Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Φωνές από τα κάτω

 

Πηγή: Inprecor

Του Σπύρου Μαρκέτου

Η μεγάλη απεργία πείνας των μεταναστών, ιστορική όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και για την Ευρώπη, γέννησε ήδη ασυμφιλίωτα πάθη. H κοινωνία χωρίζεται σε δυο στρατόπεδα για το αν θα τούς αναγνωριστούν ή όχι στοιχειώδη δικαιώματα. Ανάλογη εκρηκτική πόλωση κυριαρχούσε στις ΗΠΑ παραμονές του Εμφύλιου Πολέμου, για το ζήτημα της δουλείας των μαύρων, που απελευθερώθηκαν από τον πρόεδρο Λίνκολν. Τότε όπως και τώρα έχουμε μετωπική σύγκρουση πολιτικών φιλοσοφιών που δεν μπορούν να συμβιβαστούν. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως ανοίγει άλλο ένα ρήγμα στο πολιτικό σκηνικό, και οι εξελίξεις γίνονται ακόμη πιο απρόβλεπτες.

Ένα μέρος της κοινωνίας αρνείται να καταλάβει πόσο πολύ θυμίζει η στάση του εκείνους που κάποτε υπερασπίζονταν τη δουλοκτησία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού συντέλεσε στη γιγάντωση της μετανάστευσης εξαπολύοντας πολέμους, στηρίζοντας δικτατορίες κι επιβάλλοντας καταστροφικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές στο τόξο από το Αφγανιστάν ως το Μαρόκο, και νοτιότερα οργανώνοντας τη δήωση της Αφρικής, παρκάρει στη χώρα μας τα θύματα των επιλογών της και τα ξεχνά. Οι διεθνείς οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι με την προστασία των προσφύγων κλείνουν τα μάτια. Η εκκλησία, με λίγες λαμπρές εξαιρέσεις, κάνει σαν να μην άκουσε ποτέ το ‘αγάπα τον πλησίον σου’. Η κυβέρνηση, τέλος, ως τώρα αρνείται ν’ αναλάβει τις ευθύνες της. Άφησε στο απυρόβλητο την αισχρή σύμβαση του Δουβλίνου που εμποδίζει τη μετακίνηση των προσφύγων, έβαλε στο ψυγείο τις προεκλογικές της εξαγγελίες για ανθρώπινη μεταχείριση, παρέπεμψε στις καλένδες την τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, και διαρκώς υποδαυλίζει το ρατσισμό. Ο αγώνας των μεταναστών την ανάγκασε σήμερα να δώσει ξανά υποσχέσεις, αλλά εγγύηση για την τήρησή τους δεν υπάρχει άλλη από τη συνέχιση της μαζικής κινητοποίησης.
Με τον αγώνα τους οι πρόσφυγες βγήκαν απ’ τη σκιά και ανάγκασαν για πρώτη φορά την ελληνική κοινωνία ν’ ακούσει τη φωνή τους. Αφήνοντας στην άκρη καθοδηγητές και μεσολαβητές, παίρνοντας μόνοι τους αποφάσεις για την πορεία τους, έδειξαν επίσης πως συγκροτούνται σε ώριμο πολιτικό υποκείμενο. Διεκδικώντας τόσο αποφασισμένα και ηρωικά την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους, την έχουν ήδη κατακτήσει, και το δείχνουν. Συγκεντρώνουν το μίσος των σκυμένων ακριβώς επειδή τολμούν να σταθούν όρθιοι.
Σόκαρε ακόμη ότι διάλεξαν μονάχοι τη μορφή και τη στιγμή της κινητοποίησής τους, αντί να τις υποτάξουν στους πολιτικούς σχεδιασμούς άλλων. Τρομάζει ότι μιλούν τώρα πια για τις δικές τους ανάγκες και στ’ όνομα του εαυτού τους, ότι παίρνουν για δεδομένη την ισότητα που διεκδικούν. Αξιώνουν ο ρυθμός της κοινωνίας να ενσωματώσει και τον δικό τους, όχι ως κυρίαρχο, αλλά ως ένα ρυθμό ανάμεσα στους άλλους. Και ο ρυθμός τους αποτυπώνει βαθειές πραγματικότητες, που ξεπερνούν τα όρια της μικρής μας επικράτειας και συχνά μας διαφεύγουν.
Την υπομονή τους δεν εξάντλησε μόνον η εχθρότητα της ελληνικής πολιτείας, αλλά και η σύνθλιψη των χωρών τους από τη Δύση. Δεν είναι σύμπτωση ότι ορθώθηκαν  ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση ταυτόχρονα με τους λαούς της νότιας και της ανατολικής Μεσογείου. Η κινητοποίησή τους είναι κομάτι του ίδιου πολιτικού σεισμού, που αλλάζει ήδη τη μορφή του κόσμου μας. Της τρομερής ενέργειας που εκλύει η αποτυχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, και ειδικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλοντας να στήσει γύρω της αναχώματα για να προστατέψει τον γεωπολιτικό της πυρήνα, κυνικά προτίμησε τη λεγόμενη ‘σταθερότητα’ από τη δημοκρατία. Στις χώρες τους και στη δική μας. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε.
Από αυτόν ακριβώς τον αυτόνομο ρυθμό τους έλπισε να επωφεληθεί η κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, ίσως πίστεψε πως την βόλευε ν’ αναδειχτεί, αυτήν τη στιγμή, ο αγώνας των μεταναστών, για να τους χρησιμοποιήσει σαν αλεξικέραυνο. Φυσικά θέλει πάση θυσία ν’ απομακρύνει την προσοχή του κόσμου από τα σκάνδαλα και την οικονομία, όπου τα θαλάσσωσε ακόμη και σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια. Κάθε άλλο ζήτημα που έρχεται στο προσκήνιο την βοηθάει.
Εξίσου ευχαριστημένοιη από την αποκοτιά των μεταναστών δείχνει και η οικονομική ελίτ. Ελπίζουν μέσα στον ορυμαγδό να περάσει απαρατήρητη η επίσημη έκθεση των ΗΠΑ για το κράχ του 2008, προχτές δημοσιεύτηκε, η οποία ενοχοποιεί όχι τον αμερικανικό λαό, αλλά τον τυχοδιωκτισμό των τραπεζιτών, την κακοδιοίκηση των μεγάλων εταιρειών και την αδράνεια των ρυθμιστικών αρχών.  Όποιος φοβάται τους ‘λαθρομετανάστες’ ξεχνά ευκολότερα τους χρεωκοπημένους λαθροτραπεζίτες και τους λαθροπολιτικούς που κυβερνούν με τα ψέματα· ξεχνά ν’ απαιτήσει, νομίζουν, μια επίσημη εξήγηση της χρεωκοπίας της χώρας, αναλυτικότερη από το «όλοι μαζί τα φάγαμε». Ούτε σκέφτεται να μεταφράσει στα δικά μας πράγματα την εκπληκτική παραδοχή της αμερικανικής κυβέρνησης, ότι «οι άρχοντες των τραπεζών και οι δημόσιοι φρουροί του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος αγνόησαν όλες τις προειδοποιήσεις, και ούτε ερεύνησαν ούτε κατανόησαν ούτε διαχειρίστηκαν τα ρίσκα ενός συστήματος που έχει ουσιώδη σημασία για την ευημερία του αμερικανικού λαού. Δεν είχαμε εδώ ένα απλό παραπάτημα, αλλά τεράστια αποτυχία» (Guardian, 26.1.2011). Θα χαθεί δηλαδή άλλη μια ευκαιρία, ελπίζουν, το «μαζί τα φάγαμε» να γίνει «φέρτε πίσω τα κλεμένα». Στην Ελλάδα, για την καταστροφή της οικονομίας φταιν μόνον οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Κανένα επίσημο πόρισμα δεν ρίχνει ποτέ ευθύνες σε τραπεζίτες ή πολιτικούς.
Αλλά αυτό που βολεύει βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα εντείνει ακόμη περισσότερο την πίεση για αλλαγή. Η σύγκρουση για τα δικαιώματα των μεταναστών βρίσκεται μόνο στην αρχή της, θα έχει πολλά ακόμη επεισόδια. Η αριστερά, μαζί της και κάποιοι αξιέπαινοι συντηρητικοί όπως ο μητροπολίτης Αλεξανδρούπολης, δεν μπορεί να κάνει πίσω, ίσα ίσα επειδή εδώ διακυβεύονται θεμελιώδεις αξίες. Γεννιούνται σφοδρά πάθη, ακριβώς επειδή ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον αδύναμο ξένο αφορά τον πυρήνα της αυτοαντίληψής μας, την ιδέα μας για το τι είναι και τι πρέπει να είναι ο άνθρωπος. “Είμαι οργισμένη”, γράφει μια σχολιάστρια στο διαδίκτυο, “με την αντιμετώπιση του θέματος των μεταναστών από πολιτικούς, δημοσιογράφους, καθηγητές, φοιτητές, συναδέρφους, ανθρώπους της διπλανής πόρτας (από τους φασίστες ξέρω τι να περιμένω… δεν αναφέρομαι σ’ αυτούς). Δεν ξέρω αν έπρεπε να τους πάνε στο κτίριο της Νομικής, ή της Φιλοσοφικής, ή της Ιατρικής, ή ακόμη και στο θωρηκτό Αβέρωφ (μόνο για δεξιώσεις τηλεπερσόνων είναι καλό δηλαδή;) Ξέρω μόνο ότι αυτοί οι άνθρωποι ξεκινάνε απεργία πείνας για να διεκδικήσουν  την αξιοπρέπειά τους, την υπόστασή τους σαν ανθρώπινες υπάρξεις. […] Αυτό είναι το σημαντικότερο. Ότι κάνουν απεργία πείνας γιατί δεν έχουν τίποτε άλλο για να αγωνιστούν παρά μόνο το κορμί τους. Ας επικεντρωθούμε λίγο σ’ αυτό, ειδικά όταν τρώμε το πρώτο σνακ στη δουλειά μαζί με τον δεύτερο καφέ μας.”
Η διαχωριστική γραμμή εδώ λοιπόν δεν είναι ακριβώς μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς που γνωρίζαμε, ή μάλλον η ρήξη σε μεγάλο βαθμό αναπροσδιορίζει τη διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, χωρίζει εκείνους που θέλουν ιεραρχία κι εξουσία από τους άλλους που αξιώνουν ισότητα και απελευθέρωση. Δεν είναι περίεργη μια τέτοια αναδιάταξη των πολιτικών στρατοπέδων. Στους αγώνες που δόθηκαν όλη την προηγούμενη ιστορική περίοδο στις ευρωπαϊκές χώρες για την ένταξη των μεταναστών, δίπλα στην αριστερά πρωτοστάτησαν φιλελεύθεροι και εκκλησίες. Ακόμη και συμπολίτες μας κατά τα λοιπά συντηρητικοί λεν σήμερα πως τέτοιους αγωνιστές, που για την αξιοπρέπειά τους ρισκάρουν την ίδια τη ζωή τους, όχι απλώς τους δεχόμαστε, αλλά τους θέλουμε για συμπατριώτες μας. Είναι τιμή μας, λένε, να έχουμε δίπλα μας αυτούς που, αντίθετα από τους προσκυνημένους στο Μνημόνιο μπουμπούκους και καρατζαφύρερ, ξαναζωντανεύουν τον ηρωισμό των επαναστατών και ανυπότακτών μας προγόνων. Η πατρίδα δεν μπορεί να κάνει χωρίς την καθημερινή εργασία αυτών των ανθρώπων, και μια δημοκρατική Ελλάδα τους έχει ανάγκη για πολύ περισσότερα· για να πάρει και να δώσει, να θυμηθεί και να φανταστεί, για να στήσει γέφυρες προς τις χώρες και τις οικονομίες που τόσο πολύ χρειαζόμαστε.
Ωστόσο τα μήντια προβάλλουν πολύ διαφορετικούς λόγους, τους αναμενόμενους, ενός ολόκληρου φάσματος σύγχρονων θιασωτών της δουλοκτησίας, που έχει κι αυτό από την άκρα δεξιά ως την ‘αριστερά’ του, πράγμα που επίσης αξίζει να σχολιαστεί. Αξιοποιώντας τη δυσπραγία και τη στεναχώρια που γεννά στο λαό η οικονομική κρίση, απίθανοι ρατσιστές βγαίνουν απ’ τις σπηλιές τους και δημοκοπούν.
Κανείς βεβαίως δεν αμφέβαλε ποτέ για τον πηγαίο ανθρωπισμό του ΛΑ.Ο.Σ., και λίγοι μόνον υποπτεύονται για κίβδηλο τον φιλελευθερισμό των πολιτικών που έλκει η κ. Μπακογιάννη –μου διαφεύγει τ’ όνομα του κόμματός τους αυτήν τη στιγμή. Αρκετοί όμως απόρησαν με την ελάχιστα γενναιόδωρη στάση που διάλεξε να τηρήσει η λεγόμενη Δημοκρατική Αριστερά, ‘αγανακτισμένη’ με τους μετανάστες όπως ποτέ δεν αγανάκτησε με το Πασόκ. Όταν κάνεις προμετωπίδα σου τις λέξεις δημοκρατία και αριστερά δεν γίνεται να καταδικάζεις κάθε κινητοποίηση και να ξυλοφορτώνεις συμβολικά τους «καταληψίες μετανάστες».
Δεν θα έπρεπε όμως να εκπλαγεί κανείς. Το κόμμα του κ. Κουβέλη είχε διαλέξει στρατόπεδο μήνες νωρίτερα, όταν θεώρησε καλό να συμπορευτεί με τον πρωθυπουργό. Όταν αποφασίζεις να στηρίξεις τις πολωτικές οικονομικές επιλογές μιας κυβέρνησης, δεν μπορείς παρά να παρακολουθήσεις και την αναπόφευκτη πολιτική της διολίσθηση στον αυταρχισμό, ολοένα ταχύτερη ώσπου να έρθει η κατάρρευση. Ας περιμένουμε λοιπόν ακόμη χειρότερα από την πλευρά της λεγόμενης Δημοκρατικής Αριστεράς.
Ευκαιρίες θα δοθούν πολλές. Αν δούμε τα πράγματα μεσοπρόθεσμα, η διαλεκτική της κινητοποίησης και της πόλωσης ενισχύεται και δεν αποκλιμακώνεται από τον αγώνα των μεταναστών. Στη ρήξη για την οικονομική πολιτική -μνημόνια εναντίον διαγραφής χρέους- προστίθεται η ρήξη, ενσωμάτωση των μεταναστών ή ξενηλασία. Ωστόσο, επειδή αυτές οι ρήξεις δεν συμπίπτουν αλλά τέμνονται, κάπως σαν να φτιάχνουν σταυρό, χαλαρώνει προσωρινά, αλλά πολυ προσωρινά μόνο, η πίεση που ασκείται από το λαό στο μέτωπο της οικονομίας.
Από τακτική άποψη, ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας για τα δικαιώματα των μεταναστών μοιάζει λοιπόν να βοηθά την κυβέρνηση, για την ώρα. Αναζωογονώντας τον ρατσισμό κάνει αρκετό κόσμο να ξεχνά, έστω και πρόσκαιρα, τις δικές της ευθύνες για την καταβαράθρωση του βιοτικού του επιπέδου, και στρέφει την οργή ενάντια στους πρόσφυγες. Αυτοί φταιν για όλα.
Ακόμη καλύτερα, η κυβέρνηση διασπά έτσι την αντιπολίτευση. Αν στη διαχείριση της οικονομίας αριστερά και δεξιά συγκεντρώνουν τα πυρά τους ενάντια στο Μνημόνιο, στα δικαιώματα των μεταναστών πυροβολιούνται μεταξύ τους. Τέλος, το Πασόκ στερεώνει έτσι τη συμμαχία με τους μικρούς που πρόθυμα ζεύτηκαν στο άρμα του –Καρατζαφέρη, Μπακογιάννη και Κουβέλη. Έχουν βάση λοιπόν οι φόβοι σοβαρών αριστερών σχολιαστών, πως ίσως κάποιες κινήσεις να έγιναν βιαστικά ή ριψοκίνδυνα. Πως επείγει η χάραξη στρατηγικής, η πολιτική οργάνωση. Αλλά αν δει κανείς το ευρύτερο τοπίο, τα πράγματα μοιάζουν πολύ διαφορετικά.
Δεν ζούμε πια σε μια κανονική περίοδο, όπου μπορείς να προγραμματίσεις· έχουμε μπει κιόλας στη μάχη. Η πίεση για τις κινητοποιήσεις δεν ξεκίνησε από οποιαδήποτε ομάδα στελεχών, αλλά ήρθε από τη βάση, από τη βάση της βάσης. Η δυσαρέσκεια γίνεται οργή κι εξαπλώνεται, το ίδιο και η λαϊκή κινητοποίηση. Βοή ακούγεται από κάτω, μάζες προτύτερα αόρατες αποκτούν φωνή, αλλάζοντας παντού τους συσχετισμούς δυνάμεων. Και η αλλαγή στην Ελλάδα αλληλοτροφοδοτείται με την αναταραχή που κυριεύει τη γειτονιά μας. Τα οχυρά του καθεστώτος, το ένα μετά το άλλο, πέφτουν. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρεωκοπεί και στη βόρεια Αφρική, μετά τις βαλτικές χώρες, την κεντροανατολική Ευρώπη και την περιφέρεια της ευρωζώνης. Λαοί αφυπνίζονται, δικτατορίες καταρρέουν. Σαν κάτι πολύ μεγάλο ν’ αρχίζει να κινείται, κάτι που μάλλον δεν θα σταματήσει στη νότια μεριά της Μεσογείου, αλλά πιθανότατα θα φτάσει στην ίδια την καρδιά της Ευρώπης. Και προηγουμένως θα περάσει από τη χώρα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: