ΠΗΓΗ: euro2day
του Στέφανου Κοτζαμάνη
Πολύπλευρη και εκτεταμένη επίθεση δέχεται η περιουσία του μέσου ελληνικού νοικοκυριού που έχει συρρικνωθεί σε πρωτοφανή βαθμό τα τελευταία χρόνια. Πως χάθηκαν οι κόποι μιας γενιάς.
Ας πάρουμε με χρονική σειρά τις εξελίξεις του τελευταίου μήνα, σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
* Μέχρι τα τέλη Αυγούστου, η επίσημη κυβερνητική θέση ήταν πως το 2012 θα είχαμε το πρώτο έτος οικονομικής ανάπτυξης.
* Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευάγγελος Βενιζέλος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αρνητικού ΑΕΠ για το επόμενο έτος.
* Δύο ημέρες μετά την ομιλία του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (11/9), ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Φίλιππος Σαχινίδης παραδέχτηκε πως το 2012 θα είναι αναμφίβολα υφεσιακό, επιφυλασσόμενος να ανακοινώσει ακριβέστερη πρόβλεψη με την κατάθεση του προϋπολογισμού (γύρω στα τέλη Νοεμβρίου).
* Μία μέρα αργότερα (13/9), ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Ηλίας Μόσιαλος ανέφερε πως ακόμη και αν πιάσουμε από το 2012 το στόχο για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, θα ακολουθήσουν δύσκολα χρόνια για την ελληνική οικονομία.
* Την ίδια ημέρα το απόγευμα, ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Μιχάλης Χρυσοχοϊδης εξέφρασε την ελπίδα πως αν όλα πάνε καλά, θα μπορούσε μέσα σε τρία χρόνια (στην ουσία το 2015) να πιάσουμε το επίπεδο διαβίωσης του 2009 (που φυσικά ήταν χαμηλότερο από εκείνο του 2008).
Η ελληνική οικονομία έκλεισε ήδη τρία χρόνια βαθιάς ύφεσης και προβλέπεται να διανύσει τουλάχιστον άλλο ένα. Δεν χρειάζεται μεγάλη σοφία, προκειμένου κάποιος να διαπιστώσει το πόσο έντονη είναι η υποχώρηση των επιχειρηματικών κερδών και των εισοδημάτων του μέσου ελληνικού νοικοκυριού (η ζήτηση σε πολλά διαρκή καταναλωτικά αγαθά, όπως έπιπλα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, κ.λπ. έχει υποχωρήσει πάνω από 50% σε σχέση με το 2008), αλλά και να προβλέψει την πορεία των αμέσως επόμενων ετών (χαρακτηριστική η δήλωση του πρωθυπουργού για στόχο απασχόλησης ενός τουλάχιστον ατόμου ανά οικογένεια).
Προς την ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η εκτίμηση του διεθνούς επενδυτικού οίκου Cheuvreux, που υποστηρίζει πως «οι διεθνείς επενδυτές δεν έχουν πειστεί ακόμη προκειμένου να επενδύσουν μακροπρόθεσμα στην Ελλάδα. Τα πράγματα δείχνουν ότι θα πάνε χειρότερα, πριν αρχίσουν να βελτιώνονται. Οι φόβοι για πιθανή πτώχευση της χώρας ή για αποχώρηση της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ απασχολούν τους επενδυτές. Είναι επίσης κοινή η πεποίθηση που μιλά για τουλάχιστον τρία ακόμη τρίμηνα ύφεσης και για αδύνατη πρόθεση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων».
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα που περιλαμβάνει το ΑΕΠ της χώρας από το 2007 έως και σήμερα. Κατά την τριετία 2009-2011, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας υποχώρησε αθροιστικά κατά 11,8% (υπερβαίνονται και τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις της Deutsche Bank για -10%), χωρίς φυσικά να συνυπολογίζεται και η νέα υποχώρηση που προβλέπεται (επισήμως πλέον) για το 2012.
Πορεία ελληνικού ΑΕΠ 2007-2012
Έτος Ανάπτυξη 2007 4%
2008 2,90%
2009 -2%
2010 -4,50%
2011* -5,30%
2012* Αρνητικό
* Πρόβλεψη
«Τρύπες» στην περιουσία
Ωστόσο, πέρα από τη μείωση του εισοδήματος, τα ελληνικά νοικοκυριά «υποφέρουν» και από αφαίρεση πλούτου, καθώς κατά την τελευταία τριετία έχουν δει: α) την τρέχουσα αξία των περιουσιακών τους στοιχείων να υποχωρεί σημαντικά β) την εμπορευσιμότητα πολλών από τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία να περιορίζεται δραστικά.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι απώλειες περιουσίας (πλούτου) είναι σαφώς μεγαλύτερες σε αξία (ευρώ) από τις απώλειες ΑΕΠ κατά την τελευταία τριετία.
Ελληνικές μετοχές: Στο τέλος του 2007, η κεφαλαιοποίηση του ελληνικού χρηματιστηρίου ανερχόταν στο 85,39% του ΑΕΠ (βλέπε στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα), ενώ στα τέλη Ιουνίου του 2011 το ποσοστό αυτό είχε υποχωρήσει μόλις στο 21,4%!
Αν μιλάμε για ένα ΑΕΠ της τάξεως των 240 δισ. ευρώ και αν υποθέσουμε πως η συμμετοχή των ξένων επενδυτών ήταν (και εξακολουθεί να είναι) γύρω στο 50%, τότε μιλάμε για «εξαέρωση» της τάξεως των 77 δις ευρώ(!) μόνο για τους Έλληνες επενδυτές…
Στην πράξη βέβαια, οι απώλειες των επενδυτών είναι αρκετά μεγαλύτερες από τον παραπάνω αριθμό, αν συνεκτιμηθούν τα παρακάτω:
Πρώτον, το ΑΕΠ από το τέλος του 2007 έως σήμερα έχει μειωθεί σημαντικά.
Δεύτερον, οι αυξήσεις κεφαλαίου των εισηγμένων εταιρειών ήταν πολλαπλάσιες σε μέγεθος από τις αποχωρήσεις εισηγμένων από το ταμπλό (πολύ πάνω από 5 δις μόνο οι αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών).
Και τρίτον, από τις αρχές Ιουλίου έως σήμερα, οι αποτιμήσεις των μετοχών στο ΧΑ έχουν υποχρεωθεί και σε νέα μεγάλη πτώση.
ΧΑ: Χρηματιστηριακή αξία ως ποσοστό του ΑΕΠ
Έτος Ποσοστό
2005 61,89%
2006 73,80%
2007 85,39%
2008 27,80%
2009 35,81%
2010 23,50%
30/6 2010 21,40%
Πηγή: Οικονομικό Δελτίο Alpha Bank
Κρατικά ομόλογα: Αν και δεν είναι πολλοί οι Έλληνες επενδυτές που έχουν τοποθετηθεί απ’ ευθείας σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, στην πράξη η πτώση των ελληνικών ομολόγων έχει επηρεάσει σημαντικά έμμεσα τις περιουσίες των Ελλήνων, μέσω μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων (Ομολογιακών Εσωτερικού και όχι μόνο), ασφαλιστικών συμβολαίων τύπου unit-linked, κ.λπ.
Πόσο μεγάλη ήταν η πτώση των ελληνικών κρατικών ομολόγων; Για παράδειγμα (βλέπε στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα) κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της 13ης Σεπτεμβρίου του 2011, κάποιος θα μπορούσε θεωρητικά να πουλήσει ελληνικά κρατικά ομόλογα, ονομαστικής αξίας 100 ευρώ: 47,04 ευρώ αν έληγαν τον 8ο του 2012, 39,36 ευρώ (λήξη 8ος 2013), 38,71 ευρώ (λήξη 8ος 2014), 39,17 ευρώ (8ος 2015), 38,56 ευρώ (8ος 2016), κ.λπ.
Ελληνικά ομόλογα: Αποτιμήσεις 13ης/9/2011
Λήξη Τιμή αγοράς
8ος 2012 47,04
8ος 2013 39,36
8ος 2014 38,71
8ος 2015 39,17
8ος 2016 38,56
7ος 2017 37,17
7ος 2018 36,19
10ος 2019 36,65
Πηγή: Bloomberg
Ασφαλιστικά συμβόλαια: Τα ασφαλιστικά συμβόλαια τύπου unit linked χωρίς κάποια ελάχιστη εγγυημένη απόδοση υποχρεώθηκαν στην αντίστοιχη πτώση που είχε το χαρτοφυλάκιο των αμοιβαίων κεφαλαίων, στα οποία τοποθετούνταν τα ασφάλιστρα των πελατών.
Στα συμβόλαια κλασικού τύπου τώρα, οι ελάχιστες εγγυημένες αποδόσεις ξεκινούν από το 2,75% και φτάνουν (για τα παλαιά συμβόλαια) έως και το 4,25%. Οι επενδυτές των κεφαλαίων αυτών συγκαταλέγονται στους πλέον κερδισμένους των τελευταίων ετών.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί πως οι ελάχιστες εγγυημένες αποδόσεις αφορούν εκείνους του επενδυτές που διατηρούν τα συμβόλαιά τους έως τη λήξη. Έτσι, για τους πολλούς χιλιάδες των ασφαλισμένων που έσπευσαν πέρυσι και κυρίως φέτος να ρευστοποιήσουν τα συμβόλαιά τους, έλαβαν σαφώς χαμηλότερες αποδόσεις που ενδεχομένως να ήταν και αρνητικές.
Ακίνητα: Σημαντικότατη όμως υποχώρηση παρουσίασαν από το τέλος του 2008 μέχρι σήμερα και οι τιμές των ακινήτων, επένδυση στην οποία έχει τοποθετηθεί το μεγαλύτερο κομμάτι του πλούτου του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Ορισμένοι εκτιμούν ότι στην κτηματαγορά είναι επενδεδυμένο το 70% της περιουσίας των Ελλήνων.
Με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ο Δείκτης Ακινήτων από τις 101,7 μονάδες στο τέλος του 2008, μειώθηκε στις 88,9 μονάδες στο τέλος του δευτέρου τριμήνου του 2011, ή αλλιώς υποχώρησε κατά 12,6% (στοιχεία από τον παρατιθέμενο πίνακα).
Ακόμη μεγαλύτερη ποσοστιαία ήταν η πτώση που κατέγραψαν τα παλαιά ακίνητα (βλέπε στοιχεία ίδιου πίνακα), δηλαδή τα ακίνητα με παλαιότητα άνω των πέντε ετών. Στα ακίνητα αυτά,ο Δείκτης της Τραπέζης της Ελλάδος από τις 101,3 μονάδες στα τέλη του 2008, βρέθηκε στις 87,7 μονάδες (-13,5%) στο τέλος του πρώτου φετινού εξαμήνου.
Βέβαια, κανείς δείκτης δεν είναι σε θέση να απεικονίσει απόλυτα τη σύνθετη πραγματικότητα στην αγορά ακινήτων (και πόσο μάλλον στην Ελλάδα, όπου κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι η χαμηλή εμπορευσιμότητα) ωστόσο, από τους παραπάνω δείκτες καταγράφεται καθαρά η πτωτική τάση που συνεχίζεται και μέσα στο 2011 και που πολύ πιθανόν να ενταθεί στο μέλλον, μετά και την ανακοίνωση της πρόσθετης φορολογίας στα ακίνητα για τη διετία 2011-2012.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, πως μπορεί η ποσοστιαία υποχώρηση των τιμών των ακινήτων να είναι πολύ μικρότερη από αυτή των μετοχών στο ΧΑ, ή των κρατικών ομολόγων, ωστόσο η επίπτωση στον πλούτο των Ελλήνων σε ευρώ, είναι μεγαλύτερη λόγω της πολλαπλάσιας συμμετοχής των ακινήτων στο συνολικό χαρτοφυλάκιο του μέσου Έλληνα.
Ελλάδα: Πορεία τιμών ακινήτων 2006-2011
Έτος Δείκτης ακινήτων Νέα ακίνητα Παλαιά ακίνητα
(έως 5 έτη) (πάνω από 5 έτη)
2006 94,4 93,3 95,1
2007 100 100 100
2008 101,7 102,3 101,3
2009 97,9 100,2 96,5
2010 93,3 96 91,7
Α' τριμ. 2011 91,3 94,4 89,4
Β' τριμ. 2011 89,9 93,3 87,7
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, στοιχεία που συλλέγονται από πιστωτικά ιδρύματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου