Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Κοινή συνέντευξη Κώστα Λαπαβίτσα και Σταύρου Τομπάζου στο περιοδικό "Κόκκινο"




Κώστας Λαπαβίτσας

"Η συμμετοχή στην ΟΝΕ αποτέλεσε μόνο πηγή κακών για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Όπως ήδη εξήγησα, η ΟΝΕ είναι μηχανισμός γερμανικής κυριαρχίας, ένα σιδερένιο χέρι που συντρίβει τους ευρωπαϊκούς λαούς. Η έξοδος της Ελλάδας είναι απαραίτητη για να αναπνεύσει η οικονομία και η κοινωνία."

"Η παύση πληρωμών κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει, είτε το απαιτήσει η Αριστερά είτε όχι. Το πραγματικό ζητούμενο είναι να γίνει με όρους που θα θέσει η Αριστερά και το λαϊκό κίνημα, όχι με όρους της κυβέρνησης ή των δανειστών. Αυτό σημαίνει πρώτα πρώτα εθνικοποίηση των τραπεζών, διότι στην πράξη θα χρεοκοπήσουν μόλις γίνει η παύση πληρωμών, δεδομένου ότι κατέχουν μεγάλο όγκο χρεογράφων του ελληνικού Δημοσίου."
Σταύρος Τομπάζος

"Ουσιαστικά η παρούσα κρίση είναι η διαδικασία εξόφλησης των ποσοστών μεγέθυνσης του ΑΕΠ που το οικονομικό παρελθόν «δανείστηκε» από το οικονομικό μέλλον."

"Για να εκφραστούμε απλά: Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή, ενώ μια άλλη Ελλάδα δεν είναι. Ο ταξικός αγώνας, όπως και ο πολιτικός, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένοι στο εθνικό πλαίσιο, ενώ τα πράγματα διαμορφώνονται σε ένα ευρύτερο επίπεδο, ηπειρωτικό και παγκόσμιο."

Ερώτηση: Η καπιταλιστική κρίση διαρκεί. Εκτιμάτε ότι η διαφαινόμενη ανάκαμψη από την ύφεση του 2009 μπορεί να προδιαγράφει μια τροχιά εξόδου απ’ αυτήν; 
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΜΠΑΖΟΣ
Η απάντηση είναι αρνητική. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή ύφεση ή με μια κρίση περιοδικού χαρακτήρα. Δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με μια απλή κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει επιπτώσεις στη λεγόμενη πραγματική οικονομία. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι νομισματικές αρχές, οι κεντρικές τράπεζες και τα κράτη επιτύχουν μιαν αποτελεσματική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πάλιν δεν θα έπρεπε να αναμένει κανείς μια νέα, μακροχρόνια περίοδο οικονομικής άνθησης.

Πρόκειται για μια κρίση δομικού χαρακτήρα, δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, για μια κρίση των σχημάτων αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Απέτυχαν οι νεοφιλελεύθερες προσπάθειες εξόδου από το μακροχρόνιο καθοδικό κύμα της μεταπολεμικής περιόδου που, στον ανεπτυγμένο κόσμο, χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτό το καθοδικό κύμα προήλθε από μιαν αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, χωρίς αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης ικανής να την εξουδετερώσει. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση του ποσοστού κέρδους και του ποσοστού συσσώρευσης του κεφαλαίου, η μείωση των ρυθμών μεγέθυνσης, η μαζική ανεργία και φτώχεια ως δομικά πλέον χαρακτηριστικά του συστήματος.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές από τις αρχές του 1980, περιλαμβανομένης της «παγκοσμιοποίησης», επιδίωξαν την ανάκαμψη του ποσοστού του κέρδους διαμέσου της καθήλωσης του ρυθμού αύξησης των πραγματικών μισθών σε σχέση με το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Πράγματι, στις μεγάλες τουλάχιστον ανεπτυγμένες οικονομίες, είτε βασιστεί κανείς στα δεδομένα των εθνικών στατιστικών είτε σ’ αυτά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρατηρείται μιας σαφής ανάκαμψη του ποσοστού του κέρδους
Ωστόσο, παρά το επίσημο «αυτονόητο», ούτε η συσσώρευση παγίου κεφαλαίου ούτε η μεγέθυνση του ΑΕΠ ακολούθησαν την ανοδική πορεία του ποσοστού του κέρδους, διότι ο τρόπος με τον οποίο αυξήθηκε το κέρδος συρρίκνωνε τη ζήτηση ή, με μαρξιστικούς όρους, δημιουργούσε προβλήματα στη διαδικασία πραγματοποίησης της αξίας. Βέβαια η ίδια η δομή της ζήτησης άλλαξε. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα κατανάλωναν ένα μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας σε πολυτελή προϊόντα αντί σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου σε σχέση με τον παρελθόν. Επειδή όμως τα ανώτερα στρώματα δεν μπορούσαν ούτε να επενδύσουν (ελλείψει παραγωγικών επενδυτικών ευκαιριών που να υπόσχονται ψηλά κέρδη) ούτε να καταναλώσουν το σύνολο της διαθέσιμης υπεραξίας, διατήρησαν, μέσα στη δεκαετία του 2000, τους ρυθμούς μεγέθυνσης τεχνητά ψηλούς μεταφέροντας ένα μέρος της υπεραξίας στους μισθωτούς εργάτες υπό μορφή δανείων. Το απορυθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τα διάφορα παράγωγα προϊόντα του (ABS, CDO, MBS, CDS κ.λπ.), δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση ασφάλειας στους δανειστές που ουσιαστικά, ενώ πίστευαν ότι ανακάλυψαν τον τρόπο να ξεφορτώνονται τον κίνδυνο, τον διέχεαν και από ατομικό τον καθιστούσαν κοινωνικό, υπήρξε η μέθοδος αυτής της τεχνητής μεγέθυνσης.

Τα όλο και περισσότερο χρεωμένα νοικοκυριά υποθήκευαν τα μελλοντικά τους εισοδήματα. Κατανάλωναν δηλαδή στο παρόν, αυτό που θα έπρεπε υπό ομαλές συνθήκες να καταναλώσουν στο μέλλον. Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο σχήμα κοινωνικής αναπαραγωγής δεν θα μπορούσε να διαρκέσει: όσο χρεώνονται τα νοικοκυριά των μισθωτών, τόσο μειώνεται η φερεγγυότητά τους, κι όσο μειώνεται η τελευταία, τόσο πιο ευάλωτο καθίσταται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο, εν τέλει, κατέρρευσε παρά το γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση εκδηλώθηκε αρχικά σ’ ένα μικρό τμήμα της αγοράς (ενυπόθηκα δάνεια για αγορά ακινήτων). Ουσιαστικά η παρούσα κρίση είναι η διαδικασία εξόφλησης των ποσοστών μεγέθυνσης του ΑΕΠ που το οικονομικό παρελθόν «δανείστηκε» από το οικονομικό μέλλον.
Ως εκ τούτου, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα ρυθμίζεται αποτελεσματικά,δεν θα έχουμε οικονομική ανάπτυξη, αλλά σταθερή στασιμότητα του ΑΕΠ σε ένα κοινωνικό φόντο διαιωνιζόμενων ανισοτήτων στο εισόδημα και τον πλούτο, στη μόρφωση και την υγεία, στην ποιότητα του ελεύθερου χρόνου. Βέβαια η πραγματοποίηση αυτής της υπόθεσης είναι εξαιρετικά απίθανη. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν πρόκειται να ρυθμιστεί ούτε λίγο ούτε πολύ αποτελεσματικά. Οι υπεύθυνοι, στην καλύτερη περίπτωση κατά την εκτίμησή μου, θα ρυθμίσουν κάπως αυστηρότερα το τραπεζικό σύστημα, που αποτελεί μόνο ένα από τα τρία μεγάλα κεφάλαια του χρηματοπιστωτικού συστήματος (τα άλλα δύο κεφάλαια είναι τα παράγωγα προϊόντα όπως π.χ τα CDS και τα προθεσμιακά συμβόλαια και οι φορολογικοί παράδεισοι). Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να αναμένουμε ρυθμούς μεγέθυνσης πολύ χαμηλούς και μεγάλη οικονομική αστάθεια, δηλαδή έντονες διακυμάνσεις του ΑΕΠ, κατά τα επόμενα χρόνια. 
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΠΑΒΙΤΣΑΣ
Η κρίση ξεπήδησε μέσα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά τη φούσκα ακινήτων στις ΗΠΑ και εξελίχθηκε σε βαθιά ύφεση κυρίως των αναπτυγμένων χωρών. Τα πιο ακραία φαινόμενα αποφεύχθηκαν μέσω της κρατικής παρέμβασης, η οποία διέσωσε τις τράπεζες και στήριξε τη ζήτηση. Αλλά δεν υπάρχει πραγματική ανάκαμψη. Αυτό που συμβαίνει είναι επαναφορά της κερδοφορίας των τραπεζών σε απίστευτα επίπεδα, καθαρά και μόνο λόγω της κρατικής παρέμβασης. Όμως οι επενδύσεις, η κατανάλωση και η παραγωγή παραμένουν άκρως προβληματικές στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Αυτό σημαίνει ότι και η θέση των τραπεζών δεν έχει πραγματικά βελτιωθεί. Από το τέλος του 2009 μάλιστα περάσαμε σε καινούργια φάση της κρίσης, που επικεντρώνεται στο δημόσιο χρέος. Το νέο ξέσπασμα οφείλεται στις δαπάνες του κράτους για να διασωθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αλλά και στην κατάρρευση των δημόσιων εσόδων λόγω ύφεσης. Η κατάσταση, εν ολίγοις, παραμένει εξαιρετικά επισφαλής και δεν είναι καθόλου απίθανο η εξελισσόμενη κρίση δημόσιου χρέους να οδηγήσει σε νέα τραπεζική κρίση στο άμεσο μέλλον.
Ερώτηση: Πώς αξιολογείτε την κρίση της ελληνικής οικονομίας; Οφείλεται στην κρίση του μοντέλου ανάπτυξης, στην κρίση χρέους, στην επίδραση της ΟΝΕ; Πώς σχετίζονται αυτές οι πλευρές μεταξύ τους; 
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΜΠΑΖΟΣ
Το εθνικό νόμισμα είναι ένα προστατευτικό μέτρο. Στο πλαίσιο της Ε.Ε., μετά τη «μεγάλη, ενιαία αγορά» και την απελευθέρωση της διακίνησης των κεφαλαίων, το εθνικό νόμισμα ήταν το τελευταίο προστατευτικό μέτρο.
Η εμπειρία των πρώτων δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου, ιδιαίτερα στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, έδειξε ότι το νόμισμα και η συναλλαγματική πολιτική, όταν εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης βιομηχανικής πολιτικής ή ενός στρατηγικού οικονομικού σχεδιασμού, μπορούν να έχουν θεαματικά αποτελέσματα.

Η ΟΝΕ καταργεί για τα κράτη-μέλη της αυτό το ύστατο προστατευτικό μέτρο, χωρίς να προβλέπονται μηχανισμοί ενίσχυσης των οικονομιών που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τον «ελεύθερο» ανταγωνισμό που προκύπτει. Ως εκ τούτου, η ΟΝΕ είναι μια ημιτελής νομισματική ένωση. Σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, είναι φυσικό και αναμενόμενο οι διάφορες εθνικές οικονομίες να γίνονται όλο και πιο συμπληρωματικές διαμέσου μιας διαδικασίας ειδίκευσής τους σε κάποιους τομείς εις βάρος άλλων. Προκύπτει δηλαδή ένα σύστημα διαφορετικών εθνικών ειδικεύσεων ανάλογα με τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» των κρατών-μελών της ζώνης του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ωστόσο, δεν παρουσιάζουν όλες οι εθνικές ειδικεύσεις τον ίδιο δυναμισμό. Κάποια κράτη ευνοούνται, κάποια άλλα δέχονται τις αρνητικές επιπτώσεις της «οπισθοδρομικής» τους ειδίκευσης.

Στην περίπτωση της ΟΝΕ, τα δύο ακραία παραδείγματα είναι η Γερμανία της οποίας η ειδίκευση μπορεί να χαρακτηριστεί ευνοϊκή και η Ελλάδα με ιδιαίτερα δυσμενή ειδίκευση. Αν αυτές οι δύο χώρες αποτελούσαν πολιτείες ενός ομόσπονδου ευρωπαϊκού κράτους, οι διαφορετικές τους ειδικεύσεις δεν θα αποτελούσαν ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα όπως σήμερα. Διαμέσου του ενιαίου φορολογικού συστήματος η ελληνική πολιτεία θα τύγχανε οικονομικής στήριξης από την γερμανική πολιτεία. Η ΟΝΕ όμως δεν παραπέμπει σε μια ομοσπονδία 16 πολιτειών, αλλά σε μια ζώνη που δεν διέπεται καν από την αρχή της κοινωνικής και οικονομικής εναρμόνισης, αλλά από την αρχή της «ανταγωνιστικής λιτότητας» ανάμεσα στα κράτη-μέλη της.

Η Ελλάδα όχι μόνο δεν επωφελείται σήμερα από την κοινοτική αλληλεγγύη, αλλά υφίσταται, όπως και η υπόλοιπη νότια Ευρώπη (και ως ένα βαθμό ακόμη και η Γαλλία), τις δυσμενείς επιπτώσεις της γερμανικής οικονομικής πολιτικής. Η «μεγάλη συμμαχία», πριν την παρούσα γερμανική κυβέρνηση, επέβαλε μια πολιτική δρακόντειας μισθολογικής λιτότητας. Ο πραγματικός μισθός του Γερμανού εργάτη δεν αυξήθηκε σχεδόν καθόλου κατά τη δεκαετία του 2000, παρά την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η γερμανική αγορά είναι η μεγαλύτερη της Ευρώπης από την οποία, ιδιαίτερα οι χώρες της νότιας Ευρώπης, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Την πολιτική και την οικονομική ήττα της γερμανικής εργατικής τάξης της δεκαετίας του 2000 πληρώνει σήμερα όλη η νότια Ευρώπη και ιδιαίτερα η Ελλάδα. Όπως και η Ισπανία και η Πορτογαλία, η Ελλάδα είδε τα ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές της να διευρύνονται αδιάκοπα μέσα στη δεκαετία του 2000. Ωστόσο, αυτά τα ελλείμματα χρηματοδοτούνται υποχρεωτικά από το εξωτερικό και κυρίως από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που παρουσιάζουν πλεόνασμα αποταμίευσης (μεγαλύτερη αποταμίευση απ’ ό,τι επένδυση). Ιδού γιατί το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, παρουσίασε αυξητική τάση μέσα στη δεκαετία του 2000.

Στο πλαίσιο της ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθορίζει ένα ενιαίο βραχυπρόθεσμο ονομαστικό επιτόκιο για ολόκληρη τη ζώνη. Δεδομένου όμως ότι τα ποσοστά πληθωρισμού διαφέρουν στα κράτη-μέλη της ζώνης, οι χώρες που παρουσιάζουν πιο ψηλά ποσοστά πληθωρισμού από το μέσο όρο επωφελούνται από πιο χαμηλά πραγματικά επιτόκια, με αποτέλεσμα τα χρέη επιχειρήσεων και νοικοκυριών να παρουσιάζουν αυξητική τάση. Αυτή ήταν και η περίπτωση της Ελλάδας, όπου τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια (μεταξύ άλλων λόγων, όπως π.χ. η προετοιμασία των ολυμπιακών αγώνων) οδήγησαν σε μιαν υπερθέρμανση της οικονομίας πριν την κρίση. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα, δανείστηκε στα χρόνια της δεκαετίας του 2000 πριν την κρίση, περισσότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ποσοστά μεγέθυνσης από το μέλλον. Το ίδιο, και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, ισχύει για την Ισπανία, η περίπτωση της οποίας δεν προκάλεσε καμία ανησυχία στις ευρωπαϊκές αρχές. Το ιδιωτικό χρέος, σε αντίθεση με το δημόσιο, δεν ρυθμίζεται από κανένα κριτήριο του Μάαστριχτ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να αυξάνεται ανεξέλεγκτα χωρίς επιπτώσεις.

Πρέπει να προσθέσουμε, όμως, ότι και οι ελληνικές άρχουσες ελίτ, πολιτικές και οικονομικές, φέρουν ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την παρούσα κατάσταση. Η διαφθορά, η διασπάθιση δημόσιων πόρων, η φοροδιαφυγή, οι πελατειακές σχέσεις, η ανοχή προνομίων οθωμανικής προέλευσης όπως π.χ. το φορολογικό καθεστώς της εκκλησίας, όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν στην εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η ελληνική οικονομία. Επιπλέον, το κράτος δεν ανέπτυξε καμιά μακροχρόνια οικονομική στρατηγική βελτίωσης της παραγωγικότητας, παρά το γεγονός ότι το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εντόπισε πολύ νωρίς και πολύ εύστοχα τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΠΑΒΙΤΣΑΣ
Η ελληνική οικονομία χτυπήθηκε καταρχήν από την πτώση των εξαγωγών λόγω της διεθνούς κρίσης. Τα αποτελέσματα δεν ήταν έντονα και γι’ αυτό διάφοροι ισχυρίζονταν ότι η Ελλάδα θα απέφευγε τα χειρότερα. Όταν όμως περάσαμε στη φάση της κρίσης δημόσιου χρέους, η Ελλάδα χτυπήθηκε με εξαιρετική οξύτητα και τότε φάνηκαν όλες οι αδυναμίες της ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στην παγκόσμια οικονομία τα τελευταία χρόνια. Η ΟΝΕ αποδείχτηκε παντελώς αποτυχημένη επιλογή για το ελληνικό κεφάλαιο, φέρνοντας κατάρρευση των εξαγωγών, αποδυνάμωση του παραγωγικού ιστού και σταδιακή διόγκωση του εξωτερικού δανεισμού. Το μοντέλο συσσώρευσης των τελευταίων ετών δεν έχει πλέον κανένα μέλλον. Δεν μπορεί ο ελληνικός καπιταλισμός να επιβιώνει με κατανάλωση ύψους 70% του ΑΕΠ, χαμηλές επενδύσεις, χαμηλούς μισθούς, αρνητική αποταμίευση, υπερδανεισμό των εργαζομένων, και αδυναμία εξαγωγών. Είμαστε σε σημείο καμπής. Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα εξαρτάται από πλήθος υποκειμενικών παραγόντων, πάνω απ’ όλα την αντίδραση της εργατικής τάξης.
Ερώτηση: Ότι η ΟΝΕ έχει λειτουργήσει σαν μηχανισμός απόκλισης, προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία των χωρών-μελών. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, ποιες είναι οι προοπτικές της ΟΝΕ και κατ’ επέκταση της Ε.Ε.; 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΜΠΑΖΟΣ
Η απόκλιση την οποία αναφέρετε δεν επιβεβαιώνεται από όλα τα σημαντικά στατιστικά δεδομένα. Πριν την κρίση τουλάχιστον, παρουσιάζονται πιο ψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην Ισπανία και την Ελλάδα απ’ ό,τι ο μέσος όρος της ευρωζώνης. Ως εκ τούτου, το κατά κεφαλή εισόδημα σ’ αυτές τις δύο χώρες μάλλον συγκλίνει ελαφρά με το μέσο όρο της ευρωζώνης. Αυτό όμως οφείλεται στην υπερθέρμανση αυτών των οικονομιών που αναφέραμε πιο πάνω. Τώρα που η κρίση προσγειώνει απότομα αυτές τις οικονομίες, είναι πολύ πιθανή η δυσμενής απόκλιση των προαναφερθέντων δεικτών σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης κατά τα επόμενα χρόνια. Η ΟΝΕ αυξάνει την ένταση τόσο των ανοδικών φάσεων όσο και των υφέσεων των βραχέων οικονομικών κύκλων στις χώρες με σχετικά ψηλά ποσοστά πληθωρισμού και χαμηλά πραγματικά επιτόκια. Σε τέτοιες χώρες, μεγεθύνει αντί να μειώνει την οικονομική αστάθεια.

Το μέλλον της ΟΝΕ εξαρτάται κυρίως από την πολιτική βούληση των ισχυρών κρατών της Ευρώπης που είναι σε θέση να επηρεάζουν ουσιαστικά τα ευρωπαϊκά όργανα. Αν αυτά τα κράτη αφήσουν τα πιο αδύνατα στην τύχη τους, αν συνεχίσουν να τα πιέζουν να φορτώσουν το κόστος της κρίσης στους απλούς μισθωτούς και φορολογούμενους, τότε αναλαμβάνουν ρίσκα για την ευρωζώνη δημιουργώντας δυναμικές που δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσουν να ελέγξουν.
Αν δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν τη συνοχή της ευρωζώνης ή ακόμη την ύπαρξη του ίδιου του ευρώ, πρέπει να αλλάξουν στάση. Αυτό που δεν φαίνεται να κατανοούν σήμερα κάποιες γερμανικές ελίτ είναι ότι η ύπαρξη του ευρώ χωρίς τη νότια Ευρώπη είναι πολύ αμφίβολη και για οικονομικούς, αλλά κυρίως για γεωπολιτικούς λόγους. Θα μείνει η Γαλλία στη ζώνη ευρώ χωρίς τη νότια Ευρώπη;
Αν λοιπόν τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη θέλουν να διασφαλίσουν το ευρώ χωρίς να ποντάρουν σε ένα επικίνδυνο στοίχημα, υπάρχουν πολλά λογικά πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να κάνουν, εκ των οποίων μερικά αποτελούν μέρος των ηχηρών τους διακηρύξεων. Ας αρχίσουν π.χ. καταστέλλοντας την κερδοσκοπία στα ελληνικά ομόλογα Δημοσίου από την οποία κερδίζουν αυτοί που προκάλεσαν την κρίση ευθύς εξαρχής: οι επενδυτικές τράπεζες, τα κερδοσκοπικά ταμεία, τα ταμεία συντάξεων, οι ασφαλιστικές εταιρείες που καταβροχθίζουν αυτή τη στιγμή το μόχθο και τον ιδρώτα του Έλληνα απλού φορολογούμενου.

Όταν μια επενδυτική τράπεζα με διεθνείς δραστηριότητες, ας πούμε π.χ. η Goldman Sachs, έχει το δικαίωμα να πουλά ομόλογα ελληνικού δημοσίου που δεν έχει στην τρέχουσα τιμή τους, δεσμευόμενη να τα παραδώσει σε κάποιο χρονικό διάστημα, δεν εισπράττει μόνο προμήθεια για τις «καλές της υπηρεσίες», αλλά κερδίζει και κάθε φορά που η τιμή των τίτλων μειώνεται. Τα αγοράζει για να τα παραδώσει πιο φθηνά απ’ ό,τι τα πούλησε. Όταν όμως πουλά μαζικά τα ομόλογα που δεν έχει ακόμη, δημιουργεί μιαν υπερπροσφορά που συρρικνώνει την τιμή των ομολόγων και άρα αυξάνει το επιτόκιο στην τιμή αγοράς. Το ελληνικό κράτος υποχρεώνεται έτσι να αυξάνει αδιάκοπα το επιτόκιο στα νέα ομόλογα που εκδίδει και να υποθηκεύει έτσι ακόμη περισσότερο το μελλοντικό εισόδημα του Έλληνα φορολογούμενου. Η προφητεία της επενδυτικής τράπεζας είναι αυτοεπιβεβαιωνόμενη προφητεία και το ελληνικό Δημόσιο καταντά όμηρος της τραπεζικής κερδοσκοπίας. Τόσο δύσκολο είναι να ρυθμιστούν τέτοιου είδους δραστηριότητες των επενδυτικών τραπεζών; Το μόνο που χρειάζεται είναι πολιτική βούληση κι όχι μόνο μεγάλα λόγια.

Τέτοιου είδους δραστηριότητες των επενδυτικών τραπεζών είναι όμως μόνο το ορεκτικό στο κερδοσκοπικό τσιμπούσι. Μετά κερδοσκοπούν οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα ταμεία συντάξεων που πουλούν ασφαλιστικούς τίτλους CDS στους δανειστές του ελληνικού Δημοσίου και σε άλλους κερδοσκόπους, οι οποίοι τους αγοράζουν όλο και πιο ακριβά όσο το ενδεχόμενο παύσης πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου θεωρείται πιθανό.
Τα κερδοσκοπικά ταμεία, που δεν ασχολούνται με ομόλογα Δημοσίου αλλά με πιο βραχυπρόθεσμες και ριψοκίνδυνες «επενδύσεις», αγοράζουν τα CDS του ελληνικού δημόσιου χρέους, χωρίς να δανείζουν τα ίδια το ελληνικό κράτος. Τι ασφαλίζουν αλήθεια αυτά τα ταμεία; Δεν ασφαλίζουν απολύτως τίποτα. Αγοράζουν τίτλους CDS τώρα για να τους πουλήσουν πιο ακριβά στο μέλλον, εκτιμώντας ότι η φημολογία περί πτώχευσης της Ελλάδας θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της τιμής αυτών των τίτλων. Τόσο δύσκολο είναι αλήθεια να ρυθμιστούν αυτοί οι ασφαλιστικοί τίτλοι; Αφού δεν μπορώ να ασφαλιστώ κατά της καταστροφής του αυτοκινήτου του γείτονά μου ποντάροντας σ’ αυτήν, γιατί να μπορώ να ποντάρω στην καταστροφή του ελληνικού Δημοσίου με το οποίο δεν έχω καμιά σχέση; Όσο βέβαια αυξάνεται η τιμή των CDS στα ελληνικά ομόλογα, τα ομόλογα χάνουν την αξία τους στις δευτερογενείς αγορές και το ελληνικό κράτος υποχρεώνεται να υπόσχεται όλο και ψηλότερα επιτόκια. Ιδού γιατί το περίφημο spread έσπασε όλα τα ρεκόρ.

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς δεκάδες εναλλακτικά μέτρα προκειμένου να κατασταλεί αυτού του τύπου η κερδοσκοπία. Είναι δυνατό να κατασταλεί μέσα σε τρεις μέρες. Μήπως, όμως, προέχει η ανάγκη «αποκατάστασης» των κερδοσκοπικών οργανισμών κάθε λογής, που κατέγραψαν υπερβολικές ζημιές με την κρίση των subprimes και ό,τι επακολούθησε, από την ανάγκη διάσωσης της Ελλάδας, των άλλων χωρών της ευρωζώνης με παρόμοια προβλήματα και, εν τέλει, του ίδιου του ευρώ;
Είναι άμεση ανάγκη το άρθρο 122 (παρ. 2) της Συνθήκης της Λισσαβόνας να ερμηνευθεί «μεγαλόψυχα». Το άρθρο προβλέπει ευρωπαϊκή βοήθεια σε χώρες που έχουν να αντιμετωπίσουν φυσικές καταστροφές, αλλά διατυπώνεται με τρόπο που να μην αποκλείονται κι άλλες καταστροφές. Βέβαια, ακόμη και με τέτοιου είδους ερμηνεία του εν λόγω άρθρου, η Συνθήκη της Λισσαβόνας δεν εξασφαλίζει τις νομικές προϋποθέσεις για ανάπτυξη μηχανισμών στήριξης, γιατί βάσει του άρθρου 122 δεν μπορεί να δοθεί βοήθεια σ’ ένα κράτος παρά μετά την «καταστροφή».     
Πιο μακροπρόθεσμα η ζώνη ευρώ πρέπει να αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των πιο αδύνατων χωρών και των πιο οπισθοδρομικών ειδικεύσεων. Βέβαια αυτό το θέμα, η ολοκλήρωση δηλαδή μιας ημιτελούς ΟΝΕ, προϋποθέτει βήματα πολιτικής ολοκλήρωσης και εκδημοκρατισμού της Ε.Ε., όπως π.χ. τη φορολογική και την προοδευτική κοινωνική εναρμόνιση, τη δημιουργία μιας δημοκρατικά ελεγχόμενης οικονομικής κυβέρνησης και μηχανισμών επιτήρησης που προϋποθέτουν μερική κατάλυση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων κ.λπ. 
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΠΑΒΙΤΣΑΣ
Για την ακρίβεια η ΟΝΕ έχει λειτουργήσει ως μηχανισμός δημιουργίας πλεονασμάτων για τη Γερμανία και ελλειμμάτων για τις υπόλοιπες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της εσωτερικής περιφέρειας, δηλαδή Πορτογαλία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία κ.λπ. Ο λόγος είναι απλός. Η ΟΝΕ άσκησε μεγάλη πίεση στο εργατικό εισόδημα γενικά, αλλά με ιδιαίτερη ένταση στη Γερμανία. Το γερμανικό κεφάλαιο έχει πετύχει την καθήλωση των μισθών για πολλά χρόνια λόγω κυβερνητικών πολιτικών αλλά και υποχώρησης των συνδικάτων. Αυτός είναι αποκλειστικά ο λόγος που έχει ανεβάσει την ανταγωνιστικότητά του σε σχέση με τα κεφάλαια άλλων χωρών της ευρωζώνης. Και επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα υποτίμησης, η Γερμανία αποσπά τεράστια πλεονάσματα μέσα στην ευρωζώνη. Πλενάσματα έχει επίσης και με την υπόλοιπη Ευρώπη, πλην Ρωσίας και Νορβηγίας, απ’ όπου προμηθεύεται ενέργεια. Να σημειωθεί ότι με την Ασία έχει ελλείμματα. Με δυο λόγια, η περίφημη γερμανική αποτελεσματικότητα δεν είναι η πηγή των γερμανικών πλεονασμάτων μέσα στην Ε.Ε. Είναι το ευρώ που δίνει τη δυνατότητα στη Γερμανία να κυριαρχήσει στην εσωτερική αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι η γερμανικοί μισθοί μένουν καθηλωμένοι. Τα εμπορικά πλεονάσματα μετατρέπονται κατόπιν σε κεφάλαια προς εξαγωγή από τη Γερμανία προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Πρόκειται για μια νέα μορφή γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη που διεκπεραιώνεται μέσω των μηχανισμών της Ε.Ε. και της ΟΝΕ. Είναι εμφανές ότι δεν μπορεί διατηρηθεί για πολύ η κατάσταση αυτή. Η ΟΝΕ οδεύει προς βαθύτατη κρίση και πιθανώς διάσπαση ή κατάρρευση. Το τι θα συμβεί με την Ε.Ε. είναι ακόμη άδηλο.

Ερώτηση: Ποια πρέπει να είναι η θέση της Αριστεράς για την ελληνική κρίση χρέους και την προσφυγή στο «μηχανισμό  στήριξης» (ΔΝΤ, Κομισιόν και ΕΚΤ); Ποια είναι η γνώμη σας για προτάσεις όπως εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος ή παύση πληρωμών; 
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΜΠΑΖΟΣ
Το ζήτημα της εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος πρέπει να αποτελεί πάγιο αίτημα της ελληνικής, ευρύτερα της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας Αριστεράς. Το χρήμα παρουσιάζει σήμερα πολλά εμπορευματικά χαρακτηριστικά, αν και το ίδιο δεν είναι ένα απλό, ιδιαίτερο εμπόρευμα μεταξύ των άλλων ιδιαίτερων εμπορευμάτων. Αγοράζεται και πωλείται στην «ελεύθερη» αγορά, στις εθνικές αγορές υπό μορφή δανείων-χρεών με αντίτιμο ένα επιτόκιο (ή ένα μέρισμα κ.λπ.) που εξαρτάται από κοινωνικούς συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ανάμεσα σε κοινωνικές κατηγορίες που ανήκουν στην ίδια τάξη (π.χ. βιομήχανοι, τραπεζίτες), στις συναλλαγματικές αγορές με σκοπό την κερδοσκοπία κ.λπ. Η αριστερή πολιτική διέπεται από την αρχή ότι το χρήμα πρέπει να τυγχάνει μεταχείρισης ως να ήταν δημόσιο αγαθό κι όχι εμπόρευμα και ως εκ τούτου πρέπει να υπόκειται στο δημοκρατικό έλεγχο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι αναγκαία.

Ωστόσο ούτε η παύση πληρωμών ούτε η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος ούτε η προσφυγή στο ΔΝΤ είναι άμεσα αναγκαίες προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι επιπτώσεις της κρίσης. Όσο πιο «γενικού περιεχομένου» είναι τα αιτήματα της Αριστεράς, τόσο πιο δύσκολο είναι να δημιουργηθούν οι συσχετισμοί δυνάμεων για να αποτύχει η προσπάθεια των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών ελίτ να φορτώσουν το κόστος της κρίσης στους εργαζόμενους. Σε μια φάση άμυνας της εργατικής τάξης, τα αιτήματα πρέπει να είναι πραχτικά, συγκεκριμένα και να πείθουν το ευρύ κοινό σχετικά με τη δυνατότητα άμεσης υλοποίησής τους. Μια ταξικά προσανατολισμένη φορολογική μεταρρύθμιση που να περιλαμβάνει κατάργηση των εκκλησιαστικών φορολογικών προνομίων και δραστική μείωση των στρατιωτικών δαπανών, σε συνδυασμό με μια μεσοπρόθεσμη καλλιέργεια συμμαχιών σε ευρωπαϊκή κλίμακα (όχι μόνο σε επίπεδο κυβερνήσεων) για στήριξη της Ελλάδας διαμέσου π.χ. δανείων με ευνοϊκούς όρους και χαλιναγώγησης της κερδοσκοπίας εις βάρος της, θα είχαν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας στον αγώνα κατά της επίθεσης που δέχονται σήμερα οι εργαζόμενοι απ’ ό,τι εύηχα αιτήματα που δεν πείθουν κανένα ότι μπορούν να υλοποιηθούν στο παρόν στάδιο. Όταν κανένα σχέδιο επίθεσης δεν παρουσιάζει υψηλή πιθανότητα επιτυχίας, ο καλύτερος τρόπος άμυνας είναι η άμυνα. Χρειαζόμαστε μιαν προσγειωμένη και πειστική πολιτική άμεσης εφαρμογής. Όσο πιο πραχτικά και απλά είναι τα αιτήματα τόσο το καλύτερο. Όταν επιτίθενται στο κεκτημένο υπερασπιζόμαστε το κεκτημένο.   
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΠΑΒΙΤΑΣ
Η κυβέρνηση Παπανδρέου ταλαντεύτηκε για ένα διάστημα, αλλά τελικά υιοθέτησε σκληρή λιτότητα, περικοπές, και πίεση επί των εργαζομένων. Από τη στιγμή που πήρε αυτήν την απόφαση ήταν αναπόφευκτο ότι θα κατέληγε σε βοηθητικό δανεισμό. Όλη αυτή η φιλολογία ότι η Ελλάδα μπορεί μόνη της, τα γεμάτα πιστόλια κ.λπ. κ.λπ. ήταν βλακώδης και εκ του πονηρού. Δεδομένου του όγκου του χρέους, της όξυνσης της κερδοσκοπίας στις διεθνείς αγορές, του μεγέθους του δημοσίου ελλείμματος και του μαγειρέματος των στοιχείων, εκεί θα καταλήγαμε. Η προσφυγή στον μηχανισμό απλώς σημαίνει ότι η κυβέρνηση πιθανότατα θα αναγκαστεί να εντείνει την πίεση επί των εργαζομένων. Ο κεντρικός πυρήνας της πολιτικής όμως παραμένει ο ίδιος.

Πρόκειται για τραγική εξέλιξη για την ελληνική κοινωνία, και η Αριστερά προφανώς πρέπει να την απορρίψει χωρίς συμβιβασμούς. Έρχεται ύφεση, ανεργία και φτώχεια. Το χειρότερο είναι ότι μάλλον δεν θα λυθεί και το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, δεδομένου ότι τα δημόσια έσοδα θα συρρικνώνονται. Αυτά που ακούγονται για ανάπτυξη μέσω των χαμηλών μισθών και της απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων είναι παντελώς αβάσιμα.
Η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση οδηγεί σε στάση πληρωμών, όσο κι αν δηλώνουν κυβερνητικά στελέχη ότι ούτε τους περνάει απ’ το μυαλό. Θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο για την Ελλάδα να συνεχίσει να εξυπηρετεί το χρέος της το 2011 με τις παρούσες συνθήκες. Η παύση πληρωμών κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει, είτε το απαιτήσει η Αριστερά είτε όχι. Το πραγματικό ζητούμενο είναι να γίνει με όρους που θα θέσει η Αριστερά και το λαϊκό κίνημα, όχι με όρους της κυβέρνησης ή των δανειστών. Αυτό σημαίνει πρώτα πρώτα εθνικοποίηση των τραπεζών, διότι στην πράξη θα χρεοκοπήσουν μόλις γίνει η παύση πληρωμών, δεδομένου ότι κατέχουν μεγάλο όγκο χρεογράφων του ελληνικού Δημοσίου. Η εθνικοποίηση θα διασώσει τις τράπεζες και ταυτόχρονα θα τις φέρει κάτω από δημόσιο έλεγχο ώστε να συμβάλουν στην ανάκαμψη και το μετασχηματισμό της οικονομίας.

Πώς κρίνετε την πρόταση για έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ; 
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΜΠΑΖΟΣ
Το εθνικό νόμισμα είναι βέβαια ένα προστατευτικό μέτρο το οποίο όμως δεν εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία από τις διεθνείς επιπτώσεις της κρίσης. Άλλες χώρες της Ε.Ε. εκτός ευρωζώνης υφίστανται την κρίση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι η Ελλάδα. Τα βαλτικά κράτη (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία) είναι τα πιο απτά παραδείγματα μεταξύ πολλών άλλων.
Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις μιας άμεσης, μονομερούς εξόδου της Ελλάδας από την ΟΝΕ; Η υποτίμηση της δραχμής σε σχέση με το ευρώ θα καθιστούσε πολύ πιο δύσκολη την εξόφληση του εξωτερικού χρέους και θα καθιστούσε, γενικότερα, την Ελλάδα συγκριτικά φτωχότερη απ’ ό,τι σήμερα σε σχέση με την ευρωζώνη. Το έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές -που είναι και η αιτία της αύξησης του χρέους- θα μειωνόταν βέβαια, με τίμημα όμως την άμεση, δραστική μείωση της ευημερίας όλων των εισοδηματικών τάξεων (περιλαμβανομένων και των μη μισθωτών τάξεων). Η έξοδος από την ΟΝΕ ισοδυναμεί με αποδοχή ότι ένα μέρος τουλάχιστον του κόστους της κρίσης πρέπει να το πληρώσουν και οι μισθωτοί εργάτες.

Βέβαια, το εθνικό νόμισμα παρουσιάζει κι ένα πλεονέκτημα: Μπορεί να συμβάλει μακροπρόθεσμα, εάν και εφόσον συνοδευτεί από κρατικό παρεμβατισμό και αναπτυξιακή στρατηγική, στη βελτίωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Το πλεονέκτημα της υιοθέτησης της δραχμής είναι υποθετικό, για να επιβεβαιωθεί ως τέτοιο πρέπει να ικανοποιηθούν κάποιο όροι και προϋποθέσεις, ενώ τα μειονεκτήματα είναι απτά και άμεσα. Κι εδώ μιλούμε μόνο για τα οικονομικά μειονεκτήματα, παραλείποντας να αναφέρουμε τα πολιτικά.
Το ερώτημά σας, αν και είναι πολύ συγκεκριμένο, παραπέμπει σε ένα ευρύτερο ερώτημα: Είναι δυνατό να φανταστεί κανείς σήμερα μια εθνική πορεία προς μια λιγότερο άδικη κοινωνία; Η ελληνική οικονομία, ακόμη κι αν αποκτήσει εθνικό νόμισμα, δεν θα πάψει να είναι συμπληρωματική και εξαρτώμενη από την ευρωπαϊκή και ευρύτερα την παγκόσμια οικονομία. Θα συνεχίσει να υφίσταται το διεθνή ανταγωνισμό της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Σε αντίθεση με το εθνικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών κρατών, το πλαίσιο της Ε.Ε. είναι αρκετά μεγάλο και αρκετά ισχυρό για να «αντέξει», ακόμη και αν εγκαταλείψει μονομερώς τη νεοφιλελεύθερη πορεία των τελευταίων δεκαετιών. Για να εκφραστούμε απλά: Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή, ενώ μια άλλη Ελλάδα δεν είναι. Ο ταξικός αγώνας, όπως και ο πολιτικός, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένοι στο εθνικό πλαίσιο, ενώ τα πράγματα διαμορφώνονται σε ένα ευρύτερο επίπεδο, ηπειρωτικό και παγκόσμιο. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί προβλήματα στον στρατηγικό σχεδιασμό των αντιστάσεων, τα οποία όμως δεν είναι δυνατό να υπερπηδηθούν με μέτρα που ενισχύουν κάπως την ήδη περιορισμένη κρατική κυριαρχία, όπως η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος. Η εποχή της κρατικής κυριαρχίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί με ή χωρίς εθνικό νόμισμα.

Καταληχτικά πρέπει να σημειώσουμε ότι, καλώς ή κακώς, το ευρώ είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό πολιτικά νομιμοποιημένο, ακόμη και στην Ελλάδα. Αν πρόκειται να καταρρεύσει γιατί οι ελίτ της Ευρώπης αρνούνται να πληρώσουν το τίμημα της ΟΝΕ και της κρίσης και επιχειρούν να το φορτώσουν στους εργαζόμενους, ας καταρρεύσει. Ας αναλάβουν όμως και την πολιτική ευθύνη αυτής της κατάρρευσης και ας αφήσουν τη φιλολογία σχετικά με μιαν ευρωπαϊκή ενοποίηση που θα είναι κάτι πέραν από μια ημιτελή οικονομική ένωση, δηλαδή κάτι πέραν από μια ελεύθερη αγορά που διέπεται από την αρχή του «ανόθευτου ανταγωνισμού» που καθηλώνει τους μισθούς και αποδομεί το κοινωνικό και δημοκρατικό κεκτημένου.

Αν δεν υπήρχε Ε.Ε., η Αριστερά και το εργατικό κίνημα θα έπρεπε να την είχαν εφεύρει, όχι βέβαια για να δημιουργήσουν την Ε.Ε. όπως την ξέρουμε σήμερα αλλά για να δημιουργήσουν μιαν άλλη Ευρώπη βασισμένη σε ένα αριστερό αξιακό υπόβαθρο. Τώρα που η Ευρώπη υπάρχει ως δημιούργημα των ελίτ, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να αγωνιστούμε, εκμεταλλευόμενοι τα εσωτερικά της προβλήματα και αντιθέσεις, για να της αλλάξουμε το περιεχόμενο.
Η Ελλάδα χρησιμοποιείται σήμερα σαν ένα ευρωπαϊκό, πειραματικό εργαστήριο μελέτης των ορίων πολιτικής και κοινωνικής ανοχής των εργαζομένων. Ας τους δείξουμε με την αντίσταση στο δρόμο ότι η κόκκινη γραμμή του κοινωνικά απαράδεκτου έχει προ πολλού παραβιασθεί στην Ελλάδα (όπως και στη νότια Ευρώπη και στο σύνολο της Ε.Ε. γενικότερα). Αυτή η αντίσταση προϋποθέτει όμως εναλλακτικές προτάσεις απλού και πρακτικού περιερχομένου, ικανές να πείσουν το ευρύ κοινό ότι η αντεργατική λιτότητα δεν είναι μονόδρομος. Εάν δεν περάσουν τα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα, οι ελίτ της Ευρώπης θα σκεφτούν και δεύτερη φορά αν πράγματι πρέπει να εγκαταλείψουν το ευρώ στην τύχη του με το να αρνούνται κάθε ουσιαστική βοήθεια στην Ελλάδα.

Αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, η αιχμή του δόρατος της αριστερής πολιτικής είναι η φορολογική πολιτική, ούτως ώστε να μην επωμισθούν το βάρος της κρίσης οι εργαζόμενοι. Μια εναλλακτική φορολογική πολιτική είναι άλλωστε και η μόνη πολιτική που μπορεί να ενώσει την Αριστερά και να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα σε ένα πολύ ευρύτερο κοινωνικό στρώμα που επηρεάζεται σήμερα από το κυβερνητικό κόμμα και την παραδοσιακή δεξιά. Αν δεν επικεντρωθούμε σ’ αυτήν, κινδυνεύουμε να αναλωθούμε σε ατέρμονες συζητήσεις περί πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του ευρώ, της συμμετοχής στην Ε.Ε. κ.λπ. που δεν θα έχουν κανένα απτό αποτέλεσμα στη μάχη που ήδη διεξάγεται. Άλλωστε, η συζήτηση για την ΟΝΕ και την Ε.Ε. εγγράφεται σε ένα χρονικό ορίζοντα πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν του βραχέως χρόνου που θα καθορίσει την έκβαση της επίθεσης που δέχονται σήμερα οι εργαζόμενοι.  
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΠΑΒΙΤΣΑΣ
Η συμμετοχή στην ΟΝΕ αποτέλεσε μόνο πηγή κακών για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Όπως ήδη εξήγησα, η ΟΝΕ είναι μηχανισμός γερμανικής κυριαρχίας, ένα σιδερένιο χέρι που συντρίβει τους ευρωπαϊκούς λαούς. Η έξοδος της Ελλάδας είναι απαραίτητη για να αναπνεύσει η οικονομία και η κοινωνία. Θέλω όμως να τονίσω ότι μπορεί να φτάσουμε στη έξοδο απλώς και μόνο διότι η πολιτική λιτότητας θα αποτύχει, αναγκάζοντας την ελληνική αστική τάξη σε αποχώρηση. Κάτι τέτοιο θα ήταν κακή εξέλιξη, γιατί πιθανώς θα σήμαινε συνέχιση των περιοριστικών πολιτικών χωρίς ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές αλλά με κερδοσκοπία κατά του εγχώριου νομίσματος. Η Αριστερά πρέπει να είναι προετοιμασμένη και να προτείνει προοδευτική έξοδο. Το σοκ θα είναι αναμφίβολα μεγάλο. Η έξοδος θα φέρει υποτίμηση και βέβαια στάση πληρωμών, αν κάτι τέτοιο δεν έχει ήδη συμβεί. Θα πρέπει αμέσως να γίνουν εθνικοποιήσεις τραπεζών, άλλων μεγάλων κλάδων, καθώς και επιβολή δημόσιου ελέγχου επί της οικονομίας συνολικά. Στη βάση αυτή θα μπορέσει να προστατευτεί το εργατικό εισόδημα και η απασχόληση. Θα μπορέσουν επίσης να ληφθούν μέτρα βιομηχανικής πολιτικής για να προχωρήσει η τόνωση της παραγωγής.

Η έξοδος από την ΟΝΕ μπορεί να αποτελέσει έναυσμα μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, και η Αριστερά δεν πρέπει να τη φοβάται. Απαραίτητη συνθήκη για προοδευτική έξοδο είναι φυσικά η ύπαρξη ισχυρών κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών. Στο κοινωνικό επίπεδο χρειάζεται συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου τα οποία συντρίβονται από την κρίση. Υπάρχουν, για παράδειγμα, εκατοντάδες χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις που επιθυμούν δημόσιο έλεγχο των τραπεζών και τόνωση της ζήτησης. Η εργατική τάξη είναι ο φυσικός ηγέτης μιας τέτοιας συμμαχίας που μπορεί να πάει την κοινωνία μπροστά. Στο πολιτικό επίπεδο χρειάζεται ευρύ μέτωπο βασισμένο στην Αριστερά το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να ελκύσει τις εργατικές μάζες που βρίσκονται στο ΠΑΣΟΚ. Ένα αυθεντικό ενιαίο μέτωπο φτιαγμένο από τα κάτω θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα σήμερα, δεδομένης της απαξίωσης του σημερινού πολιτικού συστήματος. Βγάζοντας τη χώρα από την ΟΝΕ θα είχε τη δυνατότητα να θέσει την οικονομία σε άλλες βάσεις, ωθώντας τη χώρα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Θα μπορούσε ακόμη να βρει στήριξη από τους εργαζόμενους των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε., τη φορά αυτή σε πραγματική βάση αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης. Οι δυνατότητες υπάρχουν. Αυτό που χρειάζεται είναι να θυμηθεί η Αριστερά τα οράματά της και να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: