Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Φτώχεια της δεκαετίας του 60 στις ΗΠΑ

Μια δυσοίωνη πραγματικότητα περιγράφει η Βιβιάν Φορεστέρ στην «Οικονομική Φρίκη». Μια πραγματικότητα που καλούνται να αντιμετωπίσουν όλο και περισσότεροι Αμερικανοί, καθώς παρά την πολυδιαφημιζόμενη «ανάκαμψη» είδαν τη φτώχεια να βαθαίνει, φτάνοντας στα επίπεδα της δεκαετίας του '60.
Οι εικόνες διανομής φαγητού στους φτωχούς είναι όλο και πιο συχνές στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Οι εικόνες -ανάλογες της εποχής της Μεγάλης Υφεσης- των χιλιάδων πολιτών που περιμένουν στις ουρές για να πάρουν μια κούτα τρόφιμα και σχολικά είδη στη φτωχότερη των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, το Ντιτρόιτ, μιλούν από μόνες τους.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, το 15%, δηλαδή περισσότεροι από 45 εκατομμύρια ή ένας στους επτά Αερικανούς ζει κάτω από το επίσημο επίπεδο της φτώχειας, που ορίζεται στα 22.000 δολάρια το χρόνο για μια τετραμελή οικογένεια, ποσό που υπολείπεται κατά πολύ από εκείνο που εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή επιβίωση.
Ο πραγματικός αριθμός των πολιτών που ζουν σε επισφαλή οικονομική κατάσταση είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, και υπολογίζεται ότι φτάνει τα 100 εκατομμύρια, δηλαδή ένας στους τρεις πολίτες. Ολα αυτά ενώ η ανεργία καλπάζει στο 10% (πλήττοντας περισσότερους από 15 εκατ.), συνολικά άνεργοι και υποαπασχολούμενοι ξεπερνούν το 17%, ο ένας στους τέσσερις ιδιοκτήτες σπιτιών αδυνατεί να αποπληρώσει τα δάνειά του γιατί τα τοκοχρεολύσια ξεπέρασαν πλέον την αξία του σπιτιού, ενώ ο αριθμός των οικογενειών σε καταφύγια αστέγων αυξήθηκε από 131.000 το 2008 σε 170.000 πέρσι.
Η χειρότερη χρονιά απ' το 1959
Η αύξηση του ποσοστού της φτώχειας από 13,2% το 2008 στο 15% πέρσι αποτελεί τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 1959, όταν και η κυβέρνηση άρχισε να συγκεντρώνει στατιστικές για τη φτώχεια. Και είναι ενδεικτικό ότι το ποσοστό της για τους εργαζόμενους ηλικίας 18-64 ετών αυξήθηκε από 11,1% το 2008 στο 12,4% το 2009, το μεγαλύτερο ποσοστό για εργαζόμενους από το 1965, όταν ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον κήρυξε τον «πόλεμο κατά της φτώχειας», επεκτείνοντας το δίκτυο των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας.
Αντ' αυτού, ο πρόεδρος Ομπάμα αρνείται κάθε πρόσθετο μέτρο κατά της ενδημικής φτώχειας που πλήττει τους Αμερικανούς, δηλώνοντας πως «ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισής της είναι η οικονομική μεγέθυνση», ενώ ο εκ των νέων του οικονομικών συμβούλων Οστιν Γκούλσμπι επεξηγούσε το νόημα της φράσης προσθέτοντας: «Ας κάνουμε τον ιδιωτικό τομέα να σταθεί στα πόδια του ώστε να μας βγάλει απ' όλα αυτά».
Η εμπειρία -και μάλιστα των χρόνων της «χρυσής επέκτασης» της αμερικανικής οικονομίας- διαψεύδει αυτούς τους ισχυρισμούς, καθώς η ανάπτυξη δεν εμπόδισε την αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, και τα ιδιωτικά κέρδη που απογειώθηκαν δεν έφεραν ούτε απασχόληση ούτε ευημερία. Οπως συμβαίνει τώρα: η «ήπια ανάκαμψη» -με αύξηση της ανάπτυξης κατά 3,7% το πρώτο τρίμηνο και κατά 1,6% το δεύτερο- συμβαδίζει με τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας των τελευταίων 45 ετών.
Ποιοι εν τέλει ωφελούνται απ' αυτή την ανάπτυξη; Την απάντηση δίνει εμπεριστατωμένα ο Ρικ Βολφ, επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, σε άρθρο του στο «Monthly Review» με τίτλο «Οικονομική ανάκαμψη για τους λίγους», καταφεύγοντας στα αδιάψευστα στοιχεία της Εκθεσης Παγκόσμιου Πλούτου που εκπόνησαν οι Capgemini και Merrill Lynch Wealth Management's. Σύμφωνα με αυτήν, στις ΗΠΑ το 2009 οι HNWIs και οι Ultra-HNWIs (οι έχοντες επενδύσιμα κεφάλαια άνω του 1 και άνω των 30 εκατ. δολαρίων αντίστοιχα), αυξήθηκαν κατά 16,6% κι έφτασαν τους 2,9 εκατ. πολίτες, περίπου το 1% του πληθυσμού, των οποίων ωστόσο τα «επενδύσιμα κεφάλαια» ξεπερνούσαν τα 12,09 τρισ. δολάρια.
Ο Βολφ, επισημαίνοντας ότι με το έλλειμμα πέρσι να βρίσκεται στα 1,7 δισ. δολάρια, αν η κυβέρνηση τους είχε επιβάλει έναν μικρό φόρο 15%, θα είχε απαλλαγεί από το σύνολο του ελλείμματος χωρίς να χρειαστεί να επιβαρυνθεί καθόλου το 99% των πολιτών, καταλήγει σε μια κρίσιμη παρατήρηση και για τα καθ' ημάς δήθεν «σοσιαλιστικά διλήμματα»:
«Αν κι οι άλλες κυβερνήσεις έκαναν το ανάλογο δεν θα υπήρχε καμιά "κρίση χρέους" στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, κ.λπ. και καμιά ανάγκη να προσφεύγουν στη λιτότητα για να ικανοποιούν τους δανειστές. Η λιτότητα και η συνακόλουθη αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας δεν είναι μονόδρομος, είναι επιλογή».    

Δεν υπάρχουν σχόλια: