ΠΗΓΗ: Global Research
των DAMIEN MILLET και ERIC TOUSSAINT
Μετάφραση: Διονύσης Χ.
Οι προφανείς αδικίες των μακροοικονομικών πολιτικών
Ένα από τα αβατάρ της κρίσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, που ξεκίνησε το 2007 στις Ηνωμένες Πολιτείες και εξαπλώθηκε πολύ γλήγορα στην Ευρώπη, είναι ο ενθουσιασμός που επέδειξαν οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες (και ιδιαίτερα οι γερμανοί και οι γάλλοι [1], αλλά και του Βελγίου, της Ολλανδίας, οι Βρετανοί , οι Λουξεμβούργιοι και ορισμένοι ιρλανδοί) χρησιμοποιώντας κεφάλαια δανεικά ή δωρεάν από την Federal Reserve και την ΕΚΤ προκειμένου να αυξήσουν τα δάνεια προς τις χώρες της ευρωζώνης μεταξύ του 2007 και του 2009 (προς την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία) συσσωρεύοντας σημαντικά κέρδη λόγω των υψηλών επιτοκίων: μεταξύ Ιουνίου του 2007 (στην αρχή της κρίσης των subprime) και Σεπτέμβριου του 2008 (την πτώχευση της Lehman Brothers) τα δάνεια των ιδιωτικών τραπεζών της Δύσης προς την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 30%, από τα 120 στα 160 δισ. ευρώ.
Οι τραπεζίτες της Δυτικής Ευρώπης έκαναν αγώνα δρόμου ποιος θα δανείσει περισσότερα στην περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε όποιον είχε ανάγκη. Ανικανοποίητοι από το μέγεθος του υψηλού ρίσκου στην πέρα του Ατλαντικού αγορά των subprime με τα χρήματα των αποταμιευτών που έκαναν το λάθος να τους τα εμπιστευθούν, έκαναν το ίδιο στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία. Το γεγονός ότι ορισμένες χώρες ήταν μέλη της Ευρωζώνης έπειθε τους τραπεζίτες ότι οι κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έσπευδαν να τις διασώσουν σε περίπτωση ανάγκης. Και δεν έπεσαν καθόλου έξω στους υπολογισμούς τους.
Μέχρι την άνοιξη του 2010, που η κρίση συγκλόνισε την ευρωζώνη, η ΕΚΤ δάνειζε τις ιδιωτικές τράπεζες, με το ευνοϊκό επιτόκιο του 1% και οι τράπεζες, με τη σειρά τους, απαιτούσαν από χώρες όπως η Ελλάδα πολύ υψηλότερες αποδόσεις: από 4 έως 5% για δάνεια τριμήνου, και περίπου 12% για τίτλους δεκαετούς διάρκειας. Και ποια δικαιολογία προέβαλαν για να στηρίξουν παρόμοιες απαιτήσεις; Τον «κίνδυνο της στάσης πληρωμών» που επικρέμαται πάνω από τους τίτλους της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν αισθητά τα επιτόκια: το επιτόκιο του δανείου του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ιρλανδία ήταν 6,7%, σε σύγκριση με το 5,2% του δανείου που χορηγήθηκε στην Ελλάδα πριν από έξι μήνες. Τον Μάιο του 2011, το επιτόκιο για τα ελληνικά ομόλογα δεκαετίας, ξεπέρασε το 16,5%, αναγκάζοντας την Ελλάδα να δανείζεται μόνο για τρεις ή έξι μήνες, ή να προστρέχει στο ΔΝΤ και στις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η ΕΚΤ έπρεπε να εγγυάται τα χρέη που κατείχαν οι ιδιωτικές τράπεζες, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα από αυτές, αν και το καταστατικό της απαγορεύει την άμεση χρηματοδότηση των κρατών.
Για να μειώσουν τους κινδύνους οι γαλλικές τράπεζες το 2010 μείωσαν την έκθεση τους προς την Ελλάδα κατά 44%, από τα 27 στα 15 δισ. ευρώ, ενώ το ίδιο έκαναν και οι γερμανικές τράπεζες: από το Μάιο του 2010 έως το Φεβρουάριο του 2011 μείωσαν την έκθεσή τους κατά 60%, από τα 16 στα 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντικατέστησαν σταδιακά τις τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα . Η ΕΚΤ κατείχε συνολικά 66 δισ. ευρώ σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου (το 20% του ελληνικού δημόσιου χρέους), το οποίο αγόρασε στη δευτερογενή αγορά από τις τράπεζες. Το ΔΝΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μέχρι τον Μάιο του 2011 την είχαν δανείσει με 33.3 δισεκατομμύρια ευρώ και μελλοντικά το ύψος δανεισμού θα αυξηθεί. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, η ΕΚΤ έχει δεχθεί ομολόγα του ελληνικού δημοσίου ύψους 120 δισεκατομμυρίων ευρώ ως εγγύηση (εξασφάλιση) για συμπληρωματικά δάνεια με επιτόκιο 1, 25%. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.
Εδώ έχουμε όλα τα συστατικά για τη διαχείριση της κρίσης του χρέους του Τρίτου Κόσμου του Σχεδίου Brady [2]. Στην αρχή της κρίσης το 1982, το ΔΝΤ και οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασίλειου, παρενέβησαν για να διασώσουν τις ιδιωτικές τράπεζες του Βορρά που είχαν αναλάβει τεράστια ρίσκα δανείζοντας αναπτυσσόμενες χώρες του Νότου, κυρίως της Λατινικής Αμερικής . Όταν χώρες όπως το Μεξικό βρέθηκαν στα πρόθυρα της παύσης πληρωμών (payment default) λόγω της ταυτόχρονης επίδρασης της ανόδου των επιτοκίων και της μείωσης των εσόδων από τις εξαγωγές, το ΔΝΤ και οι χώρες του Κλαμπ των Παρισίων, τις δάνεισαν υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσουν να εξοφλούν τα χρέη τους και θα εφάρμοζαν τα προγράμματα λιτότητας (τα διαβόητα προγράμματα δομικής αναδιάρθρωσης και λιτότητας). Στη συνέχεια, όταν το χρέος του Νότου διογκώθηκε λόγω του φαινόμενου της χιονοστιβάδας (κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και παντού στην ΕΕ) εφάρμοσαν το σχέδιο Brady (από το όνομά του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ εκείνης της περιόδου ) που προέβλεπε την αναδιάρθρωση του χρέους των σημαντικότερων οικονομικών τομέων της χώρας μέσω της ανταλλαγής τίτλων. Ο όγκος του χρέους σε ορισμένες περιπτώσεις μειώθηκε κατά 30% και οι νέοι τίτλοι (τα ομόλογα Brady) εγγυόντουσαν σταθερό επιτόκιο της τάξης του 6%, το οποίο ευνοούσε πολύ τους τραπεζίτες. Κάτι τέτοιο εξασφάλιζε τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Πάντως, σε βάθος χρόνου, το συνολικό ποσό αποπληρωμής του χρέους αυξήθηκε και τα τοκοχρεολύσια ήταν τεράστια. Αν λάβουμε υπόψη μόνο το καθαρό υπόλοιπο μεταξύ των ποσών του δανείου και αποπληρωμής από τότε που τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο Brady, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν δώσει στους πιστωτές τους το ισοδύναμο έξι σχεδίων Μάρσαλ, περίπου 600 δισεκατομμύρια ευρώ. Θα πρέπει ή όχι να αποφύγουμε ένα παρόμοια σενάριο; Γιατί θα πρέπει να δεχθούμε τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα του λαού να θυσιαστούν για άλλη μια φορά στο βωμό των τραπεζιτών και των άλλων οικονομικών παραγόντων της αγοράς;
Σύμφωνα με τις τράπεζες επενδύσεων Morgan Stanley και η JP Morgan, το Μάιο του 2011, οι αγορές εκτιμούν ότι υπάρχουν 70% πιθανότητες η Ελλάδα να μην μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της, και πάνω από το 50% κατά δύο μήνες νωρίτερα. Στις 7 Ιουλίου 2011, ο οίκος αξιολόγησης Moodys υποβάθμισε την Πορτογαλία στην κατηγορία υψηλού κινδύνου. Υπάρχει ένας ακόμα λόγος για να εμμείνει κανείς σε μια διαγραφή του χρέους: Το χρέος πρέπει να τεθεί υπό αναθεώρηση με τη συμμετοχή των πολιτών για να ακυρωθεί το παράνομο σκέλος του. Εάν αυτή η επιλογή δεν γίνει αποδεκτή, τότε τα θύματα της κρίσης θα καταδικαστούν δις σε θάνατο, πάντα προς όφελος των τραπεζιτών οι οποίοι και φέρουν την ευθύνη. Μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα τι συμβαίνει στην Ελλάδα: τα προγράμματα λιτότητας ακολουθούν το ένα μετά το άλλο χωρίς να έχουμε καμία βελτίωση των δημόσιων οικονομικών. Το ίδιο συμβαίνει και στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία. Ένα μεγάλο μέρος του χρέους είναι παράνομο, διότι είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που ευνοεί μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών.
Σε χώρες που έχουν κάνει διευθετήσεις με την τρόικα (ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ), το νέο χρέος δεν είναι μόνο παράνομο, αλλά και μισητό για τρεις λόγους: 1. Τα δάνεια δίνονται με όρους που παραβιάζουν τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα της πλειοψηφίας του πληθυσμού, 2. Οι δανειστές εκβιάζουν τις χώρες αυτές (ο οφειλέτης δεν έχει καμία δυνατότητα επιλογής), 3. Οι δανειστές σημειώνουν καταχρηστικά κέρδη, με τοκογλυφικά επιτόκια (π.χ. Γαλλία και τη Γερμανία δανείζονται με 2% από τις χρηματοπιστωτικές αγορές και δανείζουν με πάνω από 5% στην Ελλάδα και την Ιρλανδία, οι ιδιωτικές τράπεζες δανείζονται με 1, 25 % από την ΕΚΤ και δανείζουν την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία με πάνω από 4% για τρεις μήνες). Για χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία ή εκείνες της Ανατολικής Ευρώπης (και εκτός ΕΕ, όπως η Ισλανδία), που υφίστανται τον εκβιασμό των κερδοσκόπων, θα ήταν σκόπιμο να ορισθεί μια μονομερής αναστολή της αποπληρωμής του χρέους. Κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο ώστε να γείρει η πλάστιγγα υπέρ τους. Η πρόταση αυτή είναι πολύ δημοφιλής στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση.
Το δημόσιο χρέος θα πρέπει επίσης να ελεγχθεί από το σύνολο των πολιτών. Σκοπός του ελέγχου είναι η διαγραφή και η μη αναγνώριση του παράνομου ή απεχθούς τμήματος του χρέος και η μείωση του συνολικού ποσού του.
Η ριζική μείωση του δημόσιου χρέους είναι μια συνθήκη αναγκαία αλλά όχι ικανή για να βγουν από την κρίση οι χώρες της ΕΕ. Κάτι τέτοιο πρέπει να συνοδεύεται και από σειρά μέτρων που να εκτείνονται σε διάφορους τομείς (φορολογία, μεταφορά του τραπεζικού τομέα στο δημόσιο τομέα, κοινωνική επανένταξη άλλων βασικών τομέων της οικονομίας, μείωση του χρόνου εργασίας, διατηρώντας παράλληλα το εισόδημα των εργαζομένων και κάλυψη των ελλείψεων σε προσωπικό κλπ.. [3]).
Η κραυγαλέα αδικία των συντηρητικών πολιτικών που εφαρμόζονται στην Ευρώπη τροφοδοτεί τη μάζα των «οργισμένων» στην Ισπανία, την Ελλάδα και τώρα σε όλο τον κόσμο. Χάρη σε αυτά τα κινήματα που γεννήθηκαν σαν απάντηση στις λαϊκές εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, παρατηρούμε μια επιτάχυνση της ιστορίας. Το δημόσιο χρέος απαιτεί μια ριζοσπαστική απάντηση.
ΣΗΜ:
[1] Στα τέλη του 2009, Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες κατείχαν, από μόνες τους, το 48% του Ισπανικού δημόσιου χρέους (Γαλλικές τράπεζες το 24%),το 46% του Πορτογαλικού δημόσιου χρέους (οι Γαλλικές τράπεζες το 30%) και το 41% του Ελληνικού (οι Γαλλικές τράπεζες το 26%).
[1] Στα τέλη του 2009, Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες κατείχαν, από μόνες τους, το 48% του Ισπανικού δημόσιου χρέους (Γαλλικές τράπεζες το 24%),το 46% του Πορτογαλικού δημόσιου χρέους (οι Γαλλικές τράπεζες το 30%) και το 41% του Ελληνικού (οι Γαλλικές τράπεζες το 26%).
[2] Éric Toussaint, The World Bank: A Critical Primer, Pluto Press, London, 2008, chapter 15. http://en.wikipedia.org/wiki/ Brady_Bonds
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου