Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Γιατί Γερμανία δεν κατανοεί τα αίτια της κρίσης




Η Γερμανία ορίζει τους κανόνες. Αυτή θα ορίσει το βαθμό μελλοντικής ευημερίας της Ευρωζώνης, ή ακόμη και την επιβίωσή της. Η Γερμανία αποτελεί την κεντρική ευρωπαϊκή δύναμη – γεωγραφικά, πολιτικά και οικονομικά. Η Γαλλία το γνωρίζει. Το ερώτημα είναι πώς θα χρησιμοποιήσει η Γερμανία την ισχύ της. Η απάντηση εξαρτάται όχι μόνο από τις εκτιμήσεις του Βερολίνου για τα συμφέροντά του, αλλά και από την κατανόηση των γεγονότων από μέρους του. Το δεύτερο πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο από το πρώτο.


Ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου έγραψε ότι ο στόχος της γερμανικής κυβέρνησης είναι 'ο περιορισμός του παθητικού της' – ότι δηλαδή θα κάνει ό,τι απαιτείται προκειμένου να κρατήσει την Ευρωζώνη εν ζωή ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα την έκθεση των Γερμανών φορολογουμένων. Αυτή η στάση δεν είναι χωρίς αμφισβητήσεις, ούτε καν μέσα στη Γερμανία. Το καταδεικνύει το άρθρο των Υπουργών Οικονομικών και Εξωτερικών της Γερμανίας Πέερ Στάινμπρυκ και Φρανκ Βάλτερ Στανμάγιερ της περιόδου 2005 - 2009 στην εφημερίδα Financial Times της 15ης Δεκεμβρίου. Οι δύο πρώην Γερμανοί υπουργοί προτείνουν ένα συνδυασμό επιβολής 'κουρέματος' στους κατόχους ομολόγων, έκδοσης εγγυήσεων για τα κρατικά ομόλογα των σταθερών χωρών και την περιορισμένη εισαγωγή ευρωομολόγου που θα συνοδεύεται από μεγαλύτερη εναρμόνιση των δημοσιονομικών πολιτικών. Αλλά η σιδηρά καγκελάριος της Γερμανίας Αγγέλα Μέρκελ απορρίπτει τις εγγυήσεις και τα ευρωπαϊκά ομόλογα. Η πρότασή της είναι η ενίσχυση της αυστηρότητας της  δημοσιονομικής πειθαρχίας, σε συνδυασμό με μια περιορισμένη έκτακτη χρηματοδότηση με υψηλά επιτόκια και με τις ελλειμματικές χώρες να υποχρεώνονται σε ταχείς και βίαιες δημοσιονομικές προσαρμογές.
Η κυρίαρχη θέση της Γερμανίας δεν απορρέει μόνο από το οικονομικό της μέγεθος. Απορρέει κυρίως από τη θέση της ως του μεγαλύτερου κράτους πιστωτή και με την καλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση. Από τη στιγμή που οι χώρες μέλη με μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα έχασαν τους ξένους παρόχους ιδιωτικών πιστώσεων, εξαρτώνται από τα κράτη πιστωτές. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη. Η ισχύς των πιστωτών εξηγείται με έναν πολύ απλό μηχανισμό: αν αυτοί δεν παράσχουν υποστήριξη, οι ελλειμματικές χώρες θα καταλήξουν σε χρεοστάσιο. Η κατάρρευση των πιστώσεων που θα ακολουθήσει θα τις υποχρεώσει στη συνέχεια σε ταχύτατες περικοπές δαπανών και μεγάλη ύφεση. Η ύφεση  αυτή θα μειώσει κι άλλο τη δυνατότητα διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών τους. Το καθοδικό σπιράλ θα έχει κόστος και για τα πλεονασματικά κράτη από τη στιγμή που θα πρέπει να διαγράψουν περιουσιακά στοιχεία και να χάσουν μέρος των εξαγωγικών τους αγορών. Αλλά τα πλεονασματικά κράτη θα έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν την εγχώρια ζήτηση προς αντιστάθμιση. Στις κρίσεις κυβερνούν πάντα οι μερκαντιλιστές. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη.
Για να αποφασίσει τι θα κάνει η Γερμανία πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσει τα δικά της συμφέροντα. Τα δικά της συμφέροντα δεν νοούνται στενά και μόνον οικονομικά. Η συνδρομή προς τους εταίρους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε στυλοβάτης της γερμανικής μεταπολεμικής πολιτικής για καθ' όλα σημαντικούς ιστορικούς λόγους: τα χρόνια της απομόνωσής της, η Γερμανία είχε αποδειχτεί καταστροφή για τους γείτονες της και τον εαυτό της. Επιπλέον, το ενδεχόμενο μιας επιστροφής στο γερμανικό μάρκο, που θα ενίσχυε σημαντικά την αξία του, θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των γερμανικών εξαγωγών. Για τους δύο αυτούς λόγους η επιβίωση της Ευρωζώνης αποτελεί πράγματι εθνικό συμφέρον για τη Γερμανία, όσο το ευρώ παραμένει σταθερό νόμισμα σε όρους εγχώριας αγοραστικής δύναμης, και σαφώς αυτό συμβαίνει.
Το ζήτημα δεν είναι επομένως αν η Γερμανία θα διατηρήσει την Ευρωζώνη εν ζωή, αλλά πώς θα το κάνει. Η βασική απαίτηση είναι να κατανοήσει σωστά τι πήγε στραβά. Με την εξαίρεση της Ελλάδας, δεν πρόκειται για αποτυχία των δημόσιων οικονομικών, όπως το θέλει η συμβατική σκέψη. Είναι ο ιδιωτικός τομέας ανόητε!..
Αυτό φαίνεται καθαρά στη νέα εξαιρετική έκθεση του ΟΟΣΑ. Οι χώρες με αδύναμη εσωτερική ζήτηση και ανταγωνιστικούς εξαγωγικούς τομείς απέκτησαν αποταμιευτικά  πλεονάσματα. Στην δε περίπτωση της Γερμανίας, πλεονάσματα απέκτησαν κυρίως τα νοικοκυριά και τα μετέφεραν ως καταθέσεις στις τράπεζες. Με την ολοκλήρωση της Ευρωζώνης, το πλεόνασμα των καταθέσεων έναντι δανείων των πλεονασματικών χωρών εισέρευσε στις ελλειμματικές χώρες όπου οι καταθέσεις του τραπεζικού τομέα ήταν μειωμένες. Αυτό, θα υποστήριζε κανείς, ήταν προβλεπόμενο να συμβεί. Δυστυχώς όμως, με  δεδομένα τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια της Ευρωζώνης και τις ανθηρές τους οικονομίες, οι ελλειμματικές αγορές είχαν πολύ χαμηλά πραγματικά επιτόκια. Οι φούσκες αξιών που ακολούθησαν χρηματοδοτήθηκαν από το εξωτερικό δανεισμό. Το 2007 οι καθαρές υποχρεώσεις της Ιρλανδίας στις ξένες τράπεζες είχαν φτάσει στο 204% του ΑΕΠ της.
Η Ιρλανδία και η Ισπανία είχαν ισχυρές δημοσιονομικές θέσεις τα τελευταία χρόνια. Ήταν ο ιδιωτικός δανεισμός που είχε βγει εκτός ελέγχου στις χώρες αυτές. Είναι αλήθεια βέβαια ότι με την έναρξη της κρίσης η εικόνα των δημοσίων οικονομικών επιδεινώθηκε δραματικά. Αλλά μόνο σε αυτό το τελευταίο στάδιο προέκυψε πρόβλημα δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωπαϊκή περιφέρεια καθώς αποσύρονταν οι ιδιώτες πιστωτές. Επομένως η δημοσιονομική πειθαρχία λειτούργησε με έναν καταστροφικά κυκλικό τρόπο.
Ποιες είναι οι συνεπαγωγές όλων αυτών για το μέλλον της Ευρωζώνης; Η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει δύο προκλήσεις: καταρχήν να τα βγάλει πέρα με τον σημερινό της κυκεώνα και κατά δεύτερον να προχωρήσει σε μια μακροπρόθεσμη μεταρρύθμιση.
Σε ό,τι αφορά την παρούσα αναταραχή, χρειάζεται η χρηματοδότηση της δημοσιονομικής προσαρμογής των κρατών που μπορούν ακόμη να τα βγάλουν πέρα με τα προβλήματά τους, η αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα και η άρνηση του να οδηγούνται τα κράτη σε χρεοκοπία προκειμένου να λαμβάνουν οι πιστωτές των χρεοκοπημένων τραπεζών τους το σύνολο των χρημάτων τους. Εν τω μεταξύ όμως, οι ελλειμματικές χώρες, αν είναι να βρουν ένα δρόμο ανάπτυξης παραμένοντας εντός  Ευρωζώνης, πρέπει να προχωρήσουν σε μια άκρως οδυνηρή μείωση του ονομαστικού κόστους παραγωγής. Κι αυτό σημαίνει πολύ μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην αγορά απασχόλησης. Βεβαίως θα βοηθήσει σημαντικά και η άνοδος της ζήτησης από τον πυρήνα της Ευρωζώνης.
Σε ό,τι αφορά τη μακροπρόθεσμη μεταρρύθμιση, υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το αν χρειάζεται μια δημοσιονομική ένωση. Η απάντηση εξαρτάται από το πώς εννοεί ο καθένας τη δημοσιονομική ένωση. Μεταξύ των απαραίτητων προϋποθέσεων για την επιτυχή λειτουργία μιας ένωσης είναι η χρηματοδότηση της προσαρμογής προκειμένου να αποφευχθούν τα μη αναγκαία εθνικά χρεοστάσια καθώς και η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σε ό,τι αφορά το χρηματοπιστωτικό τομέα, είναι σαφές ότι αν κανείς επιδιώκει να έχει ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που να αντέχει στις κρίσεις, πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση των τραπεζών της Ευρωζώνης. Τράπεζες που παρέχουν δάνεια σε μία μόνο χώρα, και ιδίως σε μια μικρή χώρα όπως η Ιρλανδία, είναι εξαιρετικά ευάλωτες σε μια κρίση.  Αν μπορούσαμε  να διασφαλίσουμε ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα αναλάμβαναν μέρος των ζημιών, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Δυστυχώς όμως αυτό μοιάζει αδιανόητο. Επομένως, είτε θα πρέπει θα διασφαλιστούν σε επίπεδο Ευρωζώνης επαρκή κεφάλαια για τη διάσωση μεγάλων και διαφοροποιημένων τραπεζών ακόμη κι αν αυτές δραστηριοποιούνται μόνο μέσα σε μια χώρα, είτε τα ιδρύματα πρέπει να έχουν την έδρα τους μόνο σε μεγάλες χώρες με φερέγγυες  κυβερνήσεις. Σε συνδυασμό με ένα πιο ολοκληρωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η Ευρωζώνη χρειάζεται επίσης αποτελεσματικότερο έλεγχο στις χορηγήσεις δανείων. Το σημαντικό είναι να αναγνωριστεί ότι ο ιδιωτικός οικονομικός τομέας και όχι ο δημόσιος  αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του συστήματος.
Η γερμανική κυβέρνηση σαφώς και θέλει να κάνει ό,τι απαιτείται για τη διατήρηση της Ευρωζώνης. Αλλά η Ευρωζώνη που έχει κατά νου ίσως είναι απελπιστικά άβολη για πολλά κράτη μέλη. Και αυτό επειδή το αίτιο της κρίσης της Ευρωζώνης δεν είναι η ανευθυνότητα των δημοσίων οικονομικών αλλά οι μακροοικονομικές αποκλίσεις, η ανευθυνότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι φούσκες αξιών και οι μεγάλες μεταβολές στην ανταγωνιστικότητα. Για να λειτουργήσει καλύτερα η Ευρωζώνη θα πρέπει να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις διαταραχές. Η πρόκληση είναι να σχεδιάσει κανείς ένα σύστημα που θα το κάνει. Η Γερμανία πρέπει να παίξει τον ηγετικό ρόλο. Αν δεν τα καταφέρει, μπορεί να ξυπνήσει ανακαλύπτοντας ότι έχασε την Ευρωζώνη.

1 σχόλιο:

στελιος είπε...

Ενωμένη Ευρώπη μόνο οι Μαρξιστές και οι εργάτες μπορούν να δημιουργήσουν.
Οι καπιταλιστές στην πρώτη κρίση κοιτάζει ο καθένας τα συμφέροντά του.

marxismos.com