Αναλυτικά, αναφέρει: «Μία ξεροκέφαλη αντιπαράθεση εκτυλίσσεται αυτήν την εβδομάδα ανάμεσα στην έτοιμη να χρεοκοπήσει Ελλάδα και τους λάθος προσανατολισμένους Ευρωπαίους εταίρους της που απαιτούν από αυτήν να πληρώσει τα χρέη της. Το αποτέλεσμα, είναι δυστυχώς, προαποφασισμένο. Η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει στην Ευρώπη όλα, ή τουλάχιστον τα περισσότερα από αυτά που θέλει. Δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τα χρήματα της Ευρώπης, ακόμη και την στραγγαλίσουν οι απαιτήσεις των εταίρων της. Οι ηγέτες της Ευρώπης, όμως, θα έπρεπε ήδη να γνωρίζουν ότι αυτή η προσέγγιση δεν είναι αποτελεσματική.
Η Γερμανίδα καγκελάριος, η βασική αρχιτέκτονας της καταστροφικής ευρωπαϊκής διαχείρισης της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, μπορεί να συνεχίσει να προσποιείται ότι σκληρότερα μέτρα λιτότητας θα «θεραπεύσουν» τα προβλήματα χρέους της Ελλάδας και της Ευρώπης. Ή, από την άλλη, μπορεί να αναγνωρίσει ότι μόνο ένας συνδυασμός σημαντικής οικονομικής ενίσχυσης και προ-αναπτυξιακών μέτρων – όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων και καταπολέμηση της γραφιεοκρατίας- μπορεί να επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η περικοπή των μισθών, των θέσεων εργασίας και των κοινωνικών δαπανών, όπως απαιτεί η Ευρώπη, το μόνο που θα επιφέρουν είναι μεγαλύτερη ύφεση.
Η Ελλάδα, ούτως ή άλλως, έχει συνεισφέρει τα μέγιστα στα προβλήματά της. Για πολλά χρόνια, η κυβέρνηση πλαστογραφούσε το ποσοστό του ελλείμματος που έδινε στην Ευρώπη, δημιουργώντας τις συνθήκες για τη γιγάντωση του χρέους. Η νέα κυβέρνηση που εκλέχθηκε το 2009 αποκάλυψε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και αποδέχτηκε το σχέδιο διάσωσης που της προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτυγχάνοντας στη συνέχεια να προχωρήσει στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Με τα μέτρα λιτότητας να συρρικνώνουν την οικονομία, τις δυσκολίες στη συλλογή φόρων και την ΕΚΤ να ανεβάζει τα επιτόκια, η χώρα δεν κατάφερε να πιάσει τους στόχους μείωσης του ελλείμματος. Εντούτοις, είναι σωστό από την πλευρά των εταίρων να ζητούν την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς προτού δοθεί το νέο πακέτο διάσωσης των 171 δισ. δολαρίων.
Αλλά είναι λάθος οι τρεις κύριοι πιστωτές της Ελλάδας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, να συνδέουν τις εύλογες μεταρρυθμιστικές απαιτήσεις με την καταστροφική επιβολή μέτρων λιτότητας. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται περικοπές μισθών στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες θα ενισχύσουν την ύφεση, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την ικανότητα της χώρας να αποπληρώνει τα χρέη της.
Η ύφεση της Ελλάδας ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια. Η ανεργία πλησιάζει το 20%, η ποιότητα έχει πέσει αισθητά, το κράτος πρόνοιας βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης. Την ίδια ώρα, η αναλογία του ελλείμματος με το ακαθόριστο εθνικό προϊόν συνεχώς αυξάνεται. Ακόμη και το αποφασισμένο κούρεμα 70% δεν θα το μειώσει σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Η Γερμανία επιμένει ότι μόνο επιπλέον περικοπές στα δημόσια έξοδα και τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα θα αναγκάσουν, με κάποιον τρόπο, τους Έλληνες πολιτικούς να προχωρήσουν στις απαιτούμενες οικονομικές μεταρρυθμίσεις (και θα πείσουν τους Γερμανούς φορολογούμενους να χρηματοδοτηθεί το σχέδιο διάσωσης). Αλλά αυτή η προσέγγιση έχει δοκιμαστεί και αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για τις ίδιες τις μεταρρυθμίσεις.
Σε μία δημοκρατία, οι πλειοψηφίες μπορούν να κινηθούν αυτόνομα κατά ορισμένων συμφερόντων, αν διαπιστώσουν ότι αποτελούν εμπόδιο για μία καλύτερη δική τους οικονομική κατάσταση. Αναγκάζοντας όλους τους Έλληνες να υποφέρουν χωρίς καμία πραγματική προοπτική, η Ευρώπη ενώνει τη χώρα στο πεδίο των απεργιακών κινητοποιήσεων και κατά των μεταρρυθμίσεων. Οι Έλληνες πολιτικοί φοβούνται ότι αν «αγκαλιάσουν με θέρμη» τα μέτρα λιτότητας θα εκτελούν πολιτική αυτοχειρία στις επερχόμενες εκλογές. Απαιτείται να προχωρήσουν στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς, όποιο κόμμα και αν αναλάβει την κυβέρνηση. Όμως, δεν θα μπορέσουν να το πράξουν αν η σκληρότερη λιτότητα είναι το τίμημα της συμφωνίας».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου