Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα: Από τον Μητσοτάκη στον Παπαδήμο



ΠΗΓΗ: UNFOLLOW#3
του Λ. Βατικιώτη
Ο κύκλος των ιδιωτικοποιήσεων που φθάνει στο απόγειό του τώρα, με τις ρητές εντολές της Τρόικας για άνευ όρων και ορίων ξεπούλημα και του τελευταίου ίχνους δημόσιας περιουσίας, άνοιξε επί κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη (1990-1993). Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα από τις αγγλοσαξονικές χώρες όπου η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση έκανε τα νηπιακά της βήματα, λίγο – πολύ όμως σε συγχρονισμό με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Τα τεράστια βήματα που πραγματοποιήθηκαν προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου και σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος εκείνα τα χρόνια καθιστούν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο χωρίς υπερβολή καθοριστική για την μετέπειτα πορεία των ιδιωτικοποιήσεων.
Αξίζει αρχικά να δούμε τις κοινωνικές δυνάμεις που υπαγόρευσαν αυτή τη ρήξη με το παρελθόν των προηγούμενων μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Επί Μητσοτάκη έφθασε στο αποκορύφωμά της η οικονομική κρίση που σοβούσε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Η βιομηχανική παραγωγή το 1990 σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο μειώνεται κατά 2,8%, το 1991 κατά 0,9%, το 1992 κατά 1,3% και το 1993 μειώνεται κατά 3,3%. Οι άνεργοι από 254.000 το 1990 αυξάνονται κατά 100.000 και το 1993 φθάνουν τους 351.000. Φαίνεται επομένως ότι η όξυνση της οικονομικής κρίσης έδωσε ώθηση στις ιδιωτικοποιήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Κι αυτό συνέβη για δύο κυρίως λόγους: Πρώτο, ως ένα τρόπο αύξησης της λιμνάζουσας κερδοφορίας με τα ιδιωτικά κεφάλαια να βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο σε «παρθένους» μέχρι τότε τομείς οικονομικής δραστηριότητας που ως γνώρισμα έχουν τα υψηλά ποσοστά κέρδους. Κατά δεύτερο, οι κρίσεις ευνοούν τις ιδιωτικοποιήσεις γιατί η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μειώνει το κόστος εργασίας καθώς με ισχύ φυσικού νόμου κάθε μεταβίβαση κρατικής περιουσίας στον ιδιωτικό τομέα συνοδεύεται από ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων κι επίσης από μειώσεις προσωπικού ακόμη και απολύσεις.

Ο νόμος που καθόρισε το πλαίσιο και το περιεχόμενο των ιδιωτικοποιήσεων ήταν ο Ν.2000/91. Της ψήφισής του προηγήθηκαν δύο άλλοι νόμοι (1892/1990 και 1914/1990) οι οποίοι σύντομα κρίθηκαν ανεπαρκείς. Με βάση τον συγκεκριμένο νόμο περιγράφηκαν οι ακόλουθες μορφές ιδιωτικοποίησης: πώληση του συνόλου ή μέρους των μετοχών εταιρείας που ανήκει στο δημόσιο, εισαγωγή στο χρηματιστήριο και πώληση του συνόλου ή μέρους των μετοχών, πώληση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, μίσθωση στοιχείων, ανάθεση της διαχείρισης (του μάνατζμεντ στα …ελληνικά), κ.α. Πρόβλεψε επίσης την άρον – άρον εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων και όρισε ασφυκτικές προθεσμίες στο πλαίσιο των οποίων έπρεπε να δράσουν οι αρμόδιοι υπουργοί. Συνολικά ιδιωτικοποιήθηκαν 111 επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνταν 129.000 εργαζόμενοι από τους 208.000 που απασχολούσε τότε ο δημόσιος επιχειρηματικό τομέας[1], ενώ καταργήθηκε η επίσημη τιμή πώλησης στα καύσιμα, στο πλαίσιο της «απελευθέρωσης» της αγοράς, που μοναδικό αποτέλεσμα είχε την εκτόξευση της τιμής της.
Δύο, από τις σημαντικότερες έτσι κι αλλιώς, προσπάθειες ιδιωτικοποίησης της περιόδου 1990-1993 αποδεικνύονται πολύτιμες σήμερα για να αντιληφθούμε τις αντιφάσεις και τα όρια του εγχειρήματος. Το πρώτο σχετίζεται με την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των αστικών λεωφορείων της Αθήνας (ΕΑΣ). Η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη επιχειρώντας να δώσει φιλολαϊκό προφίλ στην πολιτική της ιδιωτικοποίησης, παραχώρησε τα λεωφορεία σε μεμονωμένους ιδιώτες στο πρόσωπο των οποίων επιχειρήθηκε να ενσαρκωθεί ο λαϊκός καπιταλισμός, μέσω πολυμετοχικών εταιρειών. Πολύ γρήγορα ωστόσο η απότομη επιδείνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών μετακίνησης και η αλληλεγγύη που δημιουργήθηκε προς τους απολυμένους οδηγούς της ΕΑΣ (όταν έγινε αντιληπτός κι ένας επιπλέον στόχος της ιδιωτικοποίησης που ήταν η συντριβή πρωτοπόρων εργατικών σωματείων) έστρεψε το κοινωνικό ρεύμα εναντίον της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα οι καθημερινές ιδεολογικές – πολιτικές αντιπαραθέσεις ακόμη και συμπλοκές για τα αστικά λεωφορεία να αποτελούν πυορροούσα πληγή για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το δεύτερο πολύ διδακτικό παράδειγμα σε ό,τι αφορά τα διακυβεύματα των ιδιωτικοποιήσεων σχετίζεται με την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρήκε απέναντί της όχι μόνο την κοινωνική πλειοψηφία που ήθελε ο τηλεπικοινωνιακός οργανισμός να παραμείνει δημόσιος αλλά και τμήματα της εγχώριας οικονομικής ελίτ. Η σύγκρουση μαζί τους ήταν τόσο σφοδρή που παρήγαγε και το νεολογισμό τότε περί διαπλεκομένων, με αφορμή σχετική δήλωση του πρωθυπουργού. Στο κέντρο της αντιπαράθεσης βρέθηκαν οι προμήθειες του ΟΤΕ από εγχώριες επιχειρήσεις που διατηρούσαν προνομιακή σχέση με τον οργανισμό και κατ’ αυτό τον τρόπο λυμαίνονταν τους δημόσιους πόρους. Πλευρές τις οποίες η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα αναδείκνυε στην προσπάθεια της να δυσφημίσει το δημόσιο τομέα εμφανίζοντας τον ως ταυτόσημο της διαφθοράς, παραγνωρίζοντας βέβαια πως ο άλλος πόλος της σχέσης διαφθοράς ήταν ιδιωτικός.
Το παράδειγμα του ΟΤΕ (που δεν γλύτωσε στη συνέχεια την ιδιωτικοποίηση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) υπογραμμίζει πως τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, υπό ένα πρίσμα, είναι πορώδη. Στην πραγματικότητα οι δημόσιες επιχειρήσεις επιτελούσαν ανέκαθεν ένα διττό ρόλο: προήγαγαν μεν το δημόσιο συμφέρον, παρέχοντας φθηνή και αποτελεσματική ενέργεια, μετακινήσεις και τηλεπικοινωνίες, ταυτόχρονα όμως οι ίδιες αυτές υπηρεσίες που αποτελούν ταυτόχρονα και πρώτη ύλη για τον ιδιωτικό τομέα συνέβαλαν στην κερδοφορία του. Ενίοτε οι ΔΕΚΟ, ειδικότερα, προσέφεραν την κρίσιμη εκείνη μάζα παραγγελιών, στο πλαίσιο σχέσεων διαφθοράς και κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος, που συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη εθνικών βιομηχανιών (βλέπε Ιντρακόμ). Κατά συνέπεια αν και η ιδιωτικοποίηση μιας δημόσιας επιχείρησης ισοδυναμεί αδιαμφισβήτητα με την υπονόμευση του δημόσιου συμφέροντος, η κρατική ιδιοκτησία της ποτέ δεν εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο το δημόσιο συμφέρον.
Η ακύρωση από τις μετέπειτα κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (και συγκεκριμένα της βραχύβιας του Α. Παπανδρέου) των ιδιωτικοποιήσεων στα αστικά λεωφορεία και την Ολύμπικ Κέτερινγκ, όσο κι αν πρόσφερε μια πρόσκαιρη ανακούφιση καθώς ικανοποίησε ένα λαϊκό αίτημα, δεν σήμανε την αναίρεση της πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ και ειδικότερα οι κυβερνήσεις Κ. Σημίτη έδωσαν μεγαλύτερο βάθος σε αυτή την πολιτική και προετοίμασαν τους όρους για τη σημερινή σχεδιαζόμενη εκποίηση. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία διαδραμάτισε ο νόμος 2414/1996 που μετέτρεψε σε Ανώνυμες Εταιρείες 31 ΔΕΚΟ. Τέθηκε σε κίνηση έτσι ένα ντόμινο που στη συνέχεια οδήγησε στην εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, επίσης στην κατάργηση της μονιμότητας των εργαζομένων τους με νόμο του υπουργού Οικονομικών, Γ. Αλογοσκούφη, το Νοέμβριο του 2005 και τέλος στην σημερινή τους συρρίκνωση (ΟΣΕ) ή πλήρη ιδιωτικοποίηση (ΟΤΕ), κατά διαταγή των έξι μέχρι σήμερα Μνημονίων.
Εκείνη την εποχή βέβαια τα στελέχη της κυβέρνησης Κ. Σημίτη υποστήριζαν ότι οι «μετοχοποιήσεις» ή μερική δηλαδή εισαγωγή μετοχικού τους κεφαλαίου στο χρηματιστήριο δεν σημαίνουν ιδιωτικοποίηση. Επί αυτού έχουν ιδιαίτερη σημασία οι επισημάνσεις της Συμβούλου Επικρατείας, Μαρίας Καραμανώφ[2]:
«…Πρέπει να διευκρινιστεί ένα ζήτημα, ως προς το οποίο υπάρχει σήμερα κάποια σύγχυση. Αφορά την λεγόμενη «μερική ιδιωτικοποίηση, την περίπτωση δηλαδή κατά την οποία το κράτος εξακολουθεί να μετέχει μιας μερικώς ιδιωτικοποιημένης δημοσίας επιχειρήσεως, διατηρώντας κάποιο ποσοστό του μετοχικού της κεφαλαίου. Ωρισμένοι αποδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην συμμετοχή αυτή, με την αντίληψη ότι η κατοχή από το κράτος του 51% ή έστω του 34% του μετοχικού κεφαλαίου έχει κρίσιμη σημασία, διότι εγγυάται την υπέρ του δημοσίου συμφέροντος λειτουργία της επιχειρήσεως και διασφαλίζει τον δημόσιο χαρακτήρα της. Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη. Το ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εν μέρει ιδιωτικοποιημένης επιχειρήσεως έχει μεν κρίσιμη σημασία, πλην όμως αποκλειστικώς και μόνο εξ επόψεως συνεπειών του εμπορικού νόμου, ο οποίος και διέπει την λειτουργία της (έλεγχος της πορείας της επιχειρήσεως, δικαιώματα μειοψηφίας κ.λπ). Σε καμμία όμως περίπτωση η ιδιότης ενός εκ των μετόχων ως δημοσίου φορέως δεν μπορεί να μετατρέψει την φύση της εταιρείας από ιδιωτική σε δημοσία, ή έστω δημοσίου ενδιαφέροντος. Και τούτο, διότι στον σημερινό νομικό κόσμο δεν είναι δυνατόν μια επιχείρηση να δουλεύει δυοίν κυρίοις, να λειτουργεί δηλαδή ταυτόχρονα με κριτήρια ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος. Από τη στιγμή που μια δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται, έστω και σε ελάχιστο ποσοστό του μετοχικού της κεφαλαίου, μεταπηδά αναγκαίως ως αδιάσπαστο σύνολο από τον χώρο του δημοσίου στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα αν το αντικείμενο των εργασιών της επιχειρήσεως παραμένει ονομαστικά το ίδιο (λ.χ. παραγωγή και διανομή ενέργειας, ταχυδρομικές υπηρεσίες κοκ) η φύση της αλλάζει ριζικά και ο σκοπός της καθίσταται αποκλειστικά και μόνον κερδοσκοπικός. Σε αυτό το κέρδος και μόνον αποβλέπουν και δικαιούνται να αποβλέπουν οι μέτοχοι, είτε κατέχουν το 51% είτε το 34% είτε το 5% της επιχειρήσεως, η δε έννομη τάξη, τόσο η ελληνική όσο και η ευρωπαϊκή, τους έχει εξοπλίσει με ολόκληρο πλέγμα εγγυήσεων, οι οποίες διασφαλίζουν ότι κάθε εμπορική εταιρεία, όπως είναι η έστω και μερικώς ιδιωτικοποιημένη δημόσια επιχείρηση, θα λειτουργεί με σκοπό το μέγιστο δυνατό κέρδος».
Οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη δεν χρεώνονται μόνο ότι έθεσαν σε τροχιά ιδιωτικοποίησης όλες τις ΔΕΚΟ, αλλά επίσης και την εισβολή του ιδιωτικού τομέα στα δημόσια έργα ή τις υπηρεσίες. Ποιος θυμάται για παράδειγμα σήμερα την προσπάθεια εξυγίανσης της Ολυμπιακής Αεροπορίας από την θυγατρική της Μπρίτις Αιργουέις, Σπίντγουινγκ, το 1999, έναντι αδρού τιμήματος, που κατέληξε σε φιάσκο; Παρότι μάλιστα η σύγκρουση συμφέροντος – με τη θυγατρική ενός ανταγωνιστή να αναλαμβάνει ρόλο συμβούλου – ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Επίσης, ποιος λογοδότησε για την αποτυχία του συγκεκριμένου προγράμματος εξυγίανσης που ήταν ένα από τα πολυάριθμα που «έτρεξαν» από το 1975 όταν αγόρασε την εταιρεία το ελληνικό δημόσιο από τον Αριστοτέλη Ωνάση μέχρι τον Μάρτιο του 2009, που πέρασε στα χέρια του Ανδρέα Βγενόπουλου;
Ακόμη περισσότερες αντιφάσεις έρχονται στην επιφάνεια αν δούμε ποια εταιρεία είναι αυτή που αγόρασε την Ολυμπιακή. Η MIG λίγο ακόμη και θα δημιουργήσει το «υπερμονοπώλιο». Έχοντας στο χαρτοφυλάκιο της την ιδιοκτησία τραπεζών, χρηματιστηριακών, εταιρειών πληροφορικής και ακίνητης περιουσίας, αλυσίδων έτοιμου φαγητού, ναυτιλιακής, νοσοκομείου, ξενοδοχειακής και άλλων, υπάρχει κάποιος που μπορεί να υποστηρίξει χωρίς να προκαλέσει γέλιο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις συμβάλουν στην ανάπτυξη τον ανταγωνισμού; Η ίδια απορία γεννάται αν δούμε και την τύχη που είχαν η Ιονική Τράπεζα και η Εργασίας. Η εξαγορά τους από την Άλφα Μπανκ και την Γιούρομπανκ αντίστοιχα δεν ενόχλησε κανέναν υπέρμαχο των ελεύθερων αγορών που χαιρέτησαν την εξαφάνισή τους από τον τραπεζικό χάρτη εγκωμιάζοντας την δημιουργία λίγων και καλών τραπεζών. Τα ιδιωτικά μονοπώλια προφανώς ακόμη κι αν δεν υπάρχουν πρέπει να δημιουργηθούν, με την αρωγή του κράτους. Τα κρατικά μονοπώλια αντίθετα οφείλουν να εξαφανιστούν γιατί προκαλούν στρεβλώσεις στην αγορά.
Οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη επίσης έδωσαν μια μεγάλη ώθηση στις ιδιωτικοποιήσεις μέσω της ανάθεσης των λεγόμενων μεγάλων και των ολυμπιακών έργων στους ιδιώτες, αναπροσαρμόζοντας ταυτόχρονα το πλαίσιο λειτουργίας των υπηρεσιών που ανέλαβαν την διαχείρισή τους. Η δημιουργία ιδιωτικών εταιρειών άλλωστε ήταν προϋπόθεση από την μεριά της ΕΕ για την παραχώρηση των χρηματοδοτήσεων μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης την δεκαετία του ’90 και μετέπειτα. Ο ρόλος της ΕΕ στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων ήταν καθοριστικός πολύ πριν η Τρόικα απαιτήσει την μαζική ιδιωτικοποίηση όσων μετοχών των ΔΕΚΟ έχουν απομείνει στα χέρια του δημοσίου. Αναφέρει χαρακτηριστικά το Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ[3] σε ειδική μελέτη του για το δημόσιο ιδιοκτησιακό καθεστώς στα λιμάνια και στον κλάδο πετρελαίου:
«Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση διαδραματίζει από την πλευρά της πρωταρχικό ρόλο στην υλοποίηση των παραπάνω εξελίξεων (σσ. απελευθέρωση αγορών, προγράμματα ιδιωτικοποίησης). Η οικοδόμηση της ενιαίας αγοράς, η απελευθέρωση των αγορών (και ειδικότερα των δραστηριοτήτων δικτύου, όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, κ.λπ) καθώς και η επιβολή περιοριστικών μακροοικονομικών πολιτικών, διαμορφώνουν έναν περιοριστικό πλαίσιο για τις δημόσιες επιχειρήσεις. Η τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού, η απαγόρευση των επιδοτήσεων και σε γενικές γραμμές η γενίκευση του ανταγωνισμού, θέτουν σήμερα σε αμφισβήτηση την ικανότητα των δημόσιων επιχειρήσεων να εκπληρώσουν την αποστολή που θεμελιώνει την ίδια τους την ύπαρξη, δηλαδή την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, την παροχή της καθολικής υπηρεσίας, την υλοποίηση μακροπρόθεσμων επενδυτικών έργων καθώς και την διασφάλιση της κοινωνικής αλληλεγγύης και της γεωγραφικής συνοχής».
Αν δίπλα από την ΕΕ (η οποία από την Συνθήκη της Ρώμης ακόμη, το 1957, πολύ πριν δηλαδή την Συνθήκη του Μάαστριχτ προωθούσε τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση της αγοράς) βάλουμε και το ΔΝΤ (που εργολαβικά προωθεί τις ιδιωτικοποιήσεις σε κάθε γωνιά του πλανήτη) τότε αντιλαμβανόμαστε τις Συμπληγάδες στις οποίες θα συντριβούν οι ελληνικές ΔΕΚΟ. Ο στόχος που είχε τεθεί στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο, τον Ιούλιο του 2011, εν είδει όρου για να εγκριθεί η δόση του δανείου, ήταν το ελληνικό δημόσιο να συγκεντρώσει 50 δις. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις μέχρι το 2015. «Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι αυτή την περίοδο το μεγαλύτερο στον κόσμο», αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2012, όπου αποσιωπάται όμως το τεράστιο κοινωνικό κόστος που θα συνοδεύσει το ξεπούλημα της ελληνικής δημόσιας περιουσίας. Αυτό πολύ σύντομα αποκλειστικά στην …Catastroika!

[1] Καζάκος Π. (2001), Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, εκδ. Πατάκη, σελ. 468.
[2] Καραμανώφ Μ. (2010), Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων, βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση, (Εκδ. Π. Κυριακίδη), σελ. 138.
[3] ΙΝΕ ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, (2007) Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια έκθεση 2007. Σελ. 236-237.

Δεν υπάρχουν σχόλια: