Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Ο νεοφιλελεύθερος «Λόγος του κόσμου»




ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Στη συνηθισμένη και ενίοτε πονηρή απορία «μα πως είναι δυνατόν να μιλούμε για νεοφιλελευθερισμό» ακόμα και σε κοινωνίες με έντονα πελατειακά, προσοδοθηρικά και «κρατικιστικά» γνωρίσματα, η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά μια νέα προσέγγιση στη νεοφιλελεύθερη λογική· μια προσέγγιση απαλλαγμένη από τον αφελή οικονομισμό αλλά και από την τετριμμένη καθαρολογική πρόσληψη σύμφωνα με την οποία ο νεοφιλελευθερισμός συμπίπτει με μια φιλοσοφία του συρρικνωμένου δημόσιου τομέα και ενός σχεδόν «ηρωικού» --για τους οπαδούς ή τους νοσταλγούς του-- ατομικού επιχειρηματικού ρίσκου. Μια πλούσια σε ιστορικές και θεωρητικές αποχρώσεις ερμηνεία καταθέτουν εδώ και λίγα χρόνια οι Γάλλοι μελετητές Pierre Dardot και Christian Laval. O Νταρντό είναι φιλόσοφος με έντονο ενδιαφέρον για τον Μαρξ και τον Χέγκελ. Ο Λαβάλ είναι κοινωνιολόγος και συγγραφέας του βιβλίου LHommeecononomiqueEssai sur les racines du néoliberalisme [Ο οικονομικός άνθρωπος. Δοκίμιο για τις ρίζες του νεοφιλελευθερισμού], εκδ. Gallimard, 2007. Kαρπός της συνεργασίας τους είναι το σημαντικό βιβλίο La nouvelle Raison du mondeEssai surla société néoliberale [Ο νέος Λόγος του κόσμου. Δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία], εκδ. La Découverte, 2010. Πριν από αυτό το βιβλίο είχαν συμπράξει με τον El Mouhoub Mouhoud σε ένα κείμενο με τον τίτλο Sauver Marx?, [ Να σώσουμε τον Μαρξ;].



Κατά τους Νταρντό και Λαβάλ, ο νεοφιλελευθερισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τη νατουραλιστική εκδοχή του laissez-faire, με την επιστροφή δηλαδή στο μοντέλο της φυσικής αυτορρύθμισης των αγορών και την αντίστοιχη ιδεολογική πίστη στην ελαχιστοποίηση της δημόσιας παρέμβασης. Η προσεκτική και σε βάθος χρόνου μελέτη των ποικίλων κρίκων στη σύνθετη μετάβαση από τον φιλελευθερισμό στον νεοφιλελευθερισμό επιτρέπει στους δυο κριτικούς διανοητές να προτείνουν μιαν άλλη υπόθεση εργασίας: ότι, σε αντίθεση για παράδειγμα με τον νεοσυντηρητισμό, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι πρωτίστως μια ιδεολογία αλλά μια ορθολογικότητα, μια μορφή κυβέρνησης του σύγχρονου κόσμου στη βάση της νόρμας του ανταγωνισμού και της αποτελεσματικότητας. Δεν έχουμε έτσι να κάνουμε με μια εφήμερη μόδα η οποία υποτίθεται ότι ξεβάφει με την επάνοδο στην κρατική ρύθμιση, με τη δημιουργία θεσμών επιτήρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή με τη συντονισμένη επιχείρηση διάσωσης των προβληματικών οικονομιών από πλευράς των κυβερνήσεων. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός συγκροτείται μέσα από τη δημιουργία θεσμών, μέσα από το ίδιο το σύγχρονο κράτος που πρέπει να είναι τόσο ισχυρό όσο απαιτείται για την εγχάραξη στις κοινωνίες της κυρίαρχης ορθολογικότητας, ενός νέου Λόγου του κόσμου.
Όπως σημειώνουν στον πρόλογο του βιβλίου τους, «ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να οριστεί ως το σύνολο των λόγων, των πρακτικών, των μηχανισμών οι οποίοι καθορίζουν έναν νέο τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων σύμφωνα με την οικουμενική αρχή του ανταγωνισμού».1
Στην κυοφορία αυτής της ορθολογικότητας έχει ίσως υπερεκτιμηθεί το αγγλοσαξονικό παράδειγμα και η αναφορά στις αυτορρυθμιζόμενες αγορές και σε έναν φιλελεύθερο αντικρατισμό. Οι Νταρντό και Λαβάλ δεν υποτιμούν την επίδραση αυτού του λόγου στις επιμέρους οικονομικές επιλογές εμβληματικών προσωπικοτήτων του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, όπως ο πρώην πρόεδρος της Fed Άλαν Γκρήνσπαν. Διαχωρίζουν ωστόσο τη νεοφιλελεύθερη «κατασκευή» (τη συγκεκριμένη ορθολογικότητα και την κανονιστική της ύφανση) από τις περιπτώσεις κάποιων ηγετών --Ρήγκαν, Θάτσερ-- και μιας ορισμένης χρονικής περιόδου για την οποία εξάλλου ειπώθηκε ότι έκλεισε δραματικά με την κρίση των τελευταίων τριών ετών. Επανεκτιμούν επίσης το σημαντικό ρόλο της γερμανικής οικονομικής φιλοσοφίας των μεταπολεμικών χρόνων, τον λεγόμενο ordoliberalismus σύμφωνα με τον οποίον ένα ισχυρό κράτος είναι απολύτως απαραίτητο για την κατασκευή μιας ανταγωνιστικής οικονομίας με αυστηρή δημοσιονομική σταθερότητα και την κατάλληλη πειθάρχηση των πολιτών ως προς την ενσωμάτωση των κανόνων του ανταγωνισμού και της αποτελεσματικότητας.
Αξιοποιώντας τις παραδόσεις του Mισέλ Φουκώ για τις πρακτικές του κυβερνάν και τη κυβερνητικότητα (gouvernementalité), οι συγγραφείς προσεγγίζουν εν τέλει τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα πέρα και έξω από τους σχηματικούς και παραπλανητικούς δυϊσμούς που αντιδιαστέλλουν τον κρατισμό και τις ελεύθερες αγορές, τη λογική της ρύθμισης από τον «άγριο καπιταλισμό» κλπ. Ο νέος Λόγος του κόσμου προϋποθέτει, όπως διατείνονται, τη διαρκή επέμβαση των δημόσιων εξουσιών για τη διακυβέρνηση της ύπαρξης, για την ρύθμιση των τρόπων διαγωγής και συμπεριφοράς των υποκειμένων ώστε να είναι συμβατοί με τους κανόνες και τις αξιολογήσεις της εταιρικής/ επιχειρηματικής διακυβέρνησης σε κάθε πεδίο. Ο νεοφιλελευθερισμός αφορά εντέλει τη «μορφή της ύπαρξής μας» ως συγχρόνων. Δεν πρόκειται για μια ακραία ή δογματική παρέκκλιση του καπιταλισμού αλλά για το ιστορικά κατασκευασμένο υπόδειγμα ορθολογικότητας του πλέον σύγχρονου καπιταλισμού.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε πώς μια τέτοια ανάγνωση φωτίζει και την ιδιαίτερη συγκυρία την οποία αντιμετωπίζουμε: η ιδέα της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη βάση ενός νέου Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας, η πρόταση δηλαδή για «συνταγματοποίηση» της νεοφιλελεύθερης νόρμας πρέπει να θεωρηθεί μια ποιοτική τομή με μείζονες συνέπειες για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και τη δημοκρατία. Η κρίση γίνεται πλέον ευκαιρία για την κατασκευή ενός «νεοφιλελεύθερου υποκειμένου», για τη βιοπολιτική εγχάραξη της νόρμας στη ζωή ατόμων και κοινωνικών θεσμών. Από αυτή την άποψη είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική η συνέντευξη των συγγραφέων στον Eric Aeschimann που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Liberation,την οποία παρουσιάζουμε σήμερα στα «Ενθέματα». Αν και πρόκειται για μια παλιότερη παρέμβαση (19.2.2009) αφορά και τους όρους μέσα στους οποίους κινούμαστε σήμερα τόσο υπό τη σκέπη του Μνημονίου όσο και υπό την εκκρεμότητα μετατροπής του κώδικα του Μνημονίου σε γενικό ευρωπαϊκό κανόνα.

Νικόλας Σεβαστάκης

Η κατασκευή ενός νεοφιλελεύθερου ατόμου
συνέντευξη του Πιερ Νταρντό και του Κριστιάν Λαβάλ

* Ισχυρίζεστε ότι ο νεοφιλελευθερισμός «πριν να είναι μια ιδεολογία ή μια οικονομική πολιτική είναι κυρίως και θεμελιωδώς μια ορθολογικότητα». Τι αποκαλείτε «ορθολογικότητα»;
Πιερ Νταρντό: Ο Φουκώ ορίζει την ορθολογικότητα της διακυβέρνησης ως μια κανονιστική λογική η οποία πρυτανεύει στη δραστηριότητα του κυβερνάν, με την έννοια της άμεσης αλλά επίσης της έμμεσης κυβέρνησης των ανθρώπων: της καθοδήγησής τους ώστε να φέρονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η ορθολογικότητα δεν είναι η άσκηση ενός εξαναγκασμού, μιας καταπίεσης. Από αυτή την άποψη, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα έπρεπε να ανάγεται μόνο στον τομέα της οικονομικής πολιτικής (οι ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση), ούτε σε ένα καθορισμένο δόγμα (Φρήντμαν, Χάγιεκ) ούτε βεβαίως στους ηγέτες οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στο δόγμα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (Ρήγκαν, Θάτσερ). Η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα την οποία μελετούμε έχει μια πολύ ευρύτερη εμβέλεια και μπόρεσε να τεθεί σε εφαρμογή από κυβερνήσεις που ισχυρίζονται ότι είναι αριστερές.

* Τι καθορίζει τη «νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα»;
* Κριστιάν Λαβάλ: Ο τρόπος της είναι να οδηγεί τα υποκείμενα να δρουν σύμφωνα με τον τρόπο του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, στο πεδίο της εκπαίδευσης: ο νεοφιλελευθερισμός επιχείρησε παρεμβάσεις ώστε τα άτομα να αναζητούν τη μεγιστοποίηση του ιδίου συμφέροντος εις βάρος κάθε ηθικής περίσκεψης. Η σημερινή αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου εδράζεται, στο σύνολό της, σε μια κανονιστική λογική σύμφωνα με την οποία οι πρακτικές συμπεριφορές των ατόμων, των εργαστηρίων και των ιδρυμάτων οφείλουν να υπακούν αποκλειστικά στην αρχή του ανταγωνισμού. Ο Φουκώ έδειξε ότι οι πρώτοι φιλελεύθεροι στοχαστές, ιδίως ο Άνταμ Σμιθ και ο Άνταμ Φέργκιουσον, σκέφτονταν την αγορά σύμφωνα με μια λογική της ισοδυναμίας: ανταλλάσσουμε ένα αγαθό με ένα άλλο, και ο καθένας από εμάς επωφελείται. Ο νεοφιλελευθερισμός, από την πλευρά του, ξανασκέφτεται την αγορά σύμφωνα με τη λογική του ανταγωνισμού, επομένως της ανισότητας.

* Από πότε μπορούμε να χρονολογήσουμε αυτή τη στροφή;
* Π. Νταρντό: Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ προτείνει να επεκτείνουμε τον Δαρβίνο και την έννοια της φυσικής επιλογής σε άλλα πεδία, κυρίως στο κοινωνικό. Ο Σπένσερ επιχειρεί μια φυσικοποίηση του κοινωνικού. Για αυτόν, ο ίδιος βασικός εξελικτικός νόμος, αυτός ο οποίος δίνει πλεονεκτήματα στους πλέον ικανούς, εφαρμόζεται σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι νεοφιλελεύθεροι δεν θέλουν καθόλου να τους αναφέρει κανείς τον Σπένσερ εξαιτίας του βιολογισμού του. Παρ’ όλα αυτά, σε εκείνον βρίσκουμε την ιδέα ότι η αγορά είναι ο ανταγωνισμός. Εκεί όμως που ο Σπένσερ διακρίνει έναν φυσικό μηχανισμό, οι νεοφιλελεύθεροι εκτιμούν ότι πρόκειται για ένα σύστημα που πρέπει να κατασκευάσουμε, απαιτούν δηλαδή μια ενεργό και συνεχή παρέμβαση του κράτους. Αυτή είναι ιδίως η οπτική των γερμανών εκφραστών του ordoliberalismus, των οπαδών ενός συντηρητικού φιλελευθερισμού με επίκεντρο τη θεσμική οχύρωση της δημοσιονομικής αυστηρότητας.

Κ. Λαβάλ: Όταν προς το τέλος του 19ου αιώνα ο φιλελευθερισμός γνωρίζει κρίση εμφανίζονται δύο ρεύματα: ένας φιλελευθερισμός που δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους σε μια οπτική σταθεροποιητική και αναδιανεμητική, ρεύμα του οποίου η πιο γνωστή φιγούρα είναι ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς. Και από την άλλη εμφανίζεται ο «νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 θα προτείνει την μετατροπή της ανταγωνιστικής αγοράς σε έσχατο σημείο αναφοράς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Μόνο που αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την ενεργό συμμετοχή του κράτους. Φυσικά ο κεϋνσιανισμός θα θριαμβεύσει μεταπολεμικά. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα καταθέσει τα όπλα: οι γερμανοί θιασώτες του ordoliberalismus θα έχουν μια καθοριστική επίδραση στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, αρχίζοντας από την Συμφωνία της Ρώμης καθώς αυτή προβλέπει την αρχή του «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού». Ας πάψουμε να βλέπουμε τον νεοφιλελευθερισμό ως κύμα προερχόμενο από τις αγγλοσαξονικές χώρες. Πρέπει να φέρουμε στο φως την ευρωπαϊκή γενεαλογία του φαινομένου.

* Με ποιον τρόπο ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται ως «ορθολογικότητα»;
Π. Νταρντό: Δεν υφίσταται κάποιο μυστικό σχέδιο για την προώθηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Το μοντέλο επωφελήθηκε ασφαλώς από την κρίση του κεϋνσιανισμού, όπως και ο κεϋνσιανισμός ευνοήθηκε από την κρίση του καπιταλισμού τον Μεσοπόλεμο. Τίποτα δεν έδειχνε ότι η αρχή του ανταγωνισμού θα έπαιρνε τα πρωτεία ως νέα παγκόσμια νόρμα. Η κωδικοποίησή της άλλωστε χρονολογείται μόλις από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 με την περίφημη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» η οποία καθορίζει τους νομισματικούς κανόνες και τις ρήτρες προϋπολογισμού που επιβάλλονται σε διάφορες χώρες ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Κ. Λαβάλ: Ο όρος κλειδί είναι εδώ: πειθαρχία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι διεθνείς εμπειρογνώμονες κάνουν μια συναγερμική διαπίστωση. Λένε: «η κατάσταση είναι ακυβέρνητη, υπάρχει έλλειμμα κοινωνικής πειθαρχίας». Είναι η περίοδος όπου ο Ραιημόν Μπαρ [σημαντικός πολιτικός της γαλλικής κεντροδεξιάς, Σ.τ.Μ.] προασπίζεται την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και τον σφικτό προϋπολογισμό. Είναι όμως και η στιγμή όπου εμφανίζεται η κατασκευή του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου με την έκθεση των ατόμων σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό, τις τεχνικές αξιολόγησης, την ενθάρρυνση του ιδιωτικού δανεισμού, την παρακίνηση μετατροπής του κάθε ατόμου σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Το άτομο είναι επιχειρηματίας του εαυτού του, ενδιαφέρεται για τη συσσώρευση και την επιτυχία, και γι’ αυτό είναι υπεύθυνο και επομένως ένοχο για την ενδεχόμενη αποτυχία του. Όλα αυτά τα σημεία έγιναν τα νέα ατομικά και κοινωνικά συμπτώματα τα οποία αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν ψυχαναλυτές και κοινωνιολόγοι.

* Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο εκλαμβάνει ως ελευθερία αυτό που δεν είναι παρά ανταγωνισμός. Παρ’ όλα αυτά, δεν απολαμβάνει μια αυτονομία ζηλευτή σε σχέση με τις νόρμες που ίσχυαν πριν πενήντα χρόνια;
Κ. Λαβάλ: Απορρίπτουμε κάθε έννοια επιστροφής στην ηθική τάξη. Επιθυμούμε μάλιστα να μετατοπίσουμε το ερώτημα. Ο νεοφιλελευθερισμός, επιδιώκοντας να καταστήσει το υποκείμενο αποδοτικό/αποτελεσματικό σε κάθε τομέα και με κάθε τίμημα, θέτει ως έναν παράδοξο κανόνα μια αρχή του απεριόριστου. Αλλά αυτό το απεριόριστο, αυτή η έλλειψη ορίων αποκρύπτει ότι στην πραγματικότητα υπάρχει ένα όριο στην επιθυμία, όριο εξάλλου καθορισμένο από το Κεφάλαιο και την επιχείρηση. Το απεριόριστο το οποίο υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την αυτονομία, το ίδιο όπως και η «νοητική διαχείριση των παθών» για την οποία μιλούν τα εγχειρίδια του μάνατζμεντ δεν συνιστά έναν «αυτοέλεγχο». Δεν πρέπει να βλέπουμε στο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο ένα πλάσμα απελευθερωμένο από όλες τις αλυσίδες του. Αυτό το λάθος διαπράττουν από κοινού τόσο οι συντηρητικοί αντιμοντέρνοι όσο και οι θιασώτες της «νεωτερικότητας». Ό,τι αποκαλούμε «μηχανισμό της επίδοσης-απόλαυσης» [dispositif de performance-jouissance] είναι ένα σύστημα το οποίο ενεργεί εκ των έσω των υποκειμένων παραμένοντας, ωστόσο, ένας τρόπος κοινωνικής πειθάρχησης.

* Μπορεί να υπάρξει ένας τρόπος του κυβερνάν, μια «ορθολογικότητα» της Αριστεράς;
Π. Νταρντό: O Φουκώ παρατηρούσε ότι όταν βρισκόταν στην εξουσία η Αριστερά υιοθετούσε είτε έναν φιλελεύθερο τρόπο του κυβερνάν είτε μια διακυβέρνηση διοικητική και γραφειοκρατική. Πρέπει να υπερβούμε αυτή την εναλλακτική. Μια αριστερή αρχή του κυβερνάν οφείλει να έχει ως σημείο αφετηρίας ότι το κοινό αγαθό είναι μια κοινή υπόθεση. Και αυτό όχι μόνο με την έννοια των τυπικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων αλλά και σε σχέση με τις ζωντανές πρακτικές όπου συνεργαζόμαστε και επινοούμε κοινούς στόχους. Στο πεδίο του περιβάλλοντος και σε αυτό της γνώσης η λογική του κοινού είναι πολύ ισχυρή και διαμορφώνει άμεσα συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές. Αυτές θα έπρεπε να αναπτύξουμε. Πρέπει να διερωτηθούμε εκ νέου για τον κομμουνισμό, όχι όμως ξεκινώντας από το στόχο μιας ιδεατής κοινωνίας αλλά από ήδη υπάρχουσες και ενεργές κοινές πρακτικές. Μην ξεχνάμε ότι τον 18ο αιώνα «κομμουνιστής» σήμαινε απλά υπερασπιστής του κοινού αγαθού.
μετάφραση: Νικόλας Σεβαστάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: