Πηγή: ΕΝΕΤ
«Δεν πιστεύουμε σε κανένα δικαίωμα που δεν ερείδεται στην ικανότητά του να επιβληθεί: Αισθανόμαστε όλα τα δικαιώματα ως κατακτήσεις».
Φ. Νίτσε
Δεν υπάρχουν δικαιώματα χωρίς μια «πολεμική» που να τα κατοχυρώνει. Η ίδια η έννοια του δικαιώματος αφορά μια συμφωνία, μια «συνθήκη» κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα σε αντίπαλες δυνάμεις, ώστε να αποφευχθούν οι (περαιτέρω) εχθροπραξίες. Το οποιοδήποτε δικαίωμα είναι κατ' αρχήν ένα εργαλείο ανακωχής και αντιπροσωπεύει ένα αναγνωρισμένο μερίδιο δύναμης / προνομίων γι' αυτόν που το κατέχει. Δεν προκύπτει από συμπάθεια ή ανθρωπισμό, ούτε από «πολιτισμό», αλλά από «ισορροπία του τρόμου» ανάμεσα σε αντικρουόμενες πλευρές.
Ξεκινάμε από τη διαπίστωση ότι μια σύνθετη κοινωνία (κρίνοντας από τις υπάρχουσες) είναι προϊόν εσωτερικών συγκρούσεων ανάμεσα σε ομάδες, τάξεις και νοοτροπίες με διαφορετικά συμφέροντα και αφετηρίες. Μέσω της διαλεκτικής της σύγκρουσης που αναπτύσσεται και μέσω μικρών «δηλώσεων πολέμου» προωθούνται η «αλληλοαναγνώριση» των μερών, η οριοθέτησή τους, τα διαχωρισμένα συμφέροντά τους και κατόπιν η διαπραγμάτευση που θέτει τους όρους λειτουργίας ενός κοινωνικού σχηματισμού, μέχρι την επίτευξη της περιβόητης «κοινωνικής συναίνεσης».
Λέγοντας «σύγκρουση» εννοούμε βέβαια μια πληθώρα μέσων και τακτικών πολιτικής πίεσης. Ο πόλεμος του συλλογικού συμφέροντος εναντίον του «ιδιωτικού τσαμπουκά» εν προκειμένω. Τη δεκαετία του '90, τα «κεκτημένα» άρχισαν σταδιακά να καταργούνται, στην αρχή ατύπως και κατόπιν επισήμως. Οι παρωχημένες κινηματικές δομές και μεθοδολογίες δεν μπορούσαν να τα υπερασπιστούν, ενώ ο «ατομικός ζωώδης πανικός επιβίωσης» είχε υποκαταστήσει κάθε συλλογική συνείδηση. Ο «ιδιώτης» (idiot), σαν κοινωνικό πρότυπο, μεσουρανούσε...
Οσο για το οξύμωρο σχήμα που ονομάζεται «ειρηνικός αγώνας», δεν μπορεί να τεθεί εντός ιστορικού πλαισίου παρά μόνο ως φιλοσοφικός προβληματισμός.
Διακυβεύονται κοινωνικά προνόμια και συσχετισμοί δυνάμεων, κατά συνέπεια η λογοτεχνία και η ηθικολογία κάθε άλλο παρά χρήσιμα αναλυτικά εργαλεία αποτελούν. Η εξαπλούμενη βία υφίσταται ως απότοκη των κοινωνικών συνθηκών, συνεπώς το προς τα πού θα διοχετευτεί είναι το μόνο πραγματικό ερώτημα.
Η βία θα αυξάνει προοδευτικά εκφραζόμενη ως ανεξέλεγκτη κοινωνική αγανάκτηση και ως πολιτικός ριζοσπαστισμός αλλά και ως αύξηση της εγκληματικότητας, της βίας της ακροδεξιάς και του (παρα)κράτους που αναπτύσσεται παράλληλα και κατ' αντιδιαστολή με τους κοινωνικούς αγώνες. Η υπαιτιότητα βαρύνει αποκλειστικά τους διαχειριστές του συστήματος, που με τις πολιτικές-οικονομικές επιλογές τους αποδόμησαν τον κοινωνικό ιστό.
Αυτό που μένει να διαμορφωθεί είναι οι διαδικασίες που θα μετασχηματίσουν την ανακλαστική αυθόρμητη «βία της αγανάκτησης» σε στοχευμένη δύναμη πολιτικής πίεσης. Είναι μια διαδικασία που θα απαιτήσουν οι ίδιες οι συνθήκες -ίσως και με επιτακτικό τρόπο- εννοώντας όχι κάποιον κομματικό φορέα, αλλά αντίθετα μια σύνθεση δυνάμεων πάνω σε κοινά συμφέροντα, χωρίς ιδεολογικές «εξειδικεύσεις» και life style αγκυλώσεις στο προσκήνιο. Η αυξανόμενη καταστολή, οι αθρόες συλλήψεις, οι στημένες τρομο-δίκες και η μετατροπή ολόκληρων γειτονιών σε «χοιροστάσια» θα βοηθήσουν άθελά τους και σ' αυτό και στη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής πάλης αλλά, κυρίως, στο να εμπεδωθεί, ακόμα και στους πιο ανυποψίαστους, ο εκφασισμός της καθημερινότητας. Ενα μέρος της μορφωμένης μικρομεσαίας τάξης, που τώρα «προλεταριοποιείται», θα αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου