Του Μήτσου Γκορίτσα 27.09.10 Η Αριστερά έχει κρίσιμο ρόλο να παίξει, πρωτοστατώντας στους αγώνες και ταυτόχρονα προβάλλοντας ένα μεταβατικό πρόγραμμα πάλης, που δείχνει έμπρακτα ότι υπάρχει διέξοδος από την κρίση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεπεραστεί άμεσα η διάσπαση δυνάμεων και να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή κοινή δράση απέναντι στη μάχη του μνημονίου. Γιατί, πριν από το ζήτημα της ανάλυσης και των προτάσεων διεξόδου από την κρίση, υπάρχει το ζήτημα της πράξης. Τα μέτρα που προβλέπει το μνημόνιο κυβέρνησης-ΔΝΤ-ΕΚΤ, οδηγούν σε μια δραματική ανατροπή τη ζωή των εργαζόμενων και γενικότερα των «από κάτω». Τα μέτρα αυτά πρέπει να ανατραπούν και μόνο ένας κοινωνικός ξεσηκωμός μπορεί να τα σαρώσει.
Η στάση των διαφόρων δυνάμεων της Αριστεράς δεν μπορεί να κριθεί μόνο θεωρητικά, με βάση απλά την ορθότητα ή μη των αναλύσεων και των προτάσεών τους, αλλά από το κατά πόσο είναι πρόθυμες να συμβάλουν στον αναγκαίο κοινωνικό ξεσηκωμό για την ανατροπή των μέτρων. Κάθε άλλη στάση, είτε γιατί αρνείται την κοινή δράση στο όνομα της «καθαρότητας», είτε γιατί αντιμετωπίζει τα μέτρα με τη λογική «ό,τι έγινε, έγινε», είναι στάση άχρηστη ή ακόμα και βλαπτική για το εργατικό κίνημα.
Όμως η κοινή δράση δεν θα είναι αποτελεσματική, χωρίς την παράλληλη καταπολέμηση της σύγχυσης και των λάθος αντιλήψεων, που υπάρχουν μέσα στην Αριστερά σήμερα. Δεν είναι πολυτέλεια, αλλά απολύτως αναγκαία η συντροφική και αυστηρή κριτική, ώστε να μπορέσει να ηγεμονεύσει στο κίνημα μια πραγματικά αποτελεσματική πολιτική κατεύθυνση που θα θέλει να δώσει τη μάχη ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου.
Μια τέτοια αριστερή πολιτική, ικανή να συσπειρώσει και να στηρίξει τους κοινωνικούς αγώνες, οφείλει να συνδυάζει δυο στοιχεία τα οποία να έχουν συνέπεια και συνοχή: α) Στόχο και όραμα για το ποια διέξοδο από την κρίση επιδιώκουμε. β) Αιτήματα και συγκεκριμένη πολιτική και τακτική, καθώς και τα αναγκαία μέσα και μορφές πάλης που μπορούν να εμπνεύσουν την ταξική αντίσταση και να οδηγήσουν στους επιδιωκόμενους στόχους.
Επιπλέον, για να είναι αποτελεσματική, για να μπορεί να πείσει τις πλατιές μάζες, η πολιτική αυτή οφείλει να είναι ρεαλιστική. Όχι βέβαια με τον υποκριτικό «ρεαλισμό» όσων μας καλούν να αποδεχθούμε σαν «μονόδρομο» την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του μνημονίου, την ίδια στιγμή που μας λένε ότι είναι «ακραίο» να υπερασπίζουμε τις στοιχειώδεις ανάγκες των εργαζομένων για ψωμί, εργασία, παιδεία, υγεία, ελεύθερο χρόνο, αξιοπρέπεια, ελευθερία...
Μια αριστερή πολιτική οφείλει να είναι ρεαλιστική με την έννοια της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, με τη λογική να κατανοήσουμε την «καταστροφή που μας απειλεί και πώς θα την καταπολεμήσουμε», με τη λογική να παλέψουμε «by any means necessary» (με όποιο μέσο είναι απαραίτητο).
Η Αριστερά δεν μπορεί να κρίνει με βάση της επιθυμίες της, με κριτήριο, για παράδειγμα, το αν μας αρέσουν τα μικρά βήματα ή οι μεγάλες συγκρούσεις, αν προτιμάμε τη μεταρρύθμιση του καπιταλισμού ή την ανατροπή του. Η Αριστερά, για να αξίζει το όνομά της, οφείλει να «προτιμήσει» το ρεαλιστικό δρόμο, αυτόν δηλαδή που επιβάλλει η σημερινή ακραία πραγματικότητα, όσο δύσκολος κι αν είναι αυτός. Κάθε άλλη προσέγγιση οδηγεί σε ουτοπίες και καθιστά την Αριστερά μια άχρηστη πολιτική δύναμη.
«Έξοδος της χώρας από την κρίση»;
Η συζήτηση που γίνεται μέσα στην ελληνική Αριστερά σήμερα, εστιάζεται κυριαρχικά στα αιτήματα, στην τακτική, στα μέσα πάλης. Αντίθετα, για το ζήτημα του τελικού στόχου και του οράματος η συζήτηση, για το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς, φαίνεται να έχει τελειώσει πριν καν αρχίσει. Μια μειοψηφία της άκρας Αριστεράς (που συμμετέχει είτε στον ΣΥΡΙΖΑ είτε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ) μιλάει για το στόχο της σοσιαλιστικής ανατροπής του καπιταλισμού. Αντίθετα, η πλειοψηφία της Αριστεράς, ενώ σωστά απορρίπτει (τουλάχιστον στα λόγια) τη «συναίνεση» και καλεί για την ανατροπή του μνημονίου, στο ζήτημα του στόχου που θέτει, φαίνεται να βρίσκει σημεία επαφής με την άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους, ακολουθώντας το: «Να βγει η χώρα μας από την κρίση».
Πρόκειται για έναν στόχο που είναι λάθος όχι μόνο για το μέλλον και το όραμα που προτείνει η Αριστερά, αλλά επιπλέον είναι ένας στόχος χωρίς ταξικό προσανατολισμό (αφού η χώρα «είμαστε όλοι») και γι’ αυτό ακριβώς συσκοτίζει και αποπροσανατολίζει τη συζήτηση για τα αιτήματα και την αναγκαία πολιτική τακτική της Αριστεράς σήμερα. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να πείσει τις ευρύτερες μάζες ότι αποτελεί ρεαλιστικότερη πολιτική από την αστική, όσα φιλολαϊκά μέτρα και αν προτείνει, γιατί απλούστατα περιορίζεται από την ίδια την πραγματικότητα: Η χώρα «μας» είναι μια καπιταλιστική χώρα, ενταγμένη σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Με άλλα λόγια, αν στόχος της Αριστεράς είναι «να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση», χωρίς αυτό να περιλαμβάνει την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, τότε ο στόχος αυτός καταλήγει στο να βγάλουμε τον ελληνικό καπιταλισμό από την κρίση. Τότε το μάξιμουμ της πολιτικής, που προτείνουμε, δεν μπορεί να πηγαίνει πέρα από τη, φιλολαϊκή έστω, διαχείριση του υπάρχοντος συστήματος, με δεδομένους τους περιορισμούς που συνεπάγεται αυτό το σύστημα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Όμως, έστω και μετριοπαθής, είναι εφικτός ο στόχος της φιλολαϊκής «εξόδου της χώρας από την κρίση»; Σε αυτό το ερώτημα εμφανίζονται πολλές και διάφορες απαντήσεις στο χώρο της Αριστεράς, που θα μπορούσαν όμως, με μια αναγκαία δόση αυθαιρεσίας αναγκαστικά, να συνοψιστούν σε τρεις κύριες προσεγγίσεις. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη μια ως «ευρωπαϊκή», τη δεύτερη «αντιευρωπαϊκή», ενώ η τρίτη είναι η στάση ενός ιδιόμορφου «αναχωρητισμού» και «στρουθοκαμηλισμού».
Ευρωπαϊσμός...
Η «ευρωπαϊκή» είναι η άποψη που κυριαρχεί στην ηγεσία του ΣΥΝ. Η άποψη αυτή θεωρεί ότι η ΕΕ και το ευρώ αποτελούν αποκούμπι για την Ελλάδα μέσα στη δίνη της διεθνούς κρίσης κι ότι συνεπώς η οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα στην ΕΕ και κατηγορεί κάθε άλλη προοπτική ως πολιτική «εθνικού απομονωτισμού». «Διεθνές το πρόβλημα, διεθνής και η λύση», όπως συνηθίζει να λέει ο Γ.Δραγασάκης, βασικός οικονομικός αναλυτής του ΣΥΝ.
Όμως η αναγνώριση του διεθνούς χαρακτήρα της κρίσης από μόνη της δεν λύνει το πρόβλημα, αντίθετα το μεγεθύνει. Γιατί, όταν παραμένει στόχος η «έξοδος της Ελλάδας από την κρίση», η επιδίωξη συνεργασίας με το «διεθνές περιβάλλον» κλιμακώνει τη δυσκολία της απάντησης. Δεν είναι πια απλά το ζήτημα αν είναι εφικτή η «έξοδος της Ελλάδας από την κρίση», αλλά και αν μπορούν παράλληλα να βγουν η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ευρώπη ολόκληρη.
Με άλλα λόγια, μια τέτοια λογική οδηγεί την Αριστερά στο να αναζητά διεξόδους, που ούτε λίγο ούτε πολύ βάζουν στόχο τη διαχείριση του παγκόσμιου συστήματος, ώστε να βγει από την κρίση του, ή έστω από την ευρωπαϊκή κρίση του σε επίπεδο ΕΕ, και να γίνει πιο φιλολαϊκό. Είναι μια πολιτική νεοκεϊνσιανισμού που ενδύεται ένα «διεθνιστικό» μανδύα. Ο κεϊνσιανισμός δεν έβγαλε ποτέ και ούτε σήμερα μπορεί να βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση. Ο «διεθνιστικός» κεϊνσιανισμός προσθέτει μερικές δυσκολίες ακόμα: Μέχρι να υπάρξει «διεθνής συνεργασία» για τη φιλολαϊκή ρύθμιση του καπιταλισμού, τι θα γίνει με την οικονομία της κάθε χώρας; Πώς θα απαντήσουν οι εργαζόμενοι απέναντι στις επιθέσεις του κεφαλαίου; Τι θα κάνουν οι εργαζόμενοι συγκεκριμένα στην Ελλάδα που στενάζουν από τη δικτατορία του μνημονίου; Γίνεται φανερό ότι και μόνο η διατύπωση ενός τέτοιου στόχου δείχνει πόσο ουτοπικός είναι και γιατί αδυνατεί να πείσει τις πλατιές μάζες ότι η Αριστερά έχει να προτείνει ρεαλιστικές διεξόδους.
Έτσι αναπόφευκτα η «φιλοευρωπαϊκή» προσέγγιση καταλήγει συνεχώς σε μετριοπαθείς προτάσεις, ψαλιδισμένες από τα «ρεαλιστικά» όρια που θέτει ο ευρωπαϊκός και διεθνής περίγυρος της Ελλάδας. Στο ζήτημα του χρέους αρχικά πρότειναν την έκδοση «λαϊκού ομολόγου». Δηλαδή να αναλάβουν το ρίσκο της πιθανής χρεοκοπίας της Ελλάδας οι καταθέτες των τραπεζών και επιπλέον με υψηλό αναγκαστικά επιτόκιο, ώστε να υπερβαίνει τα επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων των τραπεζών. Η πρόταση αυτή δεν υλοποιήθηκε, αλλά μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η προσδοκία ότι οι Έλληνες καταθέτες και μικροκαταθέτες θα έτρεχαν να δεσμεύσουν τα χρήματά τους σε πενταετή και δεκαετή ομόλογα του ελληνικού δημοσίου με υψηλή πιθανότητα να μην τα πάρουν ποτέ πίσω, ήταν μια προσδοκία χωρίς ίχνος ρεαλισμού.
Στις αρχές Μάρτη, σε συνέντευξή του ο Γ. Δραγασάκης πρότεινε: «Επιμονή –ει δυνατόν και συντονισμένη με άλλες χώρες που έχουν το ίδιο πρόβλημα– προς την κατεύθυνση ότι από τη στιγμή που έχουμε κοινό νόμισμα δικαιούμαστε να απαιτούμε ένα κοινό μηχανισμό δανεισμού, ένα κοινό ταμείο αλληλεγγύης στην ΕΕ, στην Ευρωζώνη ειδικότερα»[1].
Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι αυτή ακριβώς η πρόταση υλοποιήθηκε πλήρως με τη δημιουργία του μηχανισμού στήριξης για την Ελλάδα αρχικά και στη συνέχεια για όλη την ευρωζώνη. Σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο ευρώ δανείστηκαν ή δεσμεύτηκαν να δανειστούν οι ευρωπαϊκές χώρες (με επιτόκια «ευρωομολόγου») για να τα διαθέσουν σε όποια χώρα αντιμετωπίζει πρόβλημα δανεισμού της από τις «αγορές». Στην ένσταση ότι ο μηχανισμός αυτός δεν είναι εκείνος που θα έπρεπε, γιατί συμμετέχει το ΔΝΤ, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: Τα υψηλότερα επιτόκια του δανείου των 110 δισ. προς την Ελλάδα τα επιβάλλει η ΕΕ, ενώ τα επιτόκια του ΔΝΤ είναι μικρότερα!
Στην ίδια συνέντευξη ο Δραγασάκης έλεγε: «Νομίζω ότι μια μερική σεισάχθεια, δηλαδή μια απορρόφηση μέρους των χρεών από τις κεντρικές τράπεζες και τελικά διαγραφή τους θα καταστεί αναγκαία ως παγκόσμια κίνηση για την άμβλυνση των προβλημάτων». Και αυτή η πρόταση υλοποιείται σήμερα στο ακέραιο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που αποφορά σταδιακά τα εθνικά «τοξικά» ομόλογα της Ελλάδας και άλλων χωρών, είτε δανείζοντας στις τράπεζες με εγγύηση αυτά τα ομόλογα είτε αγοράζοντάς τα κατευθείαν η ίδια.
Σήμερα ο ΣΥΝ προτείνει δειλά μια πολιτική «επαναδιαπραγμάτευσης» του χρέους σε συνεννόηση πάντα με την ΕΕ και τους δανειστές, αλλά εξακολουθεί να αρνείται το αίτημα της μονομερούς παύσης πληρωμών και πολύ περισσότερο τη διαγραφή του χρέους, αφού αυτό προφανώς θα μας φέρει σε σύγκρουση με τους «οικονομικούς μας εταίρους», οι οποίοι μπορεί να διώξουν την Ελλάδα από το ευρώ και να πάρουν μια σειρά άλλα αντίποινα.
Η εμμονή της ηγεσίας του ΣΥΝ στον «φιλοευρωπαϊσμό» αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ότι αφοπλίζει πλήρως από επιχειρήματα τον αγώνα για την ανατροπή του μνημονίου. Είναι αδύνατον η «φιλοευρωπαϊκή» πολιτική να απαντήσει στο δίλημμα της κυβέρνησης που λέει ότι κατάργηση του μνημονίου σημαίνει και κατάργηση του ευρωδανεισμού στην Ελλάδα και συνεπώς χρεοκοπία.
Το τελευταίο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η ηγεσία του ΣΥΝ για να δικαιολογήσει την άρνησή της να συγκρουστεί με την ΕΕ και την επιμονή της για παραμονή στο ευρώ, είναι ότι «έξω από αυτό θα είναι χειρότερα», ότι ακόμα και έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα, η ΕΕ και το ευρώ αποτελούν μια μερική έστω «προστασία για τη χώρα». Το προφανές είναι ότι το ευρώ δεν απέτρεψε την Ελλάδα από το να βρεθεί προ των πυλών της χρεοκοπίας. Ακόμα και τα δάνεια, που συνοδεύουν το μνημόνιο, έδωσαν μια παράταση, χωρίς να υπάρχει καμιά εγγύηση ότι θα αποφευχθεί η χρεοκοπία στο μέλλον. Επιπλέον τι σόι προστασία είναι το ευρώ, όταν η κρίση χρέους μιας χώρας (και μάλιστα μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα) απειλεί να τινάξει όλο το οικοδόμημα του ευρώ και της ΕΕ στον αέρα; Ας υποθέσουμε ότι με κάποιο μαγικό τρόπο η κρίση στην Ελλάδα ξεπερνιόταν και η οικονομία της γινόταν «υγιής». Αν μια άλλη κρίση ξεσπάσει σε μια άλλη χώρα, δεν θα κινδυνεύσει πάλι το ευρώ με κατάρρευση; Δεν θα πληγούν και οι «υγιείς» οικονομίες αυτόματα;
Ο λόγος που το ευρώ και η ΕΕ δεν προσφέρουν κανενός είδους «ασφάλεια» από την κρίση, είναι ότι η ΕΕ δεν είναι «ένωση λαών», είναι ένωση καπιταλιστών και η συνεργασία μεταξύ τους υπάρχει στο βαθμό και μόνο που τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης της κάθε χώρας ωφελούνται από αυτή τη συνεργασία. Στην περίοδο της κρίσης, όπου γίνεται ακόμα πιο έντονος ο ανταγωνισμός των καπιταλιστών, καμιά σταθερότητα δεν μπορεί να έχει ένα τέτοιο οικοδόμημα.
Αλλά ακόμα κι αν ήταν εφικτή η ουτοπία της οικονομικής και πολιτικής ένωσης της ΕΕ και η μετατροπή της σε ένα ομοσπονδιακό κράτος όπως οι ΗΠΑ, και πάλι καμιά προστασία δεν θα υπήρχε απέναντι στην κρίση του καπιταλισμού. Στις ΗΠΑ, πολιτείες όπως η Καλιφόρνια (όγδοη οικονομία στον κόσμο) αντιμετωπίζουν τεράστια ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους και η λιτότητα, που ακολουθούν, είναι συχνά πιο άγρια και από των ευρωπαϊκών χωρών[2]. Η σημερινή κρίση οφείλεται σε εγγενείς αιτίες του συστήματος και όχι σε λάθος πολιτικές διαχείρισης και στην έλλειψη οικονομικής ενοποίησης της ΕΕ.
Το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται, κυρίως μέσα από την αρθρογραφία της «Αυγής» και της «Εποχής» (Μηλιός, Καλλωνιάτης και άλλοι ακαδημαϊκοί), μια επιχειρηματολογία που, ενώ αναγνωρίζει ότι η ΕΕ είναι μια αντιδραστική συμμαχία, καταλήγει στο ότι η σύγκρουση με τον ευρωπαϊσμό δεν είναι σωστή αυτή τη στιγμή, χρησιμοποιώντας υποτιθέμενα αντικαπιταλιστικά και διεθνιστικά επιχειρήματα.
Συγκεκριμένα ο Μηλιός αναφέρει ότι δεν υπάρχει «κρίση της χώρας», αλλά τρεις κρίσεις με «σχετική αυτονομία» μεταξύ τους: η κρίση του κεφαλαίου, η κρίση χρέους και η κρίση της εργασίας. Η αριστερά πρέπει να επικεντρωθεί υποστηρίζει αυτή η άποψη στη διέξοδο από την κρίση της εργασίας σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Και πως θα γίνει αυτό; “Η αντικαπιταλιστική έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο από μία πολιτική στρατηγική που θα έχει ως αφετηρία την άμβλυνση και το ξεπέρασμα της κρίσης της εργασίας”. (3) Με άλλα λόγια με την πάλη για την “αναδιανομή του πλούτου”. Πρόκειται για ουτοπία. Η εργατική τάξη δεν ζει σε μια παράλληλη κοινωνία, ζει μέσα στην κοινωνία της καπιταλιστικής κρίσης. Δεν έχει τον έλεγχο της οικονομίας και δεν μπορεί να βελτιώνει το βιωτικό της επίπεδο την ίδια στιγμή που η κρίση του καπιταλισμού θα οξύνεται, η ύφεση θα βαθαίνει και η ανεργία θα αυξάνεται. Η ευημερία της εργατικής τάξης και η κρίση του κεφαλαίου και του χρέους δεν μπορούν να βρίσκονται ούτε σε “ειρηνική συνύπαρξη” ούτε σε “παράλληλα σύμπαντα”. Η περίοδος της κρίσης σημαίνει ότι ο συνολικός πλούτος συρρικνώνεται και τα συνολικά κέρδη επίσης. Ο μόνος τρόπος να κάνεις “αναδιανομή”, είναι η απαλλοτρίωση του συσσωρευμένου πλούτου από το παρελθόν: τέτοια μέτρα είναι η διαγραφή του χρέους (δήμευση των κεφαλαίων των πιστωτών) και οι κρατικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση των τραπεζών και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων.
Ο Κ.Καλλωνιάτης, κάνοντας κριτική στους “αντιευρωπαϊστές” προβάλει την ένσταση ότι “είναι μέγα σφάλμα να θεωρούνται αντικαπιταλιστικά μέτρα οι κρατικοποιήσεις” και ότι είναι “αριστερός κεϊνσιανισμός”. (4) Προφανώς μέσα στον καπιταλισμό δεν μπορούν να υπάρχουν αντικαπιταλιστικές νησίδες -η πρώτη αντικαπιταλιστική πράξη που μπορεί να κάνει η εργατική τάξη είναι η επανάσταση και η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Όμως αυτή η σωστή παρατήρηση δεν αναιρεί το γεγονός ότι τέτοιες διεκδικήσεις έχουν έναν μεταβατικό χαρακτήρα σκληρής σύγκρουσης των εργαζομένων με το κεφάλαιο, προστατεύουν όσο είναι δυνατό την εργατική τάξη από τις συνέπειες της κρίσης άμεσα και ενισχύουν την αυτοπεποίθησή της να παλέψει για το σοσιαλισμό. Κάνει διαφορά το ότι η ΔΕΗ είναι κρατική: μια ιδιωτική εταιρία δεν θα είχε ποτέ τιμολόγιο κάτω του κόστους για το οικιακό ρεύμα ή για το ρεύμα που πάει με πολύ υψηλό κόστος στις απομακρυσμένες περιοχές. Αν τα ελλειμματικά μέσα μαζικής μεταφοράς ήταν ιδιωτικά, είναι προφανές ότι θα ήταν πολύ πιο συρρικνωμένα, πιο ακριβά ή και θα είχαν κλείσει ολόκληρα τμήματα. Είναι πολύ πιο μεγάλη και πολύ πιο πολιτικά στοχευμένη η πίεση που μπορεί να ασκεί η εργατική τάξη στην κυβέρνηση που είναι ο εργοδότης μιας κρατικής επιχείρησης για το αν θα κάνει απολύσεις ή αν θα ακριβύνει τις τιμές των προϊόντων από ότι σε μια ιδιωτική επιχείρηση (αν μη τι άλλο, τουλάχιστον η κυβέρνηση υποχρεούται να κάνει εκλογές ενώ τα διοικητικά συμβούλια των εταιριών όχι). Ο Τρότσκι έγραφε στο Μεταβατικό πρόγραμμα: “σε απάντηση στην παθιασμένη θρηνολογία των κυρίων δημοκρατών για τη δικτατορία των “60 οικογενειών” στις ΗΠΑ ή των “200 οικογενειών” στη Γαλλία, αντιτάσσουμε τη διεκδίκηση της απαλλοτρίωσης αυτών των 60 ή 200 φεουδαρχών καπιταλιστών υπερλόρδων”. (5) Μάλλον και ο Κ.Καλλωνιάτης θα συμφωνούσε ότι ο Τρότσκι δεν ήταν “αριστερός κεϊνσιανός”.
Επιπλέον, καλή η κριτική στον “αριστερό κεϊνσιανισμό”, αλλά από που κι ως αποτελεί αντικαπιταλιστική και ταξική απάντηση ο ...δεξιός ή ο πιο μετριοπαθής κεϊνσιανισμός; Ο Γ.Μηλιός, πρότεινε πριν το μνημόνιο ότι περίπου και ο Γ.Δραγασάκης: “θα υπήρχε η λύση του απευθείας δανεισμού, η Ε.Ε. να εκδώσει ένα ευρωομολόγο ή τα κράτη να εκδώσουν ένα λαϊκό ή εθνικό ομόλογο -πως θα το πούμε- ώστε με μικρότερα επιτόκια να δανειστούν από την εσωτερική και τη διεθνή αγορά, ή να κρατικοποιηθεί ολόκληρο ή ένα σημαντικό μέρος του τραπεζικού συστήματος. Αυτός ο συνδυασμός μέτρων θα έσπαγε την κυριαρχία των αγορών.” (6) Τώρα ο Κ.Καλλωνιάτης υποστηρίζει την αναδιαπραγμάτευση εντός του ευρώ ώστε να υπάρχει αναδιάρθρωση και μείωση του χρέους στο μισό. Στην ουσία αυτό σημαίνει επιδίωξη συμφωνίας με τους δανειστές και την Ε.Ε. σε ένα πιο “φιλολαϊκό” μνημόνιο. Ο Μηλιός είχε πει χαρακτηριστικά: “Καταρρέει τότε αυτό το [νεοφιλελεύθερο] μοντέλο. Έρχεται ένας Ρούσβελτ στη θέση του Χούβερ.” (7) Όμως ο Ρούσβελτ ούτε τον καπιταλισμό έβγαλε από την κρίση, ούτε πολύ περισσότερο ήταν αντικαπιταλιστής και ταξικός πολέμιος του κεφαλαίου. Μέτρα αναδιανομής και τόνωσης της ζήτησης εφάρμοσε και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 αλλά ούτε τότε η κρίση ξεπεράστηκε, ούτε η αναδιανομή κράτησε (το 1983 ήρθε το άρθρο 4 και το 1985 το “πρόγραμμα σταθερότητας” του Σημίτη). Γιατί μια τέτοια πολιτική θα έχει καλύτερη τύχη σήμερα; Η ταξική σύγκρουση με τον καπιταλισμό που επικαλούνται οι παραπάνω συγγραφείς, αν θέλουν να την υπηρετήσουν με συνέπεια οφείλουν να στραφούν σε πολύ πιο ριζοσπαστικές πολιτικές, σε σύγκρουση μάλιστα με τους όποιους Ρούσβελτ, παλιούς και σύγχρονους.
Η άποψη αυτή ισχυρίζεται επιπλέον, ότι η αντίθεση στον “ευρωπαϊσμό” σημαίνει κατ' ανάγκην και εγκατάλειψη του διεθνισμού και υποταγή στα πατριωτικά ιδεολογήματα της άρχουσας τάξης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μηλιός:
“Η αποτελεσματικότητα των ιδεολογικών σχημάτων του μονοδρόμου, σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με την κυριαρχία των καταστατικών αρχών της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας μέσα στην ίδια την Αριστερά, με αποτέλεσμα να γίνεται αντιληπτή κάθε κοινωνική αντίθεση και σύγκρουση, ακόμα και η σημερινή ανοικτή ταξική επίθεση του κεφαλαίου εναντία στην εργασία, με όρους "εθνικού συμφέροντος" και "πάλης" της "αδούλωτης Ελλάδας" με σκοτεινές "ξένες" δυνάμεις, χώρες και κεφάλαια.” (8)
Γενικά αυτό είναι σωστό, όμως το θέμα είναι να εφαρμόζουμε την γενική αυτή τοποθέτηση στην συγκεκριμένη πραγματικότητα κάθε φορά. Προφανώς και οι πατριωτικές κορώνες δεν βοηθάνε στον ταξικό και διεθνιστικό προσανατολισμό των εργαζομένων. Όμως ο πατριωτισμός δεν είναι ένας αφηρημένος κίνδυνος για την αριστερά. Έχει συγκεκριμένη πολιτική έκφραση: τη συμμαχία με την αστική τάξη, την υποταγή στην “εθνική ενότητα” που επιβάλλουν οι πολιτικές της άρχουσας τάξης. Όταν έγινε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος η αριστερά χωρίστηκε σε διεθνιστική και σοσιαλπατριωτική όπως την αποκαλούσε ο Λένιν. Κριτήριο δεν ήταν το πόσες πατριωτικές κορώνες πετάει κάποιος αλλά το αν υποστηρίζει την αστική τάξη της χώρας “του” στον πόλεμο ή όχι, αν υπηρετεί την “εθνική ενότητα” που επιβάλλουν οι καπιταλιστές ή όχι. Αυτοί που υποστήριζαν ή ανέχονταν τον πόλεμο ήταν οι κατεξοχήν σοσιαλπατριώτες, δηλαδή οι σύμμαχοι της αστικής τάξης, ακόμα κι αν μερικοί από αυτούς δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου πατριωτικά επιχειρήματα (π.χ. Κάουτσκι) για να δικαιολογήσουν αυτή την πολιτική. Σήμερα οι αντίστοιχοι “σοσιαλπατριώτες”, οι προδότες δηλαδή των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων και υποστηρικτές της αστικής τάξης, είναι αυτοί που υποστηρίζουν τον σημερινό ταξικό πόλεμο της αστικής τάξης, δηλαδή την πολιτική του μνημονίου, ανεξάρτητα πόσες φορές αναφέρουν τη λέξη πατρίδα ή τη λέξη διεθνισμός. Η κύρια σημερινή πατριωτική αριστερά, η αριστερά που υπερασπίζει την αστική τάξη της Ελλάδας στον πόλεμο του μνημονίου, είναι η αριστερά του Κουβέλη, σπλάχνο από τα σπλάχνα του ΣΥΝ. Όσοι παλεύουν ενάντια στο μνημόνιο και στην κυβέρνηση, ακόμα κι αν θεωρούν τον αγώνα τους εθνικοανεξαρτησιακό, είναι αντικειμενικά πολύ πιο κοντά σε μια ταξική και γι' αυτό εν δυνάμει σε μια διεθνιστική πολιτική, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία.
Μια άποψη που αρνείται να συγκρουστεί με τον “φιλοευρωπαϊσμό”, δεν είναι καθόλου “διεθνιστική”, όπως αυτοπαρουσιάζεται για να κρύψει τη δειλία της απέναντι στον καπιταλισμό, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Διεθνισμός δεν σημαίνει να χαράζεις πολιτική, παίρνοντας υπόψη σου “τι θα πει ο κόσμος” των τραπεζιτών που δανείζουν την Ελλάδα, να παίρνεις υπόψιν σου την στάση των κυβερνήσεων και των καπιταλιστών στις διάφορες χώρες της Ε.Ε., να προσαρμόζεις την πολιτική σου στην ανάγκη σωτηρίας της Ε.Ε. και του ευρώ. Διεθνισμός θα πει να παίρνεις υπόψη σου πρώτα και κύρια τι θα πουν και τι θα κάνουν οι εργαζόμενοι στις άλλες χώρες. Μια πολιτική σύγκρουσης με τους καπιταλιστές, στην Ελλάδα και στην Ε.Ε., σίγουρα θα βρει εχθρικό το διεθνή καπιταλισμό, αλλά θα δώσει έμπνευση και θα βρει συμμάχους στον αγώνα, τους εργάτες των άλλων χωρών που στενάζουν κάτω από την επίθεση του κεφαλαίου σε όλη την Ευρώπη αλλά και τον κόσμο γενικότερα.
Χωρίς σύγκρουση με την “φιλοευρωπαϊκή” πολιτική, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ταξική, ούτε αντικαπιταλιστική, ούτε διεθνιστική πολιτική. Τέτοια επιχειρήματα το μόνο που καταφέρνουν είναι να δίνουν αριστερό άλλοθι και να καταλήγουν σε υπεράσπιση της κεϊνσιανής, διαχειριστικής, φιλοευρωπαϊκής και μετριοπαθούς πολιτικής της ηγεσίας του ΣΥΝ.
Αντιευρωπαϊσμός...
Η δεύτερη, η “αντιευρωπαϊκή” προσέγγιση για την “έξοδο της χώρας από την κρίση”, εκφράζεται από πολιτικές δυνάμεις που συμμετέχουν στο σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και, με πιο μετριοπαθή τρόπο, από ένα τμήμα του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ (Λαφαζάνης, Αλαβάνος, κλπ.). Στην πολιτική αυτού του ρεύματος σκέψης, υπάρχει μια πραγματική διάθεση ρήξης με την πολιτική της άρχουσας τάξης και της Ε.Ε. και οι διεκδικήσεις που προτείνει περιλαμβάνουν πράγματι ριζοσπαστικά αιτήματα (στάση πληρωμών του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών κ.ά.). Όμως η εθνοκεντρική και πατριωτική προσέγγιση που κυριαρχεί σε αυτό το ρεύμα, έχει συνέπειες όχι μόνο στη λάθος ανάλυση της κρίσης αλλά και στην κατάληξη σε λανθασμένες διεκδικήσεις και σε αυτοϋπονόμευση των ριζοσπαστικών μέτρων πάλης. Στο ρεύμα αυτό, υπάρχουν βέβαια σημαντικές αποκλίσεις αλλά υπάρχουν κάποια βασικά κοινά στοιχεία που διαπερνάνε την πολιτική του.
Το πρώτο είναι η υποβάθμιση ή και η πλήρης αποσύνδεση της διεθνούς κρίσης από την κρίση στην Ελλάδα. Η διεθνής κρίση υπάρχει κάπου μακρυά σαν φόντο αλλά η ελληνική κρίση παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα “εθνικών ιδιαιτεροτήτων” με κύρια “ιδιατερότητα” την ένταξη της ελλάδας στο ευρώ (χωρίς να λείπουν και αναφορές σε “ιδιαιτερότητες” όπως π.χ. η υποτιθέμενη “ανύπαρκτη παραγωγική βάση της χώρας” που αναλύσαμε πιο πριν). Ο Κ.Λαπαβίτσας έχει αρθρογραφήσει πιο αναλυτικά από όλους πάνω σε αυτή την άποψη προτείνοντας ότι το εργατικό κίνημα και η αριστερά πρέπει να έχουν κεντρική διεκδίκηση την έξοδο από το ευρώ. Όπως γράφει χαρακτηριστικά: “Τα ζητήματα του ευρώ και του χρέους είναι απολύτως αλληλένδετα. Ή, για να γίνω ακριβέστερος, το βαθύτερο πρόβλημα είναι το ευρώ, που οδήγησε στον τεράστιο όγκο χρέους των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης.”. (9) Η πρώτη προφανής αδυναμία αυτής της άποψης είναι να εξηγήσει γιατί, ενώ το ευρώ (και πριν σαν ECU) υπάρχει περισσότερο από μια δεκαετία, η κρίση χρέους χτύπησε την Ελλάδα τώρα και όχι πέρυσι, πρόπερσι ή τρία χρόνια πριν; Γιατί ενώ το χρέος κυμαίνεται για χρόνια γύρω από το 110% του ΑΕΠ και αυτό ήταν εν γνώση των “αγορών” (εκτός κι αν τις θεωρήσουμε “παραπλανημένες” από τα “μαγειρεμένα” στατιστικά), αυτές συνέχιζαν να δανείζουν την Ελλάδα στο παρελθόν; Η δεύτερη αντίφαση αυτής της άποψης, είναι ότι το χρέος δεν δημιουργήθηκε επί ευρώ, αλλά βρίσκεται σε παρόμοια με τα σημερινά επίπεδα από τη δεκαετία του 90, πολύ πριν μπει η Ελλάδα στην ευρωζώνη (από το 1993 έως το 1997 ήταν γύρω στο 110% του ΑΕΠ). Επιπλέον η μεγάλη αύξηση του χρέους, από 28% σε 111% του ΑΕΠ, έγινε από το 1980 έως το 1993, πολύ πριν υπάρξει ευρώ, ενώ αντίθετα την περίοδο συμμετοχής της Ελλάδας στο ευρώ, το ύψος του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν γνώρισε ιδιαίτερα μεγάλες διακυμάνσεις. (10)
Σύμφωνα με τον Λαπαβίτσα, το ευρώ ως σκληρό νόμισμα εμπόδιζε την δυνατότητα υποτιμήσεων του νομίσματος για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, οδήγησε έτσι σε εμπορικά πλεονάσματα τον ευρωπαϊκό βορά και εμπορικά ελλείμματα τις χώρες του νότου που ήταν λιγότερο ανταγωνιστικές και συνεπώς τα εμπορικά ελλείμματα μετατράπηκαν σε χρέη. Καταρχήν η ελλάδα είχε εμπορικά ελλείμματα, πολλά χρόνια πριν μπει στο ευρώ. Επιπλέον στα πέντε πρώτα χρόνια συμμετοχής της Ελλάδας στο ευρώ, δεν υπήρξε καμιά αξιοσημείωτη αύξηση του εμπορικού ελλείμματος της Ελλάδας, συνεπώς το ευρώ από μόνο του δεν δημιουργεί αυτόματα εμπορικά ελλείμματα. Όσο για την διαφορά ανταγωνιστικότητας αυτή οφείλεται πρώτα και κύρια στην πολύ αποτελεσματικότερη συμπίεση του εργατικού κόστους από τις κυβερνήσεις Σρέντερ και Μέρκελ στη Γερμανία και όχι απλά και μόνο στην ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος. Αν είχαν περάσει οι επιθέσεις του Σημίτη στις αρχές της δεκαετίας (π.χ. ασφαλιστικό Γιαννίτση), τότε η “ανταγωνιστικότητα” του ελληνικού καπιταλισμού θα ήταν καλύτερη ανεξαρτήτως του ευρώ (αυτό δείχνει και πόσο λάθος εν γένει είναι η υποστήριξη από την αριστερά της “ανταγωνιστικότητας”). Ένα παράδειγμα από τον διεθνή χώρο είναι επίσης χαρακτηριστικό. Το νόμισμα της Κίνας, το γουαν, είναι κλειδωμένο πολλά χρόνια τώρα σε σταθερή ισοτιμία με το δολάριο, λειτουργεί δηλαδή στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας παραπλήσια όπως λειτουργεί το ευρώ για τις χώρες της ευρωζώνης. Όμως ο χαμένος στην ανταγωνιστικότητα από αυτή τη σταθερή ισοτιμία, δεν είναι η πιο αδύνατη οικονομία της Κίνας αλλά η πολύ πιο δυνατή οικονομία των ΗΠΑ η οποία αντιμετωπίζει τεράστιο εμπορικό έλλειμμα. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός των διαφόρων καπιταλιστικών χωρών και η ανισομέρεια στην ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητά τους, οφείλεται στην ταξική πάλη και σε διάφορες αιτίες που έχουν να κάνουν με την άναρχη φύση του καπιταλισμού και όχι σε κάποια φετιχιστική δύναμη του εκάστοτε νομίσματος. Τέλος, όπως αναφέραμε και πριν, το να έχει ένα κράτος χρέος δεν έχει ευθεία σχέση με το εμπορικό ισοζύγιο (η Ιαπωνία π.χ. συνδυάζει και τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα και το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στον κόσμο).
Το νόμισμα είναι ένα όπλο στη φαρέτρα των καπιταλιστικών χωρών στον μεταξύ τους ψυχρό πόλεμο για την αναβάθμισή τους στο διεθνή ανταγωνισμό, όπως ακριβώς είναι τα κανόνια και τα αεροπλάνα σε περίπτωση που αυτός ο ανταγωνισμός πάρει στρατιωτικά χαρακτηριστικά θερμού πολέμου. Η εργατική τάξη και η αριστερά δεν έχουν κανένα λόγο να προτιμήσουν το ένα ή το άλλο νόμισμα όπως δεν έχουν κανένα λόγο να υποστηρίξουν την μια ή την άλλη πολεμική μηχανή σε καιρό πολέμου. Ουσιαστικά η πρόταση για έξοδο από το ευρώ και για επαναφορά της δραχμής υποστηρίζει ότι έτσι θα δοθεί η δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος και η τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και των εξαγωγών. Και γιατί αν είναι τόσο απλό, να μην ακολουθήσουν αυτό το δρόμο και άλλες χώρες της Ευρώπης, του νότου ή και του βορά; Και γιατί η πορτογαλική, η ισπανική ή ακόμα και η γερμανική αριστερά να μην πει το ίδιο για τη χώρα της (έξοδο από το ευρώ και υποτίμηση) ώστε να γίνει η κάθε χώρα “ανταγωνιστική”; Γιατί η Αριστερά να υποστηρίξει μέτρα νομισματικού πολέμου και ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, μέτρα που φέρνουν τους εργάτες της κάθε χώρας σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, αυτο-θυσιαζόμενοι για το ποιοι θα κάνουν τη χώρα “τους” πιο “ανταγωνιστική”;
Οι υποστηρικτές της διεκδίκησης εξόδου από το ευρώ, εμφανίζουν τις συνέπειες μιας τέτοιας προοπτικής ως ήπιες σε σχέση με τις θυσίες που επιβάλλει το μνημόνιο. Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση γι' αυτό. Και μόνο η υποτίμηση της νέας δραχμής θα σημάνει άμεση μείωση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων αφού θα ακριβύνουν τα εισαγόμενα προϊόντα. Πολύ περισσότερο μια τέτοια εθνική νομισματική “τρίπλα” υιοθέτησης της δραχμής και αποκοπής από το ευρώ, δεν έχει καμιά πιθανότητα να αποκόψει τον ελληνικό καπιταλισμό από τη διεθνή κρίση. Στη δεκαετία του '80 η ελληνική οικονομία μπήκε επίσης σε κρίση, πάλι σαν μέρος της τότε διεθνούς κρίσης του συστήματος. Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε δυο διαδοχικές υποτιμήσεις το 1983 και το 1985, 15% και 15%, καθώς και μια πολιτική διολίσθησης της δραχμής με στόχο και τότε την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Τα αποτελέσματα ήταν από τη μια θυσίες για τους εργαζόμενους και από την άλλη συνέχιση της κρίσης στην οικονομία. Η δραχμή όταν μπήκε στο ευρώ ήταν υποτιμημένη κατά 90% σε σχέση με την αξία που είχε το 1980! (11) Κι όμως ο ελληνικός καπιταλισμός μπήκε σε τροχιά σημαντικής ανάκαμψης μόλις τη δωδεκαετία 1995-2007, όταν η δραχμή “σκλήρυνε” και στη συνέχεια κλειδώθηκε στο ευρώ (η ανάκαμψη οφειλόταν βέβαια στην παράλληλη διεθνή ανάκαμψη εκείνη την εποχή, στην λιτότητα για τους εργαζόμενους και στην επέκταση του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια και όχι φυσικά στη “μαγική” δύναμη του ευρώ). Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η αποτυχημένη πολιτική του Παπανδρέου τη δεκαετία του 80, μπορεί να εφαρμοστεί με επιτυχία σήμερα στην πολύ πιο βαθιά κρίση του διεθνούς καπιταλισμού και να “βγάλει την Ελλάδα από την κρίση”.
Τα νομίσματα και οι ισοτιμίες τους επηρεάζουν τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στα κεφάλαια μέσα σε κάθε χώρα και ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες καπιταλιστικές χώρες, αλλά σε καμιά περίπτωση οι νομισματικές ισοτιμίες δεν είναι καθοριστικές για την δημιουργία ούτε της ανάκαμψης ούτε της κρίσης μέσα στον καπιταλισμό. Είναι ουτοπικό να υπόσχεται η Αριστερά στους εργαζόμενους, ότι η σημερινή συστημική κρίση του καπιταλισμού είναι δυνατόν να ξεπεραστεί με νομισματικές “τρίπλες”, είτε στην Ελλάδα, είτε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Όσο αυταπάτη είναι ότι το ευρώ αποτελεί προστασία από την κρίση, άλλο τόσο αυταπάτη είναι ότι η δραχμή αποτελεί προστασία. Προφανώς πρέπει να απαντάμε στην κινδυνολογία ότι αν συγκρουστούμε με το μνημόνιο θα μας διώξουν από την Ε.Ε., αλλά αυτό δεν γίνεται με το να εξωραΐζουμε τη δραχμή σαν καλύτερη. Είναι άλλο να λες ότι “αδιαφορούμε για το αν θα μας πετάξουν έξω από το ευρώ” που είναι σωστό, και άλλο να λες ότι “η δραχμή θα μας σώσει” που είναι εντελώς λάθος. Είναι τελείως αντιφατικό για μια αριστερή πολιτική να καλεί τον κόσμο να μην αποδεχτεί καμιά θυσία για το ευρώ και την ίδια στιγμή να τον καλεί στην ουσία να αποδεχτεί θυσίες για τη νέα δραχμή. Συνοψίζοντας, η διεκδίκηση της εξόδου από το ευρώ και η υιοθέτηση της νέας δραχμής, δεν δίνει απάντηση στην καπιταλιστική κρίση και δεν μπορεί να αποτελέσει διεκδίκηση που να συσπειρώσει τις μάζες στον αγώνα για την ανατροπή του μνημονίου σήμερα, στην προοπτική του σοσιαλισμού αύριο.
Ένα μέρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επιχειρηματολογεί ότι το αίτημα εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε., δεν έχει χαρακτήρα εθνικό, δεν εντάσσεται δηλαδή σε μια άλλη πολιτική για την έξοδο του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση, αλλά έχει χαρακτήρα “αντικαπιταλιστικό” με στόχο την δημιουργία μιας επαναστατικής κυβέρνησης για να το υλοποιήσει. Το επιχείρημα συνοψίζεται στο ότι “δεν μπορούμε να κάνουμε σοσιαλισμό εντός της Ε.Ε., άρα το αίτημα εξόδου είναι αντικαπιταλιστικό”. Μια προφανής παρατήρηση είναι ότι σοσιαλισμό δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε πειθαρχώντας σε οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό υπάρχει σήμερα. Αν είναι προωθητικό για το κίνημα σήμερα και την σοσιαλιστική αλλαγή να προβάλλουμε το αίτημα για έξοδο από την Ε.Ε., τότε με την ίδια λογική γιατί να μην προβάλλουμε σαν κεντρικά αιτήματα απέναντι στην κρίση, την έξοδο της Ελλάδας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, ακόμα και από τον ΟΗΕ; Μια δεύτερη παρατήρηση είναι ότι είναι τελείως λάθος να προβάλλουμε διεκδικήσεις που η προοδευτικότητά τους εξαρτάται από το ποια κυβέρνηση θα τις υλοποιήσει. Για παράδειγμα η διεκδίκηση εξόδου από το ΝΑΤΟ είναι φιλειρηνικό μέτρο και το διεκδικούμε άμεσα ανεξάρτητα αν θα υλοποιηθεί από μια αστική ή μια επαναστατική κυβέρνηση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι μια επαναστατική κυβέρνηση θα υποχρεωθεί επίσης να επιβάλλει το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο ώστε να εξασφαλίζει π.χ. την διατροφική επάρκεια της κοινωνίας και ότι δεν θα εξάγονται τρόφιμα μόνο και μόνο επειδή έχουν καλές τιμές στο εξωτερικό. Είναι προφανές ότι αν ένα αίτημα για κρατικό μονοπώλιο του εμπορίου προβληθεί σήμερα, δεν θα έχει καμιά σχέση με σοσιαλισμό αλλά θα σημαίνει απλά την υποστήριξη μιας πολιτικής κρατικού καπιταλιστικού προστατευτισμού. Το ίδιο ισχύει με τα αιτήματα εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε.: όσα αντικαπιταλιστικά επίθετα και αν τα συνοδεύουν, στις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες τέτοια αιτήματα σημαίνουν διεκδίκηση μιας άλλης, “πολυδιάστατης”, νομισματικής, εμπορικής και εξωτερικής πολιτικής για τον ελληνικό καπιταλισμό και όχι την ανατροπή του. Έτσι γίνονται αντιληπτά για την εργατική τάξη, καθόλου δεν την προσανατολίζουν σε σοσιαλιστική κατεύθυνση και παρέχουν “όπλα” στην αστική προπαγάνδα να κατηγορεί την αριστερά ότι επιδιώκει τον “εθνικό απομονωτισμό”. Στην ουσία με τέτοια αιτήματα εμφανίζεται η αριστερά σαν να έχει τη μαγική λύση ώστε ο ελληνικός καπιταλισμός να αποκοπεί από τη διεθνή κρίση του συστήματος (π.χ. τέτοιες διεκδικήσεις μοιάζουν απελπιστικά με δεξιές προτάσεις για στροφή της Ελλάδας προς τη Ρωσία και την Κίνα) και καμιά αντικαπιταλιστική κατεύθυνση δεν χαράζουν για το εργατικό κίνημα.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που κυριαρχεί στην μεγάλη πλειοψηφία του “αντιευρωπαϊκού” ρεύματος, είναι η κατανόηση του αγώνα ενάντια στο μνημόνιο με όρους πατριωτικούς και όχι με όρους ταξικούς και διεθνιστικούς. Η μόνη κριτική που κάνουν στον “νέο πατριωτισμό” του Παπανδρέου είναι ότι είναι ψεύτικος και αντιμετωπίζουν το μνημόνιο περίπου ως εθνική προδοσία και παράδοση της χώρας σε μια νέα κατοχή από τους “ξένους”. Η εικόνα αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Βλάπτονται άραγε τα συμφέροντα των ελληνικών τραπεζών από το μνημόνιο; Η απάντηση είναι όχι -το μνημόνιο τις προστατεύει από τη χρεωκοπία μια και κατέχουν σημαντικό μέρος του ελληνικού κρατικού χρέους (περίπου 50 δισ. ευρώ θα έχαναν οι ελληνικές τράπεζες αν έπαυε να πληρώνεται το χρέος). Βλάπτονται άραγε από το μνημόνιο και τη λιτότητα που τη συνοδεύει, οι Έλληνες βιομήχανοι ή οι εφοπλιστές; Η απάντηση είναι και πάλι όχι – είναι αντίθετα χρυσή ευκαιρία γι' αυτούς να περιορίσουν το λεγόμενο “εργατικό κόστος” χτυπώντας βάναυσα το βιωτικό επίπεδο των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Η πολιτική του μνημονίου που ακολουθεί η κυβέρνηση δεν υπερασπίζεται “ξένα” αλλά πρώτα και κύρια ελληνικά συμφέροντα: τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου στην Ελλάδα και την επέκτασή του στην ευρύτερη περιοχή. Το μνημόνιο δεν θίγει τα συμφέροντα γενικά και αόριστα της “πατρίδας”, θίγει τα συμφέροντα των εργαζομένων στην Ελλάδα (ντόπιων και μεταναστών) και μόνο σε ταξική βάση μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική πάλη εναντίον του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σε πόσο λάθος πολιτική μπορεί να οδηγήσει την αριστερά η πατριωτική αντίληψη για την αντιμετώπιση της κρίσης και του μνημονίου αποτελούν οι απόψεις του Δ. Καζάκη, ο οποίος έχει προβάλλει (και σωστά) με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την ανάγκη διεκδίκησης πλήρους διαγραφής του χρέους και όχι απλά την αναδιαπραγμάτευσή του. Όμως η αντίληψή του ότι το πρόβλημα είναι ζήτημα “απώλειας της εθνικής κυριαρχίας” τον οδηγεί σε τελείως λάθος πολιτική. Το αίτημα για διαγραφή του χρέους προβάλλεται με εθνικά επιχειρήματα του τύπου ότι είναι “ληστρικό” και “απεχθές” για την Ελλάδα. Όμως με τέτοια λογική καμιά γέφυρα δεν μπορεί να χτιστεί π.χ. με τους Γερμανούς εργαζόμενους που η κυβέρνηση τους υποστηρίζει ότι πληρώνουν τα σπασμένα των “τεμπέληδων Ελλήνων”. Το χρέος είτε είναι “ληστρικό και απεχθές” (γιατί ωφελεί τους καπιταλιστές) για όλες τις χώρες ή δεν είναι για καμιά. Είτε οι εργάτες όλων των χωρών πρέπει να παλέψουν σε διεθνιστική κατεύθυνση για διαγραφή όλων των κρατικών χρεών, είτε αλλιώς κατευθύνονται από την κυρίαρχη προπαγάνδα να μπουν σε πόλεμο μεταξύ τους ώστε να μην φορτώνονται τα χρέη της μιας χώρας οι φορολογούμενοι της άλλης.
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Δ.Καζάκης εκθειάζει την στάση της νέας δεξιάς κυβέρνησης της Ουγγαρίας που δεν έκανε βέβαια καμιά διαγραφή χρέους αλλά απλά διέκοψε τις συνομιλίες με το ΔΝΤ για το τί οικονομική πολιτική πρέπει να ακολουθηθεί: “Το σίγουρο είναι ότι ο Όρμπαν, αν και τυπικός δεξιός δημαγωγός, αποδείχτηκε πολύ πιο συνεπής για τη χώρα του από όλους μαζί τους σοσιαλιστές και τους κεντροαριστερούς που συνωστίζονται σήμερα στις κυβερνήσεις της ΕΕ.” (12) Η λύση στο πρόβλημα είναι μια κυβέρνηση να δείξει “πυγμή” απέναντι στους “ξένους” και στις “αγορές” και τότε όλα θα μπουν στο σωστό δρόμο, αυτή περίπου είναι η κεντρική ιδέα του Δ.Καζάκη. Μόνο που η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική: Το έλλειμμα της Ουγγαρίας έπεσε το 2010 στο 3,8% από 9% που ήταν το 2007, ενώ και η οικονομία μοιάζει να σταθεροποιείται φέτος σε σύγκριση με ύφεση -6,3% το 2009. Αυτά τα νούμερα επιτρέπουν στην Ουγγαρία να μπορεί να δανειστεί από τις “αγορές” σε υποφερτά επιτόκια και όχι η “πυγμή” της δεξιάς κυβέρνησης. Και αυτά τα νούμερα είναι αποτέλεσμα της πολιτικής σκληρής λιτότητας που εφάρμοσε τα προηγούμενα δυο χρόνια η τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που προσέφυγε στο ΔΝΤ για να αντιμετωπίσει την κρίση. Με δυο λόγια αυτό που συνέβη είναι αυτό που θέλει να κάνει και η κυβέρνηση Παπανδρέου στην Ελλάδα: “θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από το μνημόνιο μόνο όταν το εφαρμόσουμε”! Η νέα κυβέρνηση της Ουγγαρίας δεσμεύτηκε ότι θα κρατήσει το έλλειμμα κάτω από το 3,8% και υποσχέθηκε ότι θα δημιουργήσει 1 εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας, επιβάλλοντας από τη μια έκτακτο φόρο στις (κυρίαρχα ξένης ιδιοκτησίας) τράπεζες και ταυτόχρονα υποσχόμενη φοροαπαλλαγές τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στα πιο πλούσια νοικοκυριά (με την επιβολή ενιαίου φορολογικού συντελεστή 16% σε όλα τα νοικοκυριά, πλούσια και φτωχά). (13) Είναι αυτά τα μέτρα μια πολιτική που σιγουρεύει την ανάκαμψη και “θωρακίζει” την ουγγρική οικονομία από ένα νέο ξαναχτύπημα της κρίσης; Φέρνουν οι φοροαπαλλαγές προς τους πλούσιους βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και αναπλήρωση των απωλειών από το προηγούμενο πρόγραμμα λιτότητας; Οφείλουν οι εργαζόμενοι να στηρίξουν την “πατριωτική” πολιτική της κυβέρνησης απέχοντας από αγώνες και διεκδικήσεις; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι αρνητική: ούτε η ύφεση είναι οριστικά παρελθόν μέσα στο περιβάλλον της διεθνούς κρίσης, ούτε οι εργαζόμενοι ωφελούνται αλλά αντίθετα πρέπει να παλέψουν για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους απέναντι στην πολιτική της νέας κυβέρνησης. Αυτά τα ερωτήματα, ούτε τα θέτει, ούτε τα απαντάει ο Δ.Καζάκης. Κι όμως οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι ο μόνος τρόπος να χαραχθεί μια αριστερή ταξική πολιτική για τους εργαζόμενους της Ουγγαρίας και η πατριωτική προσέγγιση δεν μπορεί να τα απαντήσει. Και φυσικά όχι μόνο της Ουγγαρίας αλλά και κάθε χώρας. Οι άρχουσες τάξεις και οι κυβερνήσεις που τις υπηρετούν, δεν είναι “προδότες της πατρίδας” αλλά αντίθετα υπηρετούν τα συμφέροντα του καπιταλισμού των χωρών τους. Και αν μπορούν μια φορά κυβερνήσεις όπως της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας να απειθαρχούν στην Ε.Ε. και στο ΔΝΤ, η ελληνική άρχουσα τάξη, με την κυβέρνηση Παπανδρέου σήμερα ή του Σαμαρά αύριο, έχει τη δύναμη να απειθαρχήσει πολύ περισσότερο αν κινδυνεύσουν τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Αν μια φορά σήμερα οι πατριωτικές αντιλήψεις στην Αριστερά δυσκολεύονται να απαντήσουν στον “νέο πατριωτισμό” του Παπανδρέου που μας καλεί σε θυσίες “για να σώσουμε τη χώρα”, θα οδηγήσουν σε πλήρη αφοπλισμό του εργατικού κινήματος σε μια ενδεχόμενη “απεμπλοκή” από το μνημόνιο (με ή χωρίς αναδιαπραγμάτευση του χρέους) και σε μια πιο “εθνικά ανεξάρτητη πολιτική” που όμως ταξικά θα είναι το ίδιο φιλοκαπιταλιστική και το ίδιο ή και περισσότερο εχθρική προς τους εργαζόμενους.
Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι “εξαρτημένος” όπως ισχυρίζονται τέτοιες πατριωτικές προσεγγίσεις, αλλά αλληλεξαρτημένος με τον παγκόσμιο καπιταλισμό όπως και κάθε χώρα στον κόσμο. Συμμετέχει σαν μια μεσαία δύναμη στην διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα, παίρνει υπόψην του τους διεθνείς συσχετισμούς για να χαράσσει τις συμμαχίες του και τις αντιπαλότητές του, αλλά πάντα με στόχο την εξυπηρέτηση των “εθνικών” συμφερόντων της άρχουσας τάξης και την ενίσχυση του ρόλου του διεθνώς. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα με την υπογραφή του “μνημονίου” κυβέρνησης-ΔΝΤ-ΕΚΤ. Αυτό δίνει μια ευκαιρία στην αριστερά και στο εργατικό κίνημα να τραβήξει με το μέρος της μικροαστικά στρώματα και να τα ξεκολλήσει από την ουρά των καπιταλιστών και της αστικής πολιτικής. Αυτό προϋποθέτει όμως μια ταξική πολιτική ενάντια στο κεφάλαιο, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, και όχι μια “πατριωτική” πολιτική που αφήνει στο απυρόβλητο το ελληνικό κεφάλαιο που δήθεν “υποδουλώνεται”.
Τέλος μια τέτοια “πατριωτική” προσέγγιση αν την τραβήξουμε ως τις τελικές της συνέπειες, δεν οδηγεί σε καμιά πραγματική διέξοδο από την κρίση. Γιατί χωρίς το χτίσιμο της διεθνιστικής αλληλεγγύης με τους εργαζόμενους σε άλλες χώρες δεν μπορούμε μόνο στην Ελλάδα να γίνουμε “γαλατικό χωριό”. Γιατί δεν είναι διέξοδος η αντιδραστική ουτοπία της “εθνικής αυτάρκειας” και του καπιταλισμού σε μια μόνη χώρα ή ακόμα και του “σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα”. Καμιά χώρα, όσο μεγάλη κι αν είναι δεν μπορεί να αποκοπεί από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και να έχει μια οικονομία που να παράγει στο εσωτερικό της το δικό της πετρέλαιο, τα δικά της αυτοκίνητα, τα δικά της κομπιούτερ, τα δικά της πλοία, αεροπλάνα κλπ.
Και ο αναχωρητισμός
Η τρίτη βασική πολιτική προσέγγιση απέναντι στην κρίση είναι η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία μοιάζει να απέχει από αυτή τη συζήτηση και να ακολουθεί ένα δικό της ιδιότυπο δρόμο “αναχωρητισμού” και “στρουθοκαμηλισμού”. Η ηγεσία του ΚΚΕ άρχισε τελευταία να αντιλαμβάνεται ότι εκτός από το Μάαστριχ του 1992, υπάρχουν και σύγχρονες εξελίξεις που καθορίζουν την αστική πολιτική. Αλλά ενώ αποδέχεται την ύπαρξη της κρίσης, μοιάζει να μην έχει αντιληφθεί τίποτα από το πόσο έκτακτες συνθήκες δημιουργεί αυτή στην ταξική πάλη. Αρκείται στο ότι “ο καπιταλισμός φταίει” (σωστό αλλά δεν αρκεί) και κατά τα άλλα συνεχίζει την πεπατημένη πολιτική του. Ακολουθεί διασπαστική πολιτική στο εργατικό κίνημα (ενώ στα λόγια μιλάει για ξεσηκωμό) και στο δια ταύτα προτείνει την “αλλαγή των συσχετισμών”, δηλαδή την εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ σαν την μόνη ουσιαστική αντίδραση που μπορούν να έχουν οι εργαζόμενοι, περιορίζοντας έτσι τους αγώνες στο επίπεδο της διαμαρτυρίας, αρνούμενο τη δυνατότητα του εργατικού κινήματος να συγκρουστεί με τα μέτρα εδώ και τώρα.
Στο επίπεδο των αιτημάτων, με εξαίρεση το (σωστό) αίτημα για φορολόγηση του κεφαλαίου, η ηγεσία του ΚΚΕ μοιάζει να απέχει πλήρως, αρνούμενο να προβάλλει ακόμα και αιτήματα που κάποτε ήταν στην προμετωπίδα του όπως η “έξοδος από την Ε.Ε.”. Το αίτημα αυτό είναι λάθος όπως εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά το αναφέρουμε για να τονίσουμε αυτή την ιδιότυπη τάση “αναχωρητισμού” που δείχνει η ηγεσία του ΚΚΕ απέναντι στις έκτακτες συνθήκες που διαμορφώνει η κρίση και στην ανάγκη η Αριστερά να αντιδράσει αναλόγως. Το ΚΚΕ κατακεραυνώνει κάθε συζήτηση για διατύπωση συγκεκριμένων αιτημάτων από την αριστερά (και ειδικά το αίτημα της στάσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους) ως “ρεφορμιστικά αιτήματα διαχείρισης του καπιταλισμού”. Τελευταία έχει υπάρξει μια στροφή από την ηγεσία του ΚΚΕ με δηλώσεις όπως “ο λαός δεν πρέπει να αναγνωρίσει το χρέος”. Αλλά και πάλι αυτό δεν τίθεται σαν αίτημα διεκδίκησης των αγώνων τώρα αλλά μόνο σε μια άλλη εξουσία που θα έρθει όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί υπέρ του ΚΚΕ. Και ποια είναι αυτή η άλλη εξουσία και η άλλη κοινωνία; Μια κοινωνία χωρίς υποτίθεται καπιταλισμό (!), ένα κοινωνικό στάδιο με απροσδιόριστο το ποια τάξη θα έχει την εξουσία, που το περιγράφει ως “λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία”. (14) Όμως τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει, είναι ουτοπία. Μια κοινωνία χωρίς σοσιαλισμό, χωρίς εξουσία των εργατών δηλαδή, δεν μπορεί να είναι παρά μια κοινωνία καπιταλιστική, έστω με φιλολαϊκή διαχείριση.
Με δυο λόγια, το ΚΚΕ κατακεραυνώνει και απέχει από την διατύπωση αιτημάτων πάλης απέναντι στην κρίση, λειτουργεί συντηρητικά και διασπαστικά στην προσπάθεια για έναν κοινωνικό ξεσηκωμό ανατροπής των μέτρων αναμένοντας απλά την αύξηση των ψήφων του στις εκλογές, συμφωνεί κι αυτό στην πατριωτική λογική να “σώσουμε τη χώρα από την κρίση” και θέτει ως στόχο μια ουτοπική οικονομική και πολιτική διέξοδο, μια διέξοδο εντός του καπιταλισμού, όσα “λαϊκά” επίθετα κι αν χρησιμοποιεί για να την μεταμφιέσει σε αντικαπιταλιστική.
Διεθνιστική, σοσιαλιστική πολιτική
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω θα λέγαμε ότι ο στόχος “να σώσουμε τη χώρα”, δεν μπορεί να είναι η σημαία της Αριστεράς απέναντι στην κρίση, δεν μπορεί να απαντήσει στους “ρεαλισμούς” και στους περιορισμούς που θέτει ο καπιταλισμός και δεν μπορεί να γίνει οδηγός για ένα ταξικό πρόγραμμα δράσης που να οδηγεί αποτελεσματικά τους εργαζόμενους στην πάλη για την ανατροπή των μέτρων του “μνημονίου” κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Αν και είναι μειοψηφική αυτή τη στιγμή μέσα στην Αριστερά, η μόνη σωστή προοπτική που μπορεί να δώσει διέξοδο δεν είναι το να “σώσουμε τη χώρα”, αλλά το να σώσουμε την κοινωνία από την κρίση, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, με τη συμμαχία των εργαζομένων των άλλων χωρών, παλεύοντας για την προοπτική του σοσιαλισμού.
Ένας τέτοιος στόχος μοιάζει και είναι δύσκολος, όμως είναι ο μόνος ρεαλιστικός. Δεν υπάρχει καμιά πιο εύκολη και πιο σύντομη “παράκαμψη” από την σημερινή κρίση του συστήματος. Κάθε πολιτική που αναζητεί λύσεις "εθνικές" η "ευρωπαϊκές" μέσα στον καπιταλισμό είναι ουτοπική.
Είναι ουτοπικό να καλεί η ελληνική αριστερά σε "έξοδο της Ελλάδας από την κρίση", η πορτογαλική αριστερά σε "έξοδο της Πορτογαλίας από την κρίση", η γερμανική αριστερά σε "έξοδο της Γερμανίας από την κρίση", η αμερικάνικη αριστερά σε "έξοδο της Αμερικής από την κρίση" κλπ. Είναι ουτοπικό η αριστερά κάθε χώρας να ισχυρίζεται ότι έχει ένα πρόγραμμα εξόδου της χώρας "της" από την κρίση. Η κρίση είναι παγκόσμια και είναι συστημική. Η ταξική πάλη διεξάγεται βέβαια πρώτα και κύρια μέσα σε κάθε χώρα και οι κοινωνικές συγκρούσεις και πολύ περισσότερο μια σοσιαλιστική ανατροπή δεν μπορούν να γίνουν ταυτόχρονα παντού. Αλλά ο στόχος της ταξικής πάλης και κάθε κοινωνικής ανατροπής δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν έχει διεθνιστικό προσανατολισμό από την αρχή και αν δεν εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες μέχρι την πλήρη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε ιστορικές στιγμές. Η κατά κοινή ομολογία μεγαλύτερη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού μετά το 1930 και ο εκρηκτικός χαρακτήρας που παίρνει σε χώρες όπως η Ελλάδα, οδηγεί σε μια ραγδαία ανατροπή κάθε τι που θεωρούνταν σταθερό τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία, στην πολιτική, στις ιδέες. Ζούμε σε μια εποχή που ο κόσμος αλλάζει, αυτό είναι ένα σημείο αφετηρίας για τη δράση μας σήμερα. Το πότε το κίνημα θα πάρει διαστάσεις ξεσηκωμού απέναντι στην επίθεση του κεφάλαιου δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Μπορούμε όμως να προβλέψουμε ότι η ταξική πάλη το επόμενο διάστημα δεν θα είναι “ομαλή”, θα έχει αμπώτιδες και παλίρροιες, θα έχει εκρήξεις και νηνεμίες, θα έχει νίκες και ήττες. Η Αριστερά, δεν μπορεί να περιμένει να λύσει τις αδυναμίες της, οφείλει να ριχτεί στη μάχη τώρα. Η κοινή δράση ενάντια στην επίθεση του κεφάλαιου είναι το μόνο έδαφος που μπορούν να λυθούν αυτές οι αδυναμίες, που μπορούν να ηγεμονεύσουν οι σωστές απόψεις, που μπορούν να χτιστούν ισχυρές πολιτικές οργανώσεις, που μπορεί η αριστερά να προβάλλει με μαζικούς όρους ξανά σαν αντίπαλο δέος του συστήματος, σαν ηγεσία στον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και την κοινωνική απελευθέρωση.
7. Ιός ό.π. 8. Εντός Εποχής, ό.π.
|
2 σχόλια:
Ο επαναστάτης όταν δεν έχει ρεαλιστική τακτική μένει για πάντα γκρουπούσκουλο.
Οταν δεν έχει οραματική στρατηγική είναι ουρα των αστών.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια.
Να σπάσουμε το Μνημονιο από Αριστερά τον Νοέμβρη.
Μαζί με τους Ευρωπαίους εργαζόμενους να βαδίσουμε για ανατροπή του Καπιταλισμού.
το άρθρο αυτό αποτελεί συνέχεια ενός άλλου με τιτλο "εργατική απάντηση στην κρίση" http://www.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3023&ac=0&Itemid=46 Καλό είναι να διαβαστούν μαζί..
Δημοσίευση σχολίου