ΠΗΓΗ: Sofokleous 10
Σε ένα συμπέρασμα που εκπλήσσει – όχι κατά την ουσία του αλλά επειδή συνιστά στροφή 180 μοιρών έναντι των θέσεων του ίδιου οργανισμού κατά την τελευταία 30ετία – καταλήγει μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σχετικά με την αντιμετώπιση των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση: τα κράτη επιδεινώνουν τα προβλήματα, υποστηρίζεται, εξαιτίας των πολύ αργών ταχυτήτων με τις οποίες κινούνται προς την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, σε σύγκριση με προηγούμενες κρίσεις!..
Όπως υποστηρίζεται στην έκθεση, ενώ η ταχεία ανταπόκριση των κυβερνήσεων στην κρίση του 2007 - 2008 με τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας και με τις πολιτικές νομισματικής χαλάρωσης βοήθησε στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της, εν τούτοις οι κυβερνήσεις υποστήριξαν τις τράπεζες με ρευστότητα και παροχή εγγυήσεων δίχως να επιμείνουν σε μια θεμελιώδη εκκαθάριση των ισολογισμών τους. «Η διάγνωση και η αποκατάσταση των ισολογισμών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και η αναδιάρθρωση των στοιχείων ενεργητικού τους έχει προχωρήσει πολύ λιγότερο από ό,τι θα έπρεπε στο παρόν στάδιο», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση. «Η εμπιστοσύνη στα χρηματοπιστωτικά συστήματα εξαρτάται ακόμη σε μεγάλο βαθμό από την κρυφή και φανερή στήριξη των κεντρικών τραπεζών και των κρατών».
Η μελέτη αναφέρει ακόμα ότι η προσδοκία για μελλοντική στήριξη από τις κεντρικές τράπεζες έχει ενισχύσει τον ‘ηθικό κίνδυνο’ στο σύστημα προσυπογράφοντας τις επικίνδυνες δραστηριότητες των τραπεζών – και σημειώνει περαιτέρω ότι ο κίνδυνος επαυξάνεται από τη μεγάλη συγκέντρωση μέσα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε πολλές χώρες όπου υπάρχουν ιδρύματα τα οποία θεωρούνται συστημικού μεγέθους, άρα κρίνεται ότι δεν μπορούν να αφεθούν σε χρεοκοπία.
Να επισημάνουμε βεβαίως ότι η έκθεση δεν αντιπροσωπεύει κάποια επίσημη διακήρυξη των θέσεων της διεύθυνσης ή του εκτελεστικού συμβουλίου του ΔΝΤ, αποτελεί μελέτη εμπειρογνωμόνων με συμπεράσματα για να αποτελέσουν βάση των συστάσεων του Ταμείου για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων. Έχει όμως σημαντική αξία για την καταγραφή των τάσεων της παρούσας κρίσης καθώς τα συμπεράσματα αυτά αντλούνται μετά από τη σύγκριση των εξελίξεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης της περιόδου 2007-2008 με άλλες μεγάλες κρίσεις που σημειώθηκαν μεταξύ του 1991 και του 2007. Τα προς σύγκριση παλαιότερα επεισόδια περιλαμβάνουν τις τραπεζικές κρίσεις στις Σκανδιναβικές χώρες στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις της Ασίας και της Ρωσίας το 1997 και 1998 αντίστοιχα και το χρεοστάσιο της Αργεντινής το 2007.
Αυτό που τονίζεται λοιπόν είναι πως σε σύγκριση με τις προηγούμενες κρίσεις οι σημερινές κυβερνήσεις έκαναν ελάχιστα προκειμένου να επιβάλουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διαγραφές των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού ή να χρησιμοποιήσουν χρήματα των φορολογουμένων προκειμένου να απομακρύνουν οι ίδιες τα στοιχεία αυτά από τους τραπεζικούς ισολογισμούς. Για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της ασιατικής κρίσης η Ταϊλάνδη και η Νότια Κορέα αγόρασαν προβληματικά στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούσαν στο 13,7% και το 19,5% του ΑΕΠ τους. Τα ανάλογα αμερικανικά προγράμματα από το 2007 και εξής αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο του 2% του αμερικανικού ΑΕΠ.
Όπως δήλωσε η Σέιλα Παζαρμπασίογλου, μία εκ των επικεφαλείς της μελέτης και ανώτατη αξιωματούχος του τμήματος νομισματικών αγορών και κεφαλαιαγορών του ΔΝΤ, η ταχεία δημοσιονομική στήριξη, η νομισματική χαλάρωση και η χαλάρωση των εποπτικών κανόνων από πλευράς των αρχών με στόχο τη στήριξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί στην πραγματικότητα να περιόρισαν την ανάγκη για πιο μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις. «Η νομισματική χαλάρωση στήριξε τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού και μέσα από αλλαγές των λογιστικών προτύπων τα ιδρύματα πέτυχαν να εμφανίσουν πιο θετική εικόνα», παρατηρεί. «Όλα αυτά όμως έδεσαν τα χέρια των αρχών και απέτρεψαν τη λήψη διαρθρωτικών μέτρων».
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ευρώπη, η έκθεση του ΔΝΤ αναφέρει ότι τα ‘τεστ αντοχής’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κατάσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών υπήρξαν πολύ λιγότερο καθησυχαστικά έναντι των αμερικανικών, κυρίως εξαιτίας της αβεβαιότητας σχετικά με την αυστηρότητα της υιοθετηθείσας διαδικασίας αλλά και επειδή δεν δρομολόγησαν πουθενά μια πλήρη αναδιάρθρωση των τραπεζών.
Να σημειώσουμε ότι το ΔΝΤ βρίσκεται σε διαδικασίες ενδοσκόπησης σε ό,τι αφορά την αποτυχία του να προβλέψει ή να αποτρέψει την τελευταία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αλλά και τον ευρύτερο ρόλο του εξαιτίας της υποστήριξης που επί 30 χρόνια παρείχε στην απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και στην απελευθέρωση των κεφαλαιαγορών.
Και να δούμε επί τη ευκαιρία πόσο τα συμπεράσματα των εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ καταφάσκουν στις θέσεις και την προβληματική του βιβλίου του Φιλίπ Λεγκρέν, Afterscock: Reshaping the World Economy After Crisis –θέσεις που με πολλούς άλλους μοιράζεται – ότι η σημερινή κρίση της Ευρωζώνης δεν είναι πρωτίστως κρίση του ευρώ αλλά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και των ευρωπαϊκών τραπεζών, η οποία μάλιστα επιδεινώνεται εξαιτίας της επιμονής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να προστατέψουν με κάθε τρόπο, και εν ανάγκη συγκεκαλυμμένα, τις τράπεζες σε βάρος των Ευρωπαίων φορολογουμένων:
«Στα χρόνια της μεγάλης φούσκας το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υποτιμούσε τον κίνδυνο και κατένειμε λάθος τα κεφάλαια. Οι χορηγήσεις δανείων με υπερβολικά χαμηλό κόστος ήταν υπερβολικές και προς πολλές κατευθύνσεις: προς τους δανειολήπτες των αμερικανικών στεγαστικών υψηλού κινδύνου, προς τους κατασκευαστές ακινήτων της Ισπανίας, προς τις τράπεζες της Ισλανδίας και της Ιρλανδίας, προς το Ντουμπάι και την Ελλάδα. Ανάμεσα στους μεγαλύτερους δανειστές ήταν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Έτσι σήμερα έχουν βρεθεί φορτωμένες με ολόκληρα βουνά χρεογράφων – κρατικά ομόλογα, τραπεζικά ομόλογα και κατασκευαστικά δάνεια – που πολύ θα ήθελαν να μην έχουν. Οι περισσότερες τράπεζες έχουν ισχυρό πρόβλημα ρευστότητας και παραμένουν ζωντανές μόνο χάρη στη φτηνή χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ορισμένες έχουν υποστεί πολύ μεγάλες ζημιές τις οποίες όμως έχουν μόνον μερικώς αναγνωρίσει. Κατά συνέπεια κάποιες τράπεζες είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυες. (…) Η ευρωπαϊκή κρίση είναι κατά τον πυρήνα της μια διαπάλη για το ποιος θα πληρώσει στο τέλος αυτές τις τραπεζικές ζημιές». (…) Επειδή η ανοχή των ψηφοφόρων απέναντι στη χρηματοδότηση των τραπεζών μειώθηκε συν τω χρόνω, οι κυβερνήσεις ενεργούν με συγκεκαλυμμένο τρόπο: με τη χορήγηση μεγάλων δανείων στην Ελλάδα και την Ιρλανδία έτσι ώστε αυτές να αποπληρώσουν τις γερμανικές, τις γαλλικές, και τις βρετανικές τράπεζες στο σύνολο των απαιτήσεών τους – κι όλα αυτά με το πρόσχημα της υπεράσπισης του ευρώ. Πρόκειται για μια στρατηγική άδικη, κοστοβόρα, επικίνδυνη και αναποτελεσματική. Τα κράτη επιβαρύνουν τους φορολογούμενους με πολύ μεγάλα ποσά που θα θέσουν σε κίνδυνο τη μελλοντική τους οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, όλα αυτά ενθαρρύνουν την χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, και όχι μόνο των προβληματικών τραπεζών. Κεφάλι κερδίζουν οι τράπεζες, γράμματα χάνουν οι φορολογούμενοι. (…) Αντί της θυσίας των φορολογουμένων προκειμένου να προστατευτούν οι ομολογιούχοι, της πτώσης των χωρών στα δίχτυα των αγορών σε ένα φαινόμενο ντόμινο και της αποτυχίας αντιμετώπισης του υποκείμενου τραπεζικού προβλήματος, αυτό που απαιτείται σήμερα είναι μια πανευρωπαϊκή λύση που θα υποχρεώσει τις τράπεζες να αναγνωρίσουν τις ζημιές τους και τους κατόχους ομολόγων να συμβάλουν στην αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών αν αποδειχτεί απαραίτητο.(…) Είμαστε μπροστά σε μια αποφασιστική στιγμή για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα κυριαρχήσουν τα στενά συμφέροντα των τραπεζιτών πάνω στα συμφέροντα της κοινωνίας ολόκληρης;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου