Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Res, non verba: επιστροφή στις μάζες




ΠΗΓΗ: Ioakeimoglou.net
του Η. Ιωακείμογλου

Η σχέση των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς με τους εργαζόμενους είναι σχέση εξωτερική, δεν είναι σχέση οργανική. Σχέση εξωτερική επειδή οι πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς φαντάζονται πως η εργατική τάξη είναι ήδη συγκροτημένη και ότι η απουσία της από την πολιτική σκηνή, όπως εξάλλου και η ιδεολογική της απάθεια, οφείλονται σε ένα «έλλειμμα συνείδησης». Στην φαντασία των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς, η εργατική τάξη είναι ένας «κοιμώμενος γίγαντας» του οποίου η αφύπνιση εκκρεμεί. Αναλαμβάνουν λοιπόν, οι οργανώσεις της Αριστεράς, να μεταγγίσουν στις εργαζόμενες μάζες την ταξική συνείδηση που τους λείπει. Να εκφέρουν, επομένως, το «σωστό σύνθημα», να εκπονήσουν το «σωστό πρόγραμμα», να εφεύρουν το κατάλληλο «έναυσμα» που θα αφυπνίσει το ταξικό ένστικτο και θα το μετατρέψει σε ταξική συνείδηση. Από την ίδια αντίληψη των πραγμάτων απορρέει με φυσικό τρόπο και το σύνολο των δράσεων που αναλαμβάνουν οι εν λόγω οργανώσεις: τηλεοπτικές εμφανίσεις, διαφώτιση, αφισοκόλληση, έκδοση αμέτρητων εφημερίδων και περιοδικών, εξόρμηση για πώληση εντύπων και διανομή προκηρύξεων, διαλέξεις και λόγοι στη Βουλή. 
Κι’ έτσι, η ιστορία συνεχίζεται από ήττα σε ήττα όταν οι αντικειμενικές συνθήκες είναι δυσμενείς και με ισχνές νίκες όταν οι αντικειμενικές συνθήκες θα δικαιολογούσαν την εκθετική άνοδο των κινημάτων.
Η εργατική τάξη, όμως, δεν είναι ένας «κοιμώμενος γίγαντας» με «έλλειμμα συνείδησης». Υπάρχουν επαγγελματικές κατηγορίες, κοινωνικές ομάδες, υπάρχουν οι μάζες των εργαζομένων, υπάρχει η ατομική δυσαρέσκεια και το ταξικό ένστικτο που οδηγεί σε ατομικές πράξεις αντίστασης στις αδικίες και στις βαρβαρότητες του καπιταλισμού. Συνιστούν όμως όλα αυτά την εργατική τάξη; H εργατική τάξη καθεαυτή δεν υπάρχει –διότι όπως και ο Θεός, δεν αφήνει πίσω της κανένα ίχνος. Η εργατική τάξη υπάρχει μόνον όταν αφήνει τα ίχνη της εκεί που την περιμένουμε, δηλαδή μέσα στην Ιστορία, μέσα στην αντίθεσή της με το Κεφάλαιο, όταν οργανώνεται σε συλλογικές ταυτότητες, σε συλλογικότητες που μάχονται ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος του. Η αστική τάξη και η εργατική τάξη δεν υπάρχουν σαν δύο ποδοσφαιρικές ομάδες ήδη πριν να αρχίσει ο αγώνας. Υπάρχουν μόνον μέσα στον ανταγωνισμό τους. Οι ταξικοί αγώνες συνιστούν την διαίρεση σε τάξεις, αυτοί συγκροτούν τις τάξεις, αυτοί και τις αποδιαρθρώνουν στα συστατικά τους μέρη, δηλαδή σε μεμονωμένα άτομα, σε κοινωνικές ομάδες, επαγγελματικές κατηγορίες. Οι κοινωνικοί αγώνες όμως δεν υπάρχουν χωρίς το παιχνίδι της ηγεμονίας.
Η έννοια της ηγεμονίας δεν αναφέρεται στην συνείδηση των υποτελών ότι οι κυρίαρχοι έχουν ιδιοτελή συμφέροντα. Αναφέρεται στην ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να πείθει τις υποτελείς μάζες ότι τα ιδιαίτερα, ιδιοτελή συμφέροντά της –τα οποία καθόλου δεν αποκρύπτει– είναι συμφέροντα του «έθνους», ότι ταυτίζονται με το «κοινωνικό συμφέρον», ότι διασφαλίζουν και το συμφέρον των εργαζομένων, αν όχι βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Όταν η ηγεμονία της αστικής τάξης είναι ισχυρή, οι εργαζόμενοι δεν κατορθώνουν να εκφράσουν τα δικά τους ταξικά συμφέροντα με συνεκτικό τρόπο και η ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης αποδιαρθρώνει κάθε συνεκτικό υλικό που συνενώνει τους εργαζόμενους. Ό,τι αντιλαμβάνονται «με ασύνδετο και ασυνείδητο τρόπο» και θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη ύλη μιας ενιαίας ταξικής ιδεολογίας παραμένει απομονωμένο. Αυτή η επιβολή έχει υλική υπόσταση, μετατρέπεται σε υλική δύναμη, διότι αποδιαρθρώνει, αναδιατάσει, ανασυνθέτει και ενοποιεί τις κοινωνικές πρακτικές των υποτελών μαζών πάνω στον καμβά της αστικής ιδεολογίας και ενάντια στην αυθόρμητη ιδεολογία του κόσμου της εργασίας. Η αστική ηγεμονία, δηλαδή, διαπερνάει την καθημερινή ζωή των εργαζομένων, εγκαθιστά την κυρίαρχη ιδεολογία, όχι μόνον μέσα στο τρόπο με τον οποίο αυτοί σκέφτονται, αλλά και στα κριτήρια με τα οποία παίρνουν αποφάσεις, βιώνουν τις εμπειρίες της προσωπικής τους ζωής, «γεύονται» τα προϊόντα της κουλτούρας και της υποκουλτούρας, διευθετούν τις διαφορές τους κλπ. Η κυρίαρχη ιδεολογία γίνεται «πρακτική ιδεολογία», δηλαδή ιδέες που καθοδηγούν στάσεις και συμπεριφορές, γίνεται ηθική. Μόνον κάτω από αυτά βρίσκεται το κοίτασμα της αυθόρμητης ταξικής ιδεολογίας των εργαζομένων που απορρέει από τις υλικές συνθήκες της εργασίας τους και της καθημερινής ζωής τους. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η εξουσία δεν επιβάλλεται έξωθεν σε μια συγκροτημένη εργατική τάξη, αλλά την διαπερνάει και την αποδιαρθρώνει.
Το «παιχνίδι» της ηγεμονίας συμμετέχει λοιπόν στην συγκρότηση και στην αποδιάρθρωση των κοινωνικών τάξεων. Κάθε στρατόπεδο επιδιώκει την αποδιάρθρωση του αντιπάλου και μεμιάς την ενοποίηση των δυνάμεων στο εσωτερικό του. Όταν ο πολιτικός αγώνας για την ηγεμονία εγκαθιστά την κυρίαρχη ιδεολογία στους κόλπους της εργατικής τάξης και κατορθώνει να κυβερνήσει το μυαλό της και την ψυχή της, η τάξη αποδιαρθρώνεται, δεν συγκροτεί σχηματισμούς μάχης και το μόνο που απομένει είναι οι αντικειμενικοί όροι της ανασυγκρότησής της που είναι εγγεγραμμένοι στη φύση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή στις υλικές συνθήκες ύπαρξης του συστήματος. Σε αυτούς τους αντικειμενικούς όρους ανασυγκρότησης αναφέρεται τελικά ο όρος «τάξη καθεαυτή»: η τάξη καθεαυτή είναι μια εν δυνάμει τάξη. 
Η εργατική τάξη υπάρχει, λοιπόν, μόνον όταν συγκροτείται σε σχηματισμούς μάχης που αμφισβητούν την αστική ηγεμονία. Εάν όμως οι εργαζόμενες τάξεις συγκροτούνται όταν υπάρχει πολιτικό κίνημα, δηλαδή όταν διεξάγουν πολιτικό αγώνα για την επιβολή του ιδιαίτερου ταξικού συμφέροντός τους ως γενικό κοινωνικό συμφέρον και ως εκ τούτου αμφισβητούν την αστική ηγεμονία, τότε, η συγκρότηση των εργαζομένων μαζών σε τάξη εκκρεμεί και αποτελεί καθήκον των οργανωμένων δυνάμεων που αναφέρονται σε αυτές τις μάζες. 

Για τον λόγο αυτό, η εξωτερική σχέση που η Αριστερά διατηρεί με τον κόσμο της εργασίας (σχέση που αποσκοπεί στην μετάγγιση συνείδησης από την υποτιθέμενη πρωτοπορία στις μάζες) θα έπρεπε να αντικατασταθεί με μια οργανική σχέση. Ποια ακριβώς θα έπρεπε να είναι αυτή, εξαρτάται από την εκάστοτε ιστορική συγκυρία. 
Στη σημερινή συγκυρία, πάντως, θα σήμαινε δράσεις για τον μετασχηματισμό του αισθήματος ατομικής αδικίας, που έχει τώρα γενικευθεί στους κόλπους των υποτελών, σε μια κοινή αντίληψη περί συλλογικού ταξικού συμφέροντος. Πώς όμως να το πετύχουμε αυτό;
Δύο χρόνια μετά, γνωρίζουμε ότι αυτό δεν γίνεται με τις γνωστές από καθέδρας εκφωνήσεις λόγων και προτάσεων διακυβέρνησης -ή τουλάχιστον όχι μόνο με αυτές. Το παιχνίδι παίζεται εκεί που οι μάζες εργάζονται και ζουν. Εάν οι οργανωμένες δυνάμεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων θέλουν να αποκτήσουν οργανική σχέση με τις μάζες, θα πρέπει να είναι παρούσες στο πεδίο, εκεί που οι μάζες εργάζονται (ή δεν εργάζονται) και εκεί που ζουν (εκεί δηλαδή που πραγματοποιείται η κοινωνική αναπαραγωγή). 
Στη σημερινή συγκυρία αυτό θα σήμαινε έμπρακτη αμφισβήτηση του διευθυντικού δικαιώματος και της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας με την ανάπτυξη ενός μεγάλου κινήματος καταλήψεων των επιχειρήσεων που απειλούνται ή απειλούν ότι θα κλείσουν, και συνέχιση της λειτουργίας τους με αυτοδιαχείριση και επαναπροσδιορισμό των σχέσεων παραγωγής, της οργάνωσης της εργασίας. Θα σήμαινε, με άλλα λόγια, απο-νομιμοποίηση του κέρδους και νομιμοποίηση της αλληλεγγύης των άμεσων παραγωγών. 
Θα σήμαινε ανάπτυξη και ενίσχυση των αυθόρμητων τάσεων που έχουν εμφανιστεί υπέρ των δημόσιων αγαθών έναντι των εμπορευμάτων στις γειτονιές: οργάνωση της καθημερινής ζωής, της κοινωνικής αναπαραγωγής, εκεί όπου η κρατική μηχανή ή οι επιχειρήσεις αποσύρονται, με καταλήψεις δημόσιων είτε αχρησιμοποίητων χώρων, με αυτο-οργάνωση και άμεση δημοκρατία, με νέους θεσμούς είτε προβλέπονται είτε όχι από την νομοθεσία. 
Θα σήμαινε υιοθέτηση εναλλακτικών μορφών μη τοκοφόρου χρήματος, χρήματος που έχει τον χαρακτήρα δημόσιου αγαθού, και κυκλοφορία του με χρήση των νέων τεχνολογιών. 
Θα σήμαινε, ακόμη, περιφρούρηση όλων αυτών ενάντια στην κρατική καταστολή και τους φασίστες με όλα τα μέσα. 
Θα σήμαινε ιδεολογική, δηλαδή ηθική, απο-νομιμοποίηση των κατασχέσεων από τις τράπεζες και συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων που αναλαμβάνουν κάθε είδους δράση για να σταματήσουν οι κατασχέσεις και οι εξώσεις. Θα σήμαινε ανακήρυξη του ηλεκτρικού ρεύματος σε δημόσιο αγαθό και ανάπτυξη κινήματος απαγόρευσης της διακοπής του για την μη καταβολή των φόρων ή την αδυναμία πληρωμής του λογαριασμού.
Θα σήμαινε ανάδειξη φυσικών πρωτοποριών στους χώρους εργασίας και κοινωνικής αναπαραγωγής. 
Αυτά και άλλα που έρχονται, ή τα άλλα όμοια στα οποία δεν φτάνει η σκέψη μου, είναι τα μόνα που μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την συγκρότηση των υποτελών μαζών σε κοινωνική τάξη ώστε να εμφανιστεί στην πολιτική σκηνή ως ένα και μοναδικό πρόσωπο για να διεκδικήσει την ηγεμονία, την πολιτική εξουσία και τον ριζικό μετασχηματισμό της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Αν όχι τώρα, πότε;
Οι οργανωμένες δυνάμεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων έχουν και θεωρητική και ιδεολογική δουλειά: ό,τι συμβαίνει στην πράξη πρέπει να βρίσκει το αντίστοιχό του στις ιδέες, να μεταφράζεται σε ηθικές αξίες, για να αποκτά κοινωνική επικύρωση και αξιώσεις μετάφρασης του ταξικού, ειδικού συμφέροντος σε γενικό συμφέρον --και τελικά για να μετατρέπεται σε υλική δύναμη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: