Μ. Wolf
Πόσο πολύ έχει προχωρήσει η ευρωζώνη στην επίλυση της κρίσης; Οι αισιόδοξοι θα απαντούσαν ότι αυτή γλίτωσε από το έμφραγμα, όμως έχει ακόμη να χειριστεί μία δύσκολη διαδικασία ανάρρωσης, όπου πάντα υπάρχει ο κίνδυνος νέων καρδιακών ανακοπών.
Πρέπει επίσης να υιοθετήσει ένα καθεστώς που θα μπορεί να την προστατεύσει από μελλοντικές κρίσεις. Και αυτό το θέμα δεν έχει τελειώσει. Η ευρωζώνη, όμως, έχει κερδίσει χρόνο. Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα τον εκμεταλλευτεί.
Ένα κρίσιμο σημείο, ωστόσο, είναι να συμφωνήσουν όλες οι πλευρές στα αίτια της ασθένειας. Σε αυτό το επίπεδο επιτυγχάνεται πρόοδος, τουλάχιστον στους κόλπους των οικονομολόγων. Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι το ισοζύγιο πληρωμών είναι ουσιώδες για να ερμηνευθεί η τρέχουσα κρίση. Πράγματι, το ισοζύγιο πληρωμών μπορεί να είναι πολύ πιο σημαντικό για τα μέλη της ευρωζώνης από ό,τι για άλλες χώρες που δεν συνδέονται με κάποια μορφή συναλλαγματικής ένωσης.
Ο Hans Werner Sinn, του ινστιτούτου Ifo, εξηγεί σε ειδική έκθεση ότι «η νομισματική ένωση της Ευρώπης αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση στο εσωτερικό ισοζύγιο πληρωμών, που κατά πολλούς τρόπους είναι παρόμοια με την κρίση του συστήματος Bretton Woods».
Τον Μάρτιο, το ευρωπαϊκό think tank Bruegel εξέδωσε παρόμοια έκθεση με τίτλο «Ξαφνικά εμπόδια στην ευρωζώνη». Τότε, στα τέλη Μαρτίου, ο πρόεδρος της Bundesbank, Jens Weidmann, αναφέρθηκε στο επίμαχο θέμα με ομιλία του στο Λονδίνο για την «Εξισορρόπηση της Ευρώπης».
Στα χρόνια της ευφορίας προ της χρηματοοικονομικής κρίσης, τα κεφάλαια μετακινούνταν απρόσκοπτα. Η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία κατέγραφαν ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 10% του ΑΕΠ. Τα ελλείμματα αυτά χρηματοδότησαν τις πλεονάζουσες δαπάνες στον ιδιωτικό τομέα, στον δημόσιο ή και στους δύο. Η περίοδος ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, επίσης, δημιούργησε μεγάλες ζημίες στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα.
Ακολούθησαν τα «Ξαφνικά εμπόδια» στις εισροές κεφαλαίων. Όπως σημειώνει και η έκθεση του Bruegel, αυτά τα εμπόδια δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008 (επηρεάζοντας την Ελλάδα και την Ιρλανδία), την άνοιξη του 2010 (επηρεάζοντας την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία) και τέλος το δεύτερο εξάμηνο του 2011 (επηρεάζοντας την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όσα συνέβησαν ξεπέρασαν την απλή διακοπή των κεφαλαιακών εισροών. Στην Ιρλανδία, επί παραδείγματι, καταγράφηκε σημαντική φυγή κεφαλαίων. Σαφέστατα, όταν σταματά η εισροή κεφαλαίων στον ιδιωτικό τομέα καταρρέει η οικονομία και η δημοσιονομική θέση επιδεινώνεται ταχύτατα.
Η ευρωζώνη δεν ήταν προετοιμασμένη για τέτοιου είδους παρεμπόδιση στη διασυνοριακή χρηματοδότηση. Θεωρούσε ότι αυτό το ενδεχόμενο ήταν απίθανο. Από τη στιγμή όμως όπου ο φόβος επαληθεύθηκε, η ευρωζώνη είχε δύο επιλογές: ή να επιβάλει έξωθεν προσαρμογή των χωρών που αποκλείστηκαν από τις αγορές ή να τις χρηματοδοτήσει μέσω των επίσημων θεσμών της. Επιλέχθηκε η δεύτερη επιλογή, με βασική πηγή χρηματοδότησης την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έπαιξε τον ρόλο του ύστατου δανειστή στις τράπεζες.
Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ μετατράπηκε στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Τι μένει λοιπόν να γίνει; Ο κ. Weidman περιγράφει αυτό που θεωρείται τυπική γερμανική θέση. Στηρίζεται στην αρχή ότι «οι ελλειμματικές χώρες πρέπει να προσαρμοστούν. Πρέπει να αντιμετωπίσουν τα διαρθρωτικά τους προβλήματα. Πρέπει να μειώσουν την εγχώρια ζήτησή τους. Πρέπει να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να αυξήσουν τις εξαγωγές τους».
Σε αυτό το πλαίσιο, ποιος είναι ο ρόλος των πλεονασματικών χωρών; Ως προς αυτό, είναι σαφής: «Ορισμένοι θεωρούν ότι η εξισορρόπηση μπορεί να συμβεί με συνάντηση όλων των πλευρών στα μέσα της διαδρομής, καθιστώντας δηλαδή τις πλεονασματικές χώρες όπως η Γερμανία λιγότερο ανταγωνιστικές. Η πρόταση αυτή συνεπάγεται ότι η διαδικασία προσαρμογής θα κατανεμηθεί μεταξύ των ελλειμματικών και των πλεονασματικών χωρών. Πρέπει, όμως, να αναρωτηθούμε: Πού θα μας οδηγήσει αυτή η διαδικασία; Πώς μπορεί να πετύχει η Ευρώπη… εάν παραδώσουμε την ανταγωνιστικότητα που κερδίσαμε με μεγάλο αγώνα; Για να πετύχουμε, η Ευρώπη πρέπει στο σύνολό της να γίνει πιο δυναμική, πιο εφευρετική και πιο παραγωγική».
Τέτοιου τύπου σχόλια, παρ' όλα αυτά, συγχέουν την παραγωγικότητα με την ανταγωνιστικότητα. Οι διαφορές, όμως, είναι ευδιάκριτες. Η αμερικανική οικονομία, επί παραδείγματι, είναι πιο παραγωγική, αλλά λιγότερο ανταγωνιστική από την κινεζική. Η εξωτερική ανταγωνιστικότητα είναι σχετική. Επιπλέον, η προσαρμογή θα έπρεπε να κατανεμηθεί και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο κ. Weidman το γνωρίζει αυτό. Όπως αναφέρει, «βεβαίως, οι πλεονασματικές χώρες θα επηρεαστούν τελικά από τη διαδικασία προσαρμογής των ελλειμματικών χωρών». Το ερώτημα είναι από ποιον μηχανισμό θα επηρεαστούν;
Η εξωτερική ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης εξαρτάται από τη συναλλαγματική ισοτιμία. Παρ' όλα αυτά, η συναλλαγματική ισοτιμία δεν αποτελεί μεταβλητή που μπορεί να χρησιμοποιήσει η πολιτική. Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης μπορούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους μόνο μεταξύ τους. Αυτό ακριβώς έκανε η Γερμανία κατά τη δεκαετία του 2000. Αυτό τώρα πρέπει να ανατραπεί.
Δύο εξαιρετικές εκθέσεις της Goldman Sachs δίνουν κάποια εικόνα ως προς το τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Καταλήγει στο ότι για να επιτευχθεί μία βιώσιμη εξωτερική θέση η Πορτογαλία χρειάζεται πραγματική υποτίμηση της συναλλαγματικής της ισοτιμίας 35%, η Ελλάδα 30%, η Ισπανία 20% και η Ιταλία 10% - 15%, ενώ η Ιρλανδία θεωρείται πλέον ανταγωνιστική.
Τέτοιου τύπου προσαρμογή συνεπάγεται αντισταθμιστική ανατίμηση στις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα. Επιπλέον, με τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης στο 2% και -ας πούμε- μηδενικό πληθωρισμό στις μη ανταγωνιστικές χώρες της ευρωζώνης, η διαδικασία προσαρμογής μπορεί να οδηγήσει την Πορτογαλία και την Ελλάδα 15 χρόνια πίσω, την Ισπανία 10 χρόνια και την Ιταλία 5 - 10 χρόνια πίσω. Επιπλέον, αυτό συνεπάγεται ετήσιο πληθωρισμό στο 4% για τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης.
Αλήθεια, μπορεί να γίνει τέτοιου βαθμού εσωτερική προσαρμογή με φυσικό τρόπο; Ναι, θα μπορούσε. Προς το παρόν, η ΕΚΤ ακολουθεί επεκτατική πολιτική. Παράλληλα, οι γερμανικές τράπεζες αδιαμφισβήτητα θέλουν να ανοίξουν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης στο εσωτερικό της χώρας. Η σημαντική ενίσχυση της πίστωσης στη Γερμανία θα βοηθούσε πολύ.
Εάν, όμως, δεν συμβεί κάτι τέτοιο; Τότε, η αποδυναμωμένη από τη λιτότητα ευρωζώνη θα οδηγηθεί σε μία μακρά περίοδο αδύναμης ζήτησης. Μπορεί, κατά συνέπεια, να δημιουργηθεί μία μεγάλη στροφή στις καθαρές εξαγωγές. Ο υπόλοιπος κόσμος, όμως, θα θεωρήσει πως η ευρωζώνη στρέφεται σε εξαγωγική πολιτική εις βάρος των ανταγωνιστών της. Θα είναι αδύνατον να αποδεχθεί αυτήν τη στροφή εν μέσω αυτού του δύσκολου οικονομικού κλίματος.
Σκεφτείτε ότι η ευρωζώνη θα ακολουθεί αυτήν την εξαγωγική πολιτική ενώ παράλληλα θα ζητά από τρίτες χώρες να στηρίξουν τις οικονομίες της που βρίσκονται στη δίνη της κρίσης, δίνοντας επιπλέον πόρους στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Είναι σαφές ότι οι άλλες χώρες θα πρέπει απλούστατα να αρνηθούν.
Τα καλά νέα είναι η συμφωνία που αναδύεται ως προς τον ρόλο του ισοζυγίου πληρωμών στη δημιουργία της κρίσης. Τα άσχημα νέα είναι πως η ευρωζώνη δεν έχει ακόμη συμφωνήσει ότι η ανταγωνιστικότητα είναι αναγκαστικά σχετικός όρος. Όταν το κάνει και αυτό, τότε ο δρόμος προς την ανάρρωση θα είναι δύσκολος μεν, αλλά τουλάχιστον ξεκάθαρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου