ΠΗΓΗ: Radical Desire
Εισαγωγικά
Πολλά θα μπορούσε κανείς να συζητήσει σχετικά με την άνοδο, σε παγκόσμια κλίμακα, των λεγόμενων reality shows: το οικονομικό σκέλος του κόστους παραγωγής και ό,τι αφορά το reality ως "φτηνή" τηλεόραση με εξαιρετικά καλό λόγο κόστους προς απόδοση· το ηθικό σκέλος και ό,τι αφορά την μετατροπή της ιδιωτικότητας σε θέαμα· το επιστημολογικό σκέλος και ό,τι αφορά την σύγχυση εικονικής και εξω-εικονικής "πραγματικότητας", την ανεξέλεγκτη κυριαρχία της προσομοίωσης, του simulacrum, κλπ.
Η αντίληψή μου είναι ότι η κυρίαρχη ερμηνευτική τάση βασίστηκε, ρητά ή άρρητα, σε μια κάποια εκδοχή του Επιτήρηση και τιμωρία [1] του Michel Foucault, εδρασμένη στο reality ως μορφή έκφρασης της "πανοπτικής" κοινωνίας και των πειθαρχικών κοινωνικών τεχνολογιών που αντιστοιχούν σ' αυτή. Όπως και η ίδια η ανάλυση του Foucault, που δίνει υπερβολικά μεγάλη σημασία στις "πειθαρχικές" διαστάσεις του Πανοπτικού του Bentham αγνοώντας το πολύ μεγάλο βάρος που ο ίδιος δίνει στην εξαγωγή υπεραξίας από την διπλή εκμετάλλευση των φυλακισμένων-εργαζομένων [2], η τάση αυτή φώτισε αρκετά σημεία των διακυβευομένων στην ραγδαία δημοφιλία reality show, συσκότισε όμως ταυτόχρονα άλλα και εξίσου σημαντικά.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας σημαντικός πυρήνας αυτού που διαφεύγει από την περί πανοπτικότητας ανάλυση είναι αντορνικός παρά φουκωϊκός σε χαρακτήρα: αναφέρομαι στην κεντρική σημασία που αποκτά μέσα στο reality show το ιδεολόγημα της "επιβίωσης του ισχυροτέρου" και οι συνεπαγωγές του. Οι "παίκτες" ή διαγωνιζόμενοι, ανεξαρτήτως του εκάστοτε ψευδο-θέματος του παιχνιδιού (επιβίωση σε νησί, καριέρα ως τραγουδιστής, συγκατοίκηση σε σπίτι) διαγωνίζονται μεταξύ τους σε ένα αγώνα επιβίωσης που μεταφράζεται λιγότερο στην συντήρηση του εαυτού και περισσότερο στην εξάλειψη του άλλου. Η ψευδο-κοινότητα του reality είναι κοινότητα που έχει επιστρέψει στη χομπεσιανή "φυσική κατάσταση", απαλλαγμένη από τους ηθικούς φραγμούς και τα κοινωνικά συμβόλαια. Είναι κοινότητα όπου η υπόσκαψη της εικόνας του άλλου, η συνομωτική προσπάθεια υπονόμευσής του, οι μεταβαλλόμενες μακιαβελικές συμμαχίες με τρίτους, ή η μελοδραματική υποκρισία αποτελούν προσόντα, μέσα που αν αποδειχθούν επαρκώς "ραφιναρισμένα" για να εξαγοράσουν την "έγκριση" του τηλεοπτικού κοινού, είναι ικανά να οδηγήσουν στην ανταμοιβή της νίκης. Από αυτή την άποψη, το reality show αποτελεί κάτι σαν αίθουσα καθρεφτών ενός πανταχού παρόντος κυνισμού: ο ωμός κυνισμός του παίκτη/διαγωνιζόμενου αντανακλάται στον υπόρρητο αλλά για αυτό το λόγο ισχυρότερο κυνισμό του θεατή, που με τη σειρά του αντανακλάται στον κυνισμό του παραγωγού, της τηλεόρασης ως μέσου, της κοινωνίας ολόκληρης. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι στο τέλος, στόχος του reality αναδεικνύεται το ίδιο το μέσο, δηλαδή η ανάδειξη του αιμοσταγούς κυνισμού ως νέου συνεκτικού δεσμού, κοινού παρανομαστή μιας κοινωνίας καθολικά βουτηγμένης στην ένοχη συνείδηση και την κακή πίστη. Στο reality, συνεπώς, κατασκευάζεται μια πραγματικότητα όχι τόσο εικονική όσο ρυθμιστική, μια πραγματικότητα που καθυπαγορεύει την συναίνεση στην εξύψωση, εκτός τηλεόρασης, των "μέσων" που μετερχόμαστε για να επιβιώσουμε πάνω από κάθε στοχασμό για την αξία και το νόημα μιας τέτοιας επιβίωσης.
Το "Apprentice"
Υπ' αυτή την έννοια, η συγκεκριμένη θεματολογία του reality show "The Apprentice", που προβλήθηκε στις αμερικανικές τηλεοράσεις το 2004 και εξακολουθεί να προβάλλεται μέχρι σήμερα, μοιάζει να είναι κάτι παραπάνω από μια ακόμα "εφαρμογή" των γενικών αρχών του είδους. Και αυτό γιατί η δεδηλωμένη τοποθέτηση της "δράσης" του reality στον χώρο του κορπορατιστικού περιβάλλοντος των "μεγάλων εταιριών" (big business), και η χρήση του επαρμένου πολυεκατομμυριούχου-celebrity Donald Trump ως κριτή αποτελεί ουσιαστικά αυτό που ο Fredric Jameson θα αποκαλούσε το "πολιτικό ασυνείδητο" [3] κάθε reality. Αν κάθε reality "εκπαιδεύει" την κοινωνία του θεάματος στην πλήρη αποδοχή της αρχής "επιβίωση με κάθε μέσο", το προνομιούχο πεδίο εφαρμογής αυτής της αρχής ήταν βέβαια πάντοτε η καπιταλιστική "αγορά" και όχι τα ερημονήσια, η καλλιφωνία, ή η τέχνη της μαγειρικής. Το "Apprentice" αποκαθιστά στο reality τον ασύνειδο πυρήνα που είχε εξ αρχής, καθιστώντας ρητές και ξεκάθαρες τις συνεπαγωγές της αρχής της επιβίωσης με κάθε μέσο για την επαγγελματική καριέρα, την κοινωνική ανέλιξη, την επιτυχία σε βάρος οικονομικών ανταγωνιστών, το σκαρφάλωμα της ιεραρχικής πυραμίδας της επιχείρησης. Η κατάληξη της εκπομπής, το "βραβείο" του νικητή, είναι άλλωστε η επικερδής είσοδος στην "πραγματικότητα" της επιχειρηματικής αυτοκρατορίας του Trump, μιας και ο νικητής παίρνει ως έπαθλο $ 250.000 σε ετήσιο συμβόλαιο με μία από τις θυγατρικές της εν λόγω αυτοκρατορίας.
Τεχνικές έγκλησης
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σημαντικό ότι οι διαγωνιζόμενοι στο "Apprentice", αυτοί οι οποίοι προσπαθούν να αποδείξουν ότι η "μαθητεία" τους στον Trump τούς έχει καταστήσει ικανούς να λειτουργήσουν και στον "έξω" κόσμο, είναι άτομα της συνομοταξίας των φερέλπιδων διοικητών επιχειρήσεων. Με δεδομένο ότι κάθε τηλεοπτική σειρά πρέπει να εξασφαλίσει κατά το δυνατόν ευρύτερη τηλεθέαση, είναι φανερό ότι η πλειοψηφία των θεατών του "Apprentice" δεν ανήκει σε αυτή την συνομοταξία. Αλλά αυτό θα ήταν αρκετά αδιάφορο (ούτε οι θεατές reality για τραγουδιστές τυγχάνουν κατά πλειοψηφία τραγουδιστές, κλπ) αν ο "μάνατζερ" ως εικόνα και ως περσόνα δεν συνέβαινε να είναι ιδιαίτερα απεχθής στον μέσο αμερικανό τηλεθεατή, που στην "πραγματική" του ζωή τρέφει πλείστα όσα μνησίκακα αισθήματα για τον προϊστάμενό του, τον consultant, τον financial advisor, τον human resource manager, κλπ. Επιπλέον, οι βασικές αιτίες ευρύτερης έχθρας προς την συνομοταξία που διαγωνίζεται στο παιχνίδι είναι εξέχουσας σημασίας για τα τεκταινόμενα εκεί: α) η επιβολή εργασιακής πειθαρχίας (ο μάνατζερ ως σύγχρονη μορφή του βιομηχανικού επιστάτη και σπιούνου· θυμηθείτε τον τύπο που ταλανίζει τον αλητάκο τουModern Times) β) η απειλή της απόλυσης ως μόνιμης δαμόκλειου σπάθης στα χέρια του μάνατζμεντ.
Στο "Apprentice" λοιπόν, ο εργαζόμενος σε γραφείο, ο πωλητής σε κατάστημα, ο μικροϊδιοκτήτης, έχουν την δυνατότητα να απολαύσουν το θέαμα αυτών που φοβούνται και αποστρέφονται να ξεπαστρεύουν ο ένας τον άλλο. Αυτός που απολύεται στην εκπομπή είναι η εικόνα αυτού που απολύει στην πραγματικότητα. Αυτός που εξευτελίζεται είναι η εικόνα αυτού που εξευτελίζει. Δεν μπορούμε να υπογραμμίσουμε αρκετά το πόσο αποτελεσματικό είναι το concept της σειράς στο να αποτρέψει κάθε ευρύτερη συμπάθεια με τα θύματα της απόλυσης (η διάσημη κατακλείδα του Trump στην εκπομπή είναι ακριβώς "You 're fired")· δεν μπορούμε δηλαδή να υπερτιμήσουμε τη σημασία του γεγονότος ότι από την σκοπιά της έγκλησης (interpellation) [4], ο θεατής-εργαζόμενος ωθείται να ταυτιστεί όχι με αυτόν που απολύεται αλλά με αυτόν που απολύει. Είναι αυστηρά αδύνατο για τον εργαζόμενο να δει τους θύτες του ως άξια συμπόνοιας θύματα. Η τελειοποιημένη ωμότητα που επιδεικνύουν καθώς προσπαθούν να υποσκάψουν ο ένας τον άλλο γεμίζει τον θεατή με εκδικητική ικανοποίηση. Τα καλοντυμένα θηρία της καθημερινότητάς του έχουν κλειστεί σε ένα κλουβί χωρίς δυνατότητα να κάνουν άλλο από το σπαράξουν το ένα το άλλο, χύνωντας πότε-πότε και κανένα κροκοδείλιο δάκρυ μετά από το χορταστικό γεύμα.
Γεγονός που μας οδηγεί στην αλλιώς ανεξήγητη γοητεία του δράστη που εμφανίζεται ρητά ως ωμό κάθαρμα, του ίδιου του Donald Trump. Ενώ θα περίμενε κανείς ο εργαζόμενος μικροαστός και μεοσαστός θεατής να τον απεχθάνεται περισσότερο από όλους τους άλλους, αυτό που συμβαίνει είναι ότι βρίσκει στην εικόνα του μεγάλου καθάρματος την μόνη δυνατότητα φαντασιακής άμυνας από την απειλή των σπιούνων του, όλων αυτών των πεινασμένων πιράνχα με κοστούμια. Στον βαθμό δηλαδή που ο θεατής ωθείται από την καθημερινή του εμπειρία να φοβάται και να μισεί το μεγάλο κεφάλαιο, η εκπομπή του δίνει καταφύγιο υπό τη μορφή της φαντασιακής ταύτισης με το μεγάλο κεφάλαιο. Κάθε κακομοίρης που αισθάνεται δυσπιστία και έχθρα απέναντι στο καινούργιο φρεσκοξυρισμένο αλητάκι με MBA που προσελήφθη από τη διοίκηση φαντασιώνεται τον εαυτό του ως Δία με περούκα, ικανό ανά πάσα στιγμή να εξφενδονίσει τον κεραυνό του και να εξαλείψει όσους τον απειλούν. Στην διαδικασία, βέβαια, αυτό το οποίο εξαφανίζεται εντελώς είναι η οποιαδήποτε δυνατότητα καταφατικών αισθημάτων αλληλεγγύης ή αλληλοϋποστήριξης μεταξύ εργαζομένων. Η δυνατότητα αυτή αντικαθίσταται εξ ολοκλήρου από την κοινή υποταγή στο μεγαλύτερο ψάρι που τρώει το μεγάλο ψάρι που τους εκφοβίζει καθημερινά. Εξού και η ανάδυση του μεγαλοεπιχειρηματία ως ενός είδους χομπεσιανού sovereign, που εξασφαλίζει την κοινωνική αρμονία ενσωματώνοντας ανά πάσα στιγμή την απειλή να πιεί το αίμα όλων αδιακρίτως, χωρίς να εξαιρεί κανένα, κάνοντας τους πάντες να νιώθουν ίσοι στην ασημαντότητά τους μπροστά στην κολλοσιαία του δύναμη. Βρισκόμαστε βέβαια στον πυρήνα της σύνδεσης της μικροαστικής μνησικακίας με την φαντασίωση του ηγέτη που τόσο αιματηρά σφυρηλάτησε ο φασισμός [5].
Προοπτικές
Στην Ελλάδα, μια εκπομπή όπως το "Apprentice" θα είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Η φύση του αμερικανικού καπιταλισμού, η σύνδεσή του με μια ευρύτερη αποδοχή της εξάλειψης του αδυνάτου ως απαραίτητης προϋπόθεσης της συλλογικής επιτυχίας, καθιστά την ωμότητα του Trump και της εκπομπής σαφώς περισσότερο συμβατή με την αμερικανική κοινωνική κουλτούρα από ό,τι με την ελληνική. Στην Ελλάδα, είναι ακόμα απαραίτητο να χύνει κανείς ρητορικά δάκρυα για την "αδήριτη" ανάγκη να πεταχτούν άνθρωποι στο δρόμο· δεν έχουμε ακόμη την κοινωνία που θα αντλούσε ηδονή από το θέαμα του "Apprentice" και που θα έμπαινε στον πειρασμό ταύτισης με τον πανίσχυρο κεφαλαιοκράτη. Γεγονός όμως είναι ότι έχουμε επίσης μια κοινωνία με πολύ αδυνατισμένα ανακλαστικά αλληλεγγύης και συντονισμένης αντίδρασης όσων βρίσκουν τον εαυτό τους στην ίδια θέση, μια κοινωνία όπου η δομική προϋπόθεση αυτών των ανακλαστικών, δηλαδή η ταξική συνείδηση, βρίσκεται σε πολύ χαμηλό σημείο. Το να στρέψει κανείς τη μια εργασιακή ομάδα ενάντια στην άλλη, αφήνοντας στο απυρόβλητο αυτούς που κινούν τα νήματα της διαδικασίας δεν είναι δα το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο στην σημερινή Ελλάδα. Γίνεται κάθε μέρα, από τους αλαλάζοντες δημοσιογράφους της τηλεόρασης, από τους φιλελεύθερους λαϊκιστές του Τύπου. Η πώληση της απόλυσης, η παράδοξη μετατροπή της απώλειας εργασίας σε μηντιακό προϊόν που πακετάρεται και διοχετεύεται σε καταναλωτές/υποψήφια θύματα, έχει ήδη δρομολογηθεί από τα εγχώρια ΜΜΕ.
Το "Apprentice" σηματοδοτεί συνεπώς όχι τόσο ένα εξωτικό πολιτισμικό προϊόν όσο μια συγκεκριμένη (και δυστοπική) εκδοχή του εγχώριου μέλλοντος, όταν η αποσύνθεση κάθε προοπτικής οριζόντιας αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων θα έχει οδηγήσει στην αναπόδραστη κατάληξη κάθε παρόμοιας διαδικασίας: την από κοινού ανάγκη για ένα πανίσχυρο, τιμωρητικό "μεγάλο Άλλο" που θα μας στέλνει τη βροχή και τον ήλιο στις καλές του (για να θυμηθούμε τον Μαρξ της 18ης Μπρυμαίρ) ή τον κεραυνό της απόλυσης στις μαύρες του. Τον εκφασισμό, με λίγα λόγια, του κοινωνικού σώματος δια της οικονομικής οδού (αλλά δεν ξεκινάει από την οικονομική οδό της κρίσης και της στενότητας ο φασισμόςtout court); Είναι σημαντικό αυτό το μέλλον, το μέλλον που προεικονίζει η παράλληλη πραγματικότητα του reality, να μείνει ανεκπλήρωτο.
Το "Apprentice" σηματοδοτεί συνεπώς όχι τόσο ένα εξωτικό πολιτισμικό προϊόν όσο μια συγκεκριμένη (και δυστοπική) εκδοχή του εγχώριου μέλλοντος, όταν η αποσύνθεση κάθε προοπτικής οριζόντιας αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων θα έχει οδηγήσει στην αναπόδραστη κατάληξη κάθε παρόμοιας διαδικασίας: την από κοινού ανάγκη για ένα πανίσχυρο, τιμωρητικό "μεγάλο Άλλο" που θα μας στέλνει τη βροχή και τον ήλιο στις καλές του (για να θυμηθούμε τον Μαρξ της 18ης Μπρυμαίρ) ή τον κεραυνό της απόλυσης στις μαύρες του. Τον εκφασισμό, με λίγα λόγια, του κοινωνικού σώματος δια της οικονομικής οδού (αλλά δεν ξεκινάει από την οικονομική οδό της κρίσης και της στενότητας ο φασισμόςtout court); Είναι σημαντικό αυτό το μέλλον, το μέλλον που προεικονίζει η παράλληλη πραγματικότητα του reality, να μείνει ανεκπλήρωτο.
Σημειώσεις
[1] Michel Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. Μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου. Αθήνα, Ράπας/ Κέδρος, 1989.
[2] Βλ. Jeremy Bentham, The Panopticon Writings, επιμ. Miran Bozovich, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Verso, 1995.
[3] Βλ. Fredric Jameson, The Political Unconscious: Narrative as a Socially Symbolic Act, Ίτακα, Νέα Υόρκη, Cornell University Press, 1981.
[3] Βλ. Fredric Jameson, The Political Unconscious: Narrative as a Socially Symbolic Act, Ίτακα, Νέα Υόρκη, Cornell University Press, 1981.
[4] Βλ. Louis Althusser, "Ideology and Ideological State Apparatuses", στο Lenin and Philosophy and Other Essays, Monthly Review Press, 1971.
[5] Για ένα δειγματοληπτικό παράδειγμα όσων συζητούνται εδώ, βλ. τμήμα επεισοδίου εδώ.
[5] Για ένα δειγματοληπτικό παράδειγμα όσων συζητούνται εδώ, βλ. τμήμα επεισοδίου εδώ.
3 σχόλια:
Ευχαριστώ για την αναδημοσίευση. Επισημαίνω μόνο ότι δεν έχει μεταγραφεί ολόκληρη η τέταρτη υποσημείωση και ότι έχει εν τω μεταξύ προστεθεί και πέμπτη, με λινκ σε απόσπασμα της εν λόγω εκπομπής που είναι μάλλον απαραίτητο για να γίνει απτά κατανοητή η ανάλυση.
done!
Πολύ καλό.Θυμίζει τους Ρωμαίους πληβείους που αποφάσιζαν για τη τύχη των μονομάχων.
Αισθάνονταν θεοί και ξέχναγαν την φτώχια τους και τον εκφυλισμό τους.
Δημοσίευση σχολίου