Πηγή:Πολιτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης
του Μήλιου Χρ.
Μεγάλοι χαμένοι το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ.
Ενισχυμένη η Αριστερά.
Η ψήφος διαμαρτυρίας έκρινε το τελικό αποτέλεσμα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.
Η αριθμητική δύναμη των δύο μεγάλων κομμάτων μειώθηκε δραματικά. Το ΠΑΣΟΚ έχασε πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφους, σε σχέση με τις βουλευτικές του 2009, και η Ν.Δ. πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες. Το ΚΚΕ αύξησε την αριθμητική του δύναμη κατά εβδομήντα πέντε χιλιάδες περίπου, το ίδιο σχεδόν κι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο ΛΑΟΣ υποχώρησε οριακά, όπως και οριακά αύξησαν τη δύναμή τους οι οικολόγοι και οι διάσπαρτες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (αθροιστικά).
Ο μεγάλος χαμένος
Ο πρώτος μεγάλος χαμένος των εκλογών, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι η κυβέρνηση. Η απώλεια ενός και πλέον εκατομμυρίου ψήφων μέσα σε ένα χρόνο είναι τεράστιος αριθμός. Υπήρξε επόμενα αποδοκιμασία της κυβέρνησης και μάλιστα πολύ έντονη (έμμεση αλλά πλην σαφής)
Η αποδοκιμασία αυτή, γίνεται προσπάθεια, όχι μόνο να συγκαλυφθεί αλλά και να παρουσιαστεί σαν επιδοκιμασία (με την βοήθεια όλης της εγχώριας διατεταγμένης δημοσιογραφίας, ακόμα και των ….ξένων μίντια ). Σε αυτό βοηθούν και τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου.
Το Καλλικρατικό καθεστώς, με το μεγάλο εύρος των Δήμων και των περιφερειών, ευνοεί τον δικομματισμό, είναι στα μέτρα του. Περιορίζει τη διεκδίκησή των δήμων και ιδιαίτερα των περιφερειών στα δυο μεγάλα κόμματα. Έτσι ο δεύτερος γύρος παίρνει καθαρά χαρακτήρα δημοψηφίσματος(υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος). Ο τελικός εκλογικός χάρτης βάφεται αναγκαστικά με δύο χρώματα (μπλέ και πράσινο). Το γεγονός αυτό διαμορφώνει, μια πλασματική εικόνα συσχετισμών. Δείχνει την μεταξύ τους σχέση (των δυο κομμάτων), ποιο κόμμα υπερίσχυσε του άλλου. Και με αυτή την έννοια ορίζεται ο νικητής και ο ηττημένος. Αυτή η δικομματική οπτική δεν μπορεί να δει την περίπτωση και οι δυο να είναι χαμένοι. Το ΠΑΣΟΚ πλειοψήφησε απέναντι στη Ν.Δ. (και με βάση την δικομματική οπτική νίκησε). Αλλά ταυτόχρονα πήρε ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες ψήφους λιγότερους (κι άρα έχασε). Τελικά κέρδισε ή έχασε;
Το ΠΑΣΟΚ είναι ο μεγάλος χαμένος των εκλογών στο επίπεδο των πραγματικών συσχετισμών. Έχασε έναν τεράστιο αριθμό ψήφων μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Δεν γνωρίζουμε αν έχει συμβεί κάτι ανάλογο άλλη φορά. Τα κέρδη σε Δήμους και περιφέρειες δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες σε ψήφους.
Η αληθινή εικόνα των συσχετισμών αποτυπώνεται στα ποσοτικά (κι όχι ποσοστιαία) αποτελέσματα του πρώτου γύρου. Αυτό που μετράει είναι η δύναμη των κομμάτων μέσα στην κοινωνία κι όχι στις μεταξύ τους σχέσεις. Αν συμφωνήσουμε σε αυτό τότε αλλάζουν πολλά πράγματα στην εκτίμηση των αποτελεσμάτων.
Επιμένουμε σε αυτό γιατί οι περισσότερες εκτιμήσεις, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, στηρίζονται (συνειδητά ή ασυνείδητα) στο λαθεμένο τρόπο ανάγνωσης των αποτελεσμάτων. Αν λοιπόν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στα ποσοτικά δεδομένα (που είναι και ότι πιο εύκολο) πώς μπορούμε να συζητήσουμε πάνω στα συμπεράσματα και να συνεννοηθούμε (που είναι και το πιο δύσκολο) ;
Το πρόβλημα είναι σοβαρό. Το είχαμε επισημάνει και στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου χρόνου. Το αντίστοιχο κείμενο, που είχαμε δημοσιεύσει, επιγράφονταν «ανέλπιστη και ευάλωτη αυτοδυναμία». Όταν όλοι μιλούσαν για τεράστια νίκη του ΠΑΣΟΚ, βασιζόμενη στη ποσοστιαία διαφορά 10 μονάδων από τη Ν.Δ., εμείς επισημαίναμε την εκλογική του στασιμότητα. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 2009 με τους ίδιους περίπου ψήφους που είχε πάρει το 2004 όταν τις έχασε. Το μόνο που αύξησε το ΠΑΣΟΚ, το 2009, ήταν το γενικό ποσοστό του, κι αυτό λόγω κύρια της αύξησης της αποχής. Επίσης αύξησε την ποσοστιαία διαφορά του από την Ν.Δ., όχι όμως και αριθμητικά το ποσό των ψήφων του.
Τα νούμερα λοιπόν είναι αμείλικτα, δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Καμιά σοβαρή κουβέντα δεν μπορεί να γίνει χωρίς αυτά. Μόνο με αυτά σαν βάση μπορούμε να συζητήσουμε πέρα από αυτά. Ούτε το 2009 το ΠΑΣΟΚ πέτυχε μια μεγάλη νίκη, ούτε το 2010, έλαβε ψήφο στήριξης της πολιτικής του. Αυτά ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής προπαγάνδας κι όχι της υπεύθυνης πολιτικής συζήτησης. Να ξεκαθαρίσουμε σε πιο επίπεδο μιλάμε.
Σχετικά τώρα με τις Δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, να σταθούμε σε δύο ακόμα σημεία:
-Η αποχή είναι ένας παράγοντας που στις εκλογές ενισχύει τον ρόλο των κομμάτων. Όσο περιορίζεται ο όγκος του εκλογικού σώματος τόσο ενισχύεται το ειδικό εκλογικό βάρος των κομματικών μηχανισμών. Στο δεύτερο γύρο ειδικά αναμετρήθηκαν κατά βάση κομματικές δυνάμεις. Κι αυτές έκριναν το αποτέλεσμα. Αυτό όμως τι σχέση μπορεί να έχει με τους πραγματικούς συσχετισμούς στην κοινωνία; (Δήμαρχοι και περιφερειάρχες βγήκαν με 17 και 18% του εκλογικού σώματος). Ποιόν τέλος πάντων εκπροσωπούν; Υπάρχει σοβαρό ζήτημα νομιμοποίησης αυτών των αρχών. Αλλά αυτό είναι γενικότερο ζήτημα που αφορά όλο πλέον το πολιτικό σύστημα. Θα επανέλθουμε σε αυτό παρακάτω.
- Η περίφημη δήλωση Παπανδρέου είχε ασφαλώς κάποιο αποτέλεσμα, συνέβαλε στην βελτίωση του δείχτη κομματικής συσπείρωσης σε μια αναμέτρηση που η μισή κοινωνία της είχε γυρίσει την πλάτη και επόμενα θα κρίνονταν, κατά βάσιν, στο επίπεδο των κομματικών συσχετισμών. Συνέβαλε επόμενα με έναν συγκεκριμένο τρόπο στο εκλογικό αποτέλεσμα. Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε για ένα δίλημμα (για έναν εκβιασμό κατά βάσιν) που διατυπώθηκε με όρους κοινωνικής αποδοχής. Πάει πολύ. Η δήλωση Παπανδρέου δεν βρήκε καμία απήχηση στην κοινωνία. Αντίθετα προκάλεσε αλγεινή εντύπωση (και επικοινωνιακά προβλήματα στους υποψήφιους του ΠΑΣΟΚ). Η Ελληνική κοινωνία δεν ήθελε εκλογές αλλά δεν στήριξε την κυβέρνηση για να τις αποφύγει. Αυτό λένε τα αποτελέσματα. Τι λέει το ΠΑΣΟΚ και τα εξαπτέρυγά του είναι άλλη υπόθεση.
Η «πολυκατοικία» δεν πάει καλά
Η Ν.Δ. είναι ο δεύτερος μεγάλος χαμένος των εκλογών. Από την θέση της αντιπολίτευσης, αντί να αυξήσει την αριθμητική της δύναμη, όπως θα ήταν αναμενόμενο, την μείωσε κι άλλο, κατά πεντακόσιες και πλέον χιλιάδες, παρά την καταψήφιση του μνημονίου. Ο αριθμός είναι επίσης, και σ’ αυτή την περίπτωση, πολύ μεγάλος. Υπήρξε λοιπόν και μια έντονη αποδοκιμασία της αντιπολίτευσης. Και κατά καμία έννοια λογικής «ολική επαναφορά» της Ν.Δ. (όπως υποστήριξε ο πρόεδρός της).
Ο ΛΑΟΣ θα πρέπει να καταταγεί στους μεγάλους χαμένους των εκλογών. Η μείωση της εκλογικής του δύναμης, αν και περιορισμένη, ήρθε την πιο ακατάλληλη ώρα. Εκεί που ο Καρατζαφέρης έβλεπε να ανοίγονται νέα περιθώρια για συμπληρωματικούς (και κατά τις βλέψεις του και ρυθμιστικούς) ρόλους, εκεί που χρειάζονταν μια μικρή έστω άνοδο για να διαπραγματευθεί από καλύτερες θέσεις, εκεί ήρθε και στράβωσε το πράγμα. Ως άνθρωπος της πιάτσας πρέπει, το όλο ζήτημα, να το αντιλαμβάνεται ως μεγάλη γκαντεμιά. Είναι και εκείνα τα παιδιά από την Χρυσή Αυγή που μάζεψαν την κατάσταση στον Αγ. Παντελεήμονα και γενικότερα ένα 5% στην Αττική και παίζουν λίγο πιο έξω από την πολυκατοικία ….άστα τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά.
Ο Α. Σαμαράς εν τω μεταξύ είναι υποχρεωμένος, να αντιμετωπίσει δυο ζητήματα: Το ένα αφορά τις ανακατατάξεις μέσα στην πολυκατοικία,(τον κεντροδεξιό χώρο), και βασικά την ίδρυση του κόμματος της Μπακογιάννη που σίγουρα θα συνοδευτεί από αποχωρήσεις στελεχών από τη Ν.Δ., προκαλώντας την ανάλογη εσωστρέφεια, και το άλλο αφορά την υποστήριξη της πολιτικής του.
Γιατί προς το παρόν δεν πείθει ούτε η αντι-μνημονιακή του θέση ούτε το «άλλο μίγμα» οικονομικών μέτρων (δια μέσω του οποίου, διατυπώνει και την αντι-μνημονιακή του θέση). Το «άλλο μίγμα» κινείται καθαρά στο πνεύμα του μνημονίου και του σύμφωνου σταθερότητας της Ε.Ε., μιας και προτάσσει την μείωση των ελλειμμάτων. Ο μηδενισμός, μάλιστα, των ελλειμμάτων είναι ένας στόχος που υπερβαίνει κατά πολύ το όριο του 3% που έχει θέσει, για το τέλος του 2012, το μνημόνιο και η Ε.Ε.. Η μείωση των ελλειμμάτων και ακόμα περισσότερο ο μηδενισμός τους (πέρα από το κατά πόσο μπορεί να επιτευχθεί ή όχι) δεν αποτελεί κατά καμία έννοια αντι-υφεσιακό μέτρο. Και είναι εντελώς ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι μπορεί η Ελλάδα, σε 18 μήνες μέσα, στις σημερινές συνθήκες, να περάσει σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Υπερβάλει ο πρόεδρος της Ν.Δ., αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να εφαρμόσει δικές του ιδέες ….όταν και όποτε ….και αν.
Γιατί έχασαν και οι δύο (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ)
Πού παραπέμπει η αποχή
Το να χάνουν και οι δύο παραβιάζει την δικομματική σκέψη (κατά την οποία όταν χάνει ο ένας κερδίζει ο άλλος). Τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται ακατανόητα, αφύσικα κατά έναν τρόπο. Και δεν αφορούν μόνο τον απλό κόσμο. Ακόμα και πολλοί «ψαγμένοι», στο θέμα αυτό εμφανίζονται μπερδεμένοι. Μιλούν ταυτόχρονα για νίκη του ΠΑΣΟΚ και κρίση του πολιτικού συστήματος. Φάσκουν και αντιφάσκουν κατά τα κοινώς λεγόμενα. Ας δούμε όμως, συνοπτικά, (εντελώς συνοπτικά), πως έχει το θέμα.
Εδώ δεν πρέπει να μας μπερδεύει το μνημόνιο. Τα πράγματα ορίζονται σε άλλη βάση. Έχουν να κάνουν με μια στάση απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Από τις ψήφους που έχασαν τα δυο μεγάλα κόμματα (ένα εκατομμύριο επτακόσιες χιλιάδες περίπου) αν εξαιρέσουμε τις διακόσιες χιλιάδες που πήγαν στην αριστερά, το υπόλοιπο ενάμιση εκατομμύριο, περίπου, πήγε στην αποχή. Αυτό το ενάμιση εκατομμύριο είχε ψηφίσει πριν ένα χρόνο τα δύο μεγάλα κόμματα. Αν είναι αυτό αποδοκιμασία ή όχι. Τα νούμερα είναι πολύ μεγάλα, από μόνα τους μας δίνουν μια αίσθηση της πραγματικότητας, γιατί δηλ. πράγμα μιλάμε.
Αυτό βέβαια δεν συνέβη μόνο τον τελευταίο διάστημα. Αποτελεί μια τάση όλων των τελευταίων χρόνων. Να μειώνεται δηλ. συνεχώς η δύναμη των δύο μεγάλων κομμάτων, να χάνουν δηλ. σε κάποιο βαθμό και οι δυο. Το γεγονός δεν συνιστά ένα απόλυτα γραμμικό φαινόμενο. Μπορεί σε κάποια φάση να παρουσιάσει, για διάφορους συγκυριακούς λόγους, στοιχεία ανάκαμψης (του ενός ή και των δυο), αλλά αυτή θα είναι περιορισμένη και δεν θα ακυρώνει την γενική εξέλιξη των πραγμάτων. Θα παραμείνει σαν τάση.
Μιλάμε επόμενα για μια βαθιά κρίση του δικομματισμού, του πολιτικού δηλ. συστήματος.
Η αποχή, όπως εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια, έχει τη βάση της στη κρίση του πολιτικού συστήματος. Αποτελεί την μορφή με την οποία η Ελληνική κοινωνία θέτει ανοιχτά το επίμαχο ζήτημα και πιέζει για την λύση του. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να αλλάξει.
Η πολιτική συνείδηση σήμερα στην Ελλάδα διαμορφώνεται σε αυτό το επίπεδο. Η κοινωνία βάλει ευθέως ενάντια στο πολιτικό σύστημα. Το θεωρεί υπεύθυνο για το σημερινό χάλι. Του χρεώνει όλο το εθνικό αδιέξοδο. Δεν είναι ενάντια στο μνημόνιο, δεν ήταν καθόλου στη προηγούμενη φάση (έβαλε και πλάτη) και δεν είναι και στην σημερινή (ακόμα). Αρχικά πίστεψε ότι μέσα από αυτό μπορεί κάτι να αλλάξει. Αυτή βέβαια η ψευδαίσθηση σιγά –σιγά θα αρχίσει να διαλύεται, η στάση απέναντι στο μνημόνιο δεν θα παραμείνει η ίδια, αργά-αργά θα αλλάζει. Αλλά χρειάζεται κάποιος χρόνος. Πάντως στις εκλογές δεν υπήρξε ψήφος αντι -μνημονιακή. Δεν υπάρχει ακόμα στην κοινωνία τέτοιο ρεύμα (δεν μιλάμε για τον χώρο κάποιων κομμάτων και πολιτικών ομάδων). Η ψήφος ήταν κατά κύριο λόγο ψήφος αντι-κυβερνητική και ταυτόχρονα ενάντια στο πολιτικό σύστημα (περιελάμβανε δηλ. και την Ν.Δ.). Και άφηνε από έξω την αριστερά και το ΚΚΕ. Η μετατόπιση διακοσίων χιλιάδων ψήφων προς τα αριστερά δεν έγινε για αντι-μνημονιακούς λόγους, αλλά αντι-συστημικούς (ενάντια στο πολιτικό σύστημα). Από κει και πέρα παίχθηκαν κι άλλα ζητήματα που θα μας έπερνε χρόνο να τα αναλύσουμε. Αυτό που πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο είναι ότι τα αντι-μνημονιακά μέτωπα (δεξιά και αριστερά) δεν καθόρισαν το αποτέλεσμα σε αυτή τη φάση (το δείχνουν αναλυτικά τα στοιχεία). Αργότερα δεν ξέρουμε τι θα γίνει.
Έχουμε λοιπόν μια βασική πολιτική αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.
Το πολιτικό προσωπικό τώρα, απέναντι στο αίτημα για αλλαγή του πολιτικού συστήματος, όπως μπαίνει, αντιστέκεται, όσο μπορεί. Λαμβάνει το μήνυμα αλλά κωλυσιεργεί, προσπαθεί να το διαχειρισθεί, να το μεταθέσει, να κερδίσει χρόνο. Ευθυνολογεί, κάνει προσπάθεια να διαχωρίσει τις ευθύνες (κατά χρονικές περιόδους), κάνει εξεταστικές, καρφώνει η μία παράταξη την άλλη για τα στοιχεία, εμπλέκουν ξένους παράγοντες, αλληλο- χρεώνουν τα ελλείμματα, σχεδιάζουν κεντρο-αριστερές κεντρο-δεξιές συμπράξεις, φθάνουν ακόμα στο σημείο να επιρρίψουν την ευθύνη και σε όλη την κοινωνία (Πάγκαλος: όλοι μαζι τα φάγαμε). Δίνουν έναν αγώνα κυριολεκτικά επιβίωσης. Ο σώζων εαυτόν σωθείτω κατά τις γραφές. Και η κρίση βαθαίνει συνεχώς. Και δεν απέχει πολύ από το να μετατραπεί σε ανοιχτή κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Αυτοί βέβαια είναι ικανοί να πιστεύουν ότι και κάτω από γενικευμένους όρους απόρριψης θα μπορούν να συνεχίσουν να κυβερνάν. Είναι σίγουρο ότι θα το θέλουν αλλά θα μπορούν;
Η πραγματικότητα λοιπόν είναι ότι το πολιτικό σύστημα ψυχορραγεί. Αλλά δεν πρόκειται να αυτοαναμορφωθεί, δεν πρόκειται από μόνο του να αλλάξει. Όσες μικρο-αλλαγές προτείνονται, από τα μέσα, (ή από διάφορους καλοθελητές) περισσότερο στο να το εξωραΐσουν αποβλέπουν παρά να το αλλάξουν. Ακόμα κι αν θέλαμε να πιστέψουμε, έτσι αφηρημένα, στην αυτό-αναμόρφωσή του, το ερώτημα είναι ποιος θα αναλάμβανε να την κάνει; Η κεντρο-αριστερά ας πούμε; Κυκλοφορούν και τέτοιες απόψεις.
Το πρόβλημα όμως με το μέλλον του πολιτικού συστήματος έχει κι άλλη, πιο ισχυρή βάση, αν το τοποθετήσουμε στις πραγματικές του διαστάσεις. Γιατί έχει ξεφύγει από τα στενά εθνικά του πλαίσια, συναρτάται πλέον αυστηρά από τις γενικότερες διεθνείς πολιτικές εξελίξεις.
Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα έχει οριστικά πλέον και αμετάκλητα υπαχθεί σε ένα διεθνές πλέγμα εξουσίας. Έχει χάσει την αυτονομία του. Αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Η ανθρωπότητα όλη περνά στη φάση της πολιτικής παγκοσμιοποίησης. Οι οικονομικές διακυβερνήσεις που σχεδιάζονται στα πλαίσια της Ε.Ε. και παγκοσμίως αφορούν την πολιτική διακυβέρνηση της ανθρωπότητας.
Η πολιτική μετατοπίζεται προς τα υπερεθνικά κέντρα ισχύος, τα πολιτικά συστήματα των επί μέρους χωρών αποδυναμώνονται, γίνονται σε πρώτη φάση αναχρονιστικά όπως και τα παλιά κόμματα εξουσίας, αποστασιοποιούνται από τις κοινωνίες (και το πραγματικό γίγνεσθαι) και μετατρέπονται σε απλούς διεκπεραιωτές υπερεθνικών επιλογών. Η αναμόρφωση των πολιτικών συστημάτων συνιστά ένα γενικό φαινόμενο (όχι μόνο Ελληνικό) που αφορά όλες τις χώρες και έχει βέβαια πολύ πιο διαφορετική σημασία από αυτή που σήμερα του αποδίδεται. Το εθνικό πεδίο της πολιτικής υποβαθμίζεται, τα πολιτικά κόμματα αποχαρακτηρίζονται (όλα μετατρέπονται σε απλούς ιμάντες της πολύμορφης πλανητικής εξουσίας). Τα διάδοχα νέα κόμματα (μετά τις λεγόμενες αναμορφώσεις) πρόκειται να υστερούν αρκετά σε πολιτικότητα από τα σημερινά. Από το πολιτικό σύστημα της ρεμούλας θα περάσουμε στο πολιτικό σύστημα διεκπεραιωτή. Το τοπίο λοιπόν θολό και εμείς λογαριάζουμε χωρίς τον ξενοδόχο.
Την αναμόρφωση που δεν μπορεί να την κάνει μόνο του το πολιτικό σύστημα και δεν μπορεί να την επιβάλει η κοινωνία την έχει αναλάβει ένα υπερεθνικό διευθυντήριο, Σύντομα πρόκειται να αρχίσει το ξήλωμα του πελατειακού κράτους, ενώ ήδη όλη η δημοσιονομική πολιτική έχει περάσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο (προϋπολογισμοί, έλεγχος των οικονομικών υπουργείων, των στατιστικών υπηρεσιών, του γενικού λογιστήριου του κράτους) και έπεται συνέχεια. Η οικονομική διακυβέρνηση θα είναι πολιτική διακυβέρνηση.
Το όλο ζήτημα έχει ξεφύγει από τα παλιά μέτρα και σταθμά. Την παλιά πολιτική θεωρία.
(Περισσότερα για αυτό το θέμα στο κείμενο : «Τα εθνικά αδιέξοδα κι η επιζητούμενη, στις μέρες μας, οικουμενικότητα της πολιτικής»)
Μόνη κερδισμένη από τις εκλογές η Αριστερά
Εμείς, εν τω μεταξύ, θα επανέλθουμε στο θέμα των εκλογών και στα σχετικά με την αριστερά.
Η αριστερά στο σύνολό της είναι ένας άλλος κόσμος. Λειτουργεί μετωπικά, επιδίδεται σε οικονομικό ακτιβισμό κι έχει τις εθνοκεντρικές της εμμονές (μοιάζει να μην έχει αίσθηση της νέας διεθνούς πραγματικότητας). Κινείται πάνω σε μια γραμμική αντίληψη: διεκδικήσεις –μέτωπα, ανάπτυξη δυνάμεων, αριστερή προοπτική.
Είναι πολυδιασπασμένη, με δυσδιάκριτες διαφορές στο εσωτερικό της, με κοινή πολιτική κουλτούρα και πρακτική.
Στο μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται έξω από το πολιτικό σύστημα (χωρίς να λείπουν και οι γέφυρες με αυτό). Δεν την αγγίζει η κρίση του, ούτε την περιλαμβάνει η αναμόρφωσή του. Αλλά δεν έχει συνείδηση ακριβώς αυτής της θέσης της. Θα μπορούσε η ίδια να ορισθεί «στρατηγικά» έξω από αυτό. Συνειδητά σε αντιπαλότητα μαζί του. Αυτό θα σήμαινε ότι θα ήταν σε θέση να ορίσει νέες διαχωριστικές γραμμές και να κάνει πολιτικές διαμόρφωσης κάποιου πόλου δυνάμεων. Αυτά όμως προϋποθέτουν πολιτικές διαδικασίες, που δεν υπάρχουν στο χώρο της αριστεράς, κι ούτε προβλέπεται να υπάρξουν μεσοπρόθεσμα.
Σήμερα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Δεν την έχει η κοινωνία απέναντί της όπως τα άλλα κόμματα. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πολιτικά παραμένει απαρχαιωμένη, αδυνατεί να κάνει πολιτική, υπολείπεται γενικά των περιστάσεων.
Η εκλογική της ενίσχυση δεν έγινε στον ίδιο βαθμό για όλες τις δυνάμεις. Άλλες πήγαν καλά, άλλες μέτρια κι άλλες έμειναν στάσιμες.
Η ποσοτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων βγάζει στην ουσία δύο κόμματα κερδισμένα : Το ΚΚΕ και την ΝΑΡ (με το μετωπικό σχήμα ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Τα δύο μαζί αύξησαν την δύναμή τους κατά εκατόν πενήντα χιλιάδες περίπου. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τις μικρές αυξήσεις στη δύναμη και των άλλων αριστερών σχημάτων τότε έχουμε μια συνολική μετακίνηση ψήφων προς τα αριστερά που πλησιάζει τις διακόσιες χιλιάδες. Αρκετά σημαντικός αριθμός αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ιστορικά οι μετατοπίσεις προς τα αριστερά δεν γίνονται σχεδόν ποτέ με θεαματικό τρόπο.
Το αποτέλεσμα δημιουργεί, πλην των άλλων, και νέα δεδομένα στο χώρο της αριστεράς.
«Κλειδώνει», για μια κρίσιμη περίοδο, η πρωταγωνιστική παρουσία του ΚΚΕ στην αριστερά.
Με δεδομένο τώρα ότι η Ελληνική κοινωνία θα υπόκειται για αρκετά χρόνια σε ένα καθεστώς οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας το ΚΚΕ πρέπει να συγκαταλέγεται στις σταθερές παραμέτρους. Θα συνεχίσει να κάνει αυτό που ξέρει δηλ. να οργανώνει κοινωνικά μέτωπα και να αρθρώνει έναν σταθερό αντιπολιτευτικό λόγο. Πράγματα απλά που συμβάλουν στη διατήρησή των δυνάμεών του και στην παραμονή του, μεσοπρόθεσμα, στη θέση ενός υπολογίσιμου παράγοντα της πολιτικής ζωής του τόπου. Έξω από όλα τα σενάρια κυβερνητικών συνεργασιών που πρόκειται να μπουν, πολύ σύντομα, σε διαβούλευση.
Πέρα τώρα από το ΚΚΕ πιστεύουμε μένει αρκετός χώρος για όσους θελήσουν να αποτολμήσουν οποιεσδήποτε πολιτικές υπερβάσεις. Δεν είναι δηλ., όπως συχνά λέγεται, εμπόδιο το ΚΚΕ.
Η ΝΑΡ ενισχύει σημαντικά τη θέση της στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο. Το μπλοκ των λεγόμενων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων αποτελεί πλέον έναν διακριτό πόλο που έρχεται να καλύψει το κενό από την ένταξη του «παλιού χώρου» στον Σύριζα τα τελευταία τρία χρόνια. Η « κοινοβουλευτικοποίηση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς» δε μπορούσε παρά να οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα ιδιαίτερα αρνητικό για ορισμένες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, όπως την ΚΟΕ, την ΔΕΑ, την ΚΕΔΑ κλπ. που από αυτή την εξέλιξη βρίσκονται να χάνουν πολύτιμο έδαφος. Τα δεδομένα στον ευρύτερο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλάζουν ριζικά. Κι αναμένονται σίγουρα εξελίξεις.
Στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα εξελίχθηκαν προβληματικά. Δεν εισέπραξε παρά ελάχιστες ψήφους διαμαρτυρίας. Η πολυδιάσπαση του χώρου σίγουρα αποτέλεσε ανασχετικό παράγοντα για οποιαδήποτε αξιόλογη εκλογική άνοδο.
Οι διάφορες ξεχωριστές συμμετοχές, από την άλλη, δεν μπορούμε να πούμε ότι απέδωσαν τα αναμενόμενα. Ειδικά το εγχείρημα Αλαβάνου που συνέδεε, όσο κανένα άλλο, την μετεξέλιξή του από το αποτέλεσμα των εκλογών φαίνεται να αναδιπλώνεται και να αναζητά νέους ρόλους στο τροποποιημένο μετεκλογικό τοπίο της αριστεράς.
Το εκλογικό όμως στίγμα του ΣΥΝ επικεντρώθηκε, αναμφισβήτητα, στη λεγόμενη συνάντηση με την «Σοσιαλιστική αριστερά» (υποψηφιότητα Μητρόπουλου) που κινήθηκε κάτω από τα αναμενόμενα. Πέρα από τις αμοιβαίες διαβεβαιώσεις για συνέχιση της συνεργασίας το σίγουρο είναι ότι το μεταξύ τους κλίμα έχει βαρύνει. Για τους ανήκοντες στο ΠΑΣΟΚ είναι βέβαιο ότι η πολιτική χωρίς άμεσο θετικό αποτέλεσμα δεν έχει καμιά αξία. Το «επενδύω πολιτικά» τους αφήνει αδιάφορους. Κι ο ΣΥΝ μπορεί να κάνει όσα σχέδια θέλει μόνος του.
Εντελώς ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν οι οικολόγοι, που με την μονομέρεια που τους χαρακτηρίζει, θα ήταν οι τελευταίοι που θα μπορούσαν να ωφεληθούν εκλογικά από μια περίοδο οικονομικής κρίσης. Παρ’ όλα αυτά είχαν μια μικρή άνοδο. Ο χώρος θα συνεχίσει σταθερά να δραστηριοποιείται πανελλαδικά σε οικολογικά θέματα παραβλέποντας το γεγονός ότι αυτά, στην Ελλάδα, και για μια μακρά περίοδο, όπως είναι λογικό, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αλλά για τους οικολόγους δεν έχει αλλάξει τίποτα. Τα περιβαντολογικά θα είναι πάντα η πρώτη προτεραιότητα. Η συνάντηση της οικολογίας με την πολιτική από ότι φαίνεται θα αργήσει πολύ να γίνει.
Τέλος η περίπτωση Αμυρά είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Προϊόν της σύγχρονης επικοινωνίας, των νέων συλλογικοτήτων που αναπτύσσονται στο διαδύκτιο. Δεν έχει καμία σχέση με τις γνωστές μορφές πολιτικής οργάνωσης και δράσης. Ο χώρος του διαδυκτίου είναι κάτι το εντελώς ξεχωριστό και φαίνεται να έχει μέλλον. Εδώ έχουμε μια τοπική περίπτωση, στο δήμο της Αθήνας, αλλά το μέλλον της διαδυκτιακής οργάνωσης είναι πολύ ευρύτερο, ξεπερνάει τα εθνικά πλαίσια. Μέσα από το διαδύκτιο περνάει η υπόθεση της νέας παγκόσμιας διασύνδεσης των κινημάτων, της νέας διεθνιστικής δράσης, που επιβάλουν οι σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
22/11/2010
Μήλιος Χρηστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου