ΠΗΓΗ: Stratfor (euro2day)
Αν τα νούμερα των δημοσκοπήσεων επιβεβαιωθούν, οι εκλογές θα οδηγήσουν σε ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο και σε μια αδύναμη κυβέρνηση, όπου οι παραδοσιακές ελίτ θα πρέπει να μοιραστούν την εξουσία με μικρότερα πολιτικά κόμματα, πολλά από τα οποία αντιτίθενται στα πρόσφατα μέτρα λιτότητας.
Ως αποτέλεσμα, η νέα κυβέρνηση θα δώσει μάχη να μετριάσει τα μέτρα λιτότητας και ταυτόχρονα να διατηρήσει την στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ανάλυση
Από τα μέσα του 20ου αιώνα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα βρισκόταν στον έλεγχο μερικών ισχυρών οικογενειών, κυρίως της οικογένειας Παπανδρέου και της οικογένειας Καραμανλή. Από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας στη δεκαετία του 1970, οι οικογένειες αυτές παρέμειναν στην εξουσία ιδρύοντας τα δύο παραδοσιακά ελληνικά κόμματα. Το κεντροαριστερό Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και τη κεντροδεξία Νεά Δημοκρατία, την οποία ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γιός του τρεις φορές πρώην πρωθυπουργού Γεώργιου Παπανδρέου, ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ στις αρχές του 1970.
Ο Ανδρέας υπηρέτησε ως πρωθυπουργός, το 1980 και το 1990 και ο γιός του Γιώργος, βρέθηκε στην πρωθυπουργία από το 2009 ως το Νοέμβριο του 2011, όταν η πολιτική αναστάτωση οδήγησε στην παραίτηση του.
Η ΝΔ ιδρύθηκε στις αρχές του 1970 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος υπηρέτησε τρεις φορές ως πρωθυπουργός, προτού ιδρύσει το κόμμα και στη συνέχεια υπηρέτησε μια φορά ως πρωθυπουργός και δύο φορές ως πρόεδρος.
Ο ανιψιός του Κώστας, εκλέχτηκε πρωθυπουργός σε δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, από το 2004 ως το 2009. Μαζί, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν λάβει ιστορικά περισσότερο από το 80% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές. Και ως εκ τούτου, δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες φορές να σχηματίσουν κυβερνήσεις συνεργασίας με μικρότερα κόμματα.
Ωστόσο, η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση στην Ελλάδα θέτει μια σοβαρή απειλή σε αυτό το πολιτικό κατεστημένο, η οποία φανερώνεται από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις που δείχνουν το ΠΑΣΟΚ κοντά στο 18% και τη ΝΔ κοντά στο 22%. Κατά συνέπεια, για πρώτη φορά στην μεταδιδακτορική ιστορία της Ελλάδας, μια ομάδα μικρών, αντικαθεστωτικών κομμάτων ενδέχεται να προκαλέσουν την παραδοσιακή ελληνική πολιτική εξουσία και τα καθιερωμένα προνόμια.
Προβλέπεται ότι 10 κόμματα θα υπερβούν το ποσοστό του 3% που απαιτείται για την είσοδο στη Βουλή, συμπεριλαμβανομένου του ακροδεξιού κόμματος της Χρυσής Αυγής και του ακροαριστερού Σταλινικού Κουμμουνιστικού Κόμματος και του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, με τα δύο τελευταία να κοντράρονται για την τρίτη θέση στις εκλογές, κερδίζοντας μεγάλη στήριξη από την αντιμνημονιακή ρητορική τους. Ενώ αυτά τα κόμματα δεν θα είναι αρκετά ισχυρά για να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας από μόνα τους, θα αποτελέσουν μια διασπαστική δύναμη μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Τα καθιερωμένα κόμματα βλέπουν τις εκλογές σαν μια κρίσιμη μάχη για την διατήρηση του ελέγχου της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την εξουσία, τα κόμματα αυτά έχουν εφαρμόσει ένα νέο εκλογικό νόμο για τις ερχόμενες εκλογές, ο οποίος δίνει προβάδισμα 50 κοινοβουλευτικών εδρών σε όποια κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων εξασφαλίσει τουλάχιστον το 39% των ψήφων. Ωστόσο, δεδομένων των χαμηλών ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις, ίσως και αυτό να μην είναι αρκετό για τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης.
Το πιο πιθανό μετεκλογικό σενάριο είναι μια συμμαχία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Αν αυτή η συμμαχία αποτύχει, τότε μπορεί το κάθε κόμμα να επιδιώξει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με ένα ή περισσότερα κόμματα εκτός του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνεργασίας θα ήταν μια εύθραυστη κυβέρνηση που θα αντιμετώπιζε συνεχώς το κίνδυνο της διάλυσης.
Ανεξάρτητα από ποιο από αυτά τα σενάρια θα υλοποιηθεί, το αποτέλεσμα θα είναι παρόμοιο. Η νέα ελληνική κυβέρνηση θα είναι αδύναμη και εύθραυστη. Όποιος συνασπισμός και αν σχηματίσει κυβέρνηση θα είναι το αποτέλεσμα δύσκολων πολιτικών συμμαχιών και θα είναι αντιμέτωπος με μια εχθρική αντιπολίτευση.
Επιπρόσθετα, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει τόσο τους Έλληνες ψηφοφόρους που είναι κάθετα αντίθετοι με τα μέτρα λιτότητας που εφάρμοσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, όσο και το γεγονός ότι τα πακέτα διάσωσης της ΕΕ, τα οποία έκαναν δυνατά τα μέτρα λιτότητας, κρατάνε την χώρα ζωντανή.
Κατά συνέπεια η νέα κυβέρνηση μπορεί να επιχειρήσει να μετριάσει τους δημοσιονομικούς στόχους και ταυτόχρονα να εφαρμόσει ακριβώς εκείνες τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα ικανοποιήσουν την ευρωπαίκή εξουσία. Κατά πάσα πιθανότητα θα εγκρίνει την πρόσφατη συμφωνία διάσωσης και θα ανακοινώσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις, αλλά σε γενικές γραμμές, η πίεση για λιτότητα θα υποχωρήσει, ειδικά από τη στιγμή που η οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 5% το 2012.
Τα παραδοσιακά ισχυρά κόμματα της Ελλάδας, προσπαθούν ήδη να διαχειριστούν την νέα πολιτική πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο ηγέτης της ΝΔ, Αντώνης Σαμαράς, το κόμμα του οποίου υποστήριξε τα μέτρα που πήρε η Ελλάδα ως αντάλλαγμα για τις διασώσεις, υποσχέθηκε λιγότερη φορολογία και περισσότερες κοινωνικές δαπάνες και πολιτικές ανάπτυξης.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από ποια μορφή θα πάρει η νέα ελληνική κυβέρνηση, θα καθοδηγείται από την ανάγκη εξισορρόπησης των αντικρουόμενων πιέσεων που δημιουργούνται από τους έλληνες ψηφοφόρους και από τις Βρυξέλλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου