Πηγή: aformi
Παρουσιάζουμε σήμερα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις που έχουμε πάρει για την οικονομική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού. Οι θέσεις του Ιωακείμογλου είναι πολύ πρωτότυπες και αξίζει να τις παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά.
Παράλληλα με τη συνέντευξη, για να γίνουν πιο κατανοητές οι θέσεις του Ηλία Ιωακείμογλου, σας παρουσιάζουμε ένα εκτεταμένο απόσπασμα από το βιβλίο του «Κόστος εργασίας, περιθώρια κέρδους και ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα, 1995-2009».
Μετά από δεκαπέντε έτη στασιμότητας (1980-1994), η ελληνική οικονομία εισήλθε το 1995 σε περίοδο ταχείας ανάπτυξης, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 2009 και άλλαξε το οικονομικό τοπίο της χώρας. Εντούτοις, στο τέλος αυτής της περιόδου ανάπτυξης, και εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η ελληνική οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με μεγάλα προβλήματα που έφεραν στην επιφάνεια το σύνολο των διαρθρωτικών της αδυναμιών.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση της ελληνικής οικονομίας, ασκείται σήμερα μια πολιτική ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού (ή εσωτερικής υποτίμησης), της οποίας ο διακηρυγμένος στόχος είναι η γενική μείωση των τιμών των εγχώριων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των αντίστοιχων τιμών στις ανταγωνίστριες χώρες. Η πολιτική αυτή, του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού, υποστηρίζεται ότι είναι αναγκαία διότι η ελληνική οικονομία δεν διαθέτει τις παραγωγικές δυνάμεις που θα της επέτρεπαν να παρουσιάζεται στον διεθνή ανταγωνισμό με τις σημερινές υψηλές τιμές των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων.
Για να επιταχυνθεί η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης (του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού), η πολιτική εξουσία, οι διεθνείς οργανισμοί και η πλειονότητα των οικονομολόγων θεωρούν ότι απαιτείται να υπάρξει μείωση των μισθών στην Ελλάδα, όχι μόνον των πραγματικών μισθών, αλλά και των ονομαστικών. Αυτή η κατεύθυνση πολιτικής προέρχεται από την θεωρητική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας οφείλεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Προβάλλονται προς τούτο, άστοχες ή λανθασμένες συγκρίσεις του κόστους εργασίας στην Ελλάδα με άλλες χώρες, όχι μόνον από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και από την πλειονότητα των οικονομολόγων που συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση. Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων απαιτεί έναν απολογισμό σε σχέση με την οικονομική πολιτική που ασκήθηκε στη διάρκεια των ετών 1995-2009, με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αλλά και σε σχέση με την πρώτη πενταετία ένταξης της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ. Σε έναν τέτοιον απολογισμό επιθυμεί να συμβάλει και η εργασία αυτή, της οποίας οι στόχοι είναι:
• πρώτον, να διερευνήσει τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν πώς μεταβλήθηκαν τα κρίσιμα μεγέθη που σχετίζονται με την σχηματισμό των μισθών και των τιμών (παραγωγικότητα της εργασίας, ονομαστικοί μισθοί, μοναδιαίο κόστος εργασίας, πραγματικοί μισθοί, περιθώρια κέρδους, τιμές),
• δεύτερον, να ανιχνεύσει, αξιοποιώντας τα στατιστικά στοιχεία, την μακροοικονομική διαδρομή που ακολούθησε η ελληνική οικονομία για να βρεθεί στο τέλος της περιόδου ανάπτυξης 1995-2004 σε οικονομική κρίση.
Οι μεταβολές των κρίσιμων μεγεθών
που σχετίζονται με τον σχηματισμό
των μισθών και των τιμών
Η περίοδος οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας από το 1995 έως το 2004 χαρακτηριζόταν από μεγάλη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία παρουσίασε κατά την συγκεκριμένη περίοδο σωρευτική αύξηση 30%. Οι επιδόσεις αυτές της ελληνικής οικονομίας ήταν από τις υψηλότερες μεταξύ των 18 περισσότερο προηγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνο μία χώρα, η Ιρλανδία, πέτυχε στην διάρκεια της ίδιας περιόδου αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας ανώτερες από τις αντίστοιχες της Ελλάδας. Το έτος 2004 υπήρξε σημείο καμπής και η παραγωγικότητα έκτοτε επιβραδύνθηκε. Σε αυτήν την επιβράδυνση προστέθηκαν, κατά το 2009-2010, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και της ασκούμενης υφεσιακής οικονομικής πολιτικής. Η υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά την τελευταία διετία υπήρξε μεγάλη (αθροιστικά -2,8% το 2009-2010).
Η σύγκριση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας, με ορισμένες περιοχές ή χώρες αναφοράς όπως η ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 αναπτυγμένων «παλαιών» χωρών μελών και η Γερμανία επαληθεύει με σαφή τρόπο τις παραπάνω διαπιστώσεις σχετικά με την εξέλιξη της παραγωγικότητας:
Κατά τα έτη 1995-2002, η παραγωγικότητα αυξανόταν στην Ελλάδα με πολύ υψηλότερους ρυθμούς σε σύγκριση με τις περιοχές αναφοράς, και στη συνέχεια, μέχρι και το 2008, η απόσταση που χωρίζει την παραγωγικότητα στην Ελλάδα από την μέση παραγωγικότητα στην ευρωζώνη, την ΕΕ-15 ή την Γερμανία σταθεροποιήθηκε. Επίσης, έναντι ενός ευρύτερου συνόλου χωρών, εκ των οποίων οι 35 καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό των διεθνών ανταλλαγών της Ελλάδας, η αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα, κατά τα έτη 1995-2009, υπήρξε σημαντική (13%).
Το άλμα που πραγματοποίησε η ελληνική οικονομία, σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας κατά την περίοδο 1995-2008, αναβάθμισε την θέση της στην κατάταξη των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρώπης με κριτήριο την παραγωγικότητα. Σε σχέση με την ΕΕ των 15 «παλαιών» χωρών μελών, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ανερχόταν το 2009 σε 89% του μέσου όρου.
Οι ακαθάριστες τρέχουσες ετήσιες αποδοχές στην Ελλάδα αυξήθηκαν μετά το 1995 με ρυθμούς υψηλότερους από ό,τι στην προηγούμενη εικοσαετία (1975-1994), και ταχύτερα από ό,τι στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση την Ιρλανδία και την Ολλανδία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αμοιβές στην Ελλάδα υπερέβησαν τις αντίστοιχες στην Κύπρο και έκλεισαν σημαντικά την απόσταση με τις αμοιβές στην Ισπανία. Ακόμη πιο θεαματική είναι η σύγκλιση με τις αμοιβές στην Γερμανία, πλην όμως, αυτό δεν οφείλεται μόνον στις ελληνικές αυξήσεις αλλά και στο δεκαετές dumping που ασκεί η Γερμανία έναντι των αμοιβών εργασίας όλων των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε σχέση με την ευρωζώνη και την ΕΕ-15, οι μέσες αποδοχές στην Ελλάδα, κατά τα έτη 1996-2009, παρουσίασαν άνοδο.
Ωστόσο, οι ανταλλαγές της Ελλάδας δεν περιορίζονται στην ευρωζώνη ή στην Ευρώπη αλλά περιλαμβάνουν περισσότερες χώρες. Σε σχέση με τις 35 κυριότερες ανταγωνίστριες χώρες με τις οποίες πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, η αύξηση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών ανήλθε, κατά τα έτη 1995-2009, σε 12,5%. Ο υπολογισμός αυτός έχει γίνει σε εθνικό νόμισμα και ως εκ τούτου δεν λαμβάνει υπόψη του τις μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ. Προκειμένου να συνυπολογίσουμε στην σύγκριση των μισθών Ελλάδας / 35 ανταγωνιστριών χωρών την επίπτωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, μετατρέπουμε όλες τις αποδοχές σε έναν κοινό νόμισμα (εν προκειμένω το δολάριο) και διαμορφώνουμε εκ νέου έναν δείκτη που εκφράζει την αναλογία μισθών στην Ελλάδα έναντι των ανταγωνιστριών χωρών. Ο δείκτης που συγκρίνει τις αμοιβές στην Ελλάδα με τις αντίστοιχες στις 35 ανταγωνίστριες χώρες, σε κοινό νόμισμα (σε δολάρια), παρουσιάζει εξέλιξη κατά πολύ διαφορετική από την αντίστοιχη του δείκτη σε εθνικά νομίσματα: Ενώ οι αποδοχές στην Ελλάδα, υπολογισμένες σε εθνικά νομίσματα, αυξήθηκαν κατά 12,5% περισσότερο από ό,τι οι αποδοχές στις ανταγωνίστριες χώρες, παρουσίασαν υψηλότερη αύξηση (30%) όταν τις υπολογίζουμε σε δολάρια (όταν δηλαδή παίρνουμε υπόψη μας την συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων).
Παρά τις αυξήσεις των μισθών, στην κατάταξη των πιο αναπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κριτήριο τις ακαθάριστες αποδοχές ανά απασχολούμενο σε ευρώ, η Ελλάδα διατηρούσε, το 2009, όπως και επί σειρά προηγουμένων ετών, μία από τις τελευταίες θέσεις. Οι μέσες ετήσιες ακαθάριστες αποδοχές, το 2009, ανέρχονταν στην Ελλάδα σε 28.186 ευρώ δηλαδή περίπου 2.000 ευρώ μηνιαίως για 14 μήνες (περιλαμβανομένων των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων).
Στη διάρκεια των ετών 1995-2009, οι τιμές των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) αυξήθηκαν σωρευτικά, έναντι της ευρωζώνης κατά 30% περίπου, έναντι της ΕΕ 27 κατά 23%. Σε εθνικά νομίσματα η αντίστοιχη αύξηση έναντι των 35 κυριοτέρων ανταγωνιστριών χωρών ήταν μηδενική, πλην όμως, σε δολάρια η αύξηση ανήλθε σε 17%. Ο δείκτης αυτός είναι η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία και εκφράζει την ανταγωνιστικότητα τιμής.
Η Ελλάδα παρέμενε, το 2009, πριν την έναρξη του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας υπό την εποπτεία του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην ομάδα των χωρών με χαμηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Εντούτοις, κατά τα έτη 1995-2009, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα αυξήθηκε σε σχέση με περιοχές ή χώρες αναφοράς που ανήκουν στην Ευρώπη. Η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην Ελλάδα έναντι των 35 κυριοτέρων ανταγωνιστριών χωρών, σε δολάρια, κατά το 2000-2008, ήταν της τάξης του 20%. Τίθεται στο σημείο αυτό το ερώτημα εάν για την αύξηση αυτή ευθύνονται οι εργαζόμενοι ή εάν πρόκειται για αύξηση που θα έπρεπε να αποδοθεί στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Επειδή οι ανταγωνίστριες χώρες δεν έχουν όλες κοινό νόμισμα με την Ελλάδα, αλλά διατηρούν τα δικά τους εθνικά νομίσματα, εάν θέλουμε να συγκρίνουμε την ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας (δηλαδή την ανταγωνιστικότητα στο βαθμό που εξαρτάται από το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) μεταξύ Ελλάδας και ανταγωνιστριών χωρών, τότε θα πρέπει να υπολογίσουμε το κόστος εργασίας στις διάφορες χώρες στο ίδιο νόμισμα (σε δολάρια). Εάν όμως θέλουμε να υπολογίσουμε πόσο επέδρασαν στην ανταγωνιστικότητα κόστους οι απαιτήσεις των μισθωτών, επομένως οι αυξήσεις των μισθών (λαμβανομένης υπόψη και της παραγωγικότητας της εργασίας), τότε θα πρέπει μεθοδολογικά να συγκρίνουμε το μοναδιαίο κόστος εργασίας σε εθνικά νομίσματα –αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να αποδώσουμε στις αυξήσεις των μισθών, μεταβολές που οφείλονται στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος να εμφανίζεται κάθε ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι των νομισμάτων των εμπορικών εταίρων της Ελλάδας ως αποτέλεσμα των υποτιθέμενων παράλογων απαιτήσεων των εργαζομένων. Με βάση τέτοια λανθασμένα συμπεράσματα καλούνται οι εργαζόμενοι, επιδεικνύοντας αυτοσυγκράτηση, να αναλάβουν εκείνοι την αναπλήρωση της απώλειας ανταγωνιστικότητας που οφείλεται στην αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επομένως, για να έχουμε την ορθή εκτίμηση της επίπτωσης των απαιτήσεων των εργαζομένων στην ανταγωνιστικότητα τιμής απαιτείται να εξετάσουμε τον εθνικό δείκτη του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες των 35 άλλων βιομηχανικών χωρών, σε εθνικά νομίσματα, λαμβανομένης υπόψη της γεωγραφικής και της κλαδικής κατανομής εκάστης χώρας στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας, έτσι ώστε στον δείκτη να μην περιλαμβάνεται η επίπτωση των μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Προκύπτει από την ανάλυση που εκτίθεται στην εργασία αυτή, ότι στη διάρκεια των ετών 1995-2008, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος στις 35 βιομηχανικές χώρες, σε εθνικά νομίσματα, παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ολόκληρη η αύξηση του σταθμισμένου μοναδιαίου κόστους εργασίας σε δολάρια (περίπου 20%) οφείλεται στις μεταβολές της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (NEER) δηλαδή στην ανατίμηση του ευρώ, και σε αλλαγές στη γεωγραφική σύνθεση του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώνεται εξαιτίας των απαιτήσεων των μισθωτών, αφού αυτές αυξήθηκαν με τον ίδιο περίπου ρυθμό με τον μέσο όρο των ανταγωνιστριών χωρών λαμβανομένων υπόψη και των διαφορετικών αυξήσεων της παραγωγικότητας.
Το πραγματικό ετήσιο κόστος εργασίας στην Ελλάδα, συγκρινόμενο με ορισμένες περιοχές αναφοράς παρουσίασε, κατά την περίοδο 1995-2009, αυξημένες τάσεις. Αυτό έχει περιορίσει την απόσταση έναντι των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, το πραγματικό ετήσιο κόστος εργασίας στην Ελλάδα παρέμενε, το 2009, σημαντικά χαμηλότερο από την αντίστοιχο στις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες: περίπου κατά 35% έναντι των μικρών χωρών της βόρειας Ευρώπης, 25 % έναντι της Γαλλίας και της Βρετανίας, περίπου 20% έναντι της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Στη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου 1995-2009, το μέσο περιθώριο κέρδους της ελληνικής οικονομίας (40%) ήταν το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 18 πιο προηγμένων χωρών, με εξαίρεση την Ιρλανδία. Ακόμη και το 2010, παρά την κάμψη του μέσου περιθωρίου (-5%) εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, οι επιχειρήσεις της Ελλάδας διατηρούν τα υψηλότερα περιθώρια μαζί με την Ιρλανδία, την Γερμανία και την Ισπανία.
Έναντι των 35 κυριότερων ανταγωνιστριών χωρών τα περιθώρια κέρδους στην Ελλάδα μειώθηκαν ελαφρά (μείωση της τάξης του 5%). Αυτή η μείωση προήλθε από το γεγονός ότι οι πρόοδοι στην παραγωγικότητα της εργασίας μετά το 2002 στην Ελλάδα δεν ήταν μεγαλύτερες από όσο στις αντίστοιχες στις 35 ανταγωνίστριες χώρες, ενώ αντίθετα οι μέσες ετήσιες ακαθάριστες αποδοχές, επομένως και το μέσο ετήσιο πραγματικό κόστος εργασίας, συνέχισαν την άνοδό τους στην Ελλάδα με ρυθμούς ταχύτερους από όσο στις 35 ανταγωνίστριες χώρες. Εντούτοις, η μείωση αυτή στο μέσο περιθώριο κέρδους ήταν μικρή (5%) και είχε ως σημείο εκκίνησης το πολύ υψηλό επίπεδο του 40% ενώ στις άλλες χώρες το αντίστοιχο περιθώριο κυμαίνεται μεταξύ 10% και 35% (και είναι μικρότερο του 30% στις περισσότερες περιπτώσεις).
Η ανταγωνιστικότητα τιμής αναλύεται σε τρεις συνιστώσες: α) στην ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας, που συγκρίνει το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα έναντι των 35 κυριοτέρων ανταγωνιστριών χωρών, β) στην ανταγωνιστικότητα των περιθωρίων κέρδους, που συγκρίνει τα περιθώρια κέρδους στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα στις 35 ανταγωνίστριες χώρες, και γ) στην ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, μέσω της οποίας οι μεταβολές του εγχώριου κόστους εργασίας και οι αντίστοιχες μεταβολές στις 35 ανταγωνίστριες χώρες γίνονται συγκρίσιμες σε κοινό νόμισμα.
Από την ανάλυση της ανταγωνιστικότητας τιμής της Ελλάδας σε τρεις συνιστώσες, προκύπτει ότι η συμβολή των περιθωρίων κέρδους στην ανταγωνιστικότητα τιμής υπήρξε θετική, πλην όμως μικρή: Η αθροιστική επίπτωση που είχαν οι μειώσεις του μέσου περιθωρίου κέρδους στην ανταγωνιστικότητα τιμής, κατά τα έτη 1995-2010, ανήλθε σε 5% (ήτοι 0,3% ετησίως). Παρά την πολύ ισχυρή ανταγωνιστική πίεση που δέχθηκε η ελληνική οικονομία μετά την υιοθέτηση του ευρώ, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα θυσίασαν μόλις ένα μικρό ποσοστό των περιθωρίων κέρδους προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα τιμής. Η στάση αυτή των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν τον διεθνή ανταγωνισμό, πιθανότατα σχετίζεται με τα υψηλά περιθώρια κέρδους που επικρατούν στο προστατευμένο (μη εκτεθειμένο στον διεθνή ανταγωνισμό) τμήμα της ελληνικής οικονομίας, και τα οποία εμφανίζονται ως εναλλακτικό όφελος (opportunity cost) για τις επιχειρήσεις του εξωστρεφούς τμήματος της ελληνικής οικονομίας.
Η συμβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην ανταγωνιστικότητα τιμής ήταν θετική, πλην όμως εξαιρετικά μικρή. Ακριβέστερα, η συμβολή του, από μακροχρόνια άποψη, υπήρξε ουδέτερη. Συμπερασματικά, από την ανάλυση της ανταγωνιστικότητας τιμής σε τρεις συνιστώσες, προκύπτει ότι τόσο οι μεταβολές στο μέσο περιθώριο κέρδους όσο και οι μεταβολές του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δεν επηρέασαν σημαντικά στην ανταγωνιστικότητα τιμής, κατά την περίοδο 1995-2009, αφού αθροιστικά μεταβλήθηκαν με ρυθμούς ανάλογους προς τους αντίστοιχους στις 35 κυριότερες ανταγωνίστριες χώρες. Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας τιμής των ελληνικών προϊόντων στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας οφείλεται στην ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ. Η ανατίμηση του ευρωπαϊκού νομίσματος κατέστησε τα ελληνικά προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες) ακριβότερα και υπέσκαψε την ανταγωνιστικότητά τους.
Η μακροοικονομική διαδρομή
που ακολούθησε η ελληνική οικονομία
προς την κρίση ανταγωνιστικότητας
Από τις μακροοικονομικές εξελίξεις, όπως αυτές έχουν εκτεθεί στις ετήσιες εκθέσεις του ΙΝΕ, προκύπτει ότι τα έτη από το 1996 έως το 2004, ήταν μια περίοδος ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία σχετιζόταν με την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων και τις συνακόλουθες δαπάνες, την πτώση των πραγματικών επιτοκίων, τις εισροές πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και κεφαλαίων από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, τις πραγματικές αυξήσεις των μισθών και την συνακόλουθη άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης, την υψηλή κερδοφορία των παραγωγικών επιχειρήσεων και την αύξηση των επενδύσεων.
Η περίοδος αυτή χαρακτηριζόταν από υψηλές παραγωγικές επενδύσεις (επενδύσεις παγίου κεφαλαίου χωρίς τις οικοδομές) και αύξηση του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού. Οι δύο αυτοί παράγοντες ευνόησαν την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία αυξήθηκε συνολικά, στη διάρκεια της περιόδου 1995-2004, κατά 30%.
Η επιβράδυνση της παραγωγικότητας που ακολούθησε, κατά τα έτη 2004-2008 σχετιζόταν με δύο παράγοντες:
Πρώτον, με την σοβαρή επιβράδυνση της επενδυτικής δραστηριότητας μετά το 2003. Κατά το 2004-2005, υπήρξε επιβράδυνση της εσωτερικής ζήτησης που συνόδευε την ολοκλήρωση της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι επιχειρήσεις, όμως, προβαίνουν σε λιγότερες και μικρότερου μεγέθους επενδύσεις όταν επιβραδύνεται η ζήτηση. Καθώς εξασθενίζει η επενδυτική δραστηριότητα σε παραγωγικές επενδύσεις, μειώνεται και η υποκατάσταση εργασίας από πάγιο κεφάλαιο και επιβραδύνεται η μεταφορά νέων τεχνολογιών στην παραγωγή. Μαζί με αυτήν μειώνεται και ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας.
Δεύτερον, παρά την επιβράδυνση της εσωτερικής ζήτησης που συνόδευε την ολοκλήρωση της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων, ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού υπερέβη τον «κανονικό», συνήθη, βαθμό χρήσης (normal capacity) πέραν του οποίου η παραγωγή χαρακτηρίζεται από φθίνουσες αποδόσεις. Από το 2004, ο όγκος της παραγωγής είχε υπερβεί το δυνητικό επίπεδο παραγωγής.
Αλλά και η ανάκαμψη των ετών 2006-2007 βασίστηκε κυρίως στην κατανάλωση και την ανάπτυξη του οικοδομικού τομέα (αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, μείωση των ονομαστικών επιτοκίων χάρη στην υιοθέτηση του ευρώ και των πραγματικών επιτοκίων χάρη στο γεγονός ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα υπερέβαινε τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης, δανεισμός των νοικοκυριών, αύξηση της ζήτησης για κατοικίες). Το ποσοστό επένδυσης ανέκαμψε μετρίως, καλύπτοντας λιγότερο από το 1/2 της υποχώρησης που είχε σημειώσει κατά το 2004-2005. Ως αποτέλεσμα, το 2006-2007, η παραγωγικότητα της εργασίας ακολούθησε μεν την ανάκαμψη της ζήτησης και του ΑΕΠ, πλην όμως, ο μέσος ρυθμός αύξησής της κατά το 2006-2007 υπολειπόταν των επιδόσεων των προηγουμένων ετών (μέσος όρος 1,7% έναντι 3,5% σε ετήσιους ρυθμούς). Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά την τετραετία 2005-2008 ανήλθε σε περίπου 6% αθροιστικά, ενώ κατά τις δύο προηγούμενες τετραετίες (2001-2004 και 1997-2000) είχε υπερβεί το 12% για κάθε μία από αυτές.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα, η μεν παραγωγή να αυξηθεί πάνω από την μακροχρόνια τάση της και η ανεργία να μειωθεί για πρώτη φορά σε επίπεδο συγκρίσιμο με αυτό των πρώτων ετών της δεκαετίας του 1990, πλην όμως, η παραγωγικότητα να επιβραδύνεται. Είχαν συγκεντρωθεί, έτσι, οι συνθήκες για την συνέχιση των αυξήσεων στις ονομαστικές αμοιβές, που όντως ακολούθησαν πορεία αύξησης, ενώ η παραγωγικότητα αυξανόταν πλέον με ρυθμούς μικρότερους του 2%. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας, όμως, είναι ο λόγος των μέσων ακαθάριστων ετήσιων αμοιβών εργασίας προς την παραγωγικότητα της εργασίας. Ο τύπος της ανάπτυξης της περιόδου από το 2004 έως το φθινόπωρο του 2008 ήταν τέτοιος που ευνοούσε την αύξηση του αριθμητή (δηλαδή των μισθών) χωρίς να διασφαλίζει την αναλογική αύξηση του παρονομαστή (δηλαδή της παραγωγικότητας της εργασίας). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, μετά το 2004, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα να εμφανίζεται αυξημένο, τόσο έναντι των προηγουμένων ετών, όσο και συγκρινόμενο με περιοχές αναφοράς όπως η ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση των 15. Βέβαια, ένας δευτερεύων παράγοντας της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας έναντι περιοχών αναφοράς όπως η ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 παλαιών χωρών μελών, ήταν το γερμανικό κοινωνικό dumping, δηλαδή η δραματική και ασυνήθιστη συγκράτηση των μισθών στην Γερμανία, μια χώρα που έχει αυξημένο βάρος στην σύνθεση των εν λόγω περιοχών αναφοράς.
Θα έπρεπε, ενδεχομένως, να ενσωματώσουμε στην παραπάνω ερμηνεία της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας την διαπίστωση ότι οι απαιτήσεις των μισθωτών, όσον αφορά τις αποδοχές τους, τείνουν να ευθυγραμμιστούν με την παραγωγικότητα της εργασίας (δηλαδή με τον γενικό πλούτο της κοινωνίας) μόνο στην μακροχρόνια διάρκεια (Layard, Nickell and Jackman 1991, Rowthorn 1977, Carlin and Soskice 2006), και στον βαθμό βεβαίως που αυτό το επιτρέπει ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων. Έχει παρατηρηθεί (Ball and Moffitt 2001, Stiglitz 1997) ότι οι απαιτήσεις των εργαζομένων μακροχρόνια τείνουν να προσαρμοστούν μεν στις μεταβολές του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, συνήθως όμως με κάποια υστέρηση. Έτσι, είναι δυνατόν να παρατηρήσουμε χρονικές περιόδους κατά τις οποίες οι απαιτήσεις και η παραγωγικότητα δεν συγχρονίζονται και προκαλούν σημαντικές μεταβολές στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Αυτή η διαπίστωση είναι πιθανότατα χρήσιμη και για την ερμηνεία των μεταβολών του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα μετά το 2004 και μέχρι την έναρξη της οικονομικής κρίσης, δηλαδή κατά μία περίοδο στην διάρκεια της οποίας η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνθηκε.
Ένα ερώτημα που απορρέει από την παραπάνω ανάλυση, είναι σε ποιους παράγοντες πρέπει να αποδώσουμε την συνέχιση της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας μετά το 2004, με τους όρους που περιγράψαμε (στήριξη στην ιδιωτική κατανάλωση, στον δανεισμό, στην οικοδομική δραστηριότητα, με ταυτόχρονη χαλάρωση της επενδυτικής προσπάθειας σε παραγωγικό κεφάλαιο και επιβράδυνση της παραγωγικότητας της εργασίας). Οι παράγοντες στους οποίους μπορούμε να αποδώσουμε την συνέχιση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ με ταχείς ρυθμούς μετά το 2004, σχετίζονται με την στρεβλή αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης της ευρωζώνης[1].
Πρώτον, τα ονομαστικά μακροπρόθεσμα επιτόκια σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, ήταν υψηλά έως την ένταξή τους στην ζώνη του ευρώ. Έτσι, ενώ όλες οι χώρες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης απήλαυσαν χαμηλών ονομαστικών επιτοκίων, το όφελος για τις «περιφερειακές» χώρες της ζώνης του ευρώ υπήρξε κατά πολύ μεγαλύτερο. Στις χώρες αυτές, τα χαμηλά επιτόκια (και οι διαρθρωτικές αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα) οδήγησαν στην αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας και του προστατευμένου από τον διεθνή ανταγωνισμό τομέα της οικονομίας, με μεγάλη αυξητική επίπτωση στον πληθωρισμό.
Δεύτερον, ένα κοινό για όλες τις χώρες ονομαστικό επιτόκιο μετατρέπει τις διαφορές πληθωρισμού σε διαφορές πραγματικών επιτοκίων μεταξύ των χωρών μελών. Στις χώρες με υψηλότερο πληθωρισμό, η ζήτηση αυξήθηκε (ιδιαίτερα την οικοδομή) χάρη στα χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια (van den Noord 2004). Στην Ελλάδα, η πτώση των επιτοκίων, ονομαστικών και πραγματικών, που οφειλόταν στην ίδια την λειτουργία της νομισματικής ένωσης (σε συνδυασμό με τις αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό τομέα) έδωσε μεγάλη ώθηση στην οικοδομική δραστηριότητα. Η επένδυση σε κατοικίες έφθασε στο απόγειό της κατά την διετία 2006-2007 (αθροιστικά 35,5 δισ. ευρώ). Η ιδιωτική κατανάλωση (2006-2007) που στηρίχθηκε στον δανεισμό και τις αυξήσεις του διαθέσιμου εισοδήματος, η επένδυση σε κατοικίες και η δημόσια κατανάλωση το 2007, οδήγησαν σε σημαντική μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Η ίδια η αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης επέτρεψε, λοιπόν, στην ελληνική οικονομία να συνεχίσει την μεγέθυνσή της μέχρι ότου εξαντλήσει και υπερβεί τις δυνατότητές της: ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, κατά την τριετία 2006-2008 υπερέβαινε σημαντικά τόσο τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης όσο και την μακροχρόνια τάση μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Με την πάροδο του χρόνου τέθηκε σε λειτουργία η προσαρμογή της οικονομίας διαμέσου της ανταγωνιστικότητας καθώς ο υψηλός πληθωρισμός οδήγησε σε αύξηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και σε απώλειες της ανταγωνιστικότητας τιμής. Η πραγματική ανατίμηση, σύμφωνα με τις θεωρητικές κατασκευές που στηρίζουν την ύπαρξη και την ανάπτυξη της ΟΝΕ, θα έπρεπε να είχαν μειώσει την συνολική ζήτηση μειώνοντας την εξωτερική της συνιστώσα. Εντούτοις, η επίπτωση από τα χαμηλά επιτόκια και την αύξηση του πληθωρισμού (που σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στον μη διεθνοποιημένο τομέα της οικονομίας) αποδείχθηκε ισχυρότερη του διαύλου προσαρμογής μέσω της ανταγωνιστικότητας τιμής (EC 2006) για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων, στην Ελλάδα, η επένδυση στον μη διεθνοποιημένο τομέα της οικονομίας έγινε ελκυστικότερη έναντι του διεθνοποιημένου τομέα που βρισκόταν υπό την πίεση της μειούμενης ανταγωνιστικότητας τιμής, και η οικοδομή και το εσωστρεφές τμήμα του τομέα των υπηρεσιών γνώρισαν σημαντική άνθηση. Για όσον καιρό η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν και η απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμής παρήγαγε ανεπαρκώς ισχυρά υφεσιακά αποτελέσματα, η προσαρμογή της οικονομίας καθυστερούσε. (Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε χάρη και στην θεαματική άνοδο της ελληνικής ναυτιλίας στον διεθνή ανταγωνισμό παράλληλα με τις μεγάλες αυξήσεις των ναύλων που είχε επέλθει χάρη στη διεθνή συγκυρία).
Συνοψίζοντας, όσον αφορά τον σχηματισμό των μισθών και του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η αύξηση των ακαθάριστων ετήσιων αμοιβών μετά το 2004 ανάγεται στην σημαντική πτώση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο με τη σειρά του οφειλόταν στην συνέχιση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ με ταχείς ρυθμούς από το 2006 έως το 2008. Η μεγέθυνση αυτή βασίστηκε στα χαμηλά επιτόκια που επιτεύχθηκαν χάρη στην συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ, στην κατανάλωση, τον δανεισμό και την οικοδομική δραστηριότητα, με μικρή συμμετοχή των παραγωγικών επενδύσεων. Για τον λόγο αυτό, χαρακτηριζόταν από το φαινόμενο της εξάντλησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Ήταν, δηλαδή, ο ίδιος ο τύπος της ανάπτυξης που ευνοούσε την αύξηση των αμοιβών εργασίας και την επιβράδυνση της παραγωγικότητας, επομένως οδηγούσε σε αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Ωστόσο, τα εμπορεύματα δεν ανταγωνίζονται τα μεν τα δε με κριτήριο το κόστος εργασίας αλλά με τις τιμές τους. Για τον λόγο αυτό μας ενδιαφέρει ο σχηματισμός των τιμών. Αυτός πραγματοποιείται με την εφαρμογή ενός περιθωρίου κέρδους επί του μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Τα περιθώρια κέρδους στην Ελλάδα παραμένουν από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 ακόμη και μετά την ένταξη της ελληνικής οικονομίας σε ένα άκρως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον χωρίς την προστασία του εθνικού νομίσματος. Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αντί να επωμιστούν το κόστος της προσαρμογής τους στον διεθνή ανταγωνισμό, επεδίωξαν να μεταφέρουν στους εργαζόμενους την πίεση του ανταγωνισμού (προκειμένου να μειωθεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας και να ενισχυθεί έτσι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων).
Ωστόσο, αυτός ο στόχος δεν είχε επιτευχθεί μέχρι την έναρξη της κρίσης εξαιτίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής η οποία, μετά το 2004, επεδίωξε την συνέχιση της οικονομικής μεγέθυνσης και οδήγησε σε μείωση του ποσοστού ανεργίας που ως γνωστόν ενισχύει την διαπραγματευτική δύναμη των εργατικών συνδικάτων, αλλά και των μεμονωμένων εργαζομένων, έναντι του εργοδότη τους. Οι αυξήσεις των μισθών που επηρεάστηκαν από την πτώση του ποσοστού ανεργίας δεν οδήγησαν, όμως, σε μείωση των περιθωρίων κέρδους καθώς αντίστοιχα είχε αυξηθεί και η διαπραγματευτική θέση των επιχειρήσεων στις αγορές προϊόντων. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας είχε υπερβεί τον κανονικό βαθμό χρησιμοποίησης, το παραγωγικό κενό είχε καταστεί θετικό και το επίπεδο παραγωγής είχε υπερβεί την μακροχρόνια τάση ανάπτυξης του ΑΕΠ, επιτρέποντας έτσι στις επιχειρήσεις να δίνουν σχετικά μικρή σημασία στις πιέσεις του ανταγωνισμού και να αυξάνουν τις τιμές τους (βλ. σχετικά στο Κεφάλαιο 2).
Προκειμένου να είχε αντισταθμιστεί η μεγάλη μείωση της ανταγωνιστικότητας τιμής των ελληνικών προϊόντων, θα έπρεπε να είχαν προσαρμοστεί αναλόγως οι τιμές στην Ελλάδα, σε εθνικό νόμισμα (σε ευρώ), με μείωση των περιθωρίων κέρδους είτε του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Οι δύο όμως πλευρές, δηλαδή οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι υπερασπίστηκαν με επιτυχία τα εισοδηματικά μερίδιά τους στο ΑΕΠ (διότι οι συνθήκες υπερθέρμανσης της οικονομίας το επέτρεπαν).
Οι μεν εργαζόμενοι προσπάθησαν να αυξήσουν την αγοραστική δύναμη των αποδοχών τους ώστε να πλησιάσει τον μέσο όρο των πιο αναπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δε επιχειρήσεις προσπάθησαν να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους στο εξαιρετικά υψηλό επίπεδο που βρίσκονταν στην αρχή της υπό εξέταση περιόδου (δηλαδή το 1995). Οι επιδιώξεις των δύο πλευρών εμφανίζονται ως συμμετρικές μεν αλλά υποκρύπτουν ασύμμετρες απαιτήσεις: οι μεν εργαζόμενοι επεδίωξαν την σύγκλιση των αποδοχών τους με τον μέσο όρο των πιο προηγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δε επιχειρήσεις την διατήρηση των προνομίων τους έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου (βλ. στο Κεφάλαιο 1).
Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων οδήγησε σε αυξήσεις των τιμών τις οποίες δεν μπορούσε να υποστηρίξει το παραγωγικό σύστημα της χώρας στον διεθνή ανταγωνισμό με δεδομένα τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του. Οι αυξήσεις των τιμών, με την συμβολή και της ανατίμησης του ευρώ, αλλά και τις μεγάλες αυξήσεις στην εσωτερική ζήτηση, οδήγησαν το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών σε επίπεδα υψηλότερα του 10% του ΑΕΠ. Κατόπιν τούτου, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, (του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού) εμφανίστηκε από τους διεθνείς οργανισμούς ως η αναγκαία λύση.
Η διαρθρωτική πολιτική που ασκείται σήμερα (2010-2011) προκειμένου να επιτευχθεί η εσωτερική υποτίμηση, επιχειρεί να λύσει το πρόβλημα που δημιουργήθηκε από τις αντικρουόμενες και ασύμβατες απαιτήσεις μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων, όπως τις περιγράψαμε παραπάνω, με διοικητική μέθοδο, παίρνοντας χωρίς προσχήματα το μέρος των επιχειρήσεων και επιβάλλοντας στην αγορά εργασίας και στο κοινωνικό κράτος ρυθμίσεις που αλλάζουν καθοριστικά το περιεχόμενο και τον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος των εργαζομένων. Με άλλα λόγια, επιβάλλεται η συστημική μετεξέλιξη του μοντέλου του κοινωνικού κορπορατισμού (κράτος, εργαζόμενοι, εργοδότες), με την ταυτόχρονη από κάθε άποψη περιθωριοποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας.
[1] 1 Το 2004 ήταν ήδη ορατό ότι η ίδια η ΟΝΕ είναι πηγή μακροοικονομικών
αποκλίσεων μεταξύ των χωρών (Lane 2006, Ahearne and Pisany-Ferry 2006,
Hoeller, Giorno, and de la Maisonneuve 2004, Arghyrou and Chortareas 2008).
Μπορείτε να επισκεφτείτε το σάιτ του Ηλία Ιωακείμογλου στο:
http://ioakimoglou.netfirms.com/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου