του Γ. Κιμπουρόπουλου
(Από τη στήλη "Γράμματα στην κόρη μου", ΜΟΝΟ, 28/2/2012)
Αγαπημένη Βέρα,
Σήμερα θα σου μιλήσω περί κρέατος. Κι ας έχουμε μπει στη Σαρακοστή. Πράγμα που για μας δεν έχει και τόση σημασία, ε; Το τιμούμε δεόντως και σ’ αυτό το μεσοδιάστημα, μέχρι να σφαγεί ο αμνός του Θεού. Μυστήριο πράγμα αυτό: όλες οι θρησκείες κι οι μεγάλες μεταφυσικές ιδέες τους ορίζονται συμβολικά γύρω από απαγορεύσεις ή προτροπές κατανάλωσης κρέατος. Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου… Μακριά από το ακάθαρτο γουρούνι... Κάτω τα χέρια από την ιερή αγελάδα.
Και σκέψου, είναι εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια από τότε που το είδος μας εγκατέλειψε την αποκλειστική φυτοφαγία, άρχισε να χάνει τη μακρά σκωληκοειδή του απόφυση και το ’ριξε στην κρεοφαγία. Ποιος ξέρει τι είδους τύψεις ένιωσε ο πρώτος άνθρωπος που έμπηξε τα δόντια του στη ζεστή σάρκα ενός θηλαστικού; Και γιατί τύψεις; Μήπως κι ο ζουμερός καρπός του δέντρου που πριν έκοβε την πείνα του είχε λιγότερη ζωή απ’ το τρομαγμένο ζώο πριν τη σφαγή του; Ή μήπως το μυστικό της ενοχής είναι αλλού; Στον φόβο ότι κάποια στιγμή, την ίδια λαχτάρα που νιώθει ο άνθρωπος για τη σάρκα ενός γουρουνόπουλου μπορεί να τη νιώσει για το κρέας της γυναίκας που τον συντροφεύει ή του παιδιού που εκπαιδεύει για να γίνει κι αυτό καλός θηρευτής…Κι αυτό το ταμπού γρήγορα το ξεπέρασε, Βέρα μου, ο πρόγονός μας. Η πείνα, που τον συντρόφευσε σε όλα τα άλματα της ευφυΐας του, πολλές φορές εξώθησε το είδος μας στον κανιβαλισμό.
Ακούγομαι κυνικός, σχεδόν σιχαμερός, Βέρα μου; Σκέψου λίγο: το να φας ωμό ένα ανέμελο τρυφερό ζωάκι που θα μπορούσε να είναι παιχνιδιάρικο κατοικίδιο θεωρείται ανήκουστη βαρβαρότητα. Αν όμως το ίδιο ζωάκι το τεμαχίσεις με χειρουργική ακρίβεια Γάλλου χασάπη, το μαρινάρεις σε μπαχαρικά και κόκκινο κρασί, το σοτάρεις σε εκλεκτό ελαιόλαδο και το μαγειρέψεις σε σιγανή φωτιά με μυρωδικά, αυτό θα θεωρηθεί πράξη ύψιστου πολιτισμού.
Δεν θέλω να σε σοκάρω, Βέρα μου. Αλλά με έναν ανάλογο τρόπο στο πέρασμα του χρόνου το ανθρώπινο είδος μεταμόρφωσε τον κανιβαλισμό από βαρβαρότητα σε πράξη προόδου. Όχι κυριολεκτικά, με τη γαστρονομική έννοια, αλλά πάντα με κάποια μορφή κατανάλωσης ζωντανής ανθρώπινης σάρκας, μαζί με διανοητικές της δεξιότητες. Μαθαίνεις αυτό τον καιρό για τα επιτεύγματα του αρχαίου κόσμου, το μεγαλείο της αθηναϊκής δημοκρατίας, τα καλλιτεχνικά θαύματα που μας αφήνουν άναυδους. Ξέρεις πως όλα αυτά στηρίχτηκαν σε μια κοινωνική πυραμίδα που στη βάση της ήταν οι δούλοι. Αυτοί ήταν το ανθρώπινο κρέας που η κατανάλωσή του –όχι ως έδεσμα, αλλά ως παραγωγική δύναμη- επέτρεψε στους πλούσιους Αθηναίους να έχουν άφθονο χρόνο για φιλοσοφία, ποίηση, τέχνη και δημοκρατία. Ακούγεται αδιανόητο σήμερα να έχει ένας αφέντης εξουσία ζωής και θανάτου στον δούλο του. Κι όμως, ήταν τεράστια πρόοδος για την εποχή να έχουν μια ευκαιρία επιβίωσης τα δυστυχισμένα ανδράποδα, που αντλούνταν από την πρώτη μεγάλη αγορά ανθρώπινου κρέατος, τους πολέμους. Πριν απλώς τους σκότωναν.
Με τον καιρό, βεβαίως, Βέρα μου, προστέθηκε στα πολιτιστικά επιτεύγματα του κόσμου μας άλλη μια μεγάλη αγορά ανθρώπινης σάρκας: τα χρέη. Έμαθες ήδη για τη Σεισάχθεια και την προσπάθεια του Σόλωνα ν’ απαλλάξει τους φτωχούς από την υποχρέωση να διαθέτουν τον εαυτό τους ως ενέχυρο στους τοκογλύφους. Αυτό μας δίνει ένα μέτρο για την τιμή του ανθρώπινου κρέατος εκείνη την εποχή. Αλλά, μια που για πολλούς αιώνες ακόμη όλες οι «σεισάχθειες» των φιλότιμων μεταρρυθμιστών δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα, είναι ο Σαίξπηρ που μας δίνει την ακριβή τιμή κιλού στον «Έμπορο της Βενετίας»: ο τοκογλύφος Σάιλοκ ζητάει από τον έμπορο Αντώνιο μια λίβρα κρέας (περίπου μισό κιλό) από το σώμα του έναντι δανείου 3.000 δουκάτων.
Φαίνεται πανάκριβο το ανθρώπινο κρέας, Βέρα μου; Κι όμως, δεν είναι. Αυτή η αιματηρή αγορά εμφανίζει πολλές διακυμάνσεις στο πέρασμα του χρόνου. Το ανθρώπινο κρέας που άντλησαν σε αφθονία από τις αποικίες τα αποικιοκρατικά βασίλεια της Ευρώπης έριξε την τιμή του σχεδόν στο μηδέν. Κι έπειτα, όταν το δουλεμπόριο παρήκμασε, οι μεγάλοι άρπαγες της ανθρώπινης ιστορίας, όταν δεν πρόσφεραν τον ανθό της Ευρώπης σαν «κρέας για τα κανόνια» των πολέμων τους, καθόριζαν την τιμή του έξω από τα εργοστάσια, τα χωράφια και τα καταστήματα μ’ αυτό που αποκαλούμε μισθό. Μεγάλη πρόοδος κι ο μισθός σε σχέση με την εξουσία θανάτου στα χέρια του δουλοκτήτη. Αλλά είμαστε ακόμη στον ίδιο παρονομαστή. Μπορεί το μέτρο να μην είναι πια το βάρος, αλλά ο χρόνος. Ωστόσο, η λεγόμενη αγορά εργασίας παραμένει ένας ευφημισμός για την αγορά ανθρώπινου κρέατος. Με τη διαφορά ότι σ’ αυτήν κάποιο λόγο για την τιμή του έχει και το ίδιο το «κρέας».
Κι ερχόμαστε στο δια ταύτα, Βέρα μου. Να τι χάνουμε με τους κανίβαλους των Μνημονίων που έχουμε μπλέξει. Χάνουμε τον ελάχιστο λόγο στην τιμή του «κρέατός» μας. Μπαίνουμε στη διατίμηση, εν ονόματι κάποιας «σωτηρίας» που εμπνεύστηκαν άρρωστα από την απληστία μυαλά. Οι «σιτεμένοι» τιμολογούμαστε 480 ευρώ τον μήνα, 22 ευρώ τη μέρα ή 2,7 ευρώ την ώρα. Οι άγουροι με την σφριγηλή σάρκα, τη γνώση και τη φαντασία της νιότης, ακόμη φθηνότερα. Είμαστε κρέας στο τσιγκέλι μιας αγοράς που μας επιστρέφει στις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης προϊστορίας. Κι εγώ, με το σκληρό κρέας της μέσης ηλικίας, κι εσύ με τη σάρκα της αθωότητας. Και το θέμα είναι πια ακριβώς αυτό: όχι απλώς να βελτιώσουμε την τιμή μας, αλλά να τελειώνουμε με την προϊστορία της ανθρωπότητας. Να ξεριζώσουμε μια για πάντα το σκοτεινό μας ένστικτο που μας κάνει να βλέπουμε τον «άλλο» όχι ως είδωλο του εαυτού μας, ως σύντροφό μας στην ανθρώπινη περιπέτεια, αλλά σαν μια μερίδα κρέας προς κατανάλωση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου