Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Σοφία Σακοράφα: Κυρίαρχη ανάγκη για απάντηση στην κρίση οι θέσεις και η ενότητα της αριστεράς



ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Κυρίες και κύριοι
Αγαπητοί σύνεδροι,
Θεωρώ εξαιρετική τη σημασία των εργασιών του τριήμερου διεθνούς συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στην Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει εξαπολυθεί μια λυσσώδης προπαγάνδα μέσα από την οποία ο καπιταλισμός επιδιώκει για άλλη μια φορά να μετατρέψει την κρίση που ο ίδιος προκάλεσε σε όφελός του.
Η ελληνική κοινωνία βιώνει τον τελευταίο χρόνο αυτήν την τελική επίθεση στην απόλυτη έντασή της.
Αφενός με την προβολή ενός εκβιαστικού μονόδρομου, τον οποίο ασμένως έχει υιοθετήσει σαν πολιτική επιλογή και εφαρμόζει η σημερινή κυβέρνηση,
κι αφετέρου με μια αριστοτεχνικά μεθοδευμένη καλλιέργεια συλλογικών ενοχών κι ενός κλίματος κοινωνικού αυτοματισμού, ώστε η νοσηρή κορυφή της πυραμίδας να παραμείνει ανέγγιχτη ενώ σπαράσσεται εμφυλιοπολεμικά η βάση της, οι εργαζόμενοι της χώρας μας.
Ουσιαστικά η καλύτερη περιγραφή αυτής της κατάστασης αποτυπώνεται έξοχα με τη ρήση του Μπαντιού : ΄΄ βλέπουμε το κακό να χορεύει πάνω στα ερείπια του κακού΄΄.
Σ΄ αυτή την κρίσιμη συγκυρία η ελληνική αριστερά καλείται να σηκώσει το βάρος του ιστορικού της ρόλου και να σηματοδοτήσει τις εξελίξεις.
Έχει υποχρέωση να συγκρουστεί με τις θεολογικού τύπου προσεγγίσεις των συστημικών δυνάμεων που είτε καλυμμένα είτε απροκάλυπτα ακολουθούν το μοναδικό δρόμο της υποταγής στο ΔΝΤ και στην Τρόικα.


Και έχει υποχρέωση να συνθλίψει την μοιραία και αντιδιαλεκτική αυτή τους στάση και να συμπαρασύρει την κοινωνία, συνειδητά αποφασισμένη ότι μπορεί και να απαιτήσει και να διεκδικήσει και να εφαρμόσει ένα άλλο μοντέλο, εφικτό και υλοποιήσιμο.
Πιστεύω ότι και αυτό το συνέδριο θα σηματοδοτήσει τη συνειδητή επιλογή της αριστεράς να πάψει επιτέλους να παίζει το ρόλο του αμήχανου παρατηρητή, ένα ρόλο που δικές της παθογένειες κατά κύριο λόγο της επεφύλαξαν επί μακρόν.
Σ΄ αυτή τη βάση ευχαριστώ θερμά που μου δίνεται βήμα σε μια τέτοια πρωτοβουλία.
Κυρίαρχο το ερώτημα στο σημερινό πάνελ, κυρίαρχο και στην ελληνική κοινωνία.
Πώς φτάσαμε έως εδώ;
Ποιές είναι οι αιτίες της κρίσης που βιώνουμε;
Δεν θα ήθελα να κουράσω με μια μακρά αναφορά των αιτίων και αιτιών που οδήγησαν στην σημερινή παγκόσμια κρίση.
Εξ άλλου αυτό το έχουν κάνει πριν από μένα ομιλητές με ειδικές γνώσεις.
Θα αναφερθώ επιγραμματικά:
Στο δυτικό καπιταλισμό, από τη δεκαετία του 70, η ιδιοκτησία αρχίζει να γίνεται έμμεση.
Κάτοχοι των μέσων παραγωγής είναι το χρηματιστηριακό κεφάλαιο.
Μια απρόσωπη ιδιοκτησία που σε μεγάλο βαθμό αγνόησε την πραγματική οικονομία και την υλική βάση ανάπτυξής της, που στον καπιταλισμό είναι η υπεραξία.
Κέντρο της οικονομίας έγιναν οι δανειακές ανάγκες, τα πλεονάσματα, με λίγα λόγια το εμπόριο του χρήματος, που σηματοδοτεί και το πέρασμα του καπιταλισμού σε μια φάση που περιγράφεται με τη διαπίστωση ότι το σύστημα έπαψε να είναι παραγωγικό.
Η παγκόσμια κρίση του 2007, η οποία προκλήθηκε από τη γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και την φούσκα που προηγήθηκε, αποτελεί την αδιάσειστη τεκμηρίωση και της φύσης του σημερινού καπιταλισμού, αλλά και της σημερινής κρίσης.
Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, ο δυτικός καπιταλισμός, ο άυλος, ο ανώνυμος, έχει ανάγκη από παραγόμενες υπεραξίες, από αγαθά με λίγα λόγια.
To γεγονός ότι στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, η μεγαλύτερη ασφάλεια για το νόμισμά τους είναι ο κλασσικός τρόπος παραγωγής, αποδεικνύει ότι η βάση είναι πάντα η υπεραξία στο εμπόρευμα.
Όταν το χρήμα δε βασίζεται σε αυτήν, τότε απλώς η οικονομία καταρρέει.
Και ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είχε ουδέποτε μια ισχυρή και ανταγωνιστική αστική τάξη που να επενδύει σε νέες τεχνολογίες, να βελτιώνει την παραγωγικότητα, να καταλαμβάνει ισχυρούς ρόλους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Η αστική τάξη της Ελλάδας υπήρξε παρασιτική και κρατικοδίαιτη και ποτέ δεν υπηρέτησε τον ιστορικό της ρόλο.
Στα κρίσιμα μεταίχμια όπως η βιομηχανική επανάσταση, η τεχνολογική επανάσταση, η έκρηξη της πράσινης οικονομίας, δεν επένδυσε, δεν αναπτύχθηκε. Στηρίχθηκε πάντα στο άκοπο κέρδος.
Και βέβαια είναι τεράστια η ευθύνη που έχει το πολιτικό σύστημα, τα δύο κόμματα εξουσίας, αφού εξαργύρωναν και εξαργυρώνουν τη διατήρησή τους στην εξουσία με μία μόνιμη κάνουλα τροφοδότησης του μεγάλου κεφαλαίου.
Αυτό το στρεβλό μοντέλο, σήμερα πια μεγενθυμένα και εξόφθαλμα δρέπει τα αποτελέσματά του :
Ελλείμματα, δημόσιο χρέος, ανύπαρκτη παραγωγική βάση.
Και τούτη την ύστατη στιγμή τί κάνει?
Ενεργοποιεί ένα μηχανισμό προπαγάνδας και πολιτικής χυδαιότητας που ενοχοποιεί τα κοινωνικά κεκτημένα, τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, το κόστος εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Ερμηνεύει δηλαδή την κρίση στη βάση της μεταφοράς ευθυνών στην ελληνική κοινωνία και όχι στη βάση των δομικών χαρακτηριστικών της, αλλά και των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας.
Στοχοποιεί, εξοντώνει, καταστρέφει.
Έχω διατυπώσει πολλές φορές την άποψη ότι η ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποίησε την κρίση για να καταφέρει στρατηγικού τύπου επιλογές.
Η προσφυγή στο ΔΝΤ δεν υπήρξε το αποτέλεσμα μιας δύσκολης συγκυρίας, αλλά ο μελετημένος σχεδιασμός μιας πολιτικής επιλογής.
Μιας πολιτικής επιλογής που είτε από ανικανότητα διαβάσματος των προσεχών σκηνών, είτε από σκοπιμότητα στήριξης συγκεκριμένων συμφερόντων, μας έχει φέρει σε ιστορικό αδιέξοδο.
Γιατί σήμερα πια οι αυταπάτες τελείωσαν, οι αφελείς προσδοκίες περί καλύτερων ημερών γκρεμίστηκαν με τον πλέον ηχηρό τρόπο.

Η οικονομία έχει μπει σε μεγάλη ύφεση και πληθωρισμό.
Το χρέος διογκώνεται.
Η παραγωγική βάση συρρικνώνεται.
Ο κοινωνικός ιστός αποδιοργανώνεται.
Η εθνική κυριαρχία αποδυναμώνεται.
Σε αυτή τη φάση, ας μη γελιόμαστε, υπάρχουν θύματα και θύτες.
Οι θύτες, εγχώριοι και ξένοι, απλά περιμένουν να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας την περιουσία του ελληνικού λαού, να εμπορευματοποιήσουν με στόχο το κέρδος τα δημόσια αγαθά, να ιδιοποιηθούν μέσω κρίσιμων ιδιωτικοποιήσεων τους στρατηγικούς πυλώνες της πατρίδας μας.
Και τα ερωτήματα που μπαίνουν επιτακτικά είναι:
Υπάρχει απάντηση;
Υπάρχει άλλος δρόμος;
Είναι δύο ξεχωριστά ερωτήματα με απόλυτη όμως συνάφεια.
Γιατί σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση για τη χάραξη ενός άλλου δρόμου είναι να διαπιστώσουμε εάν απέναντι σε αυτήν την πολιτική υπάρχει απάντηση άλλης πολιτικής.
Και σ΄ αυτό το σημείο θα θέσω μια απορία που για πολλούς είναι κοινός τόπος :
Πώς είναι δυνατό σήμερα, στην πλέον επιθετική φάση του καπιταλισμού, η αριστερά να μην έχει την πολιτική απήχηση, άρα και την πολιτική δύναμη που της αντιστοιχεί;
Πώς είναι δυνατό δηλαδή, με απλά λόγια, σήμερα η αριστερά να μην είναι η απάντηση;
Κι εδώ αναδεικνύονται οι ιστορικές ευθύνες της αριστεράς.
Το αριστερό κίνημα “κάθισε” πάνω στις μεταπολεμικές κατακτήσεις του και στην ισορροπία που διαμορφώθηκε.
Πίστεψε πως ο τροχός της ιστορίας είχε αρχίσει να κυλάει προς τα μπρος και τίποτα δεν θα τον σταματούσε και αναλώθηκε σε ενδοσκοπικές αναζητήσεις.
Κατέληξε ο αμήχανος παρατηρητής των εξελίξεων που ανέφερα στην αρχή.
Η κοινωνία φώναζε αλλά εμείς ήμασταν κλεισμένοι σε ηχομωνομένες αίθουσες και ακούγαμε μόνο τις φωνές μας.
Και φτάσαμε ακόμα και σήμερα να βλέπουμε εκπληκτοι και αμήχανοι κιόλας τα γεγονότα στην Αίγυπτο και στη γύρω περιοχή.
Λογικό.
Αυτοί μέσω facebook και twitter κι εμείς με τον απαρχαιωμένο επεξεργαστή που δεν μπορεί καν να διαβάσει πόσο μάλλον να κατανοήσει τις καινούργιες γλώσσες επικοινωνίας.

Κυρίες, Κύριοι σύνεδροι,
Πιστεύω ότι οι πολιτικές απαντήσεις της αριστεράς με δύο τρόπους διατυπώνονταν πάντα και ειδικά στις σημερινές κρίσιμες στιγμές.
Με δύο τρόπους άρρηκτα δεμένους μεταξύ τους.
Τη θεωρία και το κίνημα.
Αυτές είναι οι δύο απαντήσεις.
Και για να υπάρξει κίνημα πρέπει να υπάρξει ο οδηγός δράσης που είναι η θεωρία.
Κι η διαπίστωσή μου είναι λυπηρή.
Εάν εξαιρέσουμε μια μεταφυσικού τύπου θεωρητική προσέγγιση, αυτή που εναποθέτει την επίλυση των πάντων σε μια ύστερη επαναστατική στιγμή, πάσχουμε από οδηγό δράσης.
Από την άλλη, ο οδηγός δράσης δεν μπορεί να καταστρώνεται εάν δεν υπάρχει αυτός ο πλούτος του κινήματος,
που εγκυμονεί, γεννά και πολλαπλασιάζει,
που επανατροφοδοτεί τη θεωρία με νέα δεδομένα, με νέες δυνάμεις,
που δοκιμάζει αυτόν το θεωρητικό καμβά .
Η πράξη είναι άλλωστε το μέτρο της θεωρίας, το κριτήριο που δείχνει την ερμηνευτική ικανότητα και τα όρια της.
Αυτός είναι ο όρος για την επικαιροποίηση, την επαναθεμελίωση, την ανακάλυψη νέων σταδίων.
Αυτός είναι ο όρος μιας δυναμικής θεωρίας, ενός δυναμικού και εξελικτικού οδηγού δράσης.
Από την άλλη πλευρά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στην αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, μια διαρκή κινητικότητα, μια διαρκή αγωνία.
Έστω αποσπασματική, έστω χωρίς ισχυρές θεωρητικές νομιμοποιήσεις, αλλά πάντως διαρκή, εμφανή, πείσμονα και συγκρουσιακή.
Μια αγωνία που δεν εκφράζεται μόνον μέσα σε συνθήκες κρίσης.
Οφείλω να αναγνωρίσω ότι η αριστερά προσπαθεί να μπει στη σκηνή πριν ο πρωταγωνιστής πεθάνει, συνταγή που ακολουθούν τα κόμματα εξουσίας.
Αυτή η αντίληψη έστω κι αν είναι ποσοτική, με την έννοια ότι δεν κατάφερε να μετατραπεί σε ένα ποιοτικό άλμα, έχει σήμερα μια τεράστια αξία.
Ο Χέγκελ έγραφε στη Λογική ότι στην ιστορία τα μεγαλύτερα αποτελέσματα προκύπτουν από τις μικρές αιτίες.
Νομίζω ότι αυτή είναι σήμερα η πολιτική συνεισφορά της αριστεράς.
Μπορεί, έχει και τη δύναμη και τη γνώση να παράγει μικρές αιτίες που να προετοιμάσουν το μεγάλο ποιοτικό άλμα.
Μέσα σε αυτό το πλέγμα των σκέψεων και των προσωπικών πολιτικών ανησυχιών,
ουσιαστικά εκκινώντας από αυτή τη λογική των μικρών αιτιών ή τριγμών,
υιοθετήθηκε και η σκέψη για τη Δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του δημοσίου χρέους.

Σ΄ αυτήν την πρόταση μπορούν να αναγνωστούν κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Ακουμπάει καταρχήν στη βάση μιας εφικτής και ήδη εφαρμοσμένης διαδικασίας με τελευταίο παράδειγμα τον Ισημερινό.
Αυτό σημαίνει ότι έχει μεθοδολογία, έχει αναφορά.
Στη συνέχεια έρχεται να απαντήσει σε κυρίαρχες ανάγκες.

Πρώτο. Στο δικαίωμα ενημέρωσης του ελληνικού λαού.
Είναι δημοκρατικό απαράβατο δικαίωμα οι πολίτες να μάθουν πώς και γιατί παρήχθη αυτό που σήμερα καλούνται να πληρώσουν.
Η διαδικασία αυτή γκρεμίζει κάθε δόγμα συλλογικής ευθύνης και δημιουργεί το πρώτο πολιτικό αντανακλαστικό, που είναι η αρχή της διάκρισης.

Δεύτερο. Απαντά στην ανάγκη συμμετοχής και δράσης της κοινωνίας.
Η ΕΛΕ δεν είναι επιτροπή σοφών, κλειστού τύπου, παρά αποκτά σάρκα και οστά μόνον στο βαθμό της μεγάλης εμπλοκής των συνδικάτων, των σωματείων, των οργανώσεων των πολιτών που ελέγχουν, διεκδικούν και αρνούνται.

Τρίτο. Διαπαιδαγωγεί σε μια τελείως διαφορετική πολιτική αντίληψη από το εάν η Ελλάδα μπορεί να πληρώσει το χρέος, αφού αλλάζει το ερώτημα στο τι πρέπει η Ελλάδα να πληρώσει από το χρέος.
Αυτή η νέα αντίληψη γκρεμίζει την υποτακτικότητα απέναντι στους κερδοσκόπους πιστωτές, με υποσχέσεις του τύπου ότι θα πληρώσουμε μέχρι κεραίας.
Αυτή η νέα αντίληψη απελευθερώνει δυνάμεις από το αξίωμα του μονόδρομου και τις φοβίες που προκαλεί
Αυτή η νέα αντίληψη απογυμνώνει πολιτικά και οικονομικά διευθυντήρια που αφαίμαξαν και καταχράστηκαν τον πλούτο του ελληνικού λαού.
Αυτή η νέα αντίληψη είναι πιθανά η μικρή αιτία που μπορεί να συμβάλλει με τις δικές της δυνάμεις και τη δική της δυναμική, στο μεγάλο ζητούμενο που είναι η γνώση.
Η γνώση που είναι, κατά την άποψή μου, η φύτρα κάθε κινήματος και η κινητήρια δύναμη παραγωγής πολιτικής.
Και φυσικά δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η κυβέρνηση θα αποδεχθεί τη συγκρότηση της ΕΛΕ.
Το αίτημα όμως παραμένει διαρκές χωρίς ημερομηνία λήξης.
Παράλληλα όμως εκμεταλλευόμαστε όλες τις δυνατότητες που έχουμε.
Τη γνώση και την εμπειρία Ελλήνων και ξένων ειδικών. Τη στήριξη και τη γνώση συνδικάτων και φορέων. Τη δυνατότητα συλλογής στοιχείων μέσω του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου. Επίσημες εκθέσεις και μελέτες θεσμών και φορέων του ίδιου του συστήματος. Στόχος μας να αποδείξουμε στον Ελληνικό λαό ότι το παράνομο του χρέους, δεν είναι ανεμόμυλος,
αλλά συγκεκριμένα στοιχεία, αναγνώσιμοι αριθμοί και συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.
Επιλογές που εξυπηρέτησαν συγκεκριμένα συμφέροντα και υπονόμευσαν επίσης συγκεκριμένα συμφέροντα, αυτά του ελληνικού λαού.
Και με την ευκαιρία που μου δίνεται κομίζω την πρόσκληση και πρόκληση στο συνέδριό σας και στους διαπρεπείς καλεσμένους σας.
Πιστεύοντας παράλληλα ότι κάθε πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση να ανοίξουν, πραγματικά και ουσιαστικά, οι λογαριασμοί είναι θετική.
Γιατί κάθε φορά που ανοίγουν λογαριασμοί, ανοίγουν και οι λογαριασμοί των λαών.
Και δεν μπορώ να μην αναφέρω και πάλι αυτό που έγραψε ο Λένιν πριν σχεδόν έναν αιώνα
΄΄Η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να γίνει αληθινά πολιτική συνείδηση, εάν οι εργάτες δεν μάθουν να απαντούν σε όλες χωρίς εξαίρεση τις περιπτώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, βίας και κατάχρησης΄΄.
Και πριν κλείσω δεν θέλω να αφήσω έωλη μια σχέση αιτιότητας που επικαλέστηκα, αυτή μεταξύ απάντησης και άλλου δρόμου :
Η διασύνδεση της απάντησης του κινήματος απέναντι στη βία και την κατάχρηση, με την πρόταση ενός άλλου δρόμου, είναι μια τέχνη.
Το πέρασμα δηλαδή από την αντίσταση, στην ανατροπή είναι μια τέχνη.
Μία τέχνη που δεν αναπτύσσεται ούτε με ελιτισμό, ούτε με φοβίες, ούτε με προσχηματικές αντιπαλότητες.
Ο ελιτισμός, με πρώτο παράγωγο την ιδεολογική καθαρότητα, οδηγεί στην περιχαράκωση και σε θρησκευτικού τύπου απομονωτισμό.
Ο ελιτισμός, με πρώτο παράγωγο την αυτοικανοποίηση, μετατρέπεται σε μια αδιέξοδη επαναστατική γυμναστική μπροστά στον καθρέφτη μας.
Η φοβία, με πρώτο παράγωγο την περιφρούρηση της αριστεράς από το κίνημα, αποτελεί το καλύτερο δεκανίκι της τερατώδους εξυγίανσης που πάει να επιβάλλει το σύστημα, μέσω ενός κηρυγμένου πια κοινωνικού πολέμου.
Οι προσχηματικές αντιπαλότητες που μετατρέπουν τους χώρους και τα πεδία έκφρασης σε αντιμαχόμενα στρατόπεδακαι έχουν ως μοναδικό στόχο την ηγεμονία επί του κινήματος, το μόνο που αναδύουν είναι το απεχθές αίσθημα της γραφειοκρατικής αυτοσυντήρησης.
Η τέχνη η οποία απαιτείται είναι απελευθερωτική.
Και κυρίως εμπιστεύεται το ίδιο το κίνημα.

Ήρθε η ώρα να συνομιλήσουμε με το κίνημα και μάλιστα με το ρόλο του μαθητή και όχι μόνο του δασκάλου.
Ο προσανατολισμός, η κατεύθυνση, η τελική λύση πρέπει να είναι κτήμα του ίδιου του κινήματος.
Και αυτός ο δρόμος ας είναι το αποτέλεσμα του μόχθου, του κόπου, της σύνθεσης, της τελικής λύσης που θα αναδειχθεί όχι μέσα σε γραφεία και σε ολομέλειες, αλλά μέσα στην κοινωνία και την κινηματική δυναμική της.
Είμαστε όλοι παρόντες και παρούσες, εντός κι εκτός αυτής της αίθουσας.
Η παρούσα ιστορική στιγμή είναι ίσως η κρισιμότερη που έχουμε ζήσει.
Και για αυτό η πιο ενδιαφέρουσα.
Είναι η στιγμή της ρήξης ή της ενσωμάτωσης όπως έγραφε παλιότερα ο Ευτύχης Μπτσάκης.
Μόνο που σήμερα πια η ενσωμάτωση μετατρέπεται σε εξόντωση.
Θα κλείσω με τον τίτλο ενός άρθρου πάλι του κ. Μπιτσάκη: παρόλα όσα, αριστερά!!
Συμπληρώνοντας: με το χρέος που έχει η αριστερά να υπερβεί αυτά τα όσα την πληγώνουν, την αποξενώνουν, την περιθωριοποιούν.
Είναι η ώρα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: