ΠΗΓΗ: Το Ποντίκι
«Money can’t buy me love...» (Με τα λεφτά δεν μπορώ να μου αγοράσω αγάπη) τραγουδούσε ο Τζον Λένον στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Πίσω από την πλάτη του, όμως, το χρήμα είχε αρχίσει ήδη να παίρνει την εκδίκησή του, προσλαμβάνοντας, μέρα με τη μέρα, όλο και μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία έναντι όλων ανεξαιρέτως των αγαθών: και των υλικών και των πνευματικών και των ηθικών κ.λπ. κ.λπ.
Το αν μπορεί τελικά κανείς σήμερα, εν έτει 2010, με το χρήμα να αγοράσει αγάπη σηκώνει ακόμα αρκετή συζήτηση. Σε ό,τι αφορά την υγεία, πάντως, τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Ναι, με το χρήμα μπορεί να αγοράσεικανείς πολύ περισσότερη υγεία και να αυξήσει εκείνο το περιλάλητο «προσδόκιμο» της ζωής του. Αδιαμφισβήτητα. Το θέμα είναι πού να βρει το χρήμα...
Δεδομένου ότι, εδώ και πολλά - πολλά χρόνια, δημιουργήθηκαν στη χώρα, με επαγωγικούς και παραγωγικούς τρόπους, οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή του υπέρτατου αυτού αγαθού σε υπέρτατο εμπόρευμα, είναι σήμερα άκρως εύλογη κάθε ανησυχία από την πλευρά της κοινωνίας. Ο δημόσιος χαρακτήρας της Υγείας, που επί χρόνια σταδιακά αποδυναμωνόταν, τώρα αφαιμάσσεται(το ΔΝΤ ζητά μείωση των δαπανών με κάθε – δίκαιο ή άδικο – τρόπο).
Οι προϋπολογισμοί του μέλλοντος θα είναι αναπόφευκτα ολοένα και πιοσφιχτοί στον τομέα Υγείας. Ταυτόχρονα, τα εισοδήματα των πολιτών συρρικνώνονται και η ανεργία γιγαντώνεται. Έτσι, ο πανάκριβος ιδιωτικός υγειονομικός τομέας γίνεται όλο και λιγότερο προσβάσιμος, επομένως... τομόνο που μπορεί να ελπίζει πλέον κανείς είναι να έρθει η ώρα του πολύ αργά. Να είναι ο πρώτος επιλαχών μετά την ελπίδα που πεθαίνει τελευταία.
Κι αν τυχόν υπάρχουν ανάμεσα στους αναγνώστες μας κάποιοι που δεν ψυλλιάζονται πώς φτάσαμε στο μη περαιτέρω (γιατί στο μη περαιτέρω έχουμε φτάσει, απλώς παίζονται οι καθυστερήσεις), θα αντλήσουμε και θα δώσουμε τις δέουσες απαντήσεις από την κατατοπιστικότατη έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ την οποία συνέγραψε ο Ηλίας Ιωακείμογλου...
Οκτώ χρόνια φαγούρα!
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήδη, ο κλάδος παραγωγής υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε με ρυθμούς πρωταθλητισμού, με αποτέλεσμα – όπως συμβαίνει σε όλες τις προηγμένες χώρες – να αυξηθεί η συμμετοχή του εν λόγω κλάδου στο σύνολο της οικονομίας. Σε επίπεδο παραγωγής, η χώρα μας ακολούθησε πορεία ανάλογη με εκείνη της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. (πρόκειται άλλωστε για μια ομάδα χωρών που παρουσιάζουν ομοιότητες στις δομές, τις διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής και – δυστυχώς – από ένα σημείο και μετά στα οικονομικά ολισθήματα, με πρώτα το χρέος και τα ελλείμματα...).
Σε επίπεδο κατανάλωσης, όμως, η Ελλάδα, από το 2000 έως το 2008 ειδικά,άφησε πίσω καταϊδρωμένες τις λοιπές συγγενείς χώρες. Η συμμετοχή των δαπανών Υγείας στο ΑΕΠ της απογειώθηκε. Και μπορεί μεν η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος ανά κάτοικο να δικαιολογούσε εν μέρει αυτόν τον υπερακοντισμό, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό...
Η αύξηση των δαπανών υγείας ως ποσοστού του ΑΕΠ από το 2000 έως το 2008 αναλύεται στην έρευνα του ΙΝΕ σε τέσσερις συντελεστές.
● Έναν δημογραφικό συντελεστή, που αφορά τη γήρανση του πληθυσμού.
● Έναν συντελεστή αγοράς εργασίας, που έχει να κάνει με το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό.
● Έναν συντελεστή καταναλωτικών προτύπων, που εξαρτάται από τον όγκο της κατανάλωσης προϊόντων υγείας ανά άτομο παραγωγικής ηλικίας.
● Έναν συντελεστή τιμών, που εικονίζει την επίδραση των τιμών κατανάλωσης / παραγωγής στις δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Τέλος, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται ο ρόλος της ιατροτεχνολογικής επανάστασης στη διαμόρφωση των νέων δεδομένων. Η έρευνα λοιπόν έδειξε ότι:
1. Η όποια γήρανση του πληθυσμού από το 2000 έως το 2008 είχε πολύπεριορισμένη επίπτωση στον όγκο κατανάλωσης προϊόντων υγείας.
2. Η αύξηση της απασχόλησης (περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις) συνετέλεσε σημαντικά και στην αύξηση των δαπανών υγείας ως ποσοστού του ΑΕΠ. Περισσότεροι μισθοί, περισσότερα βιβλιάρια, περισσότερες δυνατότητες... καταλαβαίνετε.
3. Η ευρύτερη καταναλωτική έκρηξη αποτυπώθηκε με μεγάλη σαφήνεια στην αύξηση της κατανάλωσης προϊόντων υγείας και άρα στην αύξηση τωνυγειονομικών δαπανών.
Οι καταναλωτικές συνήθειες κι επιλογές υπαγορεύονται άμεσα και έμμεσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επέδρασαν στην αγορά της Υγείας (ο ετήσιος όγκος αγαθών και υπηρεσιών υγείας που κατανάλωσαν οι Έλληνες αυξήθηκε μέσα στην οκταετία κατά 80%) παράγοντες όπως η ασύμμετρη πληροφόρησηιατρών - ασθενών, η παρέμβαση των εταιρειών στην εκπαίδευση και τη μετεκπαίδευση των γιατρών, η κατευθυνόμενη από τους γιατρούς ζήτηση, η μείωση της δαπάνης υγείας των νοικοκυριών λόγω των ασφαλιστικών ταμείωνκ.λπ.
4. Πολύ μεγάλη σημασία για την αύξηση των δαπανών υγείας είχε ο συντελεστής τιμών. Η ανάληψη ενός μεγάλου μέρους του κόστους από τις ασφαλιστικές εταιρείες και η πτώση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων σε σχέση με τα εγχώρια, φέρονται να έχουν παίξει καθοριστικότατο ρόλο.
Υγειονομικός υπερκαπιταλισμός...
Στο πλαίσιο αυτού του αγοραστικού παροξυσμού άρχισε να γιγαντώνεται και τοιδιωτικό σκέλος της αγοράς Υγείας. Εξαιτίας μάλιστα της ελλιπούςχρηματοδότησης του δημοσίου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας (επί χρόνια ολόκληρα ολημερίς τη χτίζανε την πρωτοβάθμια φροντίδα και το βράδυ τούς γκρεμιζόταν...), προέκυψαν κενά, παραλείψεις και λάθη που προλείαναν το έδαφος για την έλευση των ιδιωτών.
Μπορεί τα 4/5 των εισαγωγών στα νοσοκομεία να γίνονται ακόμη στους κόλπους του ΕΣΥ, οι πολίτες όμως «αγοράζουν» κατά συρροή, με κάθε ευκαιρία, προϊόντα και υπηρεσίες Υγείας από επαγγελματίες και επιχειρήσεις εκτός Δημοσίου. Έτσι, προκύπτει η εξής ενδιαφέρουσα και λίγο - πολύ προβλέψιμη πόλωση:
● Το εύπορο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας καταβάλλει υψηλές ιδιωτικές δαπάνες προκειμένου να τύχει ευμενέστερης αντιμετώπισης στα λουξ ιατρεία και στις σουίτες των ιδιωτών.
● Το λιγότερο προνομιούχο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας μένει πιστό στο Δημόσιο, αλλά καταβάλλει υψηλά ποσά για να αγοράσει το αυτονόητο... Μεμπαχτσίσια, δώρα και φακελάκια, οι πολίτες δεύτερης κατηγορίας επιχειρούν (ή τουλάχιστον επιχειρούσαν μέχρι πρότινος) να κάνουν το απρόσωπο σύστημα να τους δει με καλύτερο μάτι. (Το δωρεάν, σ’ αυτή την περίπτωση, κοστίζει).
Παράλληλα λοιπόν προς τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας (από το 1995 και εντεύθεν), καθώς και προς την αποδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, συγκροτήθηκε ένας φιλόδοξος επιχειρηματικός κλάδος παραγωγής υπηρεσιών υγείας. Ο τομέας αυτός (ο με το... αζημίωτο) αναπτυσσόταν τα τελευταία χρόνια με ρυθμό της τάξης του 15% ετησίως.
Ευνοϊκό ρόλο σ’ αυτή την κατεύθυνση έπαιξαν η απελευθέρωση της αγοράς υπηρεσιών υγείας, η διάδοση των ιδιωτικών ασφαλιστηρίων και των συμβολαίων ιατροφαρμακευτικής κάλυψης. «Όλες οι κυβερνήσεις από το 1991 μέχρι σήμερα ευνόησαν αυτές τις εξελίξεις μέσω των κεντρικών τους πολιτικών παρεμβάσεων», αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας της έρευνας του ΙΝΕ...
«Τα μεγάλα περιθώρια κέρδους προσέλκυσαν επιχειρηματικά κεφάλαια που επενδύθηκαν στον κλάδο, δημιουργώντας έτσι υλικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω υποχώρηση της υγείας ως δημόσιου αγαθού και την εδραίωση του εμπορευματικού χαρακτήρα των υπηρεσιών υγείας». Και εννοείται ότι εγκληματική εκτροπή της νέας διαμορφωμένης τάξης πραγμάτων στην Υγεία ήταν η οχύρωση θυλάκων διαφθοράς σε κάθε γωνιά, πίσω από κάθε κλειστή πόρτα...
Απ’ το κακό στο χειρότερο...
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι υπηρεσίες υγείας – αν λάβουμε σοβαρά υπόψη και τις πρόσφατες εξελίξεις, που, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγούν στην αποδιάρθρωση του δημόσιου τομέα – γίνονται όλο και πιο ακριβές. Τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, που, παρά τα όποια προβλήματα, διατηρούσαν καλή πρόσβαση στις δωρεάν υπηρεσίες, αναμένεται τώρα – κατά τους επιστήμονες – να αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες.
Για να μην επιβαρυνθεί περαιτέρω ο κρατικός προϋπολογισμός, θα «συρθούν» άπαντες στη διάθεση χρημάτων από το εισόδημά τους για την κάλυψη των υγειονομικών προβλημάτων από ιδιώτες (out of pocket payments). Είνα ιεπιλογή των κυβερνώντων. Των τε πάλαι και των νυν. Είναι μια επιλογή όμως, που συντελεί στην παραβίαση της αρχής της ισότητας. Οι έχοντες και οι κατέχοντες θα είναι υγιείς. Οι υπόλοιποι ασθενείς. Αν μας εννοείτε...
Οι μετρήσεις πάντως που αφορούν την αμαρτωλή οκταετία 2000-2008 μπορούν να προοιωνίσουν δειλά το μέλλον.
● Οι δημόσιες δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν, τα χρόνια αυτά, από τις χαμηλότερες μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών (5,8% του ΑΕΠ).
● Αντιθέτως, οι ιδιωτικές (3,8%) ήταν από τις υψηλότερες.
● Κι ενώ οι συνολικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα αυξάνονταν τα τελευταία χρόνια ετησίως με ρυθμό 6,6%, οι ιδιωτικές δαπάνες αυξάνονταν αντίστοιχα κατά15%. Τυχαίο; Ούτε κατά διάνοια...
Ο μπάκακας... αηδόνι
Ακόμη πιο εύγλωττα είναι τα όσα αναφέρονται στην έρευνα του ΙΝΕ / ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ περί της διαμόρφωσης των τιμών. Η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, πέραν των προαναφερθέντων ευνοϊκών παραγόντων από την πλευρά τηςζήτησης και της πολιτικής που ασκήθηκε, τονώθηκε κι από παράγοντες που σχετίζονται με την πλευρά της προσφοράς:
«Η αλματώδης αύξηση της ζήτησης, σε συνδυασμό με την ανελαστική προσφορά, είχαν αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές στον τομέα της παραγωγής υπηρεσιών υγείας με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ όσο οι τιμές της υπόλοιπης οικονομίας. Σ’ αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι η είσοδος νέων επιχειρήσεων στον κλάδο δεν είναι ευχερής επειδή απαιτούνται υψηλές επενδύσεις, προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης και σημαντική τεχνογνωσία. Έτσι, οι τιμές των εγχωρίως παραγομένων υπηρεσιών υγείας αυξήθηκαν μέσα σε 8 χρόνια κατά 65%».
Κι ενώ όλα τα νούμερα στο επιχειρηματικό σκέλος της Υγείας ευημερούν, τοκόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε με πολύ βραδείς ρυθμούς. Χαράς ευαγγέλια για τους «υγειάρχες...». Τα περιθώρια κέρδους ήταν, είναι και θα γίνονται, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο τρελά... Τα χάπια μας, τα ρέστα μας κι ένα κάρο για να φύγουμε...
Σ’ αυτή τη χώρα, η Δημόσια Υγεία πρέπει να επανεφευρεθεί... Διότι «η μετάβαση των υπηρεσιών υγείας από το δημόσιο αγαθό στο εμπόρευμα αποτελεί στοιχείο εκβαρβαρισμού της κοινωνικής ζωής»... Τάδε έφη ΙΝΕ / ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου