νο 53

>Εισαγωγή
>Περί νομισματικών ζωνών
>Η ζώνη του ευρώ
>Η ζώνη του ευρώ και η κρίση
>Βιβλιογραφικές αναφορές
>

(Κλικ!  για την κάθε υποενότητα. Εδώ αναδημοσιεύουμε μόνο την Εισαγωγή)


Εισαγωγή

Οι διεθνείς οικονομικές ολοκληρώσεις συνιστούν μορφές διευθέτησης και τρόπους ύπαρξης της αντίφασης ανάμεσα στην τάση διεθνοποίησης των «οικονομιών της αγοράς» και την εθνική συγκρότησή των, δηλαδή της βασικής, στο διεθνές επίπεδο, αντίφασης του υφιστάμενου συστήματος παραγωγής. Βρίσκονται, επομένως, σε μία κατάσταση δυναμικής ισορροπίας και χαρακτηρίζονται από τη μετατροπή των αποτελεσμάτων των σε νέα αίτια, στη βάση των οποίων τείνουν να αναπαράγονται σε μία υψηλότερη κλίμακα. Ωστόσο, όταν αδυνατούν, συνεπεία εσωτερικών ή μη εξελίξεων, να επιτύχουν την προαναφερθείσα διευθέτηση, γίνονται ασταθείς και, τελικά, μεταβαίνουν σε κατάσταση παραβίωσης ή αποσύνθεσης, όπως η Κοινή Αγορά Κεντρικής Αμερικής (1960) ή η Λατινική Νομισματική Ένωση (1865–1927), αντιστοίχως.
Η ύφεση στην οποία εισήλθε η παγκόσμια οικονομία, στα τέλη του 2008, και η οποία δεν αποκλείεται να μετατρέπεται, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες ενδείξεις και εκτιμήσεις, σε βαθιά κρίση, αποτελεί μία –για να χρησιμοποιήσουμε την κυρίαρχη ορολογία– «διαταραχή» που δημιουργεί κλυδωνισμούς στο εσωτερικό της διεθνώς πιο προωθημένης ολοκλήρωσης, ήτοι της Ζώνης του Ευρώ (ΖΕ) και, κατ’ επέκταση, στην «Ευρωπαϊκή Ένωση των 27».

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναλύσει αυτήν τη συγκυρία, από τη σκοπιά της ΖΕ, και να υποστηρίξει, λαμβάνοντας υπ’ όψιν, συνοπτικά, τη σύνολη πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ότι το πρωτεύον ζήτημα δεν είναι η οικονομική κρίση αλλά η ίδια η ΖΕ. Η συζήτηση που ακολουθεί δομείται ως εξής: η αμέσως επόμενη ενότητα εστιάζει στη έννοια της «νομισματικής ζώνης» (ή, αλλιώς, «οικονομικής και νομισματικής ένωσης»)· εν συνεχεία εξετάζεται η ευστάθεια της ΖΕ· τέλος, αναλύεται η σχέση κρίσης–ΖΕ και συνοψίζονται τα συμπεράσματα της συζήτησης.


Περί νομισματικών ζωνών

Η «νομισματική ζώνη» συνιστά μία ιδιαίτερα ανεπτυγμένη μορφή διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης, η οποία μετεξελίσσεται σε «πλήρη οικονομική ένωση», όταν χαρακτηρίζεται (και) από την ύπαρξη υπερεθνικής οικονομικής πολιτικής. Οι οικονομίες που συστήνουν μία νομισματική ζώνη παραιτούνται από τη δυνατότητα άσκησης εμπορικής (δασμολογικής και μη) και συναλλαγματικής πολιτικής. Λιγότερο προφανές, αλλά αδιαμφισβήτητο, είναι ότι η συμμετοχή σε μία νομισματική ζώνη, στην οποία δεν υφίστανται περιορισμοί στις κινήσεις των χρηματικών κεφαλαίων, συνεπάγεται και το αδύνατον άσκησης εθνικά αυτόνομης νομισματικής πολιτικής (Mundell 1963). Κατά συνέπεια, τα μέλη μίας νομισματικής ζώνης δεν έχουν μόνον «όφελος» αλλά και «κόστος». Το πρώτο προκύπτει, σε γενικές γραμμές, από την εξάλειψη της αβεβαιότητας που δημιουργούν οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, και καλείται «όφελος νομισματικής αποτελεσματικότητας». Το δεύτερο προκύπτει από την αξιοσημείωτη συρρίκνωση του πλήθους των μέσων/εργαλείων που είναι διαθέσιμα για την «ταυτόχρονη» εξισορρόπηση του εσωτερικού και του εξωτερικού τομέα κάθε επιμέρους εθνικής οικονομίας, και καλείται «κόστος οικονομικής ευστάθειας» [1] .

Ο ακριβής προσδιορισμός του βαθμού ευστάθειας αυτής της μορφής ολοκλήρωσης συνιστά ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο πρόβλημα, το οποίο μάλλον δεν επιλύεται θεωρητικά. Πρακτικά ελέγχεται στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία οι οικονομίες–μέλη υπόκεινται στη δράσηασύμμετρων ενδογενών μεταβολών, είτε από την πλευρά της ζήτησης (π.χ. σημειώνεται μερική στροφή των προτιμήσεων των καταναλωτών της ζώνης από τα εμπορεύματα μίας οικονομίας σε αυτά άλλης) ή από αυτήν της προσφοράς (π.χ. σημειώνεται άνοδος της λεγόμενης «συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής» σε μία ή ορισμένες μόνον οικονομίες). Ειδικότερα, και σύμφωνα πάντοτε με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία περί ανοικτών οικονομιών (και, συγκεκριμένα, με τη λεγόμενη «θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών»), η εγγενής ευστάθεια μίας νομισματικής ζώνης εξαρτάται θετικά από τις ακόλουθες, κατά βάση, «μεταβλητές» [2] :
1. Την έκταση του συνολικού, δηλαδή του διακλαδικού και του ενδοκλαδικού, εμπορίου στο εσωτερικό της ζώνης.
2. Το «ειδικό βάρος» του διακλαδικού εμπορίου (διότι το ενδοκλαδικό εμπόριο, σε ευθεία αντίθεση με το διακλαδικό, ανάγεται στην ύπαρξη «εσωτερικών οικονομιών κλίμακας» και, έτσι, αντανακλά την ομοιογένειατων επιμέρους εθνικών παραγωγικών δομών (Krugman & Obstfeld 2002: 179-208).
3. Την απουσία των λεγομένων «χρηματικών και τεχνολογικών οικονομιών χωρικής συγκέντρωσης» (διότι οι «εξωτερικές οικονομίες» αυτού του είδους δημιουργούν τάσεις παγίωσης του ήδη διαμορφωμένου, ιστορικά, καταμερισμού–συνδυασμού εργασίας, αποτρέποντας μία εθνική οικονομία ή μία περιφέρεια από την παραγωγή εμπορευμάτων, στα οποία θα μπορούσε να εμφανίσει «συγκριτικό πλεονέκτημα» (Krugman & Obstfeld 2002: 219-226· McCann 2002, κεφ. 2).
4. Την ευκαμψία των τιμών των εμπορευμάτων και των αμοιβών των υπηρεσιών των συντελεστών της παραγωγής.
5. Τη διεθνή κινητικότητα των χρηματικών κεφαλαίων.
6. Τη διεθνή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.
7. Τους βαθμούς ελευθερίας (ανεξαρτησίας) των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών.
8. Τη διαμόρφωση ενός υπερεθνικού δημοσιονομικού συστήματος, το οποίο θα λειτουργεί ως αναδιανεμητικός μηχανισμός μεταβιβαστικών πληρωμών και φορολόγησης.

Όσο χαμηλότερα είναι τα επίπεδα στα οποία βρίσκονται οι προαναφερθείσες μεταβλητές, τόσο περισσότερο μειώνεται το «όφελος νομισματικής αποτελεσματικότητας» και αυξάνεται το «κόστος οικονομικής ευστάθειας», και, άρα, τόσο πιο ασταθής τείνει να είναι η ζώνη στο σύνολό της.


Η ζώνη του ευρώ

Η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων έχει δείξει ότι η ΖΕ δεν συγκροτεί μία «άριστη νομισματική περιοχή», ούτε σε «απόλυτους» αλλά ούτε και σε σχετικούς όρους, δηλαδή σε σύγκριση με άλλες ήδη οικονομικά ολοκληρωμένες περιοχές, όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Ειδικότερα (αλλά συνοπτικά) [3] :
α) Η έκταση του εμπορίου όχι μόνον δεν είναι η ενδεικνυόμενη, αλλά και υπολείπεται σημαντικά της αντιστοιχούσας στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
β) To ενδοκλαδικό εμπόριο μεταξύ «βόρειων» και «νότιων» (π.χ. Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Νότια Ιταλία) περιοχών είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Οι κατά σειρά πρώτες τείνουν να εξειδικεύονται στους τομείς παραγωγής «συνθέτων βιομηχανικών αγαθών και εντάσεως εξειδικευμένης εργασίας» (και να αναπτύσσουν το μεταξύ των ενδοκλαδικό εμπόριο), ενώ οι δεύτερες στους «εντάσεως φυσικών πρώτων υλών και ανειδίκευτης εργασίας» (και, γενικά, «χαμηλής και μέσης τεχνολογίας») τομείς [4] . 
γ) Παρατηρούνται αποκλίσεις στις τιμές των εμπορευμάτων (σημαντικές, σε ορισμένες περιπτώσεις) και διαπιστώνεται, γενικά, ότι το σύστημα δεν διέπεται από το «νόμο της μίας τιμής» [5] .
δ) H κινητικότητα του εργατικού δυναμικού ανάμεσα στις διάφορες χώρες είναι ιδιαίτερα χαμηλή, και στο εσωτερικό των αρκετά περιορισμένη. Γενικά, υπολείπεται σημαντικά της αντίστοιχης στις ΗΠΑ (κυρίως) και στον Καναδά.
ε) Το Σύμφωνο Σταθερότητας περιστέλλει σημαντικά τους βαθμούς ελευθερίας των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και, ταυτόχρονα, σε ευθεία αντίθεση με ό,τι ισχύει στις ΗΠΑ και στον Καναδά, ο αναδιανεμητικός ρόλος του κοινοτικού προϋπολογισμού είναι οριακός. Σε αυτήν τη συνάφεια αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί ότι συγκριτικές μελέτες των διαδικασιών προσαρμογής (σε ασύμμετρες μεταβολές) των πολιτειών της Αμερικής και του Καναδά, από τη μία πλευρά, και ορισμένων, αντιστοίχου μεγέθους, ευρωπαϊκών οικονομιών (πριν από τη δημιουργία της ΕΕ), από την άλλη πλευρά, έχουν δείξει τα εξής: οι κατά σειρά πρώτες διαδικασίες είναι σχετικά ταχύτερες και διέπονται από, πρώτον, τη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού (με εξαίρεση του γαλλόφωνου εργατικού δυναμικού του Κεμπέκ, του οποίου η κινητικότητα είναι έξι φορές χαμηλότερη από αυτήν του αγγλόφωνου εργατικού δυναμικού του Καναδά) και, δεύτερον, την αντίστροφη μεταβολή ομοσπονδιακών μεταβιβάσεων–φορολογικών εσόδων, ενώ οι κατά σειρά δεύτερες διαδικασίες χαρακτηρίζονταν από σημαντικές αυξήσεις τόσο της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας (υποτιμήσεις σε πραγματικούς όρους) όσο και του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού [6] . Έτσι, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν, εντός της ΖΕ, ορισμένες, σχετικά μικρές οικονομίες θα κατορθώσουν, σε περιόδους αναταράξεων και κρίσεων, να ακολουθήσουν επιτυχείς διαδικασίες προσαρμογής.
στ) Εάν το ζήτημα τεθεί σε όρους της σχέσης ανάμεσα στο βαθμό ετερογένειας των εθνικών παραγωγικών δομών και στο βαθμό «ευελιξίας» της αγοράς εργασίας (κινητικότητα εργατικού δυναμικού και ευκαμψία μισθών), δηλαδή ότι όσο υψηλότερος είναι ο πρώτος τόσο υψηλότερος απαιτείται να είναι και ο δεύτερος, τότε εκτιμάται ότι υφίσταται ένα υποσύνολο χωρών (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία), το οποίο μάλλον συνιστά μία «άριστη νομισματική περιοχή» (De Grauwe 2001: 127-132). Ωστόσο, ακόμη και στα πλαίσια αυτού του υποσυνόλου υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις, από την άποψη π.χ. του «ανοίγματος» στο ενδοζωνικό εμπόριο (στη Γαλλία και τη Γερμανία οι εισαγωγές και οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι συγκριτικά πολύ χαμηλές).

Όλα αυτά μάλλον σημαίνουν ότι η συντονισμένη «απελευθέρωση των αγορών» στον ευρωπαϊκό χώρο (όπως αυτή προσδιορίστηκε, καταρχάς, από τη «Λευκή Βίβλο» και την «Έκθεση Ντελόρ»), καίτοι επηρέασε, προς την απαιτούμενη κατεύθυνση, τις υπ’ αριθμ. 1 έως και 5 μεταβλητές που είναι καθοριστικές για την ευστάθεια μίας νομισματικής ζώνης (βλ. την αμέσως προηγούμενη ενότητα του παρόντος), δεν κατόρθωσε να επαυξήσει την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και, κατ’ επέκταση, την ευκαμψία των μισθών. Παράλληλα, οι υπ’ αριθμ. 7 και 8 μεταβλητές είναι, συνεπεία της κυριαρχίας μονεταριστικών–νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων κατά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, πλήρως αδρανοποιημένες.

Τέλος, η περαιτέρω εξέλιξη των υπ’ αριθμ. 1 έως και 4 μεταβλητών δενυπάγεται, αντικειμενικά, στο πεδίο ελέγχου των αρχών της οικονομικής πολιτικής, αλλά μάλλον (υπερ-)καθορίζεται από τη διαδικασία της επισώρευσης του κεφαλαίου, αυτήν καθαυτήν [7] . Δεδομένης της ελευθερίας στην κίνηση των χρηματικών κεφαλαίων, έπεται, έτσι, ότι η ευστάθεια της ΖΕ οφείλει να βασίζεται, αποκλειστικά και μόνον στη μεγιστοποίηση του επιπέδου της υπ’ αριθμ. 6 μεταβλητής, ήτοι στη διαμόρφωση μίας «απελευθερωμένης» και διεθνώς ενοποιημένης αγοράς εργασίας (κατεύθυνση την οποία σαφώς υποδεικνύει, εξάλλου, η «Στρατηγική της Λισσαβόνας») [8] .

Η προηγηθείσα συζήτηση μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αναπτύσσει, κατά την πορεία διαμόρφωσής της, ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν σημαντικές πηγές αστάθειας [9] . Σε πρώτη φάση, η αδυναμία άσκησης αυτόνομης εμπορικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τους αυστηρούς περιορισμούς κατά την άσκηση της συναλλαγματικής, νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, οδηγεί στη ρύθμιση του ευρωπαϊκού καταμερισμού της εργασίας από την αδιαμεσολάβητη δράση του «νόμου του συγκριτικού πλεονεκτήματος», την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αναλαμβάνουν, είτε το επιθυμούν είτε όχι, οι εθνικές εισοδηματικές πολιτικές [10] . Στη δεύτερη φάση, όπου εισάγεται στο σύστημα η ελευθερία της κίνησης των χρηματικών κεφαλαίων και το ενιαίο νόμισμα, συντελείται μία τροποποίηση του εν λόγω νόμου υπό την έννοια ότι αυτός δρα, πλέον, στη βάση ύπαρξης ενός διεθνώς ενιαίου (ως προς την τάση, τουλάχιστον) επιτοκίου [11] . 

Αυτές οι εξελίξεις συμβάλλουν, βεβαίως, στην περαιτέρω υποβάθμιση των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών και, έτσι, προάγουν την ανισόμετρη ανάπτυξη του συστήματος στο σύνολό του. Τέλος, κατά την τρίτη φάση (η οποία βρίσκεται στα πρώτα της στάδια και της οποίας η πλήρης υλοποίηση κρίνεται, όπως είδαμε, απαραίτητη από την άποψη της ευστάθειας) διαμορφώνεται (και) ένα διεθνώς ενιαίο (ως προς την τάση, τουλάχιστον) ωρομίσθιο [12] , και αυτό συνεπάγεται, με τη σειρά του, ότι ο καταμερισμός της εργασίας διέπεται, πλέον, από τα απόλυτα πλεονεκτήματα κόστους. Με άλλα λόγια, δηλαδή, λαμβάνει χώρα η μετατροπή του «νόμου του συγκριτικού πλεονεκτήματος» στο αντίθετό του, ήτοι στο «νόμο του απόλυτου πλεονεκτήματος», μετατροπή η οποία, σε συνδυασμό με την ύπαρξη «οικονομιών συγκέντρωσης», οδηγεί στην ανάπτυξη έντονων (και, πιθανότατα, αυτοτροφοδοτούμενων) πολώσεων στην παραγωγή και κατανομή του εισοδήματος μεταξύ χωρών και περιφερειών [13] . 

Βεβαίως, αυτή η διαδικασία έχει και ορισμένες παράπλευρες, αλλά εξίσου σημαντικές, συνέπειες: α) στενεύει διαρκώς τα περιθώρια άσκησης αντι-κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής στις υποβαθμιζόμενες οικονομίες· και β) υπονομεύει, με αποφασιστικό τρόπο, την προοπτική συγκρότησης ενός πράγματι ενεργού υπερεθνικού δημοσιονομικού συστήματος, ακριβώς επειδή οι καθαρές μεταβιβάσεις εισοδήματος απαιτείται να είναι, συστηματικά, μονόδρομες (δηλαδή από τις αναβαθμιζόμενες στις υποβαθμιζόμενες οικονομίες) [14] .


Τα υπόλοιπα απ' ευθείας στο MR...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ εντυπωσιακή προσέγγιση.
Αυτά λέγαμε και προχθές με τα φιλαράκια στο καφενείο.
Το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ συζητάγαμε ήρθε ο Μήτσος ,αφού σχόλασε απ'την οικοδομή, και τόνισε ακριβώς τις ίδιες παραμέτρους.

Μπράβο συνεχίστε έτσι.