ΠΗΓΗ: Το Ποντίκι (16/9)
του Δ. Καζάκη
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει μετατραπεί σ’ ένα από τα πιο αγαπημένα κλισέ των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών κύκλων όταν πρόκειται να δικαιολογήσουν την πολιτική και τις επιλογές τους. Υπάρχει πρόβλημα με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας; Τεράστιο. Όμως αυτό δεν οφείλεται στο «εργατικό κόστος», που είναι από τα χαμηλότερα της Ευρώπης, ούτε στους κακούς και άγριους συνδικαλιστές που υποτίθεται ότι τρομάζουν τους επενδυτές, αλλά ούτε και στην κρατική γραφειοκρατία η οποία υποτίθεται ότι με τη διαφθορά της προσβάλει τα χρηστά ήθη των ξένων κεφαλαίων που θέλουν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική.
Η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας απηχεί τη θέση που αυτή κατέχει στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Με άλλα λόγια, η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από το πώς μια οικονομία συμμετέχει στην παγκόσμια οικονομία και τι ζητά να αποκομίσει από τη διεθνή οικονομική ζωή. Μια οικονομία που είναι έρμαιο των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς και εξαρτά την ανάπτυξή της από την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου και επενδύσεων, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Κι αυτή είναι η ουσία του προβλήματος ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Η επιλογή να στηριχθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο φτηνό «εργατικό κόστος» και ως εκ τούτου στην υψηλή κερδοφορία και το ειδικό καθεστώς προνομίων για τις μεγάλες επενδύσεις, υπήρξε καταστροφική. Όχι μόνο γιατί η ανταγωνιστικότητα επιδεινώθηκε ραγδαία, αλλά οδήγησε και στην παραγωγική αποσύνθεση την ελληνική οικονομία.
Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιεύτηκε η ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα. Η έκθεση αυτή παρουσίασε μια ραγδαία υποχώρηση της Ελλάδας στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα κατά 12 θέσεις. Η Ελλάδα εμφανίζεται να βρίσκεται στην 83η θέση ανάμεσα σε 156 χώρες, από την 71η που βρισκόταν το 2009. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να πούμε ότι η έκθεση στην οποία αναφερόμαστε δεν συντάσσεται με αντικειμενικά οικονομικά και αναπτυξιακά κριτήρια, αλλά κυρίως με βάση ερωτηματολόγια προς τους επιχειρηματίες κάθε χώρας. Για την Ελλάδα απάντησαν λίγο πάνω από εκατό επιχειρηματίες, αδιευκρίνιστων λοιπών στοιχείων, ενώ υπεύθυνος για την επιτόπια έρευνα ήταν ο ΣΕΒ. Επομένως η έκθεση απηχεί περισσότερο το πόσο «ελκυστική» θεωρείται μια οικονομία από τη σκοπιά των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, παρά την αντικειμενική κατάσταση της ανταγωνιστικότητάς της.
Παρ’ όλα αυτά η έκθεση υπήρξε αφορμή για να μας φλομώσουν κυριολεκτικά με τα ίδια και τα ίδια. Για την πτώση της ανταγωνιστικότητας φταίνε πάλι οι μισθοί, οι απαιτήσεις των εργαζομένων που τρομάζουν τους επενδυτές, η κρατική γραφειοκρατία και κωλυσιεργία, η ανυπαρξία κινήτρων για επενδύσεις, οι ανεπαρκείς απελευθερώσεις των αγορών και φυσικά η δήθεν υψηλή φορολογία των επιχειρήσεων. Ποια είναι όμως η αλήθεια;
Από τον Πίνακα 1 διαπιστώνουμε καταρχάς μια κάθετη πτώση της παγκόσμιας θέσης της Ελλάδας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ευρώ. Από την 36η θέση το 2001, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, στην 83η για το 2010. Οι συντάκτες της έκθεσης εντοπίζουν ως κύρια αιτία αυτής της πτώσης, την ραγδαία επιδείνωση του «μακροοικονομικού περιβάλλοντος» της ελληνικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, η ένταξη της χώρας στο ευρώ πυροδότησε μια ένταση των εσωτερικών ανισορροπιών στην οικονομία της που οδήγησε στην ραγδαία διεθνή υποβάθμισή της, ακόμη και από τη σκοπιά του κεφαλαίου. Θυμηθείτε τα παραμύθια περί «ισχυρής Ελλάδας» εντός του «ισχυρού ευρώ» και θα καταλάβετε περί τίνος πρόκειται.
Η ραγδαία αυτή επιδείνωση συνέβη ακριβώς την εποχή του ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας υπό καθεστώς ευρώ. Το 2008 η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το εξωτερικό εμπόριο είχε φτάσει σχεδόν στο 35% του ΑΕΠ (εισαγωγές και εξαγωγές), που σηματοδότησε και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανοίγματος στο παγκόσμιο εμπόριο των οικονομιών της ευρωζώνης. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η εκτίναξη του εμπορικού ελλείμματος σε πρωτοφανή για την ελληνική οικονομία επίπεδα. Το 2008 έφτασε στο 18,5% του ΑΕΠ της χώρας.
Η πτώση που παρατηρείται για το 2009 και το 2010 δεν απηχεί κάποια βελτίωση, αλλά την συρρίκνωση όλων των ζωτικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας λόγω της κρίσης. Η ελληνική οικονομία έχει καταντήσει να είναι τόσο εξαρτημένη από το εξωτερικό εμπόριο, κυρίως τις εισαγωγές, που η κρίση επιδρά κατασταλτικά πάνω του. Όπως και να έχει, όσο περισσότερο η Ελλάδα του ισχυρού ευρώ ανοίχτηκε σαν οικονομία, τόσο περισσότερο βάθυνε το εξωτερικό της έλλειμμα.
Τι φταίει γι’ αυτό; Μήπως οι μισθοί των εργαζομένων; Ας δούμε το πίνακα 2 όπου βλέπουμε την εξέλιξη του πραγματικού κατά μονάδα «εργατικού κόστους» και ταυτόχρονα την μεταβολή της μέσης κερδοφορίας του κεφαλαίου στην Ελλάδα τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Μέσα σ’ αυτές τις δυο δεκαετίες διαρκούς μονόπλευρης λιτότητας, υπονόμευσης ασφαλιστικών και εργασιακών απολαβών, απελευθερώσεων και απορρυθμίσεων κατάφεραν οι κυβερνήσεις να μειώσουν το πραγματικό κατά μονάδα «εργατικό κόστος» πάνω από 15% και να εκτοξεύσουν τα κέρδη πάνω από 78%! Στη δεκαετία του ευρώ αν και το πραγματικό κατά μονάδα «εργατικό κόστος» φαίνεται να είχε μια μείωση γύρω στο 4%, η κερδοφορία του κεφαλαίου γνώρισε πραγματική έξαρση με άνοδο πάνω από 47%!
Η ψαλίδα αυτή ανάμεσα στα κέρδη και στις αμοιβές της εργασίας αποτελεί την ουσία των τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών αδιέξοδων που αντιμετωπίζει όχι μόνο το μέσο νοικοκυριό σήμερα, αλλά και η οικονομία ως σύνολο.
Η επίσημη οικονομική μυθολογία από τη δεκαετία του ’80 ήθελε όλα τα προβλήματα να πηγάζουν από μια δήθεν «έλλειψη κερδών», από «υπερβολικές» απαιτήσεις των εργαζομένων, από «αγκυλώσεις» της αγοράς και από την «κλειστή οικονομία» της χώρας. Σήμερα, η οικονομία και η κοινωνία ασφυκτιά κυριολεκτικά από την υπερπληθώρα κερδών, την απελπιστική συμπίεση του «εργατικού κόστους», την απελευθέρωση των πιο παρασιτικών και αντιπαραγωγικών μονοπωλίων της αγοράς και το «άνοιγμα της οικονομίας» στην ταχύτερη παραγωγική της περιθωριοποίηση διεθνώς. Παρόλα αυτά οι κυβερνήσεις θριαμβολογούσαν για την ταχύρρυθμη «ανάπτυξη» της χώρας. Όμως, στην πραγματικότητα αυτό που παρατηρήθηκε ήταν μια πλασματική επέκταση της εσωτερικής ζήτησης, που στηρίχθηκε κυρίως στην έξαρση των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών.
Τι απέγιναν τα ιδιωτικά κέρδη που γνώρισαν τέτοια έξαρση; Οτιδήποτε άλλο εκτός από επενδύσεις στην παραγωγή. Με το ευρώ και την ελευθερία κίνησης κεφαλαίου, τα ιδιωτικά κέρδη βρήκαν την ευκαιρία να μεταναστεύσουν από την Ελλάδα για να κερδοσκοπήσουν στις διεθνείς αγορές μετοχών, ομολόγων, παραγώγων κλπ. Όσο περισσότερο ανοιγόταν η ελληνική οικονομία υπό καθεστώς ευρώ, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η ροή πόρων προς το εξωτερικό. Χαρακτηριστικός είναι και ο πίνακας 3, όπου καταγράφεται η εξαγωγή κεφαλαίου για κερδοσκοπικές τοποθετήσεις στο εξωτερικό και το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Από αυτόν διαπιστώνουμε ότι τη δεκαετία του ευρώ διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό με τη μορφή αμοιβών, κερδών, τόκων, καταθέσεων, repos και επενδύσεων σε μετοχές και χρεόγραφα του εξωτερικού πάνω από 252 δις ευρώ! Θυμηθείτε ότι στις 31/12/2009 το δημόσιο χρέος της χώρας ανερχόταν σε λίγο πάνω από 298 δις ευρώ!
Ταυτόχρονα το συνολικό εμπορικό έλλειμμα της χώρας ανήλθε στη δεκαετία του ευρώ σε 476 δις ευρώ. Το έλλειμμα αυτό καλύφθηκε εν μέρει από το ισοζύγιο υπηρεσιών (τουρισμός) και άδηλους πόρους, αφήνοντας τελικά ένα συνολικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στη δεκαετία του ευρώ της τάξης των 175 δις ευρώ. Αν σκεφτούμε ότι μέσα στην ίδια δεκαετία το δημόσιο χρέος αυξήθηκε γύρω στα 155 δις ευρώ, καταλαβαίνουμε ότι η κύρια ώθηση στο δημόσιο δανεισμό δεν δόθηκε από τα όποια κρατικά ελλείμματα, αλλά πρώτα και κύρια από τα εξωτερικά ελλείμματα της χώρας.
Μα καλά, τι έγιναν τα λεφτά από την ΕΕ; Είναι γνωστή η φιλολογία που θέλει τις μεταβιβάσεις από την ΕΕ ως ένα ισχυρό παράγοντα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας την προηγούμενη δεκαετία. Τα μεγάλα και μικρά έργα, τα προγράμματα και οι πρωτοβουλίες που χρηματοδοτήθηκαν από τα ταμεία της ΕΕ, όχι μόνο δεν βοήθησαν στην παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, αλλά ούτε καν δόθηκαν για τον σκοπό αυτό. Τα κονδύλια και τα «πλαίσια στήριξης» δίνονται από την ΕΕ με μόνο σκοπό να συντηρηθεί μια ολόκληρη «βιομηχανία» αρπαχτής, εξαγορασμένης συνείδησης και κρατικοδίαιτης ιδιωτικής πρωτοβουλίας για έργα και προγράμματα «κοινοτικής επιλογής» και όχι εθνικής προτεραιότητας και ανάγκης. Χάρις σ’ αυτά στήθηκε ένα ολόκληρο παρακράτος ειδικών διευθύνσεων, υπηρεσιών, ιδιωτικών συμβούλων και εταιρειών με μόνο σκοπό την απορρόφησή τους. Ένα εντελώς παρασιτικό κύκλωμα που μέσω των ευρωπαϊκών κονδυλίων έβαλε χέρι και στο σύνολο των «εθνικών πόρων». Πάνω σ’ αυτό το κύκλωμα στήθηκε η άνευ προηγουμένου έξαρση της πολιτικής διαφθοράς που γνωρίσαμε όλα τα τελευταία χρόνια.
Το σύνολο των καθαρών μεταβιβάσεων που εισέπραξε η χώρα από την ΕΕ την περίοδο 2000-2009 ανήλθαν γύρω στα 42 δις ευρώ. Τα κονδύλια αυτά δόθηκαν για έργα και προγράμματα κοινοτικής επιλογής, όπως είπαμε. Όχι μόνο τα δημόσια οικονομικά της χώρας, αλλά και ολόκληρη η οικονομία προσανατολίστηκε στην απορρόφηση και την αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων, χωρίς να νοιάζεται κανένας από τους κυβερνώντες για τις τραγικές συνέπειες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι για κάθε 1 δις ευρώ που εισέπραξε η χώρα τη δεκαετία του ευρώ αυξήθηκε το εμπορικό της έλλειμμα κατά 11 δις ευρώ, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κατά 4 δις ευρώ και για να καλυφθούν οι τρύπες αυτές το δημόσιο χρειαζόταν να αυξήσει το χρέος του πάνω από 3,5 δις ευρώ! Αυτή ήταν η μεγάλη προσφορά των κοινοτικών κονδυλίων στην ανάπτυξη της χώρας.
Μην νοιάζεστε όμως, όλα αυτά θα λυθούν αν κατορθώσουμε και προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις και κεφάλαια. Και να τα κροκοδείλια δάκρυα της διατεταγμένης δημοσιογραφίας. Πώς θα έρθουν ξένα κεφάλαια αν ο Έλληνας δεν είναι καλός και υπάκουος, αν η Ελλάδα δεν γίνει «ελκυστική» για τους ξένους επενδυτές; Η ιστορία αυτή είναι πολύ παλιά. Από καταβολής ελληνικού κράτους. Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα έχει συνδέσει ιστορικά τη βιωσιμότητα της χώρας με την εξάρτησή της από το ξένο κεφάλαιο και τις διεθνείς αγορές. Από την εποχή των «χρυσοκάνθαρων» και των «χαβιαρόχανων» του 19ου αιώνα έως σήμερα κυριαρχεί με διάφορες παραλλαγές η θεωρία της «ψωροκώσταινας», με βάση την οποία η χώρα δεν διαθέτει τα μέσα και τους πόρους για μια ανεξάρτητη πορεία, δεν διαθέτει τα «εφόδια» των μεγάλων χωρών για να αντισταθεί στη λαίλαπα της παγκόσμιας αγοράς και στις κυρίαρχες δυνάμεις της. Οπότε, ένας ήταν πάντα ο «μονόδρομος»: η υποταγή στις εκάστοτε απαιτήσεις του ξένου κεφαλαίου, των μεγάλων δυνάμεων και των ισχυρών. Αυτό το καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας υπήρξε ανέκαθεν η πηγή όλων των αδιεξόδων και των τραγωδιών που έζησε στην ιστορία του ο λαός και η χώρα.
Μόνο που, για μια ακόμη φορά, όλοι αυτοί που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους γιατί δεν έρχονται ξένα κεφάλαια στη χώρα, λένε ψέματα. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα είναι μια από τις προνομιακές χώρες υποδοχής ξένων κεφαλαίων λόγω του υψηλού μέσου ποσοστού κέρδους στην οικονομία της, του υψηλότερου στην ευρωζώνη. Ο πίνακας 4 παρουσιάζει την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδας την περίοδο 2000-2009. Τι δείχνει ο πίνακας; Τη δεκαετία του ευρώ η Ελλάδα μετατράπηκε σε ιδιαίτερο πόλο έλξης κεφαλαίων από το εξωτερικό. Η καθαρή εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό έφτασε μέσα στη δεκαετία έως και 95% του ΑΕΠ (2007), από 37,6% το 2000 και 45,6% το 2001. Πόσες χώρες υπάρχουν, όχι μόνο στην ευρωζώνη, αλλά και παγκόσμια, που παρουσιάζουν τέτοια εισροή κεφαλαίων ως προς το ΑΕΠ τους; Ελάχιστες.
Επομένως η ελληνική οικονομία δεν πάσχει από έλλειψη ξένων κεφαλαίων. Αντίθετα πάσχει, νοσεί βαθύτατα από αυτή καθαυτή την προσέλκυση αυτών των κεφαλαίων. Κι αυτό γιατί προκειμένου η ελληνική οικονομία να γίνει ελκυστική στα ξένα κεφάλαια μετατράπηκε σε παράδεισο χρηματοπιστωτικής αγυρτείας και κερδοσκοπίας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μια οικονομία με την παραγωγή της να συρρικνώνεται και να καταστρέφεται μπορεί να γίνει ελκυστική στους επενδυτές της διεθνούς αγοράς. Και όπως ήταν φυσικό προσέλκυσε και τα ανάλογα κεφάλαια. Έτσι σε κάθε 1000 ευρώ καθαρής εισροής κεφαλαίου από το εξωτερικό, τα 720 ευρώ πηγαίνουν σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου που κατά κύριο λόγο έχουν ως σκοπό την κερδοσκοπία με εγχώριους κρατικούς τίτλους χρέους και μετοχές, τα 285 ευρώ πηγαίνουν να «ξεπλυθούν» μέσω καταθέσεων και repos στις εγχώριες τράπεζες και μόλις 15 ευρώ εισέρχονται ως άμεσες επενδύσεις.
Όμως ακόμη κι αυτές οι άμεσες επενδύσεις αφορούν στην εξαγορά και την συγχώνευση επιχειρήσεων. Κι αυτό είναι ένα γενικό φαινόμενο της παγκόσμιας αγοράς. Στις μέρες μας οι αγορές έχουν οδηγηθεί σε τέτοιο επίπεδο συγκέντρωσης κεφαλαίου που οι διεθνείς άμεσες επενδύσεις τους είναι κατά 95% εξαγορές και συγχωνεύσεις, όταν σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο έως και τη δεκαετία του ’80 το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπέρασε το 40%. Με άλλα λόγια, οι πολυεθνικές σήμερα δεν μπαίνουν ούτε καν στον κόπο να επενδύσουν εξαρχής, για να διεκδικήσουν την αγορά από το διεθνή ή τον τοπικό ανταγωνισμό, απλώς εξαγοράζουν ή απορροφούν τους ανταγωνιστές τους, περιορίζοντας δραστικά τα όποια περιθώρια δράσης σε οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματική μορφή. Με τον τρόπο αυτό οι πολυεθνικές έχουν τη δυνατότητα να μετεμφυτεύουν τον εξοντωτικό ανταγωνισμό σε οποιαδήποτε αγορά του κόσμου, όσο περιθωριακή ή προφυλαγμένη κι αν είναι. Στη βάση αυτή οι σύγχρονες αγορές έχουν μεταβληθεί σε «συγκοινωνούντα δοχεία», όπου βασιλεύει η αδυσώπητη αναμέτρηση δύναμης ανάμεσα σε γιγαντιαία επιχειρηματικά συγκροτήματα. Σ’ αυτή την αναμέτρηση δεν υπάρχουν ούτε όρια ούτε κανόνες, τα πάντα είναι στη διάθεση του ανταγωνισμού για την επικράτηση του ισχυρότερου. Ακόμη και ο πόλεμος έχει πια μετατραπεί σε μέσο οικοδόμησης μιας πιο ανταγωνιστικής παγκόσμιας οικονομίας.
Μέσα στα πλαίσια αυτά η λογική που θέλει να στηρίξει την ανάπτυξη της χώρας στην προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό και στην εμπιστοσύνη των αγορών είναι απολύτως σίγουρο ότι θα οδηγήσει την Ελλάδα στην πτώχευση και στην κατάρρευση. Το μεγάλο στοίχημα της χώρας μας είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας της. Δίχως αυτήν είναι αδύνατον να διεκδικήσει μια νέα καλύτερη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Είναι αδύνατον να αποφύγει τις εξαρτήσεις και τις δουλείες που την έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάντια. Μπορεί να γίνει αυτό με το ευρώ και μάλιστα υπό καθεστώς χρεωκοπίας; Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει, αλλά όσο συνεχίζεται η ίδια πορεία τίθεται υπό αμφισβήτηση η ίδια η επιβίωση της ελληνικής οικονομίας, της χώρας και του λαού της. Επομένως χρειάζεται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να απελευθερωθεί η χώρα και ο λαός από τα δεσμά του ευρώ και του χρέους ώστε να προχωρήσει στην αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση, η οποία είναι δυνατή μόνο στη βάση μιας γενναίας και ριζικής αναδιανομής εισοδημάτων και πλούτου υπέρ των εργαζομένων.
Δημήτρης Καζάκης
15/9/2010
Πίνακας 1: Θέση της Ελλάδας κατά Global Competiveness Report, εξαγωγές, εισαγωγές και εμπορικό έλλειμμα ως % επί του ΑΕΠ. | ||||
| Global Competiveness | Εξαγωγές | Εισαγωγές | Εμπορικό Έλλειμμα |
2010* | 83 | 6,8 | 20,4 | 13,6 |
2009 | 71 | 6,4 | 19,4 | 13,0 |
2008 | 67 | 8,2 | 26,7 | 18,5 |
2007 | 65 | 7,7 | 26,0 | 18,3 |
2006 | 61 | 7,6 | 24,4 | 16,8 |
2005 | 47 | 7,2 | 21,4 | 14,2 |
2004 | 37 | 6,8 | 20,5 | 13,7 |
2003 | 35 | 6,4 | 19,6 | 13,2 |
2002 | 38 | 6,6 | 21,1 | 14,5 |
2001 | 36 | 7,9 | 22,6 | 14,7 |
* Ο υπολογισμός για τις εξαγωγές, εισαγωγές και το εμπορικό έλλειμμα έγινε για το α΄ εξάμηνο του έτους. Πηγή: WEF, Global Competiveness Report, 2001-2010 και Τράπεζα της Ελλάδας. |
Πίνακας 2: Μεταβολή του πραγματικού κατά μονάδα «εργατικού κόστους» και της κερδοφορίας του κεφαλαίου στην Ελλάδα (1990=100). | ||
| Πραγματικό κατά μονάδα «εργατικό κόστος» | Ετήσια μεταβολή της μέσης κερδοφορίας |
1991 | 91,2 | 102,1 |
1992 | 89,5 | 105,5 |
1993 | 88,2 | 107,5 |
1994 | 87,8 | 111,5 |
1995 | 89,2 | 110,0 |
1996 | 88,0 | 113,9 |
1997 | 89,8 | 112,7 |
1998 | 90,8 | 111,4 |
1999 | 88,9 | 116,4 |
2000 | 87,3 | 120,6 |
2001 | 85,1 | 128,2 |
2002 | 84,7 | 133,4 |
2003 | 84,0 | 137,5 |
2004 | 82,7 | 142,0 |
2005 | 82,2 | 149,2 |
2006 | 80,4 | 160,7 |
2007 | 80,1 | 171,1 |
2008 | 81,6 | 179,1 |
2009 | 84,6 | 178,2 |
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat |
Πίνακας 3: Μεταφορά πόρων στο εξωτερικό (εκατ. ευρώ, τρέχουσες τιμές) | ||||||||||
| Κατηγορία | 2001 | 2002 | 2003 | 2004 | 2005 | 2006 | 2007 | 2008 | 2009 |
| Πληρωμές στο εξωτερικό* | 4.081,6 | 3.699,9 | 4.166,5 | 7.188,0 | 8.949,6 | 10.744,9 | 13.702,7 | 16.621,8 | 13.928,4 |
| Επενδύσεις χαρτοφυλακίου | 514,7 | 2.230,0 | 8.737,9 | 11.489,4 | 18.459,7 | 6.961,2 | 16.351,1 | 268,9 | 4.533,0 |
| Λοιπές επενδύσεις** | 1.467,0 | 7.481,9 | 4.034,5 | 6.215,7 | 6.301,5 | 5.851,0 | 16.266,1 | 27.823,3 | 23.875,7 |
1 | ΣΥΝΟΛΟ | 6.052,3 | 13.411,8 | 16.938,9 | 24.893,1 | 33.710,8 | 23.557,1 | 46.319,9 | 44.714,0 | 42.319,1 |
2 | Εμπορικό έλλειμμα | 21.610,9 | 22.708,7 | 22.643,5 | 25.435,8 | 27.558,9 | 35.286,3 | 41.499,2 | 44.048,8 | 30.760,3 |
| ΣΥΝΟΛΟ 1+2 | 27.663,2 | 36.120,5 | 39.582,1 | 50.328,9 | 61.269,7 | 58.843,4 | 87.819,1 | 88.762,8 | 73.079,4 |
| % ΑΕΠ | 18,9 | 23,1 | 23,0 | 27,1 | 31,4 | 28,0 | 38,9 | 37,1 | 30,5 |
*Αμοιβές, μισθοί, τόκοι, μερίσματα, κέρδη. ** Καταθέσεις και repos Ελλήνων στο εξωτερικό. Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Τραπέζης της Ελλάδος και Εθνικών Λογαριασμών. |
Πίνακας 4: Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση της Ελλάδας (δις ευρώ, τρέχουσες τιμές)* | ||||||
Περίοδος | Σύνολο | Άμεσες επενδύσεις | Επενδύσεις χαρτοφυλακίου | Λοιπές επενδύσεις | ΑΕΠ | % Συνόλου στο ΑΕΠ |
2000 | -51,6 | -7,1 | -55,6 | -2,0 | 136,2 | 37,6 |
2001 | -66,8 | -7,8 | -58,4 | -7,6 | 146,4 | 45,6 |
2002 | -77,9 | -6,2 | -59,6 | -21,1 | 156,6 | 49,7 |
2003 | -101,6 | -8,0 | -78,0 | -20,1 | 172,4 | 58,9 |
2004 | -124,1 | -10,8 | -99,1 | -16,2 | 185,8 | 66,8 |
2005 | -149,2 | -13,2 | -111,4 | -26,5 | 195,3 | 76,4 |
2006 | -178,1 | -14,3 | -127,1 | -38,8 | 210,4 | 84,6 |
2007 | -214,4 | -14,6 | -149,1 | -53,2 | 226,4 | 94,7 |
2008 | -179,2 | -0,6 | -119,8 | -61,2 | 239,1 | 74,9 |
2009 | -201,2 | -3,1 | -144,6 | -57,4 | 237,5 | 84,7 |
* Απαιτήσεις μείον υποχρεώσεις, υπόλοιπα τέλους έτους. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου