Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

οι συμβασιούχοι του υπουργείου πολιτισμού μας έκαναν όλους υπερήφανους


ΠΗΓΗ: Aformi Blog
Τα άρθρα αυτού του blog δεν απευθύνονται στους Έλληνες, αλλά στους εργαζόμενους που μπορούν να διαβάζουν ελληνικά (γιατί δυστυχώς δεν είναι εύκολο να υπάρχουν άρθρα και στις άλλες γλώσσες, αυτές που μιλάνε και διαβάζουν οι μη ελληνόφωνοι εργάτες). Από αυτή την άποψη ξεκινάω έχοντας ως αδιαπραγμάτευτο δεδομένο ότι οι συμβασιούχο του υπουργείου πολιτισμού έχουν δίκιο και οι μορφές που επέλεξαν (και αυτές που θα επιλέξουν αύριο) για να διαμαρτυρηθούν και να διεκδικήσουν, είναι σωστές και δίκαιες (για το εάν είναι και αποτελεσματικές, θα το εκτιμήσουν οι ίδιοι στις συνελεύσεις τους). Εξάλλου τα προβλήματα των συμβασιούχων στο ΥΠΠΟ δεν διαφέρουν από τα προβλήματα των υπόλοιπων εκατοντάδων χιλιάδων συμβασιούχων του ελληνικού κράτους: μένουν για μήνες απλήρωτοι, απολύονται όταν λήγουν οι συμβάσεις τους ενώ καλύπτουν πάγιες ανάγκες κ.τ.λ. Αυτά τα προβλήματα τα γνωρίζουμε όλοι μας και δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Για να το πούμε χωρίς περιστροφές: αυτοί που δεν υποστηρίζουν τους συμβασιούχους του ΥΠΠΟ είναι είτε οι λακέδες των αφεντικών, είτε, εάν είναι εργαζόμενοι, απλώς ασυνείδητοι.
Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ σε κάτι άλλο, στα ιδεολογήματα με τα οποία ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της αστικής τάξης επιτίθεται στις κινητοποιήσεις των συμβασιούχων του ΥΠΠΟ κάθε φορά που βρίσκονται σε κινητοποίηση, και κυρίως σε ορισμένες συνέπειες (ιδεολογικές και πολιτικές) που προκύπτον από αυτές τις επιθέσεις.

Εθνική ή ταξική υπερηφάνεια
Ένα από τα όπλα που χρησιμοποίησε το δημοσιογραφικό σκυλολόι της αστικής προπαγάνδας, είναι ότι οι κινηματικές δράσεις πάνω στον “ιερό βράχο” πλήττουν τη διεθνή εικόνα της χώρας μας, αμαυρώνουν κατά κάποιον τρόπο την εθνική μας ταυτότητα. Θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει πάρα πολλά πράγματα σ’ αυτή τη δήλωση, θα περιοριστώ μόνο σε κάποια λίγα. Και κατ’ αρχάς θα πρέπει να συμφωνήσω με αυτή την τοποθέτηση. Πραγματικά, οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στην Ελλάδα είναι ένα χτύπημα στην εικόνα της εθνικής ενότητας και ομοψυχίας που προσπαθεί να προβάλει η ελληνική αστική τάξη διεθνώς. Η εθνική ταυτότητα που προσπαθούν να μας φορέσουν, για να μπορούν να αποδείξουν στους Ευρωπαίους συναδέρφους τους, ότι κουμαντάρουν την εργατική τάξη με σιδερένια πυγμή, κομματιάζεται από τις αντιδράσεις της εργατικής τάξης. Οι κινητοποιήσεις τις εργατικής τάξης αποκαλύπτουν, έστω και με τρόπο υπαινικτικό, ότι καπιταλιστές και εργάτες δεν ανήκουμε στο ίδιο “έθνος”, δεν μοιραζόμαστε κάτι από κοινού, ώστε από κοινού να το υπερασπιστούμε. Γιατί σε τελική ανάλυση η εθνική ταυτότητα είναι το αποτύπωμα της υποταγής και της εκμετάλλευσης και όχι ένα στοιχείο που μπορεί να συμβάλλει στην απελευθέρωσή των καταπιεσμένων.
Παρ’ όλα αυτά όμως, πιστεύω πως μπορεί να υπάρξει μία τοποθέτηση, η οποία, χωρίς να ακυρώνει τις παραπάνω θέσεις, μπορεί να μας κάνει να δούμε και μία άλλη δυνατότητα, που προκύπτει για κάποιες μόνο στιγμές, από τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η διαχείριση των (“εθνικών”) ταυτοτήτων. Γιατί κάποιες στιγμές (στιγμές συμπύκνωσης της ιστορικής εμπειρίας), τα σύμβολα μπορεί να χάσουν την παραδοσιακή τους σημασία να επανασημασιοδοτηθούν για να περιγράψουν μια εμπειρία για την οποία δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμα τα κατάλληλα σύμβολα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν ακόμα και σύμβολα καταπίεσης (όπως οι εθνικές ταυτότητες) για να σημάνουν, για μια μόνο στιγμή, μια εμπειρία χειραφέτησης και αγώνα. Στην εξέγερση του Δεκέμβρη, εκατομμύρια νέων και εργαζομένων σε όλο τον κόσμο είχαν αντιληφθεί αυτό το γεγονός, όχι ως μια εξέγερση στην Ελλάδα (χωρίς δηλαδή υποκείμενο), αλλά ως εξέγερση της ελληνικής νεολαίας, ή ακόμα και ως εξέγερση των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια του εργατικού κινήματος της περασμένης άνοιξης οι εργάτες της Ευρώπης προσδοκούσαν από τους Έλληνες εργάτες μία αποφασιστική νίκη, που θα μπορούσε να επηρεάσει τον ταξικό συσχετισμό σε όλη την ήπειρο. Ξέρουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις ο προσδιορισμός “ελληνικό” (κίνημα, εξέγερση κ.τ.λ.) δεν είναι απλώς λανθασμένος, αλλά και κατά κάποιον τρόπο προδοτικός. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις συνέβη το ακριβώς αντίθετο από αυτό που σηματοδοτούν οι εθνικές ταυτότητες. Δηλαδή δεν είχαμε μία ενότητα, αλλά μία διάσπαση του υποτιθέμενου ενιαίου εθνικού σώματος. Όμως στην πραγματικότητα όλα αυτά δεν τα αγνοούν όσοι και όσες στην Ευρώπη και τον κόσμο εκφράζουν την αλληλεγγύη τους στους αγώνες που γίνονται στην Ελλάδα, ξέρουν πολύ καλά ότι αυτοί οι αγώνες έχουν έναν εχθρό, ο οποίος δεν έρχεται από μια άλλη χώρα, αλλά βρίσκεται εντός, τόσο της χώρας, όσο και της ταυτότητας που σκιαγραφείται από μία τοποθέτηση της μορφής “αλληλεγγύη στον αγώνα των Ελλήνων εργατών”. Και επιπλέον (και εξίσου σημαντικό) σε αυτούς τους αγώνες παίρνουν μέρος και εργάτες και νεολαίοι οι οποίοι εκούσια ή ακούσια κουβαλάνε άλλες εθνικές ταυτότητες, οι μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα. Μέσα στη διατύπωση: “ο αγώνας των Ελλήνων εργατών”, εξαφανίζονται, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, η Κούνεβα, η απεργία των Αιγυπτίων αλιεργατών, οι εργάτες της Μανωλάδας και της Σκάλας, οι μετανάστες που συμμετείχαν στις γενικές απεργίες και στις διαδηλώσεις της άνοιξης… Αλλά και αυτό είναι κάτι γνωστό, τουλάχιστον στα πιο ενημερωμένα και συνειδητοποιημένα τμήματα των κινημάτων σε όλο τον κόσμο, που παρ’ όλα αυτά περιγράφουν τους αγώνες που γίνονται στην Ελλάδα με εθνικούς προσδιορισμούς. Αυτό φυσικά γίνεται επειδή τα γλωσσικά συστήματα δεν παρέχουν άλλα εύχρηστα σύμβολα για να περιγραφούν αυτές οι εμπειρίες. Όμως ταυτόχρονα συμβαίνει και κάτι άλλο. Προς στιγμή, ο προσδιορισμός “ελληνικός” αποκτά ένα άλλο περιεχόμενο, που καθορίζεται από τη στιγμιαία υποχώρηση στο επίπεδο της ιδεολογίας, της αστικής κυριαρχίας. Και για κάποιες και μόνο στιγμές, ο προσδιορισμός “ελληνικό” για το κίνημα και τους αγώνες, αρθρώνεται όχι για να προσδιορίσει μια υποτιθέμενη ενότητα, αλλά για να υποδηλώσει μια διάσπαση. Ο προσδιορισμός “Έλληνας” κάτω από “κανονικές” συνθήκες αναφέρεται στην ενότητα εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, αλλά σε εξαιρετικές συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, τα αφεντικά δεν μπορούν να χωρέσουν μέσα σ’ αυτόν τον προσδιορισμό (θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε συμβολικό επίπεδο, τα αφεντικά χάνουν την ελληνική ιθαγένεια, αλλά δυστυχώς μόνο σε συμβολικό).

Φυσικά, όπως ανέφερα αρκετές φορές πιο πάνω, αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά για κάποιες στιγμές και επίσης έχει κάποια σημασία μόνο όταν γίνεται από “άλλους”. Γιατί, για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η εθνική ταυτότητα δεν μπορεί να αποτυπώσει τίποτα άλλο από την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις, τις ελάχιστες και στιγμιαίες, μπορούμε ενδεχομένως να μην αισθανόμαστε ντροπή, όταν οι αλληλέγγυοι και οι αλληλέγγυες των άλλων χωρών μας αποκαλούν “Έλληνες”… Για λίγες μόνο στιγμές.
Και επανέρχομαι στο θέμα των κινητοποιήσεων των συμβασιούχων του ΥΠΠΟ. Είναι σίγουρο, ότι εκατομμύρια εργαζομένων σε όλο των κόσμο οι οποίοι είδαν τις εικόνες των συγκρούσεων στην Ακρόπολη, αισθάνθηκαν ικανοποίηση και χαρά που οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα αντιστέκονται και αγανάκτηση για την αστυνομική καταστολή (και αυτά κατάφεραν να περάσουν ακόμα και το φράγμα της ενημέρωσης. Στα δελτία ειδήσεων και στις εφημερίδες καταγράφτηκαν δηλώσεις αμέριστης συμπαράστασης στους εργαζόμενους, από τους… “τουρίστες”). Το γεγονός ότι αυτές οι συγκρούσεις δεν διεξήχθησαν στην πλατεία Κοτζιά για παράδειγμα, αλλά στην Ακρόπολη, έναν χώρο παγκοσμίως γνωστό, αποτελεί όχι μόνο ένα συμβολικό αλλά και ένα ηθικό πλεονέκτημα για τους εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο που είδαν αυτές τις εικόνες, αυτό που διαπιστώνουν με ικανοποίηση, είναι ότι στην Ελλάδα τα ταξικά τους αδέρφια μπορούν κάποιες φορές να σημασιοδοτούν με τους αγώνες τους τα σύμβολα της χώρας. Να πολιτικοποιούν, αν θέλετε, πολιτισμικά σύμβολα, τα οποία υποτίθεται ότι θα πρέπει να παραμένουν ουδέτερα. Και αυτό φυσικά είναι κάτι που πρέπει να μας κάνει υπερήφανους.


Ο ιερός βράχος της Ακρόπολης
σύμβολο της τουριστικής Δημοκρατίας
Μια παραδοσιακή, θα λέγαμε, αστική άποψη είναι ότι ο πολιτισμός και η “πολιτισμική κληρονομιά” είναι και οφείλουν να παραμένουν κενά από κάθε πολιτικό περιεχόμενο και προσδιορισμό. Καταλαβαίνουμε ότι η άποψη απλώς προσπαθεί να καλύψει το γεγονός ότι κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης ο πολιτισμός και η πολιτισμική κληρονομιά χρησιμοποιούνται για να αναπαράγουν αυτή την κυριαρχία. Άρα έχουν συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο και μία συγκεκριμένη ταξική χρήση. Ο ισχυρισμός ότι ο “ιερός βράχος” της Ακρόπολης δεν μπορεί να αποτελέσει χώρο διεξαγωγής ταξικών αντιπαραθέσεων, είναι ένας άλλος τρόπος για να δηλωθεί, ότι ο “ιερός βράχος” της Ακρόπολης πρέπει να βρίσκεται αδιαπραγμάτευτα κάτω από την ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης, η οποία μόνο αυτή έχει δικαίωμα να αποφασίζει για την χρήση του.

Παραδόξως, ο “ιερός βράχος” αποτέλεσε χώρο σφοδρών μαχών σε δύο πολύ καθοριστικές στιγμές της νεώτερης ιστορίας, τις οποίες η αστική τάξη και οι ιδεολογικοί της μηχανισμοί επιχειρούν να βυθίσουν στη λήθη. Και στις δύο περιπτώσεις οι δυνάμεις της αστικής τάξης πρωταγωνίστησαν σ’ αυτές τις μάχες.
[Για λόγους... οικονομίας αντιστέκομαι στον πειρασμό να αναφερθώ στις συνθήκες -των άγριων πολιτικών συγκρούσεων- κάτω από τις οποίες χτίστηκε ο Παρθενώνας τον 5ο αιώνα πριν την χριστιανική χρονολογία]
Η πρώτη περίπτωση αφορά στις δύο πολιορκίες της Ακρόπολης κατά τη διάρκεια της αστικής επανάστασης στην Ελλάδα. Το 1822, όταν η Αθήνα πέρασε στα χέρια των επαναστατών, οι Οθωμανοί κατέφυγαν στην Ακρόπολη, όπου και πολιορκήθηκαν από τους Έλληνες. Το 1826 η εικόνα αντιστράφηκε και τώρα ήταν τα οθωμανικά στρατεύματα που πολιορκούσαν τους επαναστάτες που είχαν καταφύγει στην Ακρόπολη. Και στις δύο πολιορκίες η καταστροφή των κτισμάτων της Ακρόπολης ήταν τεράστια, είτε ως αποτέλεσμα των βομβαρδισμών των θέσεων των πολιορκημένων, είτε και σκόπιμα, χρησιμοποιώντας τα αρχιτεκτονικά μέλη ως πολεμικό υλικό (πχ κατέστρεφαν τους κίονες για να αφαιρέσουν τους μολύβδινους συνδέσμους). Μάλιστα στη περίπτωση της δεύτερης πολιορκίας, οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να ανατινάξουν ολόκληρο τον βράχο της Ακρόπολης ώστε να μην πέσει στα χέρια του οθωμανικού στρατού. Τελικά η Ακρόπολη παραδόθηκε στους Οθωμανούς με συνθήκη και έτσι γλίτωσε την καταστροφή, αλλά πιο πριν οι Έλληνες είχαν ανατινάξει αρκετά από τα κτίσματα (προφανώς στα πλαίσια της άμυνάς τους).
Η αστική ηγεσία της επανάστασης αλλά και το σύνολο των επαναστατών, παρά το έντονο κλίμα αρχαιολατρίας που επικρατούσε (όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων διανοουμένων και πολιτικών, αλλά και στην Ευρώπη, τόσο έντονο που το έπαιρνε υπ’ όψιν του ακόμα και η οθωμανική πλευρά), δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν και να καταστρέψουν κάποια αρχαία κτίσματα, αλλά και ήταν έτοιμοι να ανατινάξουν ολόκληρο τον “ιερό βράχο”, για να εξυπηρετήσουν τους πολεμικούς σκοπούς (είτε της επίθεσης, είτε της άμυνας). Παρ’ όλα αυτά όμως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, ότι οι στόχοι της αστικής επανάστασης (ανεξαρτησία, δημοκρατία κτλ) αξιολογούνταν ως πιο σημαντικοί από την προστασία της Ακρόπολης.
Όμως στη δεύτερη περίπτωση κατά την οποία η Ακρόπολη έγινε πεδίο μάχης, επρόκειτο απλώς για κυνισμό της αστικής τάξης. Το 1944 όταν άρχισαν τα Δεκεμβριανά η Ακρόπολη είχε καταληφθεί από Ελασίτες. Μια βρετανική αντιπροσωπεία, συναντήθηκε με την ηγεσία του κινήματος και στο όνομα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, απαίτησε να παραμείνει ο “ιερός βράχος” ουδέτερος από κάθε αντιπαράθεση. Οι Ελασίτες τότε ηλιθιοδώς εγκατέλειψαν την Ακρόπολη (όπως άλλωστε και τη δυνατότητα κατάληψης της εξουσίας). Μόλις έφυγαν οι Ελασίτες μια μονάδα βρετανικού πυροβολικού κατέλαβε το βράχο και από ‘κεί πάνω ισοπέδωσαν ολόκληρες συνοικίες της Καισαριανής και του Νέου Κόσμου δολοφονώντας χιλιάδες γυναικόπαιδα (στα προσφυγικά της Καισαριανής υπάρχουν ακόμα οι τρύπες από τα βλήματα). Όμως η αστική τάξη κατάφερε να διατηρήσει την κυριαρχία της.
Τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει το ίδιο και σήμερα. Η κραυγή αγανάκτησης, που απαιτεί από τους συμβασιούχους του ΥΠΠΟ να μην “βεβηλώνουν” τον “ιερό βράχο” αποκρύπτει την αξίωση, να μην παραβιάζεται το δικαίωμα της αστικής τάξης, να χρησιμοποιεί ακόμα και την Ακρόπολη, για να τσακίσει τις αντιστάσεις των εργαζόμενων.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε παραδοσιακή αυτή την αξίωση (μαζί με τα ιδεολογήματα που την υποστηρίζουν), με την έννοια ότι ένα από τα συγκροτητικά χαρακτηριστικά των αστικών δημοκρατιών, είναι η θέση, ότι υπάρχουν πεδία τα οποία οφείλουν να παραμένουν πολιτικά ουδέτερα, δηλαδή η διαχείρισή τους να μην αποτελεί αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης (ποιος και πώς τα διαχειρίζεται). Το πεδίο του πολιτισμού είναι μία χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Η άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, οικονομικό πεδίο. Στα συγκροτητικά χαρακτηριστικά της αστικής δημοκρατίας βρίσκεται επίσης και η θέση, ότι η πολιτική δεν μπορεί να αφορά και να θέτει υπό αμφισβήτηση την αστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Αυτό όμως που αναδεικνύεται μέσα από τους λόγους των αγανακτισμένων δημοσιογράφων που επιτίθενται στους εργαζόμενους του ΥΠΠΟ είναι και κάτι άλλο, που υπερβαίνει αυτές τις παραδοσιακές αξιώσεις της αστικής τάξης. Μια νέα αξίωση, η οποία διατυπώνεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση τους τελευταίους μήνες και η οποία μοιάζει να αποτελεί μια διεστραμμένη διατύπωση της μαρξιστικής θέσης (στην πραγματικότητα πρόκειται για αντιμαρξιστική άποψη) ότι το οικονομικό καθορίζει το πολιτικό. Αυτό που το σύνολο του μηχανισμού της αστικής τάξης προσπαθεί να μας πείσει, είναι ότι υπάρχουν κάποιες οικονομικές νομοτέλειες, από τις οποίες θα πρέπει να καθοριστούν οι πολιτικές καταστάσεις και επιλογές. Η πολιτική είναι απλώς η εφαρμογή στην κοινωνία αυτών των κανόνων που απαιτεί η οικονομία.

Είναι αστείος (και θα ήταν ακόμα περισσότερο αστείος αν δεν διακυβεύονταν το μέλλον χιλιάδων εργαζόμενων) ο τρόπος και η ευκολία με την οποία δημοσιογράφοι και κυβέρνηση χρησιμοποιούν ως αμοιβαία εναλλάξιμα ή ακόμα και ταυτόσημα το επιχείρημα του πολιτισμού και το επιχείρημα του τουρισμού, για να υποστηρίξουν ότι οι εργαζόμενοι πλήττουν τελικά την ίδια τη δημοκρατία (την οποία, στα πλαίσια μιας βραχυκυκλωμένης λογικής, συμβολίζει ο “ιερός βράχος”, τον οποίο έρχονται να δουν οι τουρίστες). Το επιχείρημα είναι σαθρό και γελοίο, δηλωτικό της ευφυΐας αυτών που το ξεστομίζουν, αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Γιατί στην πραγματικότητα αυτό το επιχείρημα και άλλα ανάλογα που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων των τελευταίων μηνών, μαρτυρούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει τίθενται και να απαντιούνται τα προβλήματα των εργασιακών σχέσεων. Για να το πούμε διαφορετικά: οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που επιβάλλονται εκτάκτως, σύμφωνα με τους κανόνες του μνημονίου και με αφορμή τους κανόνες του μνημονίου, για να σταθεροποιηθούν, να εφαρμοστούν και να αποδώσουν κέρδη για την αστική τάξη, θα πρέπει να συνοδευτούν και από ανάλογες αλλαγές στο πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο, έτσι ώστε να περιοριστεί ή και να εκμηδενιστεί κάθε δυνατότητα αντίστασης. Οι συμβιβασμοί των γραφειοκρατικών ηγεσιών των συνδικάτων δεν αρκούν. Η “οικονομία” απαιτεί πια τη συντριβή κάθε δυνατότητας συνδικαλιστικής δράσης, αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να γίνουν ριζικές αλλαγές στο πολιτικό επίπεδο. Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης θα πρέπει να επεκταθεί και στο επίπεδο της πολιτικής και να παγιωθεί.
Η εξοργιστική επίθεση των ΜΑΤ στους συμβασιούχους του ΥΠΠΟ, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση συγκρότησης ενός αστυνομικού κράτους, μιας αστυνομικής δημοκρατίας. Όμως παρά την ενίσχυση του ρόλου των δυνάμεων καταστολής για την αντιμετώπιση των απεργιακών κινητοποιήσεων, δεν είναι οι μηχανισμοί καταστολής αυτοί που καθορίζουν τους πολιτικούς κανόνες και τις οικονομικές επιλογές (όπως για παράδειγμα συμβαίνει στις περιπτώσεις των στρατιωτικών δικτατοριών), αλλά οι οικονομικοί οργανισμοί της αστικής τάξης. Το σύνολο των μηχανισμών του αστικού κράτους υποτάσσεται σε αυτές τις επιλογές και η κυβέρνηση ασκεί πολιτική, χωρίς να επιχειρεί να διαμορφώσει συνθήκες συναίνεσης, διαφορετικές από αυτές που παράγονται μηχανιστικά από την επίδειξη δύναμης και την καταστολή. Γι’ αυτό και κάθε απεργία, όσο μικρή και επιμέρους κι αν μοιάζει να είναι, θα θέτει σε αμφισβήτηση την ικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόζει αυτή την πολιτική και θα αντιμετωπίζεται με καταστολή. Κάθε οικονομική διεκδίκηση ενός επί μέρους χώρου θα παίρνει ή θα μπορεί να πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά και να αποτελέσει παράδειγμα για άλλους χώρους. Μοιάζει σαν να διαστρέφεται η άποψη του Λένιν, ότι μια μεγάλη απεργία είναι πολύ πιο σημαντική από τις εκλογές. Κάθε μικρή απεργία για την άρχουσα τάξη μπορεί να αποτελέσει μια σοβαρή πολιτική αντιπαράθεση, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση την ικανότητά της να διαλύσει την αντίσταση των εργατών.
Από αυτή την άποψη λοιπόν οι κινητοποιήσεις των συμβασιούχων του ΥΠΠΟ έρχονται πραγματικά αντιμέτωπες με το μοντέλο δημοκρατίας που προωθείται από τα φερέφωνα της αστικής τάξης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτό το μοντέλο, “τουριστική δημοκρατία”.


Ποιοι (θα πρέπει να) έχουν την ευθύνη
της φύλαξης της Ακρόπολης
(και των υπόλοιπων αρχαιοτήτων);
Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα την έδωσε ο Μακιαβέλι πριν από 500 σχεδόν χρόνια. Στο έργο του,Διατριβές πάνω στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου(1517), θέτει ένα ανάλογο ερώτημα: σε ποιους θα πρέπει να ανατεθεί η διαφύλαξη της ελευθερίας μιας πόλης, στους ευγενείς και τους εύπορους ή στο φτωχό λαό; Η απάντησή του και η επιχειρηματολογία του (η οποία αποτελεί μια ισχυρή υπεράσπιση της δημοκρατίας) εξακολουθεί να είναι πρωτότυπη. Ο Μακιαβέλι αποφαίνεται ότι η διαφύλαξη της ελευθερίας μιας πόλης (και άρα το δικαίωμα της άσκησης πολιτικής) θα πρέπει να ανατεθεί στο λαό, γιατί μόνο ο λαός δεν έχει κανένα συμφέρον να την καταχραστεί. Γράφει λοιπόν ο Μακιαβέλι:

“Θα υποστηρίξω ότι θα πρέπει να αναθέτεις τη διαφύλαξη του κάθε πράγματος σε αυτόν που επιθυμεί λιγότερο να το κατακτήσει. Και αναμφισβήτητα, αν εξετάσουμε τους σκοπούς των ευγενών και των πληβείων, θα βρούμε στους πρώτους μεγαλύτερη επιθυμία κυριαρχίας, ενώ στους δεύτερους μονάχα την επιθυμία να μην κάθεται άλλος στο σβέρκο τους και έτσι και περισσότερη θέληση για ελεύθερο βίο, αφού οι ίδιοι έχουν λιγότερες ελπίδες από τους ευγενείς να κατακτήσουν την πολιτεία για λογαριασμό τους. Γι’ αυτό και είναι λογικό να ενδιαφέρεται περισσότερο ο λαός για την ελευθερία, όταν αναλαμβάνει τη διαφύλαξή της, και μη μπορώντας ο ίδιος να την κατέχει μόνο για τον εαυτό του, δεν αφήνει και τους άλλους”.
Ο Μακιαβέλι πιστεύει ότι οι ανώτερες τάξεις αποτελούν μεγαλύτερο κίνδυνο για την ελευθερία κίνδυνο:
“[...] γιατί ο φόβος της απώλειας [των όσων κατέχουν] γεννάει μέσα τους τις ίδιες επιθυμίες που έχουν και όσοι επιθυμούν να αποκτήσουν• οι άνθρωποι, βλέπεις, θεωρούν ότι δεν κατέχουν σίγουρα κάτι, εάν δεν αποκτήσουν κι άλλα• όμως όταν φτάσουν να αποκτήσουν πολλά, μπορούν να φέρουν αναταραχές με περισσότερη δύναμη και ορμή”.
Η επιχειρηματολογία του Μακιαβέλι έχει διπλή σημασία. Κατ’ αρχάς θα μπορούσαμε να πούμε (εφαρμόζοντας τον συλλογισμό του) ότι η απάντηση: ποιοι θα πρέπει να έχουν την ευθύνη (εννοείται και τη διεύθυνση) της “πολιτισμικής κληρονομιάς”; είναι μάλλον απλή. Οι εργαζόμενοι στο συγκεκριμένο τομέα είναι οι μόνοι που δεν έχουν κανένα συμφέρον από την κατάχρηση και αρπαγή των μνημείων του πολιτισμού. Αντίθετα τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με αυτά του κοινωνικού συνόλου: να έχει ελεύθερη πρόσβαση όλος ο λαός. Επίσης οι ίδιοι δεν έχουν, ακόμα και αν το θέλουν, τη δυνατότητα να καταχραστούν προς ίδιον όφελος την πολιτισμική κληρονομιά. Άρα αυτοί οι οποίοι είναι οι πιο κατάλληλοι για να αναλάβουν την ευθύνη και τη διαχείριση του πολιτισμού, είναι οι εργαζόμενοι σε αυτόν τον τομέα. Αντίθετα, οι πιο ακατάλληλοι φύλακες του πολιτισμού, είναι οι ανώτερες τάξεις (και οι λακέδες τους) επειδή αυτοί έχουν και συμφέρον και τη δύναμη, ώστε να επιδιώξουν να κατέχουν τα πολιτιστικά αγαθά. Πιο απλά, τα συμφέροντα των εργαζομένων επιβάλλουν να αποτελεί ο πολιτισμός συλλογικό κεφάλαιο, ενώ η αστική τάξη επιχειρεί να τον μετατρέψει σε εμπόρευμα για να βγάζει κέρδος.
Όμως το επιχείρημα του Μακιαβέλι αναφέρονται στη δημοκρατία και όχι σε ένα τομέα της κοινωνίας και έχει από αυτή την άποψη μια ιδιαίτερη σημασία, η οποία αφορά στον αγώνα των συμβασιούχων του ΥΠΠΟ και ταυτόχρονα τον υπερβαίνει (ή ακόμα καλύτερα, τον γενικεύει). Αυτό που αναδεικνύεται μέσα από την κινητοποίηση των συμβασιούχων στο ΥΠΠΟ από τις κινητοποιήσεις όλων των χώρων εργασίας, και στο οποίο από μια ορισμένη άποψη απαντάει ο Μακιαβέλι αναφερόμενος στη δημοκρατία, είναι, το ποια τάξη μπορεί να επιβάλλει μια δημοκρατική διαχείριση της κοινωνίας και κυρίως του σκληρού πυρήνα της κοινωνικής συγκρότησης, της παραγωγικής διαδικασίας. Η απάντηση που θα πρέπει να οικοδομήσουμε σε αυτό το ερώτημα έχει σήμερα τεράστια σημασία για να μπορέσουμε να βγούμε αδιέξοδα που μας επιβάλλουν. Θα πρέπει να αποκτήσουμε το θάρρος για να πούμε, ότι απέναντι στηναναστάτωση (χρησιμοποιώ τον όρο του Μακιαβέλι) που δημιούργησε η προσπάθεια της αστικής τάξης να διατηρήσει και να μεγαλώσει τα κέρδη της, η μόνη ρεαλιστική λύση είναι να αναλάβουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι την διεύθυνση της παραγωγής και την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Κώστας Κ.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

http://topontiki.gr/article/10542

Άρθρο του Δ. Καζάκη στο Ποντίκι...(ελπίζω να μην σπαμάρω-σβήστε το αφού το δείτε :) )

στελιος είπε...

Καλό άρθρο με ολόπλευρη ανάπτυξη του θέματος και ταξική αντίληψη.
Ευχάριστη έκπληξη η ανφορά στον Μακιαβέλι.
Να που απλοί μπλόγκερ γράφουν καλύτερα από μερικούς της υψηλής διαννόησης.
Περισσότερο αξίζει η κατάληξη, ξεκάθαρη του άρθρου.

Ανώνυμος είπε...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ http://wp.me/pUPWv-1ls