Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Υπό δικαστική απαγόρευση το δικαίωμα της απεργίας

Πηγή: http://laoutaris.wordpress.com/2010/04/15/daveronas/

Με την προχειρότητα που εκδίδονται οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες χαρακτηρίζονται παράνομες και καταχρηστικές οι απεργίες, συχνά αυθημερόν, πλήττεται ο νομικός πολιτισμός της χώρας υποστηρίζει ο εργατολόγος Παντελής Δαβερώνας, συγγραφέας του βιβλίου Το Δικαίωμα της απεργίας σε κρίσιμη καμπή (εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2009).
Τα δικαστήρια κάνουν δεκτές τις αγωγές της εργοδοσίας κατά 95%!
Δημοσιογραφική κοινοτοπία έχει καταντήσει η φράση «παράνομη και καταχρηστική η απεργία». Ακόμα και ο πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δ. Λινός, είχε κάνει λόγο για το «πιο κακοποιημένο συνταγματικό δικαίωμα». Τελικά, υπάρχουν νόμιμες απεργίες; Τι λέει η εργατική νομοθεσία; Και το κυριότερο, τι συμβαίνει στα ελληνικά δικαστήρια; Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνει στο βιβλίο του Το δικαίωμα της απεργίας σε κρίσιμη καμπή (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2009), ο εργατολόγος Παντελής Δαβερώνας.
Πρόκειται για την πρώτη μονογραφία για το ζήτημα της απεργίας η οποία μάλιστα υιοθετεί μια φιλεργατική στάση αρχής. Και παρόλο που αρχικά το κείμενο είχε το ρόλο της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας, με τον πληροφοριακό πλούτο του και τη θεματική διάρθρωσή του απευθύνεται και στο μη-νομικό ενδιαφερόμενο κοινό, δηλαδή σε κάθε εργαζόμενο ή συνδικαλιστή.
Για τις απεργίες και το δικαστικό διωγμό τους μιλήσαμε με το συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος επιβεβαίωσε την κοινή πεποίθηση ότι δηλαδή «χωρίς να υπερβάλλω καθόλου, τα δικαστήρια κάνουν δεκτές τις αγωγές της εργοδοσίας σε ποσοστό της τάξης του 95%. Οι απεργίες αυτές κρίνονται παράνομες, καταχρηστικές ή παράνομες και καταχρηστικές». Αντίθετα απ’ ό,τι θα ανέμενε κανείς, η δικαστική καρμανιόλα δεν πλήττει τον ιδιωτικό τομέα αλλά το δημόσιο. «Το ποσοστό αυτό αφορά κυρίως ΔΕΚΟ και δημόσιες υπηρεσίες, δεν αφορά τόσο ιδιωτικές επιχειρήσεις, γιατί είναι αδύνατον ο εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα να απεργήσει. Δεν το σκέφτεται καν γιατί ξέρει ότι αμέσως μπορεί να απολυθεί. Κηρύσσονται παράνομες οι απεργίες αυτών που μπορούν να απεργήσουν», τονίζει ο Π. Δαβερώνας.
Πώς ερμηνεύεται όμως η στάση αυτή των δικαστηρίων; «Ο έλληνας δικαστής δεν έχει καταλάβει τα εννοιολογικά γνωρίσματα της απεργίας. Δεν έχει καταλάβει ότι όταν κηρύσσεται μια απεργία, πάντα κηρύσσεται με σκοπό να βλάψει κάποιον. Πολλές φορές έχει λοιπόν εκβιαστικό χαρακτήρα», σημειώνει ο συγγραφέας, υπογραμμίζοντας ότι η γενική επίκληση του δημόσιου συμφέροντος που πλήττεται αποτελεί μια αόριστη απλούστευση: «Αυτό σημαίνει ότι ο δικαστής δεν έχει καλή γνώση του δικαίου της απεργίας. Ότι είναι προσκολλημένος στη διάταξη του Συντάγματος του 1925 που λέει ότι απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος, άρα δεν έχει καταλάβει το σκοπό του δικαιώματος της απεργίας». Δεν διστάζει μάλιστα να ισχυριστεί ότι οι αποφάσεις αυτές πλήττουν το νομικό πολιτισμό της χώρας με την προχειρότητά τους. Πραγματικά, οι καταδικαστικές αποφάσεις για τις απεργίες είναι οι μόνες που εκδίδονται ακόμη και αυθημερόν!
Αναλύοντας περαιτέρω τη δικαστική αντιμετώπιση των απεργιών, ο Π. Δαβερώνας υπογραμμίζει ότι τα ελληνικά δικαστήρια ξεχνούν το μεροληπτικό χαρακτήρα του εργατικού δικαίου. «Για να υπάρχει το εργατικό δίκαιο, είναι για να υποστηρίξει αυτό που λέμε το δίκιο του εργάτη. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είχαμε ενοχικό δίκαιο που ισχύει για όλους τους πολίτες. Αυτό το ξεχνούν και τα δικαστήρια και πανεπιστημιακοί που αντιμετωπίζουν το εργατικό δίκαιο σαν ένα τεχνοκρατικό δίκαιο». Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε κινείται και η σταδιακή αντικατάσταση του όρου εργατικό δίκαιο με τον όρο δίκαιο της απασχόλησης, κάτι που «έχει τεράστια διαφορά», σύμφωνα με το συγγραφέα.
Δεν είναι σπάνιο όμως και το φαινόμενο της contra legem ερμηνείας από τα δικαστήρια, όπως είναι ο νομικός όρος στα Λατινικά που σημαίνει αντίθετα με το νόμο. «Λέει ο νόμος άλφα και ο δικαστής λέει βήτα. Αναφέρει για παράδειγμα ο νόμος ότι η απεργία δεν αποτελεί το έσχατο μέσο των εργαζομένων και έρχονται τα δικαστήρια να πουν ότι αποτελεί το έσχατο μέσο, ότι πρέπει να έχεις εξαντλήσει νωρίτερα από την κήρυξη της απεργίας όλα τα μέσα, διαπραγματεύσεις, δημόσιο διάλογο κ.λπ. για να απεργήσεις». Ο συγγραφέας καταλήγει ότι «πρέπει να γίνει μια αυτοκριτική των ελλήνων δικαστών, πρέπει κάποιος να τους υποδείξει, όπως προσπαθώ στο βιβλίο μου, ότι υπάρχει και ένα εναλλακτικός νομικός λόγος, υπάρχει και άλλη άποψη».
Ειδική μνεία γίνεται στο βιβλίο για τρεις ιδιάζουσες περιπτώσεις: Πρώτο, σχολιάζεται το νομοθετικό διάταγμα για την πολιτική επιστράτευση: «Επιβιώνει λαθραία από την περίοδο της δικτατορίας», παρατηρεί το βιβλίο, για να καταρρίψει νομικά την εγκυρότητά του. Δεύτερο, τονίζεται ο κίνδυνος από τρεις πρόσφατες αποφάσεις που νομιμοποίησαν το δικαίωμα τρίτων (εκτός δηλαδή του εργοδότη και του εργαζόμενου) να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για να κηρυχθεί μια απεργία παράνομη. Και τρίτο, επισημαίνεται η νέα κατάσταση που δημιουργεί η συγκέντρωση του κεφαλαίου σε πολυεθνικούς ομίλους, όπου χάνεται η επιχειρηματική ευθύνη σε πολυδαίδαλες νομικές ταυτότητες.
Από το νόμο 211 του 1920 που αποχαρακτήρισε την απεργία ως ποινικό αδίκημα μέχρι τις ημέρες μας, έχουν μεσολαβήσει σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις που αποτυπώνονται και στο νομικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις. Σταθμός θεωρείται για παράδειγμα ο φιλεργατικός νόμος 1264 του 1982, για να φτάσουμε όμως στους νόμους 1892 του 1990 για τη μερική απασχόληση, τον 2639/98 για τα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, τον 2874/00 για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, τον 2956/01 για την ενοικίαση εργαζομένων και τον πιο πρόσφατο 3385/05 για τη μείωση αποζημίωσης των υπερωριών. Πέρα όμως από το γράμμα του νόμου, καθοριστικός αναδεικνύεται σύμφωνα με το βιβλίο ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας σε ό,τι αφορά τη χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία. Το βιβλίο παρατηρεί ότι έχει απονεμηθεί τα δικαστήρια η διακριτική εξουσία να παρεμβαίνουν περιοριστικά στην άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της απεργίας. Με πολλά παραδείγματα από δημοσιευμένες αποφάσεις δικαστηρίων το βιβλίο δείχνει ότι πολλές φορές τα δικαστήρια είναι αυτά που ασκούν καταχρηστικά τη δικαιοδοσία τους, κρίνοντας τα αιτήματα, το χρόνο ή τον τρόπο των απεργιακών κινητοποιήσεων των εργαζομένων. Θέση του βιβλίου είναι ότι το δικαίωμα της απεργίας, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, έχει καταστεί δικαίωμα υπό απαγόρευση και βρίσκεται σε φάση προϊούσας απορρύθμισης.
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 9-8-2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια: