Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Λιτότητα ή Αθέτηση Πληρωμών;


Πηγή: "Επίκαιρα" 16-22/9
Άπλετο φως στην οικονομική κρίση που ταλανίζει την ευρωζώνη και τις προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπη η οικονομική της πολιτική ρίχνει η νέα έκθεση του ερευνητικού κέντρου Research on Money and Finance, με έδρα το Λονδίνο, που παρουσιάστηκε χθες, Τετάρτη 15 Σεπτέμβρη, στην Αθήνα. Η έκθεση, με τίτλο «Η ευρωζώνη μεταξύ λιτότητας και αθέτησης πληρωμών», συντάχθηκε από πολυπληθή ομάδα οικονομολόγων με επικεφαλής τον Κώστα Λαπαβίτσα.
Σημείο αφετηρίας της μελέτης αποτελούν οι ανταγωνιστικές σχέσεις στο εσωτερικό της ευρωζώνης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Πρόκειται για μια ιδέα που είχε τεκμηριωθεί αναλυτικότατα στην προηγούμενη μελέτη του RMF που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Απρίλη. Σε αδρές γραμμές και με επαρκές αποδεικτικό υλικό υποστήριζε ότι τα ελλείμματα της περιφέρειας είναι η άλλη όψη των πλεονασμάτων του κέντρου. Με άλλα λόγια ότι πίσω από την κρίση χρέους που ταλανίζει την Ελλάδα κατά πρώτο λόγο, αλλά και άλλες χώρες της ΕΕ, βρίσκεται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Γερμανίας, όπως οικοδομήθηκε στη βάση του παγώματος των μισθών και των ημερομισθίων από την εποχή ακόμη του Σρέντερ. Η συμπίεση του εργατικού κόστους είναι η βασική αιτία επομένως του εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας και του εμπορικού ελλείμματος των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου που με τη σειρά τους αυτά τα ελλείμματα ώθησαν στα δημοσιονομικά ελλείμματα και την κρίση χρέους.
Στην τελευταία έκθεση γίνεται αρχικά αναφορά στο ύψος του συνολικού χρέους. Παύει δηλαδή να είναι στο επίκεντρο μόνο το δημόσιο χρέος και τονίζεται το ύψος του ιδιωτικού, που σε όλες τις χώρες του νότου είναι κατά πολύ ανώτερο του δημοσίου. Ειδικότερα στην Ελλάδα ο λόγος του ιδιωτικού προς το δημόσιο είναι 58:42, στην Πορτογαλία 85:15 και στην Ισπανία 87:13! Η αιτία αυτής της εκτίναξης του ιδιωτικού χρέους βρίσκεται, και πάλι, στην αδυναμία του ιδιωτικού τομέα της περιφέρειας να ανταγωνιστεί τον ιδιωτικό τομέα του κέντρου. Το κενό ανταγωνιστικότητας έτσι καλύφθηκε από την υπερεπέκταση των τραπεζών που με την αλόγιστη προσφορά δανείων στήριξαν την κατανάλωση, παράγοντας ορισμένες φορές τόσο μεγάλες φούσκες στην αγορά κατοικίας, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ισπανία, που μπορούν να συγκριθούν με εκείνη των ΗΠΑ.
Η ειρωνεία της τύχης όμως είναι ότι οι πρώτοι που κινδύνεψαν να πέσουν σε αυτό το πρόχειρα καλυμμένο κενό ήταν οι τράπεζες του ευρωπαϊκού κέντρου. Με βάση στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, με έδρα την Βασιλεία, έως τον Δεκέμβρη του 2009 τα ανοίγματα των τραπεζών της ευρωζώνης στην Ισπανία ανέρχονταν σε 727 δισ. δολ, στην Πορτογαλία σε 244 δισ. στην Ελλάδα σε 206 και στην Ιρλανδία σε 402 δις. Το συνολικό μέγεθος του ανοίγματός τους και στις τέσσερις χώρες έφθανε τα 1,579 τρις δολ. εκ των οποίων κυβερνητικό χρέος ήταν μόνο 254 δις. ή το 16% του συνόλου. Επομένως δεν είναι ο δημόσιος τομέας ο μεγάλος ασθενής…
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τον Μάιο του 2010, να διαθέσει 750 δις. ευρώ, προς αποτροπή της κρίσης, άμεσα στόχευε στην διάσωση των εν λόγω τραπεζών του ευρωπαϊκού κέντρου που κινδύνευαν από τις επενδυτικές τοποθετήσεις τους στις χώρες του Νότου. «Είναι εμφανές ότι αυτές οι ασυνήθιστες για την ΕΚΤ παρεμβάσεις αποσκοπούσαν να κερδηθεί χρόνος για τις τράπεζες. Αγοράζοντας ευρωπαϊκό δημόσιο χρέος από την δευτερογενή αγορά, η ΕΚΤ λειτούργησε σαν διαμορφωτής αγοράς εσχάτης ανάγκης, παρότι δεν της επιτράπηκε να αγοράσει κρατικά ομόλογα απ’ ευθείας από την πρωτογενή αγορά», επισημαίνεται στην μελέτη του RMF.
Το ασυνήθιστα μεγάλης αξίας αυτό πακέτο όμως δεν προσφέρθηκε χωρίς αντάλλαγμα. Για να δοθούν τα 750 δις. ευρώ επιβλήθηκε από την μια άκρη της ευρωζώνης έως την άλλη ένα πρωτοφανές κύμα λιτότητας, που μπορεί να μην έφθασε σε αγριότητα τα μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, παρόλα αυτά συνιστούσε μια πρωτοφανούς προκλητικότητας αναδιανομή: Για να σωθούν οι τράπεζες, οι λαοί της Ευρώπης, και όχι μόνο της περιφέρειας, θυσίασαν τα ασφαλιστικά και εργασιακά τους δικαιώματα και είδαν τους μισθούς τους να καρατομούνται.
Οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης ωστόσο παίζουν με τη φωτιά, καθώς η επιλογή της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος στο όριο του 3% που θέτει το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (κατ’ ευφημισμό το τελευταίο), με κάθε μάλιστα κόστος, απειλεί να οδηγήσει την Ευρώπη σε μια βαθιά ύφεση. Χώρια τούτου είναι και άνευ αντικειμένου. «Ακόμη κι αν οι περιφερειακές χώρες πετύχουν να παγώσουν το ονομαστικό κόστος, που θα σήμανε μια πτώση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων, η προοπτική για την Γερμανία είναι να μειώσει κι αυτή το δικό της ονομαστικό κόστος εργασίας. Σε αυτή τη βάση, η Γερμανία για μια ακόμη φορά θα κερδίσει τον αγώνα προς τα κάτω τον οποίο έθεσε σε κίνηση η ΟΝΕ. Το αποτέλεσμα θα είναι περαιτέρω ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για την περιφέρεια και πλεονάσματα για την Γερμανία». Εν ολίγοις, …λιτότητας αγώνας άγονος.
Η συρρίκνωση του ΑΕΠ, ειδικά για την Ελλάδα, που θα επέλθει λόγω της ύφεσης θα θέσει επί τάπητος το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, καθώς όπως μετριέται σαν ποσοστό του ΑΕΠ, αναμένεται να εκτιναχθεί. Αντίθετα δηλαδή απ’ αυτά που διακηρύσσει η κυβέρνηση και οι άνθρωποι του ΔΝΤ, στο τέλος της εφαρμογής του μνημονίου δεν βρίσκεται η λύση των δημοσιονομικών προβλημάτων της Ελλάδας αλλά η κορύφωσή τους, η επανάληψη του «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη ή του χρεοστασίου του Βενιζέλου. Το τι ακριβώς θα γίνει θα εξαρτηθεί από το αν η αναδιάρθρωση (που αποτελεί μονόδρομο) επιβληθεί με όρους των πιστωτών, δηλαδή των τραπεζιτών, ή με όρους των οφειλετών, των χωρών δηλαδή που είναι υπερχρεωμένες, όπως η Ελλάδα.
Η πρώτη επιλογή, της αναδιάρθρωσης του χρέους υπό την καθοδήγηση των τραπεζιτών είναι αυτή στην οποία μας οδηγεί η τρόικα και η κυβέρνηση. Και αυτό λόγω του ότι θέτοντας το ΔΝΤ και η ΕΕ ως προτεραιότητα την διάσωση των γερμανικών τραπεζών, η λιτότητα που επέρχεται τότε οδηγεί στην ύφεση, στη συνέχεια στην μείωση του ΑΕΠ, έπειτα στην εκτίναξη του λόγου χρέος ως προς ΑΕΠ και τέλος φέρνει το μαχαίρι των αγορών στο λαιμό των ελληνικών κυβερνήσεων, που θα απαιτήσουν αναδιάρθρωση του χρέους, για να μην τα χάσουν όλα. «Θα σήμαινε στην καλύτερη περίπτωση, ένα ήπιο “κούρεμα” για τους δανειστές, συνοδευόμενο από μια επιμήκυνση της περιόδου ωρίμανσης των ομολόγων και πιθανά χαμηλότερα επιτόκια. Τότε οι τράπεζες που θα οργάνωναν αυτή την αναδιάρθρωση θα περίμεναν να κερδίσουν σημαντικά έσοδα». Χαμένες οπότε δεν πρόκειται να βγούν ούτε και τότε οι τράπεζες, αντίθετα φυσικά με τους εργαζόμενους που θα υποστούν νέους γύρους θυσιών.
Η άλλη επιλογή είναι η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, με πρωτοβουλία των οφειλετών και εις βάρος των τραπεζών που ως πρώτο βήμα έχει την μονομερή διακοπή των πληρωμών. Πρωτοβουλία που κατ’ αρχήν έχει τεράστια πλεονεκτήματα για τους εργαζόμενους της χώρας και την ίδια την οικονομία της, παρότι δεν στερείται προβλημάτων. Τα προβλήματα όμως που συνοδεύουν την μονομερή παύση πληρωμών, όπως ο αποκλεισμός από τις διεθνείς αγορές, είναι πολύ μικρότερα από αυτά που συνήθως παρουσιάζονται. «Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η περίοδος αποκλεισμού από τις αγορές κεφαλαίου δεν διαρκεί πολύ, ενώ υπάρχουν πάντα εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης. Κανονικά, οι χώρες επανακτούν αξιοπιστία σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα και οι αγορές κεφαλαίου επιδεικνύουν πολύ βραχεία μνήμη», τονίζεται στην μελέτη του RMF.
Αυτή η επιλογή στη συνέχεια καθιστά επιτακτική ανάγκη την κρατικοποίηση των τραπεζών και οδηγεί στην έξοδο από το ευρώ. Η κρατικοποίηση των τραπεζών δεν είναι προϊόν ιδεολογικών μανιφέστων. Νομιμοποιείται από τη στιγμή που μέχρι σήμερα το ελληνικό δημόσιο (επί κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) έχει καταβάλλει 78 δις. ευρώ στις τράπεζες είτε με την μορφή μετρητών είτε με την μορφή εγγυήσεων. Γιατί επομένως να μην πάρει και τον έλεγχό τους, πολύ δε περισσότερο καθώς ούτε και τώρα είναι εξασφαλισμένη η βιωσιμότητά τους. Δεν αποκλείεται δηλαδή αργά ή γρήγορα νέα ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό να διατεθούν στις μαύρες τρύπες των τραπεζών.
Η έξοδος από το ευρώ από την άλλη δεν είναι και τόσο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα. Αρκεί να σκεφτούμε ότι έτσι θα τεθεί τέρμα στην αποβιομηχάνιση της Ελλάδας που αποτελεί την βαθύτερη, δομική αιτία για τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και την κρίση χρέους, που ακόμη δεν έχουμε δει τα χειρότερα της.
Συμπερασματικά, η μελέτη του RMF δεν αρκείται στην αναπαραγωγή στερεοτύπων. Προσεγγίζει με πραγματικούς όρους το «ελληνικό πρόβλημα» χωρίς να διστάζει να υιοθετήσει ριζοσπαστικές λύσεις και τοποθετείται με κριτήριο τα συμφέροντα των εργαζομένων και τα γενικότερα συμφέροντα της Ελλάδας, κι όχι τα συμφέροντα των τραπεζών. Οπτική γωνία που δεν τη συναντάμε τόσο συχνά στον πανεπιστημιακό χώρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: