ΥΠΑΡΧΕΙ χώρος και για τους δύο, συνηθίζει να λέει ο πρωθυπουργός της Ινδίας Μανμοχάν Σινγκ αναφερόμενος στο διαρκώς αυξανόμενο μερίδιο που καταλαμβάνουν η χώρα του και η Κίνα. Οι δύο ασιατικές υπερδυνάμεις παρουσιάζουν θεαματικά ποσοστά ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, έχοντας καθεμία το δικό της συγκριτικό πλεονέκτημα σε αυτόν τον άτυπο οικονομικό ανταγωνισμό. Διότι παρά τις εδαφικές διαφορές που χωρίζουν τα δύο γειτονικά κράτη, η ανταγωνιστικότητά τους στο οικονομικό πεδίο δεν παρουσιάζει «πολεμικά» χαρακτηριστικά. Κάθε άλλο μάλιστα. Πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι οι δύο οικονομίες είναι συμπληρωματικές. Αλλά αυτές είναι ανησυχίες Δυτικών. Στο εσωτερικό των δύο χωρών τα φλέγοντα
ζητήματα είναι η μείωση του ποσοστού της φτώχειας, η ανάπτυξη των υποδομών και η αύξηση των επενδύσεων, προκειμένου να αναβαθμιστεί το βιοτικό επίπεδο των περίπου 2,5 δισ. κατοίκων που αριθμούν αθροιστικά τα δύο πολυπληθέστερα κράτη του πλανήτη. Τα οποία συνοδεύονται ακόμη από τον ευφημισμό «αναπτυσσόμενα» ακριβώς επειδή η πλειονότητα του πληθυσμού διαβιεί σε συνθήκες που απέχουν μακράν από εκείνες των δυτικών χωρών. Συνεπώς, πέραν της αριθμολαγνείας, το ουσιαστικό διακύβευμα είναι η διοργάνωση κοινωνικού κράτους, η εδραίωση των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών και η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των ελαχίστων πλουσίων και των πολλών φτωχών.
Η γλώσσα των αριθμών αποτελεί πάντως έναν χρήσιμο κώδικα επικοινωνίας μεταξύ των οικονομικών αναλυτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ινδία την περασμένη Δευτέρα, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας για το δεύτερο τρίμηνο έφθασε στο 8,8% του ΑΕΠ, αυξημένος ελαφρώς σε σχέση με το 8,6% του πρώτου τριμήνου. Παράλληλα ανακοινώθηκε ότι ο πληθωρισμός «τρέχει» με ρυθμό 10%, καθώς η εγχώρια καταναλωτική ζήτηση συνεχίζει να αποτελεί έναν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης. Συγχρόνως η ίδια παράμετρος (η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών) συνιστά και μια ασπίδα προστασίας της ινδικής οικονομίας εν μέσω της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την οικονομική συγκυρία διεθνώς.
Από την άλλη πλευρά η Κίνα αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό (10,3% το δεύτερο τρίμηνο), όμως η οικονομία της θεωρείται πολύ πιο ευάλωτη, καθώς εξαρτάται σημαντικά από τις εξαγωγές προϊόντων. Ετσι η Κίνα έχει αρχίσει να πατά και λίγο φρένο, έστω και μαζί με το γκάζι, καθώς διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να αναπτυχθεί μόνη της. Οχι επειδή αυτό θα φανέρωνε έλλειψη αλληλεγγύης προς χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ρουμανία. Αλλά για τον προφανή λόγο ότι η διατήρηση της ανάπτυξης μιας εξαγωγικής οικονομίας προϋποθέτει την ευημερία των πελατών της, δηλαδή των χωρών στις οποίες εξάγει τα φθηνά προϊόντα της.
Αντιθέτως η Ινδία δεν στηρίζεται στις... πλάτες των εμπορικών της εταίρων. Ενδεικτικό της «πολυδιάσπασης» της ινδικής οικονομίας είναι το γεγονός ότι το ποσοστό αύξησης των εξαγωγών υπολείπεται σημαντικά του αντίστοιχου άλλων πυλώνων της οικονομίας. Συγκεκριμένα οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 13,2% τον Ιούλιο, ποσοστό που είναι το μικρότερο του τελευταίου εξαμήνου. Την ίδια στιγμή ο τομέας των υπηρεσιών, ο οποίος συμμετέχει κατά 55% στην οικονομική ανάπτυξη, μεγεθύνθηκε κατά 9,7% το δεύτερο τρίμηνο (έναντι 8,4% το πρώτο τρίμηνο του έτους), ενώ ακόμη πιο θεαματική ήταν η επιτάχυνση του κλάδου της βιομηχανικής παραγωγής κατά 12,4% την ίδια περίοδο.
Η εικόνα της ινδικής οικονομίας θα μπορούσε μάλιστα να είναι καθ΄ όλα αξιοζήλευτη εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι της κυβέρνησης για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα το προσεχές διάστημα. Αλλωστε ο Μανμοχάν Σινγκ έχει θέσει ως βασικό στόχο της δεύτερης θητείας που διανύει ως πρωθυπουργός της χώρας να «πιάσει» τους διψήφιους κινεζικούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας και να πετύχει την εξομάλυνση των σχέσεων με τους εκ Δυσμών γείτονες Πακιστανούς. Οι κρυφοί άσοι της Ινδίας
Και αν οι σύνθετες γεωπολιτικές συνθήκες και η εμπλοκή «μεγάλων δυνάμεων» καθιστούν δύσκολο τον δεύτερο στόχο, ο πρώτος είναι σαφώς ευκολότερος αφού η Ινδία διαθέτει κρυφούς άσους στο παιχνίδι της ανάπτυξης. Ενας από αυτούς είναι η αγροτική παραγωγή, η οποία παρουσίασε σημαντική βελτίωση τους τελευταίους τρεις μήνες (2,8% έναντι μόλις 0,7% το πρώτο τρίμηνο). Πράγματι τα περιθώρια ανάπτυξης του αγροτικού τομέα είναι πολύ μεγάλα, δεδομένης της πληθυσμικής σύνθεσης της χώρας (τα δύο τρίτα των 1,2 δισ. κατοίκων ζουν στην ύπαιθρο και προσπορίζονται τα προς το ζην από τη γεωργία και την κτηνοτροφία).
«Η οικονομική κρίση μάς δίδαξε ότι δεν μπορούμε να αναπτυχθούμε χωρίς τον αγροτικό πληθυσμό.Σε τελική ανάλυση ο αγροτικός τομέας είναι αυτός που βοήθησε την Ινδία να διατηρήσει την ανάπτυξή της εν μέσω της διεθνούς οικονομικής ύφεσης» δήλωσε στους «Financial Τimes» κυβερνητικός αξιωματούχος της χώρας. Και, όπως φαίνεται, σύμμαχος της ινδικής κυβέρνησης είναι και ο καιρός. Αντίθετα με τις καταστρεπτικές καιρικές συνθήκες της περασμένης χρονιάς, η εφετινή σοδειά αναμένεται πλούσια, κάτι που θα βοηθήσει στην επίτευξη του στόχου για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα κατά 4% σε ετήσια βάση.
Ενώ λοιπόν στη Ρωσία η ξηρασία έφερε ελλείψεις σε βασικά διατροφικά είδη, στην Ινδία η ανάπτυξη προκαλεί ελλείψεις... στα αυτοκίνητα. Αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Ηyundai και η Volkswagen είδαν τις παραγγελίες νέων οχημάτων να πολλαπλασιάζονται ταχύτερα απ΄ ό,τι περίμεναν. Οι αντιπροσωπείες δεν είχαν προβλέψει την κατά 30% άνθηση του κλάδου το τελευταίο εξάμηνο και έτσι οι υποψήφιοι αγοραστές έμειναν με το χαρτί της παραγγελίας στο χέρι, περιμένοντας να κατασκευαστούν τα αυτοκίνητα τα οποία έχουν εν μέρει προπληρώσει.
Το φαινομενικά δευτερεύουσας σημασίας γεγονός είναι δηλωτικό του κοινωνικού μετασχηματισμού ο οποίος συντελείται στην Ινδία τα τελευταία χρόνια και επιδρά καθοριστικά στο σύνολο της οικονομίας. Οπως δείχνει η τελευταία έκθεση της Αsian Development Βank (ΑDΒ), η μεσαία τάξη αυξάνεται θεαματικά στη χώρα και ταυτόχρονα μειώνεται το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Οι Ινδοί οι οποίοι καταναλώνουν από 2 ως 20 δολάρια την ημέρα αυξήθηκαν σε απόλυτους αριθμούς κατά 205 εκατομμύρια την τελευταία εικοσαετία. Βέβαια η συντριπτική πλειονότητα αυτών βρίσκεται στη «μεθόριο» της φτώχειας, καθώς οι ημερήσιες δαπάνες του 75% της μεσαίας τάξης των Ινδών δεν ξεπερνούν τα 4 δολάρια. Και προφανώς αυτή η μερίδα του πληθυσμού δεν έχει χρήματα όχι μόνο για Volkswagen αλλά ούτε για το «φθηνό» Νano των 2.000 δολαρίων της ινδικής Τata Μotors.
Εισόδημα 1,25 δολ. την ημέρα
Η Παγκόσμια Τράπεζα διαπιστώνει εξάλλου ότι οι απολύτως εξαθλιωμένοι Ινδοί, με άλλα λόγια όσοι διαβιούν (ή καλύτερα όσοι καταφέρνουν να επιβιώσουν) με λιγότερα από 1,25 δολάρια την ημέρα, έχουν μειωθεί από το 60% το 1990 στο 40% των σημερινών κατοίκων της χώρας. Ενα στοιχείο που μπορεί να αναγνωστεί διπλά: από τη μια καταδεικνύει τα περιθώρια ανάπτυξης της οικονομίας εφόσον αναβαθμιστεί το βιοτικό επίπεδο του 40%, και από την άλλη υπογραμμίζει ότι παρά την ευημερία των αριθμών (ισχυρή ανάπτυξη, αύξηση κατανάλωσης) οι άνθρωποι (ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού) συνεχίζουν να δυστυχούν.
Τα αντίστοιχα στοιχεία για την Κίνα είναι πολύ πιο ενθαρρυντικά, καθώς σε συνθήκες «απόλυτης φτώχειας» ζει πλέον λιγότερο από 15% του πληθυσμού. Σε αυτό βοηθά βέβαια και το «ξύπνημα του κινέζου εργάτη». Οι απεργιακές κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών σε εργοστάσια-υπεργολάβους δυτικών βιομηχανιών ανάγκασαν τους κινέζους επιχειρηματίες να παραχωρήσουν γενναίες αυξήσεις στο προσωπικό τους.
Μια μικρή λεπτομέρεια είναι ότι οι ετήσιες αποδοχές των «καλοπληρωμένων» βιομηχανικών εργατών της Κίνας (σε σχέση με τα γλίσχρα εισοδήματα του αγροτικού πληθυσμού) κυμαίνονται στα 1.500 δολάρια και συνεπώς η απόστασή τους από τις απολαβές ακόμη και ενός έλληνα εργάτη είναι ανάλογη της χιλιομετρικής απόστασης των δύο χωρών. Για αυτόν τον λόγο οι δήθεν ανησυχίες και το όψιμο ενδιαφέρον πολλών αμερικανών και δυτικοευρωπαίων αναλυτών για την ανταγωνιστικότητα της κινεζικής οικονομίαςμετά τις αυξήσεις που διεκδίκησαν και πήραν οι εργάτες της Κίνας- στερούνται κάθε οικονομικού και λογικού ερείσματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου