Η πρόσφατη υπόθεση της «κατάληψης» της Νομική από τους μετανάστες και τις οργανώσεις συμπαράστασης σε αυτούς ανέδειξε για άλλη μια φορά το ζήτημα των ορίων της νομιμότητας και της πολιτικής με το νόμο.
Κατ’ αρχήν, η ίδια η ψήφιση του νόμου (όπως και οι συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου Γιαννάκου για το άσυλο) είναι ένα πολιτικό γεγονός. Δεν ισχύει η θετικιστική άποψη ότι σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία το κοινοβούλιο είναι μια καλολαδωμένη μηχανή, η οποία παράγει αυτόματα το νόμο έξω από πολιτικές προϋποθέσεις και σκοπιμότητες. Ο νόμος υπακούει στη λογική του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στη νομοθετούσα πλειοψηφία και την αντιπολίτευση, αλλά και ακόμη περαιτέρω, η ψήφισή του αντανακλά έναν κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό δύναμης μέσα στην ίδια την κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο που η κάθε κυβερνητική πλειοψηφία δοκιμάζει καιρό πριν από την ψήφιση του νόμου τις κοινωνικές διαθέσεις για να δει πώς θα διαμορφώσει τους επικοινωνιακούς (και προπαγανδιστικούς θα προσθέταμε) όρους για την εισαγωγή και ψήφιση του νόμου. Στις τελευταίες δεκαετίες της «μεταμοντέρνας δημοκρατίας» η τεχνική των δημοσκοπήσεων διευκολύνει αυτήν την προσπάθεια.
Στη συνέχεια, η ίδια η διαδικασία ψήφισης του νόμου υπακούει υπόγεια σε μια πολιτική διαβούλευση ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία και αυτό επειδή κάθε πλειοψηφία επιδιώκει να διευρύνει τα όρια της νομιμοποίησής της. Παρά το ότι οι νόμοι το τελευταίο διάστημα (από το Μνημόνιο και μετά) ψηφίζονται κατά μονομερή και σχεδόν «στρατιωτικό» τρόπο από μια οριακή πλειοψηφία γύρω από το ΠΑΣΟΚ (με το ΛΑΟΣ και τη Ν.Δ. να συνεπικουρούν κατά περίπτωση), ακόμη και ο «αρνητικός» και «καταγγελτικός» λόγος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προς τη μειοψηφία ως «κοινωνικά ανεύθυνη» κ.λπ. δείχνει μια αγωνία για τα όρια κοινωνικής νομιμοποίησης της νομοθετικής διαδικασίας.
Ακόμη περισσότερο, όμως, είναι ορθό από την άποψη της κριτικής κοινωνιολογίας του δικαίου ότι η ίδια η εφαρμογή του νόμου δεν είναι ένα αυτόματο αποτέλεσμα της ισχύος του: υπάρχει μια «υλική νομιμότητα» η οποία συναρτά την κοινωνική πραγματικότητα με την εφαρμογή του νόμου. Το συντηρητικό επιχείρημα ότι κάθε νόμος εφαρμόζεται και ότι η μη εφαρμογή του αντανακλά μια αντιδημοκρατική «δυσλειτουργία» έχει ανατραπεί αρκετές φορές ιστορικά. Ειδικά στον χώρο των πανεπιστημίων, όπου και η αφορμή αυτού του σημειώματος, θυμίζουμε την ανατροπή του ν. 815 από το φοιτητικό κίνημα μέσα από τους αγώνες του την περίοδο 1978-1979. Αλλά και από την αντίστροφη πλευρά: ο ν. 1268/ 1982 του ΠΑΣΟΚ, όσον αφορά κάποιες δημοκρατικές – συμμετοχικές όψεις του (αλληλένδετα συνδεόμενες με την εκσυγχρονιστική στρατηγική του τότε ΠΑΣΟΚ στις αρχές του 1980) αποδυναμώθηκε και μεταρρυθμίσθηκε επί το συντηρητικότερο μετά από μια έντονη πολιτική επίθεση της Δεξιάς και του καθηγητικού κατεστημένου σε αυτές τις συμμετοχικές διαστάσεις του.
Ακόμη γενικότερα, το ίδιο το γεγονός ότι ο νόμος θεσπίσθηκε από μια ορισμένη κυβερνητική και νομοθετική συγκυριακή πλειοψηφία, του προσδίδει, βεβαίως, μια ορισμένη δημοκρατική νομιμοποίηση αλλά το ζήτημα της εφαρμογής του συνδέεται και αυτό άμεσα από την κρατούσα κοινωνική ιδεολογία και τις αντιστάσεις σε αυτήν και από τους πραγματικούς αγώνες και κοινωνικούς συσχετισμούς, οι οποίοι συνδέονται με την εφαρμογή αυτήν. Ας θεωρήσουμε κατ’ αρχήν ως δεδομένο ότι η πλειοψηφία των θεσπιζόμενων νόμων στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης και νεοσυντηρητικής ηγεμονίας τείνουν να συρρικνώσουν τα υφιστάμενα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και να συστείλουν τα όρια της νομιμότητας σχετικά με αυτά. Αν στο συγκεκριμένο πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας (π.χ. στο πανεπιστήμιο) υπάρχει ακόμη ένα ισχυρό φοιτητικό και ευρύτερα πανεπιστημιακό κίνημα, αυτό αποτελεί εμπόδιο για την εφαρμογή των αντιδραστικότερων ρυθμίσεων, όπως π.χ. οι διέξοδοι για την παραβίαση του ασύλου. Είναι φανερό ότι ακόμη και οι συσταλτικές ρυθμίσεις για το άσυλο που εισήγαγε η ρύθμιση του νόμου Γιαννάκου δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθούν κατά το δοκούν από τις Πρυτανείες χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν οι κοινωνικοί συσχετισμοί αλλά και οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της παραβίασης του ασύλου συνειδησιακά στην κοινωνία αλλά και πρακτικά. Έτσι, ακόμη και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μπήκε σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης διότι γνώριζε ότι η υπόθεση μιας πιθανής αιματοχυσίας, από την παραβίαση του ασύλου, δεν θα ήταν αδιάφορη για την κοινωνία με δεδομένες και τις παραδόσεις –έστω ασθενείς σήμερα- του αντιδικτατορικού αγώνα. Και θα οδηγούσε ούτως ή άλλως σε μπλοκαρίσματα και ισχυρές αντιπαραθέσεις εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τα όρια της νομιμότητας είναι ρευστά και διαπερατά από την κοινωνική δυναμική και δεν αποτελούν μια μονολιθική πραγματικότητα. Άρα, και το επιχείρημα «ο οιοσδήποτε νόμος θα εφαρμοσθεί» είναι ένα νεοσυντηρητικό και στην πραγματικότητα ανεδαφικό –ακόμη και για την ίδια την εξουσία και τους φορείς της- επιχείρημα.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου