Πηγή: Καθημερινή 13/11
Tου Παντελη Mπουκαλα
Και ξαφνικά, στα καλά του καθουμένου, ή μάλλον στα κάκιστά του, τα στελέχη των δύο μεγάλων κομμάτων που υποχρεούνται να μοιραστούν προσωρινά την εξουσία, βρίσκονται στην ανάγκη να κουρέψουν τη γλώσσα τους, να τη χτενίσουν, γενικώς να την ευπρεπίσουν. Βρίσκονται δηλαδή στην ανάγκη να αλλάξουν ύφος, αφού είναι κομμάτι δύσκολο να αλλάξουν έθος και ήθος. Του λοιπού, και για όσο αντέξουν τα νεύρα τους που θα φθείρονται καθημερινά από την ιδιόρρυθμη και εκ γενετής προβληματική συγκατοίκηση, οφείλουν να πιάνουν τις λέξεις που θα χρησιμοποιούν δημοσίως φορώντας γάντια και κρατώντας λαβίδες, και κατόπιν να τις ζυγίζουν προσεχτικά, για να δουν αν περιέχουν χολή σε ποσότητα μεγαλύτερη του ανεκτού.
Δεν τελειώνουν, όμως, εκεί οι επιστημονικές υποχρεώσεις των στελεχών του δικομματισμού. Οφείλουν να μετρούν και την οξύτητα των λέξεών τους με ειδικό οξύμετρο, ώστε οι μεν πράσινοι να μην πληγώνουν τους γαλάζιους, οι δε γαλάζιοι τους πράσινους. Για να μην μπoυν, μάλιστα, σε παραπανίσια έξοδα, καιρός που είναι, μπορούν απλώς να μετασκευάσουν το οξύμετρο που χρησιμοποιείται για να προσδιορίζεται η οξύτητα του κρασιού ή του λαδιού και, για να μην υπάρχει σύγχυση, να το μετονομάσουν σε οξύμωρο, ώστε έτσι να καλύπτεται και η λογικοπολιτική αντίφαση της κυβερνητικής συνύπαρξής τους.
Εν ολίγοις, Πασοκτζήδες και Νεοδημοκράτες πρέπει να αντιμετωπίζουν για δυο-τρεις μήνες τούς μέχρι χθες εχθρούς τους σαν φίλους, δηλαδή, μονολεκτικά, να τους βλέπουν σαν εχθρόφιλους ή φίλεχθρους, αν επιτρέπεται ο νεολογισμός. Αλλιώς θα βάλουν τις φωνές οι παιδονόμοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι άτεγκτοι επιτηρητές του ΔΝΤ, που εμμένουν στις «παιδαγωγικές τους προσπάθειες» έναντι των Ελλήνων όπως τις χαρακτήρισε ο κ. Ολι Ρεν (ή μήπως ήταν ο κ. Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, που μερικοί μερικοί, της τηλεοπτικής κουλτούρας, τον μπερδεύουν με τον Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ; Ή ο κ. Σόιμπλε; Πού να θυμάσαι με τέτοιο θόρυβο, με τέτοιο βομβαρδισμό και με κομμένα τα νήματα ανάμεσα στα τόσα ονόματα και στα αξιώματα που τους αντιστοιχούν).
Απαιτούν, δηλαδή, από τους μαθητές τους κάτι απλό και ταιριαστό με την περιλάλητη «ελληνική ραστώνη» (η οποία πάντως έχει ήδη μολύνει και τους Ιταλούς και μετακινείται απειλητική δυτικότερα): να μη γράφουν τίποτα το δικό τους πάνω στις κόλλες που τους παραδίδουν, αλλά να βάζουν την υπογραφή τους, και δίχως καν να κουράζονται για να διαβάσουν πρώτα τα ήδη γραμμένα.
Κι άντε τώρα να πολεμήσεις την παράδοσή σου. Αντε να τα βάλεις με τις συνήθειές σου, με τα τικ σου, με τα χούγια σου, τέλος πάντων. Αλλιώς τα ήξερες εσύ τα πράγματα, αλλιώς τα οικονομούσες, κι αλλιώς τα βρίσκεις. Ξυπνούσες κάθε πρωί, έβαζες στο τραπέζι τα μονόχρωμα κυβάκια σου, πράσινα ή γαλάζια, και απλώς τους άλλαζες σειρά και διάταξη. Ο στόχος σου έτσι κι αλλιώς ήταν ο ίδιος, αυστηρά προσδιορισμένος (σαν θρησκευτική τελετουργία) από την κομματική παράδοση: Να πετάς μπροστά στις κάμερες τα κατάλληλα κυβάκια, καθένα από τα οποία έχει πάνω του γραμμένο ένα ηχηρό κλισέ παντός καιρού: «αναξιόπιστοι», «καταστροφείς του τόπου», «διαφθορείς και διεφθαρμένοι», «διαπλεκόμενοι», «ψεύτες», «ρουσφετάκηδες».
Τα ακούν αυτά τα πρωτότυπα οι κατασκευαστές των τηλεδελτίων και τα παρουσιάζουν μετά δραματικής μουσικής υποκρούσεως, αναδιευθετώντας απλώς τα δικά τους κυβάκια με τα αντίστοιχα κλισέ: «ανεβαίνουν οι τόνοι», «έσπασαν τα θερμόμετρα», «καζάνι που βράζει», «στα ύψη η πολιτική αντιπαράθεση» κτλ. Και τώρα, για το καλό του λαού, που κανείς δεν ρωτάει τη γνώμη του παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τα πετάξεις τα κυβάκια σου, όχι όμως μπροστά στις κάμερες, αλλά στο καλάθι των αχρήστων. Και να φοράς, βέβαια, γυαλιά όταν συγχρωτίζεσαι με τους εχθρόφιλούς σου, σε συσκέψεις και συμβούλια, ώστε να νομίζουν ότι τα μάτια σου χαμογελούν και δεν πετούν φωτιές και δηλητήριο. Και να μη λες «τι ξεφουρνίζεις εκεί, ρε» αλλά «ποιν σε έπος φύγεν έρκος οδόντων, ω αγαθέ» · όχι «είστε αγύρτες» αλλά «θα μπορούσα να πω, φίλτατε, αν βέβαια μού το επέτρεπε η εγνωσμένη καλοσύνη σας, ότι ενίοτε και πού και πού υπερβαίνετε κατά τι τα εσκαμμένα, να, ίσα ίσα μια σπιθαμούλα».
Ανυπόφορα πράγματα, μα την αλήθεια, Απάνθρωπα. Γι’ αυτό και δεν τα ανέχονται οι παλαιοί, οι ακραιφνώς παραδοσιακοί κι όσοι έχουν μάθει να ζουν από το (πολιτικοφανές) σόου και για το (πολιτικοφανές) σόου. «Ε, ας μη μαλώνουμε τώρα» είπε σε κάποιο κανάλι η κ. Διαμαντοπούλου, με τον σφιχτό καθωσπρεπισμό της. «Βεβαίως και θα μαλώνουμε» ανταπάντησε ο κ. Πάνος Παναγιωτόπουλος, της «λαϊκής Δεξιάς» (η οποία, ω του θαύματος, έχει κύριο εκφραστή της την «Αυριανή», δηλαδή το όργανο του «λαϊκού» ή «βαθέος» ΠΑΣΟΚ σε ανάλογες στιγμές «διχαστικής συγκατοίκησης»). Αλλά, έτσι όπως ανήκει και αυτός στην ομήγυρη όσων πολιτικών αυτοθαυμάζονται και αυτοντοπάρονται ακούγοντας την οργίλη φωνή τους, είχε ήδη ξεχάσει για ποιο λόγο έπρεπε να μαλώσει. Ε, έχουν και τα ευχάριστά τους οι μεταβατικές συγκυβερνήσεις.
Συγκυβέρνηση; Συγκατοίκηση; Συνύπαρξη; Χμ. Για να υπάρξει το «συν» προϋποτίθεται ότι θα συνεννοηθούν και θα συναινέσουν όλες οι συνιστώσες του δικομματισμού, που είναι περισσότερες και από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστε δεν γίνεται να μη λάβει κανείς υπόψη του τον Αίσωπο, που έδωσε και μία και δύο και δυοκαίδεκα προειδοποιήσεις για τις λυκοφιλίες και το προδιαγεγραμμένο κακό τους τέλος, αφού «φύσις πονηρά χρηστόν ήθος ου τρέφει». Κίνησε ο βάτραχος να περάσει ένα ποταμάκι κουβαλώντας στην πλάτη του έναν σκορπιό. Στα μισά, ο σκορπιός δίνει μια με το κεντρί του στον βάτραχο που πεθαίνοντας προλαβαίνει να πει στον σκορπιό: «Μα θα πνιγείς κι εσύ». «Και τι μπορούσα να κάνω; Αυτό είναι το φυσικό μου» απαντά πνιγόμενος ο σκορπιός. Είναι δεν είναι του Αισώπου η ιστοριούλα, αδιάφορο. Εχει το νόημά της έτσι κι αλλιώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου