Πηγή: Σοφοκλέους 10
Η αισιοδοξία που διέκρινε τα πρώτα στάδια της ανάκαμψης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τη συνακόλουθη ύφεση έχει δώσει πια τη θέση της σε πιο νηφάλιες εκτιμήσεις των βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία και τα επιμέρους κράτη που την αποτελούν.
Σε πολλές χώρες μάλιστα εμφανίζονται φόβοι για μια παρατεταμένη περίοδο αργής και, ενδεχομένως, αρνητικής ανάπτυξης, για ύπαρξη επίμονων εμποδίων στον περιορισμό της ανεργίας και για παρατεταμένη οικονομική δυσπραγία. Ή, στην χειρότερη περίπτωση, εμφανίζονται φόβοι για μια ‘χαμένη δεκαετία’ στα πρότυπα της Ιαπωνίας, με πολλαπλές οικονομικές κάμψεις, ή στην ακόμα χειρότερη περίπτωση, φόβοι για μια πραγματική ύφεση (την οποία επικαλούνται οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι για να δικαιολογήσουν τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα).
Είναι όμως άραγε ένα φαινόμενο πολλαπλών υφέσεων τόσο ασυνήθιστο σε περιόδους σοβαρών οικονομικών πιέσεων; Πριν αποφασίσουμε να στηρίξουμε τις οικονομίες βραχυπρόθεσμα με υψηλού κόστους δημοσιονομικά μέτρα τα οποία μπορούν, εν τούτοις, να επιδεινώσουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές τους, θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζουμε την απάντηση.
Η πρόσφατη παγκόσμια ύφεση υπήρξε μεγάλη, δίχως προηγούμενο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εξαίρεση ίσως της ύφεσης των αρχών της δεκαετίας του 1980 – όπου, για παράδειγμα, το ποσοστό ανεργίας στην Αμερική έφτασε στο 10.8%, ως αποτέλεσμα του αποπληθωρισμού μετά τον διψήφιο πληθωρισμό που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Από την έναρξη της κρίσης το Δεκέμβριο του 2007 ως το προφανές τέλος της ύφεσης το καλοκαίρι του 2009, η μείωση του αμερικανικού πραγματικού ΑΕΠ ήταν 3.8%.
Κατά την ίδια περίοδο υπέστησαν σοβαρή υποχώρηση και οι άλλες οικονομίας των G7 (Ιαπωνία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Καναδάς και Βρετανία). Αλλά και μεσαίες οικονομίες, όπως η Βραζιλία, η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη και η Ταϊβάν υπέστησαν σύντομης διάρκειας αλλά ακόμα μεγαλύτερου βάθους υποχωρήσεις. Η υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομίας ήταν τόσο οξεία και κράτησε τόσον καιρό που ορισμένοι οικονομολόγοι χρησιμοποίησαν έως και τον όρο ‘ύφεση’ (Depression) για τον χαρακτηρισμό της, προτού υπάρξει συναίνεση επί του όρου «Μεγάλη Υποχώρηση» (Great Recession).
Πώς όμως ορίζουμε μια υποχώρηση; Οι διαφορετικές ανά τον κόσμο εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ορίζουν και, κατά συνέπεια, χρονολογούν αυτά τα υφεσιακά επεισόδια με διαφορετικούς τρόπους. Στις ΗΠΑ η ύφεση χρονολογείται από ένα μη κομματικό, μη κερδοσκοπικό ερευνητικό ινστιτούτο, αποπολιτικοποιώντας σοφά τις μετρήσεις.
Το σημείο στο οποίο σταματά η ανάπτυξη της οικονομίας είναι η ‘κορύφωση’ και το σημείο στο οποίο σταματά η συμπίεσή της είναι ο ‘πάτος’. Η περίοδος από το σημείο όπου η οικονομία αρχίζει ξανά να αναπτύσσεται έως το σημείο που αγγίζει την προηγούμενη κορύφωσή της αποκαλείται ‘ανάκαμψη’. Από εκεί και έπειτα η ανάπτυξη αποκαλείται ‘επέκταση’.
Για τους οικονομολόγους η υποχώρηση τελειώνει όταν η οικονομία αρχίζει ξανά να αναπτύσσεται. Από τη στιγμή που η οικονομία πιάνει ‘πάτο’ και από εκεί και πέρα συνεχίζει να ανεβαίνει, θεωρείται ότι η υποχώρηση τελείωσε, αν και μπορεί να χρειαστεί πολύς δρόμος ακόμα για να φτάσει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι απλοί πολίτες θεωρούν πως μια ύφεση τελειώνει μόνο όταν η οικονομία επιστρέφει στο ‘φυσιολογικό’ της, που σημαίνει ότι αυξάνουν τα εισοδήματα και είναι ξανά εύκολο να βρεις μια θέση εργασίας.
Είναι κοινός τόπος ότι δύο διαδοχικά τρίμηνα μείωσης του πραγματικού ΑΕΠ αποτελούν μια υποχώρηση. Αλλά μερικές φορές οι υποχωρήσεις δεν ικανοποιούν αυτό τον κανόνα. Ούτε η αμερικανική υποχώρηση του 2001, ούτε η υποχώρηση του 1974 - 1975 ανταποκρίνονταν σε αυτό το κριτήριο. Επιπλέον του πραγματικού ΑΕΠ, εξετάζονται η απασχόληση, τα εισοδήματα και οι πωλήσεις, καθώς επίσης το βάθος, η διάρκεια και η διάχυση μιας υποχώρησης στο σύνολο της οικονομίας.
Ορισμένες φορές δεν υπάρχει ομοφωνία στην χρονολόγηση μιας υποχώρησης. Η Αμερική είχε μια οξεία σύντομη υποχώρηση το 1980, και στη συνέχεια μια παρατεταμένη και σοβαρή το 1981 - 1982. Αρκετοί είναι οι οικονομολόγοι που υποστήριξαν ότι επρόκειτο για ένα μείζον επεισόδιο και ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος να θεωρούμε τις υποχωρήσεις της οικονομίας, δηλαδή σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο.
Αλλά στο μεσοδιάστημα η οικονομία είχε εμφανίσει όντως ανάπτυξη - τουλάχιστον επαρκή ώστε οι δύο υποχωρήσεις να θεωρούνται διακριτές. Και από τη στιγμή που χωρίζονταν μεταξύ τους από τη μετάβαση από την προεδρία του Τζίμι Κάρτερ στην προεδρία του Ρόναλντ Ρέιγκαν, θεωρήθηκε πολιτικά συνεπές οι δύο υποχωρήσεις να ταυτιστούν.
Κατ’ αναλογία η έναρξη της παρούσας υποχώρησης επισήμως τοποθετήθηκε το Δεκέμβριο του 2007 αλλά θα μπορούσε εξίσου να τοποθετηθεί το καλοκαίρι του 2008 επειδή στο μεσοδιάστημα η οικονομία εμφάνισε ανάπτυξη.
Το φαινόμενο της διπλής ύφεσης είναι μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Αν εστιάσουμε στο πραγματικό ΑΕΠ του και ορίσουμε τη διπλή ύφεση ως μια ιστορική διαδοχή στην οποία μια περίοδος μείωσής του αρκετά μεγάλη για να αναγνωριστεί ως υποχώρηση ακολουθείται από μια περίοδος ανάκαμψης και στη συνέχεια, σε σύντομο χρονικό διάστημα, από μια δεύτερη περίοδος κάμψης, τότε η περίοδος 1980 - 1982 στις ΗΠΑ αποτελεί κλασικό παράδειγμα. Στην πραγματικότητα, αν την ορίσουμε πιο χαλαρά σαν μια διαδοχή περιόδων, που περιλαμβάνει περιόδους ανάπτυξης, ακολουθούμενες από περιόδους κάμψης, ακολουθούμενες από περαιτέρω περιόδους ανάπτυξης και κάμψης, η περίοδος 1973 - 1975 για την Αμερική περιλαμβάνει 8 τρίμηνα εναλλασσόμενων κερδών και ζημιών του πραγματικού ΑΕΠ, ήταν συνεπώς μια τετραπλή ύφεση.
Και αυτά δεν είναι σπάνια περιστατικά. Την ίδια περίοδο που η αμερικανική οικονομία εμφάνιζε τετραπλή ύφεση, η Γερμανία είχε διπλή και η Βρετανία επίσης τετραπλή. Στις αρχές του 1980 η Βρετανία, η Ιαπωνία, η Ιταλία και η Γερμανία είχαν όλες τους διπλές υφέσεις. Η αμερικανική υποχώρηση του 2009 ήταν μια σύντομη, ήπια διπλή ύφεση.
Στο πλαίσιο της παρούσας ύφεσης έχουμε στην πραγματικότητα ήδη μια διπλή υποχώρηση: Έχουμε μια πρώτη υποχώρηση στις αρχές του 2008, στη συνέχεια ανάπτυξη, και μετά άλλη μια μακρόχρονη και με βάθος υποχώρηση και στη συνέχεια επιστροφή στην ανάπτυξη. Αν έχουμε λοιπόν ξανά υποχώρηση της οικονομίας – όπως είναι πολύ πιθανό – θα έχουμε τριπλή και όχι διπλή ύφεση.
Συνεπώς η ιστορία αποδεικνύει ότι οι οικονομίες σπάνια περνούν σε συνεχόμενη ανάπτυξη μετά από μια μείζονα υποχώρηση, δίχως και δεύτερο επεισόδιο υποχώρησης. Οι διπλές, οι τριπλές και οι τετραπλές υφέσεις υπήρξαν η βασική υφεσιακή εμπειρία της Αμερικής μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ανάλογα επεισόδια παρατηρήθηκαν και σε πολλές άλλες χώρες. Η ιαπωνική οικονομία, για παράδειγμα, γνώρισε τρεις υποχωρήσεις στη διάρκεια της ‘χαμένης δεκαετίας’ του 1990, κι αυτό παρά το πλήθος των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν και που επιβάρυναν δυσβάστακτα το δημόσιο χρέος της χώρας.
Ενώ λοιπόν οι βασικές προβλέψεις κάνουν λόγο για αργή παγκόσμια ανάκαμψη – στις ΗΠΑ περί το 3%, δηλαδή περί το ήμισυ του συνήθους ρυθμού που ακολουθεί τις βαθιές υποχωρήσεις – η ιστορία υποδεικνύει πως δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε από μια ακόμη υποχώρηση, πριν την επιστροφή σε βιώσιμη ισχυρή ανάπτυξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου