Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η Αριστερά, ο αντιεξουσιαστικός χώρος και ο φετιχισμός της βίας






ΑριστερόΒήμα

Πηγή: Αριστερό Βήμα
του Γ. Αλεξάτου

Πρόκειται για ένα ζήτημα που, απ’ όσο ξέρω, ποτέ δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής δημόσιας συζήτησης της Αριστεράς, αλλά τα τραγικά γεγονότα της Πέμπτης 20 Οκτωβρίου έφεραν για μια ακόμα φορά στην επικαιρότητα, καθιστώντας αναγκαία τη διεξαγωγή της. Τι ακριβώς είναι ο αντιεξουσιαστικός χώρος, τι εκπροσωπεί κοινωνικά, ποιες είναι και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι σχέσεις του με την Αριστερά, σε ποιο βαθμό σχετίζεται με τις εκδηλώσεις τυφλής βίας και κατά πόσο εκφράζεται από τη φετιχοποίησή της;
Φυσικά, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι τόσο οι αναφορές στις ιστορικές ρίζες της διαμόρφωσης του αναρχικού κινήματος και οι θεωρητικές διενέξεις μεταξύ του Μαρξ και των Στίρνερ, Προυντόν και Μπακούνιν, όσο η τοποθέτηση (ή μάλλον οι τοποθετήσεις) της Αριστεράς απέναντι σε ένα ρεύμα που αυτοπροσδιορίζεται ως «αναρχικό» ή «αντιεξουσιαστικό» και η ύπαρξή του διαπερνά όλη την περίοδο από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα.

 
Η επανεμφάνιση σε μια σειρά χώρες αντιεξουσιαστικών τάσεων, που είτε είχαν εξαφανιστεί είτε είχαν συρρικνωθεί σε βαθμό πλήρους περιθωριοποίησης επί πολλές δεκαετίες, συνδέεται με την έκρηξη των κινημάτων αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60 και τις ανοιχτές εκδηλώσεις της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος. Συνδέεται, ταυτόχρονα, με την εμφάνιση μιας νέας μητροπολιτικής νεολαίας, για τμήματα της οποίας η αμφισβήτηση των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών δομών των καπιταλιστικών κοινωνιών φτάνει ως την απόρριψη όλων των «εξουσιαστικών ιδεολογιών», ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και ο μαρξισμός.
Όσο κι αν αυτό το ρεύμα αναζητά τις αναφορές του στις ιστορικές παραδόσεις του αναρχικού κινήματος, υπάρχει μια βαθιά διαφορά που το καθιστά πραγματικά νέο. Πρόκειται για την αδυναμία (ενίοτε και απροθυμία) να συνδεθεί με την εργατική τάξη, η οποία καλύπτεται ιδεολογικά με την προσφυγή στις ποικιλόμορφες θεωρίες περί «ενσωμάτωσης», από τη μια, και περί «διάχυτου εργοστασίου» και «κοινωνικού προλεταριάτου», από την άλλη. Αυτές οι θεωρητικές αναφορές επιτρέπουν στον μικροαστικής ή και μεσοαστικής οικογενειακής προέλευσης αντιεξουσιαστή φοιτητή να αυτοαναγνωριστεί ως «κοινωνικός προλετάριος» τόσο, όσο και ο εργαζόμενος, άνεργος, ή άεργος γόνος μιας οικογένειας της εργατικής τάξης.


Η αμφισβήτηση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας

Στην Ελλάδα, οι συνεχιζόμενες, μέχρι το 1974, ιστορικές περιπέτειες εξακολουθούσαν να προσδίδουν κύρος στη διωκόμενη κομμουνιστική Αριστερά. Παράλληλα, αναδείκνυαν ως κυρίαρχα τα προτάγματα της εθνικής ανεξαρτησίας (ως απαλλαγή από την «Αμερικανοκρατία»), της δημοκρατίας (έστω και αστικής) και της κοινωνικής δικαιοσύνης (ακόμα και με τη στοιχειώδη μορφή του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου). Πρόκειται για τον πολιτικό λόγο που η Αριστερά πρόβαλε σε ολόκληρη τη μετεμφυλιακή περίοδο, ο οποίος, εντούτοις, ήταν σε θέση να πυροδοτεί τις εν δυνάμει επαναστατικές εκρήξεις τόσο των Ιουλιανών του ’65 όσο και του Νοέμβρη του ’73.
Η από τ’ αριστερά αμφισβήτηση των κυρίαρχων αριστερών πολιτικών φορέων δεν είναι τυχαίο το ότι εκφραζόταν κυρίως από το «μαρξιστικό-λενινιστικό» ρεύμα, οι πολιτικές θέσεις του οποίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μια πιο συνεπής και περισσότερο μαχητική έκφραση της πολιτικής της Αριστεράς, που στα χρόνια της δικτατορίας εκφράστηκε με το δίπτυχο «αντιφασισμός-αντιιμπεριαλισμός».
Ταυτόχρονα, η ίδια η κοινωνική δομή και ιδεολογική συγκρότηση, με τη βαρύτητα των σχέσεων αλληλεγγύης στους κόλπους της εκτεταμένης οικογένειας (του «σογιού»), τη συνοχή του κοινωνικού ιστού στη λαϊκή γειτονιά και το χωριό, η διέξοδος της εξωτερικής μετανάστευσης για την αποσυμφόρηση της εφεδρικής στρατιάς εργασίας, η μετακίνηση από την ύπαιθρο στην πόλη που δεν συνοδευόταν από τη διάρρηξη παραδοσιακών δεσμών, αλλά τις αναπαρήγαγε στο νέο τόπο εγκατάστασης (συγγενείς, συντοπίτες), δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση όρων για την εμφάνιση των χαρακτηριστικών που προσδιόριζαν εκείνη την περίοδο τη μητροπολιτική νεολαία άλλων αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών.
Η Μεταπολίτευση του 1974 σηματοδοτεί μια σημαντική τομή στη νεοελληνική Ιστορία. Για πρώτη φορά αρχίζουν να λειτουργούν σε πλαίσιο συνταγματικής νομιμότητας οι αστικο-δημοκρατικοί θεσμοί. Η νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος, η (έστω προσωρινή) έξοδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ο σαφής προσανατολισμός προς την Ευρώπη και η ένταξη στην ΕΟΚ, η αντικατάσταση της επίσημης ιδεολογίας της «εθνικοφροσύνης» και του αντικομμουνισμού από το «ευρωπαϊκό ιδεώδες», αλλά και η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ που υιοθετεί τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς, αναπτύσσεται αλματωδώς και κατακτά την κυβερνητική εξουσία το 1981, διαμορφώνουν ένα ιδεολογικο-πολιτικό τοπίο ριζικά διαφορετικά από το μετεμφυλιακό.
Συνάμα, τεράστιας σημασίας μεταβολές συντελούνται στην ελληνική κοινωνία, που την κάνουν να μοιάζει όλο και περισσότερο με τις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης. Το ρεύμα της μετανάστευσης ανακόπτεται, η ύπαιθρος, αποσυμφορημένη από το πλήθος των φτωχών μικροϊδιοκτητών και ακτημόνων, αναπτύσσεται, η πόλη χάνει τα πρότερα χαρακτηριστικά της και κυρίως τις λαϊκές γειτονιές της, που μετασχηματίζονται σε ένα άμορφο και αδιαφοροποίητο σύνολο, στο οποίο καταλύονται σταδιακά αλλά σταθερά οι σχέσεις που αναπαρήγαγαν την παραδοσιακή και αναπτυγμένη με την εαμική παρέμβαση, ιδεολογία της λαϊκότητας και τις πρακτικές της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Καθώς η Αριστερά αδυνατεί να συλλάβει τις αλλαγές που συντελούνται, παραμένοντας δέσμια αναλύσεων του παρελθόντος, η αμφισβήτηση μετατοπίζεται πέραν και της γνωστής θεματικής της άκρας Αριστεράς. Στο βαθμό που και η εκρηκτική έξαρση του νεολαιίστικου κινήματος των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων υποχωρεί, το δίπτυχο «αντιφασισμός-αντιιμπεριαλισμός» δεν είναι πια σε θέση να καλύψει τις ανησυχίες τμημάτων της νεολαίας που πολιτικοποιούνται στη νέα συνθήκη μιας εδραιωμένης αστικής δημοκρατίας και ενός καπιταλισμού που διεκδικεί και κατακτά τη θέση του στο δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό συνασπισμό.
Η μακράν μαζικότερη αριστερή νεολαιίστικη οργάνωση, η ΚΝΕ, αλλά και οι οργανώσεις «μαρξιστικής-λενινιστικής» αναφοράς, που μέχρι τότε εξέφραζαν κυρίαρχα την αριστερή αμφισβήτηση, αδυνατούν να αναγνώσουν τη νέα πραγματικότητα που συνιστά, π.χ., η καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων, και κάνουν λόγο για κίνδυνο «φασιστικοποίησης». Αδυνατούν να συλλάβουν την τομή που συνιστά η απόπειρα ορθολογικοποίησης των ΑΕΙ, συνεχίζοντας να προβάλουν το αίτημα της «λαϊκής και δημοκρατικής παιδείας». Δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη ριζοσπαστικότητα του ροκ, της σεξουαλικής επανάστασης των νέων και του νέου γυναικείου κινήματος που συγκλόνιζαν τη Δύση, όταν η χώρα μας στέναζε κάτω από τον ιδεολογικό ζυγό της «Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών». Τους είναι αδιανόητη η εξύμνηση του «δικαιώματος στην τεμπελιά» στους στίχους του Ρασούλη, «είναι κάτι μπλοφαδόροι που παινεύουν τη δουλειά, μπράβοι και κοντυλοφόροι καθενού Μαχαραγιά». Πόσο μάλλον, η «ηρωοποίηση» του Κοεμτζή από τον Σαββόπουλο και οι «προβοκατόρικοι» στίχοι του Άσιμου.
Αδυνατούν, κατά συνέπεια, να κατανοήσουν την αμφισβήτηση των μετεμφυλιακών βάσεων της λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας, που εκφράζεται από τμήματα της νεολαίας, κυρίως φοιτητικής, και η οποία μετατοπίζεται από τον «αντιφασισμό-αντιιμπεριαλισμό» στον «αντικαπιταλισμό», εκφραζόμενη, κυρίως, μέσα από δυο ρεύματα:
Το πρώτο, με αναφορές στο «δυτικό μαοϊσμό», διαμορφώνεται στις γραμμές της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και με τη συγκρότηση της Β΄ Πανελλαδικής ηγεμονεύει σε ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς, κυρίως νεολαιίστικων. Η ρήξη με τη «δεξιά εκδοχή της ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος», όπως χαρακτηρίζονται οι ιδεολογικο-πολιτικές θέσεις του ΚΚΕ εσ., συνοδεύεται από την επεξεργασία θέσεων για τον αναπτυγμένο και κάθε άλλο παρά «εξαρτημένο» ελληνικό καπιταλισμό, για την εκπαίδευση ως ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους και ως μέσο αναπαραγωγής της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας κ.λπ.
Το δεύτερο ρεύμα διαμορφώνεται ιδεολογικά σε ρήξη με το μαρξισμό, αν και με αναφορές σε τάσεις μαρξιστικής προέλευσης που επικεντρώνουν στο «υποκείμενο» και την «πράξη», στον αντίποδα ακριβώς της αλτουσεριανής ανάγνωσης που επιχειρεί το πρώτο. Συμβουλιακοί κομμουνιστές, Καστοριάδης, σιτουασιονιστές, πολυποίκιλες τάσεις της Αυτονομίας, συναντιόνται με τις παραδοσιακές θέσεις του ιστορικού αναρχικού κινήματος, για να διαμορφώσουν τη συγκεχυμένη θεωρητική σκευή ενός ρεύματος που θα χαρακτηριστεί «αναρχο-αυτόνομο». Αν και οι πρώτοι ολιγομελείς πυρήνες έχουν εμφανιστεί ήδη από τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, η παρουσία του, έστω και περιθωριακή ακόμα, σε κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, θα γίνει αισθητή στα 1976-78, για να μαζικοποιηθεί με πολύ γοργούς ρυθμούς από το 1979 και μετά.
Μέσα από τη χρονική σύμπτωση εμφάνισης και ανάπτυξης των δυο ρευμάτων μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία γέννησης της νέας αμφισβήτησης που, από κοινού με τις μέχρι τότε δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, θα επιχειρήσει να απονομιμοποιήσει τις αστυνομικές απαγορεύσεις μαζικών κινητοποιήσεων, θα αντιταχθεί στη μετατροπή των επετείων της Εξέγερσης του Νοέμβρη σε φιέστα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, θα αντιπαρατεθεί στην ιδιοκτησιακή αντίληψη της ΚΝΕ για το κίνημα και στις βίαιες πρακτικές που συνοδεύουν την απόπειρα επιβολής της, και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις φοιτητικές καταλήψεις του Δεκέμβρη του 1979, οπότε η επιρροή της θα φτάσει στο απόγειό της.
Τα δυο ρεύματα θα συμβαδίσουν αντιπαρατιθέμενα το ένα στο άλλο, μέχρι το Νοέμβρη του 1980. Τότε, στην επέτειο της Εξέγερσης, θα φανούν τα όρια του πρώτου ρεύματος (της επαναστατικής κομμουνιστικής ανανέωσης), αλλά και η πλήρης ρήξη του δεύτερου (του αντιεξουσιαστικού) με πολιτικές πρακτικές, που ακόμα κι όταν είναι συγκρουσιακές αποβλέπουν στην ανάπτυξη μαζικών κινημάτων, υπερβαίνονταν το λεγκαλισμό και την ηττοπάθεια των δυο ΚΚΕ.
Η απόπειρα της εξωκοινοβουλετικής Αριστεράς να σπάσει την απαγόρευση της πορείας προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία απέτυχε, αλλά διαψεύστηκε και η πιθανότητα ανατροπής του «ήπιου πολιτικού κλίματος στην πορεία προς τις εκλογές». Παρά τη δολοφονία από τα ΜΑΤ δυο νέων διαδηλωτών, του Ιάκωβου Κουμή και της Σταματίνας Κανελλοπούλου, το πολιτικό κλίμα όχι μόνο δεν ανατράπηκε, αλλά ενισχύθηκε η συναίνεση κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που δεν επικέντρωσαν στην καταγγελία της δολοφονικής αστυνομικής βίας, αλλά στο «όργιο προβοκάτσιας». Αναφέρονταν στη δράση του αντιεξουσιαστικού μπλοκ, που έχοντας χαρακτηρίσει τη διεκδίκηση του δικαιώματος της πορείας προς την Πρεσβεία σαν άνευ νοήματος (το σύνθημα ήταν χαρακτηριστικό: «Τι Βουλή, τι Πρεσβεία! Τι κόκα-κόλα, τι πέπσι-κόλα!»), πορεύτηκε ανεξάρτητα, επιδιδόμενο, για πρώτη φορά από τότε που εμφανίστηκε, σε επιθέσεις με πέτρες και μολότοφ σε τράπεζες, μαγαζιά, αυτοκίνητα κ.λπ.
Αδυνατώντας να απαντήσει πολιτικά, το πρώτο ρεύμα διαχύθηκε στα κινήματα, εγκαταλείποντας το στόχο της πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης μιας εναλλακτικής πρότασης για την ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος, η οποία, παρά τις όποιες απόπειρες έγιναν και στη συνέχεια, εξακολουθεί να εκκρεμεί.
Το δεύτερο, ευνοημένο από την αδυναμία της Αριστεράς να συγκροτήσει πολιτικό λόγο ικανό να εμπνεύσει τμήματα της νεολαίας που δυσφορούν με μια κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία συνθλίβονται οι επιθυμίες τους, παρέμεινε απόμακρο από τις αγωνίες του κόσμου της εργασίας, επικεντρώνοντας είτε στον αγώνα ενάντια στην κρατική καταστολή είτε στην αντιπαράθεση ενός εναλλακτικού μοντέλου ζωής, απέναντι στον καταναλωτισμό και την εμπορευματοποίηση. Οι δυο αυτές τάσεις τέμνονται συνήθως μεταξύ τους και αποτελούν στάση ζωής για τη μεγάλη πλειονότητα του κόσμου (κατεξοχήν νεαρών ηλικιών) που εντάσσεται στον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Εντούτοις, ενώ η δεύτερη τάση συναντιέται με άλλα ρεύματα και συγκροτεί έναν ευρύτερο εναλλακτικό χώρο, η πρώτη ακολούθησε κατευθύνσεις που υποβοήθησαν τη στοχοποίησή της από τους μηχανισμούς καταστολής. Εγκλωβισμένη σε πρακτικές που εκκινούν από τη «σύγκρουση για τη σύγκρουση» και φτάνουν, ενίοτε, μέχρι και σε δραστηριότητες «αντάρτικου πόλεων», αποτέλεσε τη μήτρα για τη γέννηση του λεγόμενου «black bloc», που με τη σειρά του εξέθρεψε ομάδες που δρουν με τη λογική της συμμορίας, αναπτύσσοντας αντικοινωνικές πρακτικές, στρεφόμενες εναντίον οποιουδήποτε βρίσκεται έξω από τις γραμμές τους. Είναι προφανές πως οι ομάδες αυτού του τύπου προσφέρουν, άθελά τους, ευνοϊκό πεδίο δράσης στους μηχανισμούς της Ασφάλειας, που εύκολα μπορεί «να βάλει στο χέρι» έφηβους και νέους που ρέπουν στην παραβατικότητα.


Το αντιεξουσιαστικό κίνημα και η Αριστερά σήμερα

Αν και σημαντικό τμήμα του αντιεξουσιαστικού χώρου δείχνει να κατανοεί την ανάγκη σύνδεσής του με τα μαζικά κινήματα και συνεργασίας του με δυνάμεις της Αριστεράς, δεν είναι αυτό που δίνει τον τόνο. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων και κυρίως η κατάσταση που διαμορφώνεται μετά την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ, αντικειμενικά λειτουργούν στην κατεύθυνση ενίσχυσης των συγκρουσιακών τάσεων και των μηδενιστικών παραφυάδων τους. Κι εδώ παρατηρείται μια εξαιρετικά σημαντική αλλαγή της ίδιας της «φιγούρας» του συγκρουσιακού αντιεξουσιαστή.
Αν στα πρώτα χρόνια εμφάνισης του ρεύματος κυρίαρχη ήταν η «φιγούρα» του αμφισβητία φοιτητή μικροαστικής ή και μεσοαστικής προέλευσης, σήμερα πληθαίνουν στο χώρο αυτόν οι έφηβοι και οι νέοι από εργατικές και λαϊκές οικογένειες, συχνά ανεπάγγελτοι, άνεργοι ή εργαζόμενοι, προσωρινά ή σταθερότερα, σε εργασίες που δεν απαιτούν καμιά ειδίκευση (ντιλίβερι, σερβιτόροι κ.λπ.). Ανάμεσά τους και φοιτητές ανάλογης ταξικής ένταξης ή και προερχόμενοι από μικροαστικές οικογένειες που δοκιμάζονται από την κρίση.
Πρόκειται για μια νέα πραγματικότητα, που θέτει την Αριστερά μπροστά σε τεράστιες ευθύνες, ιστορικής σημασίας. Θα περίμενε κανείς να είχε αναγνωστεί με μια σχετική σοβαρότητα ο Δεκέμβρης του 2008, όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκαν μαζικά στους δρόμους και στις συγκρούσεις με την αστυνομία, χιλιάδες νέα παιδιά από τις εργατικές και λαϊκές συνοικίες, τα οποία μαζικοποίησαν τα μπλοκ της «άγριας νεολαίας». Κάτι τέτοιο δεν έγινε, και όπως βλέπουμε δεν γίνεται και τώρα, που όλα δείχνουν ότι η απελπισία και τα αδιέξοδα θα πυκνώσουν ακόμα περισσότερο τις γραμμές των ομάδων που δρουν με λογικές τυφλής βίας.
Όσο κι αν είμαστε βέβαιοι πως ο χώρος αυτός αποτελεί τη «χαρά του ασφαλίτη», όσο κι αν φωνάζουμε πως στις ομάδες αυτές παρεισφρύουν παρακρατικοί που τις χρησιμοποιούν κατά το δοκούν, η πικρή αλήθεια είναι πως οι χιλιάδες των πιτσιρικάδων που τις ακολουθούν και τις μαζικοποιούν δεν πείθονται! Όχι μόνο λόγω έλλειψης εμπειρίας, αλλά και εξαιτίας του χάσματος που έχει ανοίξει ανάμεσα σ’ αυτούς και σε μια Αριστερά που τη βλέπουν να αδιαφορεί παγερά για την ίδια τους την ύπαρξη ως κοινωνικών όντων.
Πώς μπορεί να εξηγηθεί η παντελής απουσία οργανωμένης παρέμβασης στο χώρο της εργαζόμενης, επισφαλώς απασχολούμενης και άνεργης νεολαίας, από αριστερές δυνάμεις που την παρουσία τους στο νεολαιίστικο κίνημα την αντιλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο ως δραστηριοποίηση στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και δευτερευόντως και στη δευτεροβάθμια; Φτάνοντας συχνά και στη θεωρητικοποίηση αυτού του κενού, είτε με τις θεωρίες περί «νέας εργατικής βάρδιας», που συγκροτείται από τους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είτε με μια στείρα και δογματική πρόσληψη της θέσης για τη νεολαία ως κοινωνικής κατηγορίας σε διαδικασία ταξικής ένταξης.
Και στις δυο περιπτώσεις, έχουμε διαφορετικές εκδοχές της ίδιας οικονομίστικης αντίληψης. Στην πρώτη, την άποψη πως αποκλειστικό κριτήριο της ένταξης στην εργατική τάξη αποτελεί η μισθωτή εργασιακή σχέση. Στη δεύτερη, την άποψη πως το μοναδικό κριτήριο κατάταξης σε κοινωνική τάξη ή κατηγορία είναι η συμμετοχή ή όχι στην εργασιακή διαδικασία.
Και οι δυο απόψεις παραγνωρίζουν τον επικαθοριστικό ρόλο της ιδεολογίας. Η πρώτη παραβλέπει εντελώς το «κοινωνικό κύρος» που προσδίδει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση και το οποίο αποτελεί, κατά τους κλασικούς του μαρξισμού (και ιδιαίτερα τους Λένιν και Γκράμσι), ένα από τα βασικά κριτήρια ταξικού προσδιορισμού. Η δεύτερη παραβλέπει τα ιδιαίτερα πολιτιστικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, που σε γενικές γραμμές ενοποιούν την εκάστοτε νέα γενιά, ανεξαρτήτως της συμμετοχής της ή όχι στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, φέρνοντας ένα νέο εργάτη πολύ πιο κοντά σε ένα νέο φοιτητή απ’ όσο σε έναν ώριμο συνάδελφό του.
Η εκτός εκπαιδευτικών μηχανισμών νεολαία βιώνει ήδη από την εφηβική ηλικία την ανεργία, την εργασιακή ανασφάλεια, την εργοδοτική αυθαιρεσία, καταστάσεις που οι φοιτητές αντιμετωπίζουν μετά από κάμποσα χρόνια και όχι όλοι φυσικά, καθώς μεγάλο τμήμα τους προέρχεται από κοινωνικές τάξεις που εγγυώνται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, το μέλλον τους. Οι καταστάσεις αυτές αποτελούν πρόσφορο έδαφος για τη διαμόρφωση μιας συνείδησης «ξένου», αποκλεισμένου από το κοινωνικό σύνολο και από την ίδια την εργατική τάξη, καθώς στα μάτια πολλών 18χρονων και 20χρονων ανέργων ή επισφαλώς εργαζομένων, ακόμα και ο 40χρονος εργάτης, που έχει καταφέρει να βάλει τη ζωή του σε μια σειρά, φαντάζει «προνομιούχος» και «ενσωματωμένος στο σύστημα».
Είκοσι χρόνια «αυτονόητης» (!) απαξίωσης των ιδεών που εκπροσωπεί η Αριστερά και κυρίως τα τμήματά της («ορθόδοξα» ή «ανανεωτικά») που αναφέρονται στην ιστορική παράδοση του κομμουνιστικού κινήματος, έχουν διαμορφώσει ένα δυσμενές ιδεολογικό κλίμα. Η κριτική στο σταλινισμό, στη γραφειοκρατία, στα ιστορικά λάθη του κομμουνιστικού κινήματος κ.λπ., προσλαμβάνεται από σημαντικά τμήματα της νέας γενιάς έτσι όπως προσφέρεται από τον κυρίαρχο λόγο της αστικής διανόησης και δημοσιογραφίας και συναντιέται με τη μηδενιστική κριτική που ασκούν οι αναρχικές ομάδες. Όπως για την αστική οργανική διανόηση, έτσι και για τους αντιεξουσιαστές, ο σταλινισμός αποτέλεσε το ένα μέλος του εφιαλτικού δίδυμου του 20ού αιώνα, μαζί με το φασισμό. Υπήρξε γέννημα-θρέμμα του λενινισμού, άρα και του μαρξισμού. Το ΚΚΕ, τυφλό όργανο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, αποτέλεσε, σε όλη του την ιστορική διαδρομή, το φορέα του σταλινισμού, άρα του κόκκινου φασισμού.
Με κυρίαρχο αυτό το ιδεολογικό κλίμα, η όποια παρέμβαση της Αριστεράς σε αγώνες για την αντιμετώπιση προβλημάτων των εργαζομένων και της νεολαίας, φαντάζει από τα πάνω παρέμβαση, για τον έλεγχο του αυθόρμητου των μαζών. Ενδεικτική υπήρξε η εντυπωσιακή σύμπτωση απολίτικων, «πατριωτών» και αντιεξουσιαστών στο αίτημα να μείνουν έξω από το κίνημα των πλατειών οι οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς. Αντίστοιχη αντιμετώπιση έχει και το συγκροτημένο συνδικαλιστικό κίνημα, που φορτώνεται στο σύνολό του τις ευθύνες μιας συμβιβασμένης ηγεσίας, ενώ ιδιαίτερη είναι η εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται το ΠΑΜΕ, ως όργανο του σταλινικού (άρα φασιστικού) ΚΚΕ.
Είναι προφανές, πως τα γεγονότα της Πέμπτης 20 Οκτώβρη ούτε μεμονωμένα ήταν ούτε και απρόβλεπτα. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που ο συγκεκριμένος χώρος επιτίθεται οργανωμένα, ασκώντας τυφλή βία σε βάρος αριστερών δυνάμεων.
Αν η περιφρούρηση των μαζικών κινητοποιήσεων αποτελεί βασική υποχρέωση για τη διασφάλισή τους από τις διαλυτικές προβοκατόρικες ενέργειες (χωρίς όμως να εκτρέπεται σε στρατιωτικού τύπου αντιπαραθέσεις και αποκλείοντας «καπελώματα»), αν η αποκάλυψη των όποιων διασυνδέσεων με μηχανισμούς του κράτους αποτελεί βασικό δημοκρατικό καθήκον, υπ’ αριθμό ένα ζήτημα είναι η υπονόμευση του εδάφους πάνω στο οποίο ριζώνει ο «αντιεξουσιαστικός» αντικομμουνισμός. Με την ένταση της ιδεολογικής πάλης, την αποκατάσταση της συμβολής του κομμουνιστικού κινήματος στους κοινωνικούς, αντιφασιστικούς και απελευθερωτικούς αγώνες του 20ού αιώνα, και την κριτική αποτίμηση της ιστορίας του κινήματός μας που να μην εκτρέπεται στο μηδενισμό της. Ταυτόχρονα με την έμπρακτη προώθηση, από τις ίδιες τις αριστερές δυνάμεις, μορφών συλλογικής αυτοοργάνωσης βασισμένων στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, την κατοχύρωση και υπεράσπιση του εργατικού δημοκρατισμού μέσα στα ίδια τα κόμματα και τις οργανώσεις, καθώς και στους μαζικούς φορείς, και τη σταθερή επιδίωξη συνεργασίας με εκείνα τα τμήματα του αντιεξουσιαστικού χώρου που αντιλαμβάνονται τη σημασία των μαζικών κινημάτων.
Παράλληλα, κι ακόμα πιο σημαντική, είναι η επί της ουσίας, σοβαρή και συστηματική στροφή της Αριστεράς προς εκείνα τα τμήματα της νεολαίας που η απόγνωση τα οδηγεί στον εύκολο δρόμο της τυφλής βίας. Γιατί ο κίνδυνος που καιροφυλακτεί είναι πολύ πιο μεγάλος απ’ όσο φανταζόμαστε. Σήμερα, χιλιάδες νέα παιδιά διαδηλώνουν και συγκρούονται κάτω από μαύρες σημαίες, κραυγάζοντας «βία στη βία της εξουσίας». Τι μας εγγυάται πως αύριο δεν θα δούμε δεκάδες χιλιάδες να παρελαύνουν κάτω από κάποιες άλλες σημαίες, επίσης μαύρες;

Γιώργος Αλεξάτος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μηδενιστες λοιπον οι "αντιεξουσιαστικοι αντικομμουνιστες". Τελικα οι εξουσιαστες κομμουνιστες πανω στον πανικο τους που χανουν προβατα απο το μαντρι τους αρχισαν να οικιοποιουνται ορους οπως αυτοοργανωση και αμεση δημοκρατια.
Τι εγινε; Δεν περναει πλεον η μπογια της δικτατοριας του προλεταριατου; Ποσο πλακα εχετε!!!!