Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Γιατί θα επιβιώσει η Ευρωζώνη;



Πηγή: Sofokleous 10
Στις 16 Δεκεμβρίου 2010 οι Ευρωπαίοι επικεφαλής κυβερνήσεων διακήρυξαν ότι ‘είναι έτοιμοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί’ για την προστασία της Ευρωζώνης. Τα λόγια δεν κοστίζουν και οι σκεπτικιστές ίσως αναρωτιούνται αν πρέπει να τους πάρουν στα σοβαρά. Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει. Η Ευρωζώνη είναι πολύ πιθανό να επιβιώσει, αν και όχι χωρίς περαιτέρω αναταραχές.
Για να το υποστηρίξω παραθέτω τρία επιχειρήματα: πρώτον, η Ευρωζώνη στηρίζεται από ισχυρή πολιτική δέσμευση, δεύτερον, η δέσμευση αυτή έχει πίσω της τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των κρατών μελών και, τέλος, τα μέλη έχουν τη δυνατότητα να στηρίξουν τα πράγματα. Με λίγα λόγια, η Ευρωζώνη έχει τη βούληση και τα μέσα να διατηρήσει ζωντανό το πείραμα του ευρώ. 


Αυτό καταδεικνύει μια ενδιαφέρουσα νέα έκθεση της Nomura Global Economics, υπό την διεύθυνση των Τζον Λέβελιν και Πίτερ Γουεσταγουέι, με τίτλο ‘Η Ευρώπη θα δουλέψει’.  Όπως υπενθυμίζει στους αναγνώστες της, η Ευρωζώνη είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία ξεκίνησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορεί οι μνήμες του πολέμου να έχουν χαθεί για τους λαούς, όμως ακόμα και για τους σημερινούς ηγέτες η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελεί ένα έργο υπαρξιακών διαστάσεων. Επιπλέον, η υπόθεση ότι η οικονομική ολοκλήρωση θα δημιουργήσει ισχυρά συμφέροντα για τη διατήρησή της αποδείχτηκε σωστή. Τέλος, οι επιπτώσεις από μία έστω και μερική διάρρηξη της Ευρωζώνης είναι άγνωστες και προκαλούν φόβο. Μόνο σε ακραίες συνθήκες θα εξέταζαν ένα τέτοιο βήμα οι Ευρωπαίοι ηγέτες.

Έτσι, αν και πολλοί Γερμανοί έχουν θυμώσει με την ακαταστασία κάποιων εταίρων τους, η ελίτ της χώρας εξακολουθεί να έχει συναίσθηση και των κινδύνων της απομόνωσης και των  πλεονεκτημάτων της σταθερότητας που επέφερε το ευρωπαϊκό σχέδιο για τη Γερμανία ως προς τις σχέσεις με τα γειτονικά κράτη. Αντιστοίχως, οι ηγέτες των χωρών που αντιμετωπίζουν σήμερα προβλήματα φοβούνται το καθεστώς του ‘απόκληρου’ που θα ακολουθήσει πιθανή έξοδό τους από την Ευρωζώνη. Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε μορφή διάρρηξης της Ευρωζώνης είναι αδιανόητη. Η Γερμανία θα μπορούσε να αποφασίσει έξοδο αν κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή της είναι ασυμβίβαστη με τη νομισματική σταθερότητα. Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα αποφάσιζαν έξοδο αν κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η Ευρωζώνη είναι ασυμβίβαστη με την ευημερία. Καμία χώρα, ωστόσο, δεν βρίσκεται κοντά σε τέτοιες αποφάσεις προς το παρόν. Η αναδιάρθρωση κάποιων κρατικών χρεών είναι πολύ πιθανή, αλλά πολύ λιγότερο πιθανό είναι το ενδεχόμενο διάρρηξης της Ευρωζώνης.
Παραδόξως, η τραγωδία της Ευρωζώνης είναι ότι λειτούργησε πολύ καλά. Η σύγκλιση των αντιληπτών κινδύνων των κρατικών ομολόγων επιτάχυνε τη σύγκλιση των εισοδημάτων. Στα χρόνια της ευφορίας απρόσεκτοι πιστωτές δάνεισαν στους δανειολήπτες το σκοινί με το οποίο αργότερα θα κρεμιόντουσαν, είτε επρόκειτο για ανεύθυνες κυβερνήσεις – όπως έγινε στην Ελλάδα – είτε για τον άφρονα ιδιωτικό τομέα – όπως έγινε στην Ιρλανδία και στην Ισπανία. Το αποτέλεσμα ήταν τα τεράστια χρέη.
Στο τέλος ακόμη και οι πιο κοντόφθαλμοι πιστωτές επανήλθαν στα λογικά τους. Όταν όμως οι ιδιώτες πιστωτές σφίγγουν τα λουριά, το θεωρούμενο ως ιδιωτικό χρέος τείνει να μετατρέπεται σε δημόσιο, καθώς οι κυβερνήσεις σπεύδουν να σώσουν το χρηματοοικονομικό σύστημα και να στηρίξουν τη δραστηριότητα στις καταρρέουσες οικονομίες τους. Ακόμα και χώρες με υγιή δημόσια οικονομικά, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, βρέθηκαν σε δύσκολη κατάσταση. Το ιρλανδικό δημόσιο χρέος προβλέπεται ότι θα εκτιναχτεί από το 25% στο 125% του ΑΕΠ μεταξύ 2007  και 2013 και το ένα τρίτο αυτής της αύξησης οφείλεται στη στήριξη των τραπεζών.
Τα καλά νέα είναι πως οι αγορές αναγνώρισαν αυτό το λάθος. Τα κακά νέα είναι πως αντέδρασαν υπερβολικά. Αυτό κληροδότησε ένα τρομακτικό πρόβλημα χρέους σε ορισμένες χώρες και έναν οδυνηρό πονοκέφαλο στην Ευρωζώνη.
Όπως σημειώνει η έκθεση της Nomura, η δυνατότητα διαχείρισης του δημοσίου χρέους εξαρτάται μόνο από τρεις παράγοντες: το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, τη σχέση ανάμεσα στο επιτόκιο και τις αναπτυξιακές προοπτικές και τον αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος ορισμένων άλλων προσαρμογών – την ανάγκη να στηριχτούν οι τράπεζες ή τον αποπληθωρισμό του χρέους (την αύξηση του δανειακού βάρους λόγω της πτώσης των  τιμών ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, όταν το χρέος είναι σε ξένο νόμισμα). Η ίδια η φύση μιας κρίσης οδηγεί σε μεγάλη επιδείνωση και των τριών αυτών παραγόντων.
Ιδιαίτερη σημασία ως προς τις προοπτικές ανάπτυξης, τη δημοσιονομική θέση και τον αποπληθωρισμό του χρέους έχει το γεγονός ότι οι υπερχρεωμένες χώρες υπέστησαν μεγάλη απώλεια ανταγωνιστικότητας κατά τα χρόνια της σύγκλισης. Από το 1999 ως το 2007, το κόστος ανά μονάδα εργασίας συγκριτικά με τη Γερμανία αυξήθηκε κατά 31% στην Ιρλανδία, κατά 27% στην Ελλάδα και στην Ισπανία και κατά 24% στην Πορτογαλία. Οι χώρες αυτές θα χρειαστούν πολύ καιρό για να ανακτήσουν αυτή την χαμένη τους ανταγωνιστικότητα.
Η έκθεση παρουσιάζει ορισμένα ανησυχητικά στοιχεία ως προς το μέγεθος του δημοσιονομικού έργου που πρέπει να αναλάβουν οι πιεζόμενες χώρες. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι στόχος είναι η συμμόρφωση με το κανόνα της Συνθήκης του Μάαστριχτ – να επιτευχθεί λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ στο 60% - μέχρι το 2030. Ας υποθέσουμε επίσης πως το επιτόκιο είναι μόλις 1% υψηλότερο από τον ρυθμό ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ. Στην περίπτωση αυτή, η απαιτούμενη σύσφιγξη του δομικού πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος την περίοδο 2009 - 2020 είναι 16% - 18% για την Ελλάδα, 14% - 16% για την Ιρλανδία, 10% - 12% για την Ισπανία και 8% - 10% για την Πορτογαλία. Το μέγεθος της πρόκλησης γίνεται αντιληπτό αν δούμε τα μεγέθη των αρχικών πρωτογενών ελλειμμάτων: 9.8% για την Ελλάδα, 9.7% για την Ιρλανδία, 7.5% για την Ισπανία και 5.4% για την Πορτογαλία. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι αγορές αρνούνται να χρηματοδοτήσουν κάποιες από αυτές τις χώρες με βιώσιμους όρους.
Πρόκειται για μια δυσθεώρητη πρόκληση. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως θα  αποφευχθεί παντού αναδιάρθρωση του χρέους. Είναι ασυγχώρητο το ότι η τελευταία ιρλανδική κυβέρνηση εγγυήθηκε με τέτοια ευκολία τα χρέη των τραπεζών και το ότι η ΕΕ στήριξε αυτήν την απόφαση. Είναι εντελώς λάθος να καταστρέφει ένα κράτος την δική του πιστοληπτική ικανότητα για να στηρίζει τους πιστωτές των τραπεζών του. Δεν βελτιώνει τα πράγματα αλλά τα χειροτερεύει το ότι αυτό έγινε για να στηριχτεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα κάποιων άλλων χωρών.
Ακόμη κι έτσι, η αναδιάρθρωση κάποιων δημοσίων χρεών δεν αποτελεί θανάσιμη απειλή για την Ευρωζώνη. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία αντιστοιχούν μόλις στο 6% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Ακόμα και η Ισπανία αντιστοιχεί μόλις στο 11%. Επιπλέον, συνολικά το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη ανέρχεται στο 84% του ΑΕΠ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 6%. Και τα δύο αυτά ποσοστά είναι καλύτερα από της οικονομίας των ΗΠΑ.
Η Ευρωζώνη πρέπει λοιπόν να πετύχει τρεις στόχους: να σταματήσει τον τραπεζικό και δημοσιονομικό πανικό, να βοηθήσει τις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ώστε να αποκαταστήσουν την υγεία της οικονομίας τους και να δημιουργήσει ένα καθεστώς που θα μπορεί να αποτρέψει παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον. Στην προσπάθειά της να το πετύχει, η Ευρωζώνη έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα – η ευφορία της σύγκλισης έχει τελειώσει – κι ένα μεγάλο εμπόδιο – ορισμένα μέλη αντιμετωπίζουν τρομερές δυσκολίες. Οι ιδέες που συζητούνται τώρα ανταποκρίνονται στις προκλήσεις;

Δεν υπάρχουν σχόλια: