Ιδού λοιπόν η απειλή για το έθνος: το νέο γερμανικό ράιχ έρχεται να καταβροχθίσει το δύστυχο έθνος των Ελλήνων. Και όχι μόνο. Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να μετατραπεί σε γερμανική επαρχία. Το νέο πανίσχυρο όπλο ονομάζεται ευρώ και αποτελεί τον πολιορκητικό κριό της σύγχρονης γερμανικής επέλασης.
Κάποιοι, σε αυτήν την υστερική σκιαγράφηση της πραγματικότητας, είναι ελαφρώς πιο συγκρατημένοι: και γι’ αυτούς ασφαλώς «αυτοί οι Γερμανοί» είναι οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για τα προβλήματα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, «λόγω της κοντόφθαλμης πολιτικής της Μέρκελ». Συσσωρεύουν εμπορικά πλεονάσματα σε βάρος των «εταίρων» τους και κάποια στιγμή και αυτοί («οι Γερμανοί») θα υποστούν τις συνέπειες (αναγκαστικά θα περιοριστούν οι εξαγωγές τους λόγω υπερχρέωσης των «εταίρων» τους στην Ε.Ε.). Ο βασικός μοχλός αυτής της «κοντόφθαλμης γερμανικής πολιτικής» είναι το ευρώ που άλλοτε η Γερμανία το θέλει «σκληρό» και άλλοτε λιγότερο «σκληρό» (είναι ελαφρώς σκοτεινό πότε θέλει το ένα και πότε το άλλο, εξαρτάται από τον αρθρογράφο που υποστηρίζει αυτές τις απόψεις).
Όπως κάθε αστική μυθολογία έτσι και αυτή έχει κάποιες αναφορές στην πραγματικότητα (γερμανικά πλεονάσματα, ελληνικά ελλείμματα, ενδοευρωπαϊκοί οικονομικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί κ.λπ.). Ωστόσο η συνολική εικόνα που προβάλλεται είναι στρεβλή και ιδεοληπτική.
Στην πραγματικότητα το ευρώ έγινε πραγματικότητα γιατί ήταν επιλογή του συνόλου των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών που συμμετείχαν στη δημιουργία του. Και αυτό γιατί θεωρούσαν ότι η όλη διαδικασία εξέφραζε τα μακροπρόθεσμα ταξικά τους συμφέροντα. Επιπλέον το ευρώ δεν επιβλήθηκε από «τους Γερμανούς», το αντίθετο μάλιστα, αρχικά η Γερμανία είχε τις περισσότερες επιφυλάξεις για τη δημιουργία του ευρώ. Να λοιπόν γιατί είναι χρήσιμο να θυμηθούμε λίγο την ιστορία της δημιουργίας του ευρώ.
Από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση
(ΟΝΕ) στο Μάαστριχτ
Η διαδικασία που οδήγησε από την ΟΝΕ στο Μάαστριχτ και μετά στο ευρώ ήταν το αποτέλεσμα μιας διελκυστίνδας κυρίως ανάμεσα στη Γερμανία, με καγκελάριο τότε τον Χέλμουτ Κολ, και τη Γαλλία, με πρόεδρο τον Φρανσουά Μιτεράν. Το Φεβρουάριο του 1986 υπογράφτηκε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο 1987) με την οποία συμφωνείται η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και ορίζει χρονικό ορίζοντα το 1992.
Στόχος ήταν η δημιουργία μιας «εσωτερικής αγοράς», χωρίς εσωτερικά σύνορα, στην οποία θα διασφαλίζεται η «ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων» (οι περίφημες «τέσσερις ελευθερίες»). Εξ’ ίσου σημαντικό στη συμφωνία, ήταν η προσπάθεια να προχωρήσει παράλληλα και η «πολιτική ολοκλήρωση». Θεωρήθηκε ότι η «οικονομική ολοκλήρωση» θα ήταν εξαιρετικά επίφοβη χωρίς να υπάρχει μια κοινή πολιτική βάση που να την υποστηρίζει. Η αρχή της ομοφωνίας (μεταξύ των κρατών-μελών) για τη λήψη των αποφάσεων αντικαθίσταται, σε αρκετές περιπτώσεις, από «ειδικές πλειοψηφίες» (δηλαδή μια απόφαση επικυρώνεται αν λάβει ένα ορισμένο αριθμό ψήφων που λαμβάνει υπ’ όψη τον πληθυσμό κάθε χώρας και άλλα εξαιρετικά πολύπλοκα δεδομένα).
Ωστόσο, (για άλλη μια φορά στην ιστορία της) το τελικό αποτέλεσμα ήταν η τότε ΕΟΚ να μετατραπεί σε στίβο εθνικών ανταγωνισμών. Η γερμανική Κεντρική Τράπεζα, η Μπούντεσμπανκ, ανεβοκατέβαζε τα επιτόκιά της με γνώμονα τα συμφέροντα του γερμανικού καπιταλισμού, πράγμα που εξανάγκαζε τους υπόλοιπους να ακολουθούν, είτε το ήθελαν είτε όχι. Η Γερμανία μπορούσε να το κάνει αυτό χάρις στην οικονομική της ισχύ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο βιομηχανικός τομέας της Δυτικής Γερμανίας έφτανε στο 68% του αντίστοιχου της Γαλλίας, Ιταλίας, Βρετανίας συνδυασμένα.[1]
Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1989 που γκρέμισαν τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού («του υπαρκτού σοσιαλισμού»), η κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, και η γερμανική ενοποίηση το 1990, είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάδυση (ξανά) της Γερμανίας σαν παγκόσμιας δύναμης, που σε συνδυασμό με την οικονομική ηγεμονία, αύξανε την αυτοπεποίθηση του γερμανικού καπιταλισμού.
Ωστόσο, η Γερμανία δεν ήταν και τόσο ενθουσιώδης για την πορεία προς την ΟΝΕ. Θεωρούσε ότι ένα κοινό νόμισμα, αφ’ ενός θα αποδυνάμωνε τη γερμανική επιρροή, ενώ επιπλέον, αν δεν προχωρούσε ταυτόχρονα η πολιτική ένωση της Ευρώπης, θα έλειπε η αναγκαία πολιτική υποστήριξη του κοινού νομίσματος και το όλο εγχείρημα μπορούσε να καταλήξει σε καταστροφικό φιάσκο.
Στο τέλος η Γερμανία εξαναγκάστηκε σε συμβιβασμό με τους κύριους εταίρους της στην ΕΟΚ:
«Οι περισσότεροι κοινοτικοί αναλυτές πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα το ευρώ γεννήθηκε κάτω από τα συντρίμμια του τείχους του Βερολίνου και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης του τότε καγκελάριου της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ με το γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης αυτής και ενώ ο Κολ δεν είχε ακόμη εξασφαλίσει τη διεθνή υποστήριξη για την επανένωση της Γερμανίας ο Μιτεράν του ανακοίνωσε ότι θα την στηρίξει, υπό έναν όρο: τη θυσία του μάρκου και τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Στόχος του Μιτεράν ήταν να εξασφαλίσει ότι στο μέλλον η επανενωμένη και πανίσχυρη πλέον Γερμανία δεν θα εισέλθει σταδιακά στον πειρασμό να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Για να μην συμβεί αυτό, ο Μιτεράν ζήτησε από τους Γερμανούς να θυσιάσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν -δηλαδή το μάρκο τους- και να αποφασίσουν ότι στο μέλλον η οικονομική και νομισματική πολιτική που θα ακολουθούν θα αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κοινοτικούς εταίρους τους».[2]
Σε αντιστάθμισμα, για τη Γερμανία, η ΟΝΕ και το ευρώ ήταν το βήμα για να μετατραπεί το μάρκο (το νόμισμα-βάση για το ευρώ) σε διεθνές νόμισμα. Η γερμανική οικονομία ήταν (και είναι), συγκριτικά, πολύ μικρότερη των ΗΠΑ, και ο μόνος τρόπος για να υπάρξει ένα διεθνές νόμισμα ανταγωνιστικό του δολαρίου, ήταν το νόμισμα αυτό να αποτελεί νόμισμα μιας μεγάλης αγοράς, αντίστοιχης της αμερικανικής. Η Γερμανία, λοιπόν, ήλπιζε (λόγω της οικονομικής της ισχύος) ότι το ευρώ θα αντανακλούσε κατά κύριο λόγο τα συμφέροντα του γερμανικού καπιταλισμού.
Από την πλευρά της η γαλλική κυβέρνηση στόχευε μέσω της «κοινής ευρωπαϊκής πορείας» να ελέγξει τη Γερμανία, ενώ παράλληλα, η δημιουργία ενός κοινού νομίσματος θα οδηγούσε σε μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της οποίας την πολιτική δεν θα καθόριζε αποκλειστικά και μόνο η Μπούντεσμπανκ.
«Η πρωτοβουλία για την ΟΝΕ προήλθε έτσι, όχι από την Γερμανία, αλλά από αλλού. Ο David Marsh των Financial Times το αποκάλεσε «μια απόπειρα, υπό τη Γαλλία και την Ιταλία, να αποδυναμώσουν την Μπούντεσμπανκ με το να εντάξουν το γερμανικό μάρκο σε ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα». Η ΟΝΕ ήταν ελκυστική για τη γαλλική άρχουσα τάξη για δυο λόγους. Πρώτον, με το να ισχυροποιείται η ΕΟΚ σαν οικονομικό μπλοκ θα επέτρεπε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να ενεργούν πιο ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ. Τον ίδιο αντικειμενικό στόχο είχαν οι γαλλικές προσπάθειες, που συναντούσαν τη σθεναρή αντίθεση της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου, να ενθαρρύνουν τη Γερμανία ειδικότερα και την Κοινότητα γενικότερα, να προχωρήσουν σε στρατιωτική συνεργασία έξω από το πλαίσιο του ελεγχόμενου από τις ΗΠΑ, ΝΑΤΟ. Δεύτερον, η ΟΝΕ θα αντέστρεφε το ισοζύγιο της οικονομικής δύναμης που είχε γείρει υπέρ της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αντίθετα με την Μπούντεσμπανκ, θα ελέγχεται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, στις οποίες η Γαλλία έχει βαρύνουσα επιρροή».[3]
Επομένως, η τελική πορεία προς την ΟΝΕ διαμορφώθηκε, τόσο από τα αντιτιθέμενα συμφέροντα Γερμανίας-Γαλλίας, όσο και από τους αναγκαίους συμβιβασμούς που έπρεπε να κάνουν μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, παρά τις αντιτιθέμενες επιδιώξεις Γερμανίας-Γαλλίας, γινόταν συνείδηση ολοένα και πιο πολύ, ότι «η μη εκμετάλλευση των δυνητικών οικονομιών κλίμακας προσφέρει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία».[4] Ακόμα και η τότε «κραταιά» γερμανική οικονομία, ήταν αδύνατον να σταθεί ισότιμα απέναντι στις ΗΠΑ-Ιαπωνία.
Γι’ αυτό η «οικονομική ολοκλήρωση» προχωρούσε με αργούς μεν, αλλά σταθερούς ρυθμούς (πράγμα που οδηγούσε, παράλληλα, στην ταυτόχρονη διεύρυνση της ΕΟΚ).
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ:
η επισημοποίηση του νεοφιλελευθερισμού
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (υπογράφτηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε ισχύ την 1/11/1993) αποτέλεσε συμβιβασμό ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία. Η βάση της συμφωνίας μεταξύ των δύο κρατών ήταν η απόλυτη συμφωνία τους ότι η πορεία προς το ευρώ (ορίστηκε για την 1 Ιανουαρίου 1999) θα ήταν σκληρά περιοριστική (διάβαζε νεοφιλελεύθερη) και δεν θα οδηγούσε σ’ ένα νόμισμα που θα ήταν πιο αδύνατο από το μάρκο. Άλλωστε, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στο σύνολο των τότε χωρών της ΕΟΚ, μέχρι τότε, είχαν αποδώσει «καρπούς». Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (κόστος που αφορά ουσιαστικά το ύψος των μισθών), από 7,8% το 1982, έπεσε στο 4,6% το 1990. Οι σκληρές πολιτικές περιορισμού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (που περιόριζαν την οικονομική ανάπτυξη και αύξαναν την ανεργία), οδήγησε, σε μέσο επίπεδο, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ από 2% το 1982, σε 0,5% το 1992.[5]
Τα κριτήρια που έθεσε το Μάααστριχτ ήταν δρακόντεια και στο έπακρο νεοφιλελεύθερα. Θα συμμετείχαν στο κοινό νόμισμα, μόνο οι χώρες των οποίων ο πληθωρισμός θα απέκλινε μόλις κατά 1,5% από το μέσο πληθωρισμό των πιο ισχυρών οικονομιών, το έλλειμμα του προϋπολογισμού δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Η συνθήκη επίσης προέβλεπε τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (από το 1998) της οποίας το καθήκον (στην πραγματικότητα το μοναδικό) ήταν η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Παρά τους οικονομικούς συμβιβασμούς, οι εθνικές αντιπαλότητες κάθε άλλο παρά υποχώρησαν με αποτέλεσμα η πορεία της «πολιτικής ολοκλήρωσης» της Ε.Ε. να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Βαθιές διαφωνίες ξέσπασαν ανάμεσα στα κράτη-μέλη στο ζήτημα της διάσπασης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το ξέσπασμα του πολέμου στη Βοσνία, αποκάλυψε την πλήρη αδυναμία των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να επιτύχουν κοινή στάση και να εφαρμόσουν στην πράξη μια ενιαία εξωτερική πολιτική. Αποκαλύφθηκε η στρατιωτική αδυναμία της Γερμανίας, που παρά την οικονομική της δύναμη, δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τη στρατιωτική υπεροχή Γαλλίας – Βρετανίας.
Στο τέλος δεν ήσαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αλλά οι ΗΠΑ που επέβαλαν τη «στρατιωτική λύση» στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Με ανάλογα προβλήματα πήγαινε και η «οικονομική ολοκλήρωση». Στις 16 Σεπτεμβρίου 1992 η Βρετανική λύρα αναγκάστηκε να βγει από το Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (προπαρασκευαστικό στάδιο πριν τη δημιουργία του ευρώ), ενώ στις 17 Σεπτεμβρίου αποσύρθηκε και η ιταλική λιρέτα.
Η πορεία, λοιπόν, της ΟΝΕ στη δεκαετία του 1990, σηματοδοτήθηκε από την έκρηξη των εθνικών ανταγωνισμών, πράγμα που οδήγησε πολλούς (μεταξύ των οποίων και οι κερδοσκόποι!) να προεξοφλούν την τελική αποτυχία της ΟΝΕ και του ευρώ.
Παράδοξα (αλλά καθόλου ανεξήγητα όπως θα δούμε) η ΟΝΕ επιβίωσε. Γαλλία και Γερμανία, συνέχιζαν να πιέζουν προς την κατεύθυνση ενός κοινού νομίσματος.
Η κρυφή γοητεία του ευρώ
Οι διάφορες εθνικές οικονομίες έχουν άνισα επίπεδα ανάπτυξης, πράγμα που σημαίνει διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και κόστους. Έτσι, αναπόφευκτα υπάρχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές ως προς την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου τους. Η διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, λειτουργεί σαν «μηχανισμός» μέσω του οποίου οι εθνικές οικονομίες «προσαρμόζονται», αντιδρούν σ’ αυτές τις διαφορές.
Αν μια χώρα είναι λιγότερο ανταγωνιστική, η «διολίσθηση» του νομίσματός της (υποτίμηση) είναι ένας μηχανισμός μέσω του οποίου τα προϊόντα της, παρά τη χαμηλότερη παραγωγικότητα σ’ αυτήν τη χώρα, γίνονται πιο φτηνά στη διεθνή αγορά και έτσι αναπληρώνει, σ’ ένα βαθμό, το «έλλειμμα» ανταγωνιστικότητας.
Η εισαγωγή του ευρώ, αποστέρησε τις διάφορες ευρωπαϊκές εθνικές οικονομίες από αυτόν το μηχανισμό προστασίας των οικονομιών τους. Το πρόβλημα εμφανίζεται στις «φτωχότερες» (και λιγότερο ανταγωνιστικές) ευρωπαϊκές χώρες που είναι «παγιδευμένες» σε ένα ισχυρό νόμισμα, που δεν μπορούν να υποτιμήσουν, και συσσωρεύουν ελλείμματα, με αποτέλεσμα ο μόνος τρόπος αντίδρασης να είναι οι χαμηλοί μισθοί και ένα μόνιμο υψηλό ποσοστό ανεργίας (η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται σε αυτή την κατηγορία). Βεβαίως, οι κοινοτικές χρηματικές μεταβιβάσεις προς τις «φτωχότερες» χώρες είναι ένας τρόπος εξισορρόπησης των διαφορών. Ωστόσο, οι μεταβιβάσεις αυτές είναι μικρές, ο ευρωπαϊκός «ομοσπονδιακός» προϋπολογισμός είναι πολύ χαμηλός γύρω στο 1% του ΑΕΠ της Ε.Ε..
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τις πιο αδύναμες χώρες (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία), αλλά και τις ισχυρότερες (π.χ. Ιταλία). Ακόμα και ο γαλλικός καπιταλισμός αποστερήθηκε από ένα όπλο (το εθνικό νόμισμα) στον ανταγωνισμό σε σχέση με τον ισχυρότερο γερμανικό καπιταλισμό. Οι παραπάνω λόγοι, συμβάλλουν (και αυτοί) ώστε Βρετανία, Δανία και Σουηδία να μην συμμετέχουν στο ευρώ σήμερα.
Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι γιατί, παρ’ όλα αυτά οδηγηθήκαμε στην ΟΝΕ και το ευρώ;
Ένα ισχυρό νόμισμα διευκολύνει στην υλοποίηση ενός τετραπλού στόχου:
Α) Στην ιδιοποίηση μεγαλύτερης διεθνούς αξίας.
Β) Στην προστασία από τους κινδύνους ενός ανεξέλεγκτου πληθωρισμού.
Γ) Στην επίσπευση των διαδικασιών «εκσυγχρονισμού», δηλαδή στη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση και στην τεχνολογική αναβάθμιση, αφού αποτελούν τη μοναδική διέξοδο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας λόγω της ύπαρξης του ισχυρού νομίσματος.
Δ) Διευκολύνει την ιδεολογική ηγεμονία των καπιταλιστών στο εσωτερικό των κρατών-μελών.
Ας δούμε όλα αυτά πιο αναλυτικά.
Με την υιοθέτηση του ευρώ οι καπιταλιστές της Ευρώπης απέκτησαν ένα νόμισμα διεθνών συναλλαγών ικανό να ανταγωνιστεί το δολάριο. Ενώ σαφώς, οι πλέον ανταγωνιστικοί καπιταλισμοί της Ε.Ε. είναι αυτοί που καρπώνονται τα περισσότερα οφέλη, παρ’ όλα αυτά και οι μικρότεροι έχουν να κερδίσουν από το ευρώ:
Πρώτον, δεν κινδυνεύουν από τις συχνές και απρόβλεπτες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που πολλές φορές καταλήγουν σε κερδοσκοπικές επιθέσεις στα εθνικά τους νομίσματα, με αποτέλεσμα (για την υπεράσπιση του εθνικού νομίσματος) να αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα σε «σκληρό νόμισμα». Στο παρελθόν, η Ελλάδα είχε εξαναγκασθεί, αρκετές φορές, να αγοράζει δραχμές πουλώντας δισεκατομμύρια δολάρια για να υπερασπίσει τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής.
Δεύτερον, η πρόσδεσή τους στη διαδικασία αναβάθμισης των καπιταλιστικών χωρών της δυτικής Ευρώπης, τους ανοίγει ευκαιρίες οικονομικής διείσδυσης εκτός εθνικών συνόρων και εκτός Ε.Ε. Η επέκταση του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια, την περιοχή του Καυκάσου ή τη Μέση Ανατολή αποτελεί ένα παράδειγμα.
Τρίτον, η καθιέρωση του ευρώ επιταχύνει τις «εκκαθαριστικές» διαδικασίες στο εσωτερικό των εθνικών κρατών της Ε.Ε. Κεφάλαια που δεν είναι πλέον αποτελεσματικά (δεν μπορούν να «σταθούν» στο νέο οξυμένο ευρωπαϊκό ανταγωνιστικό περιβάλλον) εκκαθαρίζονται πιο εύκολα (μιας και δεν υπάρχει πλέον το «μαξιλαράκι» της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος) και προωθείται η συγκεντροποίηση και ο εκσυγχρονισμός του κεφαλαίου.
Τέταρτον, η δημοσιονομική πειθαρχία που επέβαλε η εισαγωγή του ευρώ διευκόλυνε ιδεολογικά την επιβολή νεοφιλελεύθερων μέτρων για να μην «χαθεί το τρένο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», ενώ επιπλέον η «εθνική κυβέρνηση» μπορεί να αποποιηθεί την ευθύνη, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί «ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα».
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική, προκάλεσε την ευθυγράμμιση όλων των καπιταλιστών, κάθε εθνικής ταυτότητας, προς το ευρώ τη δεκαετία του 1990 μιας και αυτή η πορεία εξυπηρετούσε τα ταξικά τους συμφέροντα, ανεξάρτητα από την τελική κατάληξη που θα είχε το «ευρωπαϊκό εγχείρημα».
Ε.Ε. και η παρούσα οικονομική κρίση
Η πορεία προς την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» θα πρέπει να κατανοηθεί ως μια διαδικασία από τη σκοπιά του κεφαλαίου, με άλλα λόγια ταξικά. Ότι δηλαδή ταξικά εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από εθνική ταυτότητα ή κράτος, και αυτό αποτέλεσε την ουσιαστική «συγκολλητική ουσία» του όλου εγχειρήματος. Οι κοινωνικοί σχηματισμοί είναι ταξικοί σχηματισμοί, που σημαίνει ότι οι όποιες πρωτοβουλίες ή «εγχειρήματα» αναγκαστικά βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο της άρχουσας τάξης και μόνο ως τέτοια έχουν πιθανότητες επιτυχίας.
Ωστόσο ο καπιταλισμός είναι ένα εξαιρετικά δυναμικό σύστημα, οι επιτυχίες του χτες δεν εγγυώνται τη συνέχεια. Οι οικονομικές κρίσεις (αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) οδηγούν σε διαρκείς ανακατατάξεις δύναμης μεταξύ των κρατών, θέτοντας σε αμφισβήτηση τις προηγούμενες συμφωνίες και συνήθειες.
Η παρούσα οικονομική κρίση επανέφερε στο προσκήνιο τα άνισα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και ισχύος εντός της Ε.Ε. Οι χτεσινές ισορροπίες μετατρέπονται σε σημερινές ανισορροπίες. Το 2009 η Γερμανία είχε συνολικό εμπορικό πλεόνασμα 134 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σχέση με αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο 18, 28 και 51 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχαν η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ισπανία αντίστοιχα.[6] Το πρόβλημα του πόσο «σκληρό» ή «μαλακό» θα είναι το ευρώ δεν αφορά μόνο τους πιο αδύναμους στην Ε.Ε. αλλά και ισχυρούς «παίκτες» όπως η Γαλλία και η Ιταλία.[7]
Η σημερινή οικονομική κρίση έχει τέτοια έκταση, που πλέον συζητείτε η παραμονή ή όχι στο ευρώ των αδύναμων καπιταλισμών της Ε.Ε.. Η συζήτηση περιλαμβάνει από προτάσεις να αποβάλλονται από την Ευρωζώνη οι «απροσάρμοστες» χώρες[8] έως την υιοθέτηση δυο νομισμάτων στην Ε.Ε.:
«Οι Μ. Αργυρού και Τζ. Τσουκαλάς, υπεύθυνοι για την περιοχή της Ευρώπης στο οικονομικό «εργαστήρι» του Ν. Ρουμπίνι, Roubini Global Economics, προτείνουν μια Ευρωζώνη με δυο νομίσματα, ένα «ισχυρό» και ένα «ασθενές ευρώ», τα οποία θα είναι αμφότερα υπό τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Βάσει του σχεδίου αυτού, οι χώρες του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το ευρώ όπως το ξέρουμε σήμερα, δηλαδή «ισχυρό». Οι χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, θα υιοθετήσουν, για μια ορισμένη χρονική περίοδο, ένα άλλο νόμισμα, το «ασθενές ευρώ».[9]
Είναι μάταιο (και αντιπαραγωγικό) να αναλωθεί κανείς στη σεναριολογία. Οι προβλέψεις έχουν το βασικό ελάττωμα τις περισσότερες φορές να… διαψεύδονται!
Ας μείνουμε στα δεδομένα:
Η πρόθεση της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι να παραμείνει στην Ε.Ε., πιστή στο όραμα της «ισχυρής Ελλάδας». Ενός ελληνικού καπιταλισμού δηλαδή που βρίσκεται στα μεγάλα σαλόνια του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Είτε μείνει στο ευρώ είτε αναγκαστεί να αποχωρήσει (με την προοπτική να επανέλθει αργότερα) είναι δεδομένο ότι η πρόθεση της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι την κρίση να την πληρώσουν οι εργαζόμενοι της Ελλάδας. Από αυτήν την άποψη, σε αντίθεση με τις αντιγερμανικές κορώνες, η Γερμανική άρχουσα τάξη είναι χώρα οδηγός τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους υπόλοιπους καπιταλισμούς της Ε.Ε.
Γιατί;
Μα για τον απλούστατο λόγο ότι είναι η χώρα-υπόδειγμα για τους καπιταλιστές που κατόρθωσε να υποτάξει το οργανωμένο εργατικό κίνημα (συνδικάτα) αλλά και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στους στόχους και τις επιδιώξεις των γερμανών αφεντικών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ το εργατικό κόστος στη Γερμανία έχει μειωθεί επί τρία συνεχή χρόνια μεταξύ 2005 και 2007, όταν στη Γαλλία αυξήθηκε μεταξύ 1% και 2% ετησίως, την ίδια χρονική περίοδο, και στην Ελλάδα μεταξύ 2,8% και 4,8%.[10] Από τις αρχές του 2000 οι Σοσιαλδημοκράτες του SPD, συνεπικουρούμενοι από το 2005 από τους Χριστιανοδημοκράτες στο «μεγάλο συνασπισμό», επέβαλαν σκληρή λιτότητα, κατεδάφισαν το γερμανικό «κράτος πρόνοιας», πετσόκοψαν τα εργατικά δικαιώματα.
Αυτήν την επιτυχία (για τους αστούς) προσπαθούν να μιμηθούν στην Ελλάδα αλλά και παντού στην Ε.Ε.. Οι αντιγερμανικές κορώνες δεν αποτελούν παρά προπέτασμα καπνού, το ιδεολογικό κάλυμμα της νέας νεοφιλελεύθερης επέλασης.
Γερμανία και Ε.Ε.
Το όλο οικοδόμημα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», της δημιουργίας ενός «ευρωπαϊκού καπιταλισμού», βρισκόταν (και βρίσκεται) υπό την πίεση της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης των κρατών-μελών η οποία δημιουργεί μεγάλες διαφορές «εθνικών συμφερόντων». Μέχρι σήμερα δεν έγινε δυνατή η δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού καπιταλισμού» πέραν και πάνω από εθνικά κράτη. Για το λόγο αυτό, όπως όλες οι διακρατικές σχέσεις στον καπιταλισμό, έτσι και στην Ε.Ε., είναι οι συσχετισμοί δύναμης αυτοί που καθορίζουν την ιεραρχία εντός της Ε.Ε..
Η Γερμανία, δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι η δεσπόζουσα οικονομική δύναμη στην Ε.Ε.. Η όλη «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» αναπόφευκτα λαμβάνει υπ’ όψη την οικονομικά ηγεμονική της δύναμη -και γι’ αυτό η όλη πορεία υπήρξε τόσο επωφελής για τον γερμανικό καπιταλισμό (αλλά καθόλου επωφελής για τους εργαζόμενους της χώρας). Το γεγονός αυτό έχει πυροδοτήσει κατά καιρούς (και συνεχίζει να πυροδοτεί) την περίφημη συζήτηση, αν η Ε.Ε. σημαίνει «γερμανική Ευρώπη» ή «ευρωπαϊκή Γερμανία».
Στην πραγματικότητα η Γερμανική άρχουσα τάξη έχει κάνει τις αναγκαίες παραχωρήσεις στους «εταίρους» της (δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στον καπιταλισμό οι συμμαχίες είναι λυκοφιλίες).
Πρώτον, η Γερμανία απεμπόλησε ένα βασικό όπλο (σύμβολο) της οικονομικής της ηγεμονίας -το μάρκο. Δίνεται έτσι στους άλλους εταίρους η δυνατότητα (ο καθείς ανάλογα της δύναμής του) να συνδιαμορφώσουν με τη Γερμανία τη διαχείριση του νέου νομίσματος, του ευρώ. Ασφαλώς, η Γερμανία εξαναγκάστηκε να το κάνει αυτό λόγω του (σχετικά) περιορισμένου μεγέθους της οικονομίας της σε σχέση με ΗΠΑ-Ιαπωνία, που καθιστούσε αδύνατη την επιβολή του μάρκου ως ισότιμου διεθνούς νομίσματος. Ωστόσο, το γεγονός αυτό, δεν αναιρεί το ότι ο γερμανικός καπιταλισμός έκανε τους αναγκαίους συμβιβασμούς με τους «εταίρους» του.
Δεύτερον, η Γερμανία δεν έχει (αλλά ούτε και προτίθεται στο ορατό μέλλον) να αποκτήσει ανάλογη προς την οικονομική της δύναμη στρατιωτική ισχύ. Αυτό την κάνει πολύ λιγότερο επίφοβη για τους υπόλοιπους της Ε.Ε..
Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει μια και μοναδική πολιτικά-οικονομικά-στρατιωτικά ηγεμονεύουσα δύναμη στην Ε.Ε., μέσω της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», όλα τα κράτη-μέλη προσδοκούν αναβάθμιση της θέσης τους στην παγκόσμια καπιταλιστική ιεραρχία, είτε προσελκύοντας κεφάλαια είτε εξάγοντας κεφάλαια, λόγω της συμμετοχής τους στο «ισχυρότερο οικονομικό μπλοκ του πλανήτη».
Ωστόσο, ακριβώς επειδή η Ε.Ε. δεν αποτελεί ένα υπερεθνικό κράτος, δεν έχει δημιουργηθεί ένας «ευρωπαϊκός καπιταλισμός», η πορεία της Ε.Ε. εξαρτάται από το κατά πόσο θα εξακολουθήσει να είναι επωφελής για όλους τους «εθνικούς εταίρους». Καθόλου λοιπόν τυχαία, η παγκόσμια οικονομική κρίση θέτει το όλο ευρωπαϊκό οικοδόμημα υπό αμφισβήτηση. Όπως πολύ ορθά είχε προβλέψει κάποτε ο αρχιερέας του νεοφιλελευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν, η αδυναμία της «Ζώνης του Ευρώ» θα φανεί στην πρώτη σοβαρή οικονομική κρίση. Πράγμα που γίνεται σήμερα.
Η αναιμική οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια συνολικά στην Ε.Ε. σε συνδυασμό με τη σημερινή οικονομική κρίση έχουν προκαλέσει τριγμούς στο όλο οικοδόμημα της Ε.Ε. που έχουν εκφραστεί και με σοβαρότατες πολιτικές διαφωνίες. Ο πόλεμος στο Ιράκ διχοτόμησε την Ε.Ε. σε «παλαιά Ευρώπη» και νέα μέλη (τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης). Ο παλιός γαλλογερμανικός άξονας έχασε τη δυναμική του. Με τη Γαλλία να έχει πλέον πιο φιλοαμερικανική πολιτική και τη Γερμανία να επαμφοτερίζει (ανάπτυξη σχέσεων με Ρωσία την ίδια στιγμή που προσπαθεί να διασώσει τον παλιό γαλλογερμανικό άξονα). Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ότι η Γερμανία της Μέρκελ έγινε πιο «εθνικιστική», το ζήτημα είναι ότισυνολικά τα εθνικά συμφέρονται των κρατών-μελών της Ε.Ε. αποκλίνουν και βγαίνουν στην επιφάνεια με ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη.
Εθνικό κράτος και Ε.Ε.
Η Ε.Ε. παρά το ενιαίο νόμισμα, εξακολουθεί να παραμένει έναάθροισμα ανεξάρτητων κρατών χωρίς οικονομική ολοκλήρωση. Το εθνικό κράτος (σαν ο συλλογικός εκφραστής των καπιταλιστών) διατηρεί υπό τον έλεγχό του την εθνική οικονομία, ενώ στην εξωτερική πολιτική κινείται με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον» και όχι μια «ευρωπαϊκή οπτική».
Αυτός είναι ο λόγος που η ελληνική άρχουσα τάξη βρήκε ελάχιστη υποστήριξη στην κρίση που περνάει από τους ευρωπαίους «εταίρους» της. Τα επιτόκια του μηχανισμού στήριξης με τα οποία δανείζουν το ελληνικό κράτος τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (που είναι 5%) βρίσκονται πολύ κοντά στα επιτόκια της αγοράς. Άλλωστε η Συνθήκη της Λισαβόνας (το ισχύον «Σύνταγμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης) δεν περιλαμβάνει πρόβλεψη οργανωμένης βοήθειας σε κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν παρόμοιες με της Ελλάδας οικονομικές και δημοσιονομικές δυσκολίες. Αντίθετα, απαγορεύει την ανάληψη ευθύνης, από την ίδια την Ένωση ή από κράτη-μέλη της, για τα χρέη ενός άλλου κράτους-μέλους (άρθρο 125 της Συνθήκης Λειτουργίας, γνωστό ως «ρήτρα μη διάσωσης»- no bailout). Η Συνθήκη απαγορεύει επίσης τις κάθε είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή τις κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών-μελών προκειμένου να «σωθεί» μια χώρα (άρθρα 123 και 124).
Η Ε.Ε. είναι ένας διεθνής συνασπισμός ανεξάρτητων, κυρίαρχων, καπιταλιστικών κρατών, τα οποία μάλιστα, μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, είναι τα πιο ανεπτυγμένα του πλανήτη (φυσικά μιλάμε για την Ε.Ε.-15, την «παλαιά Ευρώπη», τα νέα μέλη από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, σαφώς, ήδη ανήκουν στη «δεύτερη ταχύτητα» της Ε.Ε.). Η οργάνωση της Ε.Ε. είναι ιεραρχικά πυραμοειδής: Στην κορυφή βρίσκονται οι πλέον ανεπτυγμένες και μεγαλύτερες (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία), στις τελευταίες θέσεις της ιεραρχίας οι μικρότερες, όπως Ελλάδα, Πορτογαλία. Τον «τόνο», τις πρωτοβουλίες, τις κατευθύνσεις, χαράσσουν (και επιβάλλουν) οι μεγαλύτεροι καπιταλισμοί. Οι μικρότεροι (Ελλάδα, Πορτογαλία) ή οι ενδιάμεσοι καπιταλισμοί (Ισπανία, Ολλανδία) ακολουθούν μεν, αλλά δεν έχουν μια σχέση «υποταγμένου» προς «κυρίαρχο». Τα ταξικά τους συμφέροντα εκφράζονται μέσα στην Ε.Ε., πολύ περισσότερο που τους «δίνεται χώρος», γιατί οι «μεγάλοι» δεν έχουν ξεκάθαρες συμμαχίες και συμφωνίες μεταξύ τους (ακόμα και ο πάλε ποτέ κραταιός γαλλογερμανικός άξονας είναι πλέον παρελθόν).
Τα «εθνικά συμφέροντα» ήταν, είναι και θα παραμείνουν κυρίαρχα, παρ’ όλους τους συμβιβασμούς και τα (προσχηματικά) «ομοσπονδιακά οράματα» -τουλάχιστον στο ορατό μέλλον.
Η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» (ιδιαίτερα η «πολιτική ενοποίηση») στερείται κοινωνικής δυναμικής.Δεν υφίσταται «ευρωπαϊκό κίνημα», ούτε «από τα πάνω» ούτε «από τα κάτω». Οι πολίτες των κρατών-μελών της Ε.Ε. κάθε άλλο παρά εμφορούνται από «πανευρωπαϊκά ιδανικά». Στο Ευρωβαρόμετρο καταγράφεται στην Ελλάδα «εμπιστοσύνη» προς την Ε.Ε. 58%, αλλά το ποσοστό δυσπιστίας είναι ιδιαίτερα υψηλό, 42%. Στο σύνολο των 27 κρατών μελών της Ε.Ε. το ποσοστό δυσπιστίας προς την Ε.Ε. είναι 41%. Την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμπιστεύεται το 56% των ελλήνων πολιτών, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται σε ποσοστό μόλις 47%. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αυτά είναι πριν τις πρόσφατες εξελίξεις για την Ελλάδα, επομένως έχουν σίγουρα επιδεινωθεί.[11]
Η έλλειψη «πανευρωπαϊκών διαθέσεων» εκφράζεται στην κοινή γνώμη και στα ποσοστά όσων επιθυμούν να δοθεί οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα από άλλες χώρες της Ε.Ε. Μόνο το 24% των Γερμανών και το 22% των Βρετανών συμφωνούν με τη χορήγηση βοήθειας, ενώ οι υπόλοιποι δεν θέλουν να δοθεί ούτε ένα ευρώ. Ακόμα και στις χώρες που καταγράφεται διάθεση υπέρ της χορήγησης βοήθειας στην Ελλάδα, μόνο στην Ιταλία το ποσοστό είναι υψηλό (67%) στην Ισπανία είναι το 55% και στη Γαλλία το 53%. Αντίθετα, είναι υψηλό το ποσοστό όσων φοβούνται ότι περιμένει τις χώρες τους η ίδια μοίρα με της Ελλάδας. Ενώ μόνο το 34% των Γερμανών πιστεύουν ότι η χώρα τους μπορεί να έχει την τύχη της Ελλάδας το αντίστοιχο ποσοστό των Βρετανών είναι υψηλότερο (50%). Αυτοί που ανησυχούν περισσότερο είναι φυσικά οι Ισπανοί (69%) και ακολουθούν οι Γάλλοι (61%) και οι Ιταλοί (56%).[12] Η έλλειψη δημοφιλίας για την Ε.Ε. καταγράφτηκε άλλωστε και στην απόρριψη του διαβόητου πλέον Ευρωσυντάγματος του 2004 από εννέα από τις είκοσι επτά κράτη-μέλη (στη Γαλλία και την Ολλανδία με δημοψηφίσματα το 2005). Η νέα «Συνθήκη της Λισαβόνας» (Δεκέμβρης 2007) πέρασε από τα κοινοβούλια γιατί γνωρίζουν πλέον ότι τα δημοψηφίσματα είναι επικίνδυνα.[13] Στις ευρωεκλογές η αποχή σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.[14]
Εν κατακλείδι, οι «εθνικές αναγνώσεις» («η Ελλάδα ξεπουλιέται στη Γερμανία» ή οπουδήποτε αλλού) στερούνται νοήματος. Η αστική τάξη ξέρει πολύ καλά να προστατεύει το έθνος της γιατί αυτό είναι συνώνυμο με τα οικονομικά της συμφέροντα (που είναι για τους καπιταλιστές «ο Μωυσής και όλοι οι προφήτες», για να θυμηθούμε τον Μαρξ). Για το εργατικό κίνημα το ζήτημα δεν είναι η προάσπιση του εθνικού κράτους ή ενός «ευρωπαϊκού οράματος» γενικά και αφηρημένα. Αρκετοί στην Αριστερά με ευχολόγια ζητούν να υπερισχύσει η «ευρωπαϊκή προοπτική» πάνω από τα «εγωιστικά εθνικά συμφέροντα». Τα τελευταία βέβαια αφορούν πάντοτε τα «άλλα έθνη», ποτέ το «δικό» τους έθνος. Αυτό αποκαλύπτει την ιδεολογικοποιημένη αντίληψή τους για την Ε.Ε.
Το ζήτημα για το εργατικό κίνημα είναι η πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό που επιβάλει η Ε.Ε. αποκαλύπτοντας με αυτό τον τρόπο τη μόνη αδιαμφισβήτητη συγκολλητική ουσία της: την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αφεντικών. Αναγκαστικά λοιπόν, η συζήτηση για το τι είναι η Ε.Ε., για τη σχέση του ελληνικού κινήματος με το κίνημα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για το που βρίσκεται η προοπτική (μέσα ή έξω από την Ε.Ε., διάλυση της Ε.Ε. ή πάλη για τη μετατροπή της σε «Ε.Ε. των λαών»), όλα αυτά είναι ανοικτά ζητήματα. Έτσι λοιπόν, αναγκαστικά, θα επανέλθουμε στο ζήτημα της Ε.Ε.
Άγγελος Κ
Για μια συνολική θεώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο από ιστορική όσο και από οικονομική άποψη, δες το βιβλίο:
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μια μελέτη από τις απαρχές της Ε.Ε. στη δεκαετία του 1950 μέχρι το 2004».
Σημειώσεις
[1] Alex Callinicos, Europe: The mounting crisis, International Socialism issue 75, July 1997.
[2] Μ. Σπινθουράκης, Που το πάει ο «σκληρός πυρήνας» της Ένωσης, Το Βήμα, 30 Νοεμβρίου 2003.
[3] Alex Callinicos, Europe: The mounting crisis, International Socialism issue 75, July 1997.
[4] Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συλλογή κειμένων, εκδόσεις Θεμέλιο, 1999, σελ. 50.
[5] Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συλλογή κειμένων, εκδόσεις Θεμέλιο, 1999, σελ. 375.
2 σχόλια:
Ενδιαφέρουσα εκπομπή για το χρέος από τον skai
για το χρέος από τον skai
Παλιό αλλά καλό
Who Benefit? Sir James Goldsmith, Member-European Parliament
πολύ καλή σύνοψη για να μην καιγόμαστε με διάφορες εθνικά υπερήφανες θέσεις. Και μας θυμίζει τη στρατηγική θέση της γαλλίας στην ένωση της γερμανίας, κάτι που εαν συνεχίζει να ισχύει θα φέρει τους γάλλους μαλλον στον πυρηνα του σκληρου ευρώ.
ΥΓ παρόλαυτα πιστεύω πως μέρος του ελληνικού κεφαλαίου, βλέποντας τα σκουρα από το γερμανικό και το γαλλικό κεφάλαιο, δεν ειναι απιθανο να επιθυμησει τη δραχμούλα. Διότι τελικά τα lidl και τα aldi σου τρώνε τις μπίζνες και τα καρτελ σου (κι ας χρεώνουν 50% πανω τις τιμες απο τη γερμανία, συνεχιζουν να ειναι φθηνοτερα)
Δημοσίευση σχολίου