Πηγή: ciaoant1
Το άδοξο τέλος του «Τρίτου Δρόμου»
Η ήττα των Εργατικών και η παραίτηση του Μπράουν έκλεισαν την αυλαία μιας ολόκληρης πολιτικής εποχής του δυτικού κόσμου.
Είχε προηγηθεί το εφιαλτικό οικονομικό «τσουνάμι» της Ανατολικής Ασίας, που προκάλεσε την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ενώ μεγάλα απεργιακά κύματα ανέτρεπαν τις συντηρητικές κυβερνήσεις του Ζιπέ στη Γαλλία και του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία. Οι ηγέτες της επελαύνουσας Κεντροαριστεράς ήρθαν στην εξουσία εν μέσω πληθωρικών ελπίδων ότι όχι μόνο το πολιτικό, αλλά και το κοινωνικό εκκρεμές θα στρεφόταν τώρα προς τα αριστερά και ότι μια γενναία αναδιανομή του πλούτου θα ισοστάθμιζε τις οδυνηρές απώλειες που είχαν επιφέρει δύο δεκαετίες ρεϊγκανισμού - θατσερισμού.
Πολύ γρήγορα, αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για όνειρα θερινής νυκτός. Οι νέας κοπής, φωτογενείς εκπρόσωποι της σοσιαλδημοκρατίας ελάχιστη σχέση είχαν με τους παραδοσιακούς ηγέτες των ιστορικών, εργατικών κομμάτων.
Ο περίφημος «Τρίτος Δρόμος» του Τόνι Μπλερ (όπως και το γερμανικό του αντίστοιχο, το «Νέο Κέντρο» του Γκέρχαρντ Σρέντερ) ήταν μια φαντασιακή απόδραση από τα αναπόδραστα διλήμματα της κοινωνίας και της Ιστορίας: πέραν του κεφαλαίου και της εργασίας, πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, πέραν του νεοφιλελευθερισμού και του κοινωνικού κράτους. Μόνο που, όπως έλεγε ο Γκαίτε, ανάμεσα στα δύο άκρα δεν βρίσκεται η λύση, αλλά το ίδιο το πρόβλημα...
Η στιγμή της αλήθειας ήρθε τον Μάρτιο του 1999, όταν ο Γκέρχαρντ Σρέντερ εκδίωξε από το υπουργείο Οικονομικών τον Οσκαρ Λαφοντέν, ηγέτη της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατών. Είχε προηγηθεί λυσσαλέος πόλεμος του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης εναντίον της πολιτικής Λαφοντέν για γενναία φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου. «Οι ηγέτες της γερμανικής βιομηχανίας απαίτησαν το κρανίο του Λαφοντέν», έγραψαν τότε οι Financial Times. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η κυβέρνηση Σρέντερ αποδύθηκε στην πιο δραστική εκστρατεία μείωσης του κόστους εργασίας και των κοινωνικών παροχών που γνώρισε η μεταπολεμική Γερμανία.
Στη Βρετανία, ο Economist δεν δίστασε να λοιδωρήσει τον Μπλερ ως «Θάτσερ με παντελόνια». Ο ηγέτης των «Νέων Εργατικών», σε συνεργασία με τον υπουργό Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν, διαχειρίστηκαν το κεκτημένο του θατσερισμού και τροφοδότησαν τις δίδυμες «φούσκες» του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της αγοράς ακινήτων, οι οποίες εκρήγνυνται σήμερα μπροστά στα μάτια μας - το έλλειμμα της Βρετανίας θα ξεπεράσει το ελληνικό μέσα σε λίγους μήνες. Η συντηρητική στροφή ήταν εξίσου εντυπωσιακή στο πεδίο των ιδεών, όπου την πρώτη θέση κατείχε από την πρώτη στιγμή η ασφάλεια. «Μηδενική ανοχή στο έγκλημα» ήταν ένα κεντρικό σύνθημα των Νέων Εργατικών, δανεισμένο κατ' ευθείαν από τον δεξιό δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Ρούντολφ Τζουλιάνι.
Αλλά η μεγαλύτερη διάψευση ήρθε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Προεκλογικά, ο Τόνι Μπλερ είχε υποσχεθεί την υπέρβαση του παραδοσιακού ευρωσκεπτικισμού μιας Βρετανίας αγκυλωμένης στο δόγμα της Θάτσερ, κατά το οποίο όλα τα προβλήματα έρχονται από την ηπειρωτική Ευρώπη και όλες οι λύσεις από την Αμερική. Είχε επίσης τονίσει ότι εννοούσε να γίνει ο πρώτος, ύστερα από πολλά χρόνια, Βρετανός πρωθυπουργός που δεν θα εμπλεκόταν σε πόλεμο. Τελικά, έστειλε στρατό στο Κόσοβο, τη Σομαλία, τη Σιέρα Λεόνε και το Αφγανιστάν, διέσπασε πολιτικά την Ευρώπη και συμπαρατάχθηκε με τον Μπους στον πόλεμο - φιάσκο του Ιράκ. Η πολιτική του είχε βαριές επιπτώσεις στις πολιτικές ελευθερίες: ανάμεσα στο 2002 και το 2009, το βρετανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τέσσερις (!) αντιτρομοκρατικούς νόμους, έξι νόμους για την αστυνόμευση και την εγκληματικότητα και πέντε νόμους για τη μετανάστευση και το άσυλο.
Την κληρονομιά του Μπλερ δεν θέλησε ή δεν τόλμησε να αμφισβητήσει ο πολιτικά άχρωμος Μπράουν. Ως αποτέλεσμα, τα 13 χρόνια των «Νέων Εργατικών» άφησαν πίσω τους μια Βρετανία με σχεδόν ανύπαρκτες διαχωριστικές γραμμές. «Δεν υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες επιλογής», σχολίαζε στο πρακτορείο «Ρόιτερς» ο ιστορικός Ντέιβιντ Στάρκλι. Οπως σημειώνει, μάλιστα, ο πρώην διευθυντής της γαλλικής Le Monde, Ζαν - Μαρί Κολομπανί, εμφανίστηκε το παράδοξο να μιλάει ο Εργατικός Μπράουν τη γλώσσα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ο Συντηρητικός Κάμερον εκείνη της κοινωνικής ευαισθησίας.
Ο αρθρογράφος του Guardian, Γκάρι Γιανγκ, εκτιμά ότι ελάχιστη σημασία έχει η αλλαγή φρουράς στη Ντάουνινγκ Στριτ. «Δεδομένης της συναίνεσης, οι αγορές δεν ενδιαφέρονταν, στην πραγματικότητα, για τον νικητή ή και για το ενδεχόμενο ενός Κοινοβουλίου όπου κανένας δεν θα είχε αυτοδυναμία. Αρκεί που ήταν δεδομένο ότι η όποια κυβέρνηση δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι. Το μόνο που αξίωναν (οι αγορές) ήταν σταθερότητα και λιτότητα. Το πρόβλημά τους είναι ο λαός». Κατά τον Γιανγκ, όπως και κατά τον Κολομπανί, το βρετανικό πολιτικό σύστημα βαίνει προς μιασοβαρή «κρίση αντιπροσώπευσης», καθώς η καταθλιπτική συναίνεση των πολιτικών κορυφών βρίσκεται σε αναντιστοιχία με διευρυνόμενο μέρος του κοινωνικού σώματος. Η συνέχεια επί της οθόνης - ή μήπως επί των δρόμων;
Οι τρεις μεταμορφώσεις της σοσιαλδημοκρατίας
Στον ενάμιση αιώνα της ιστορίας τους, τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης γνώρισαν τρεις μεγάλες ιδεολογικές μεταμορφώσεις.
Η πρώτη πραγματοποιήθηκε τη θυελλώδη περίοδο 1914-1920, που σημαδεύτηκε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία.
Η απόφαση-σοκ του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), της ιστορικής οργάνωσης του Μαρξ και του Ενγκελς, να τηρήσει «πατριωτική» στάση στον πόλεμο, θεωρήθηκε από την αριστερή πτέρυγα προδοσία των διεθνιστικών αρχών και προκάλεσε ρήγμα στη Σοσιαλιστική Διεθνή. Ενα ρήγμα, που έγινε αγεφύρωτο μετά την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία, με αποτέλεσμα το ιστορικό διαζύγιο σοσιαλιστών-κομμουνιστών.
Η δεύτερη μεταμόρφωση έρχεται τη δεκαετία του 1950, με ορόσημο το συνέδριο του SPD στο Μπαντ-Γκόντεσμπεργκ, το 1959. Εδώ οι σοσιαλδημοκράτες εγκαταλείπουν και επίσημα όχι μόνο την επαναστατική ανατροπή, αλλά και την ίδια την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, θεμελιώδες στοιχείο της μαρξιστικής αντίληψης περί σοσιαλισμού.
Η μεταμόρφωση αυτή, η οποία είχε ωριμάσει ήδη τη δεκαετία του ’30, ιδιαίτερα υπό την επίδραση του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, συνοδεύεται από τη στροφή σε αυτό που ο Γάλλος σοσιαλιστής Αντρέ Φιλίπ θα αποκαλούσε «αναδιανεμητικό σοσιαλισμό»: Μια πολιτική εξανθρωπισμού του καπιταλισμού και μείωσης των ανισοτήτων μέσω της βαριάς φορολογίας του κεφαλαίου, με τυπικό παράδειγμα το «κοινωνικό κράτος» των σκανδιναβικών χωρών.
Πάντως, η εν λόγω στροφή είναι μια πορεία με παλινωδίες και άνιση από χώρα σε χώρα. Ο Φρανσουά Μιτεράν διακήρυξε, στο ιστορικό συνέδριο του Επινέ, το 1971, ότι «η επανάσταση είναι πρώτα απ’ όλα ρήξη. Οποιος δεν αποδέχεται αυτή τη ρήξη με την κατεστημένη τάξη, με την καπιταλιστική κοινωνία, αυτός δεν μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Οσο για τους Βρετανούς Εργατικούς, αυτοί μόλις το 1994 κατάργησαν την περίφημη «Παράγραφο IV» του προγράμματος του 1918 που όριζε ότι στόχος του κόμματος ήταν «να εγγυηθεί στους χειρώνακτες εργάτες και στους διανοούμενους όλους τους καρπούς της εργασίας τους χάρη στη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής».
Η τρίτη μεταμόρφωση ολοκληρώνεται τη δεκαετία του ’90, υπό το βάρος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού και των φαινομένων κοινωνικού κατακερματισμού που τον συνοδεύουν. Στο νέο ιστορικό φόντο, η σοσιαλδημοκρατία εγκαταλείπει ακόμη και τον μετριοπαθή, αναδιανεμητικό ρόλο της και μετατρέπεται στο κατεξοχήν «κόμμα» της παγκοσμιοποίησης. Είναι η νέα Κεντροαριστερά των bo-bo (μποέμ-μπουρζουάς), η «Αριστερά του χαβιαριού», όπως τη λένε οι Γάλλοι. Κάτι ξέρουν οι άνθρωποι: Ο διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος-Καν, είναι προβεβλημένο στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του οποίου δεν αποκλείεται να είναι ο προεδρικός υποψήφιος, αντίπαλος του Σαρκοζί, στις προσεχείς εκλογές. Στο ίδιο κόμμα ανήκει και ο προϊστάμενος του έτερου πυλώνα της παγκοσμιοποίησης, του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, Πασκάλ Λαμί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου