Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Το Πανεπιστήμιο της νέας εποχής στην Ελλάδα και τον κόσμο



ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Συζητούν η Ελένη Καλαφάτη, η Ιφιγένεια Καμτσίδου, ο Νίκος Κοταρίδης και ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος
Τα δυο μοντέλα Πανεπιστημίου: το φιλελεύθερο και το λειτουργικό
Ιφιγένεια Καμτσίδου: Στην πολιτειολογική συζήτηση, δύο είναι τα βασικά μοντέλα που περιγράφουν το πανεπιστήμιο και τη λειτουργία του: το φιλελεύθερο και το λειτουργικό.
Το φιλελεύθερο μοντέλο αντιστοιχεί στο πανεπιστήμιο όπως αυτό διαμορφώνεται κατά τον Διαφωτισμό, και έχει μάλλον αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. To πανεπιστήμιο αυτό στηρίζεται οργανωτικά στην κυρίαρχη θέση του καθηγητή και στην αυταξία της γνώσης που παράγει. Είναι ένα πανεπιστήμιο αποκομμένο σχετικά από την κοινωνία, καθώς ως πεδίο παραγωγής γνώσης και δομή όπου αναπτύσσεται η έρευνα οργανώνει τη δραστηριότητά του όχι με βάση τις κοινωνικές απαιτήσεις, αλλά την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας. Για τον λόγο αυτό, στελεχώνεται από λίγους και απευθύνεται σε λίγους. Το μοντέλο εμφανίζεται και λειτουργεί στην πρώτη περίοδο θέσμισης των νεωτερικών πολιτευμάτων, όπου στο πολιτικό επίπεδο η κυριαρχία ανήκει στο έθνος. Η εκλογή των αντιπροσώπων γινόταν με τιμαριωτική ψήφο, δηλαδή στο εκλογικό σώμα συμμετείχαν οι οικονομικά εύρωστοι, οι οποίοι λόγω του οικονομικού τους status διέθεταν τον χρόνο να ασχοληθούν με τα κοινά, ενώ τα μέλη των αντιπροσωπευτικών οργάνων επιλέγονταν από το ίδιο περιορισμένο εκλογικό σώμα με κριτήριο την ικανότητά τους να διαβουλεύονται, να προσεγγίζουν τον Ορθό Λόγο, ώστε να βρίσκουν λύσεις ευεργετικές για τα κοινωνικά προβλήματα.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, νέες κοινωνικές τάξεις, και ιδίως η εργατική, έρχονται στο προσκήνιο διεκδικώντας συμμετοχή στη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων, στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας• για να το πετύχουν, χρειάζονται, ανάμεσα στα άλλα, και γνώση. Με την επίδραση των κινημάτων που αναπτύσσονται και στοχεύουν σε μια διαφορετική θέσμιση της κοινωνίας, διαμορφώνεται το δεύτερο μοντέλο για το πανεπιστήμιο, το οποίο, υπό την επίδραση της γερμανικής σκέψης, ονομάζεται λειτουργικό. Το πανεπιστήμιο αυτό συνδέεται, και συνδέει το ίδιο την αποστολή του, με την κοινωνική πρόοδο και ευημερία και με την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών. Παραμένει μια δομή έρευνας και διδασκαλίας, αλλά η γνώση που φιλοδοξεί να παράγει δεν προβάλλει ως αυταξία• καλείται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της κοινωνίας και τη δημοκρατική μορφή της πολιτικής οργάνωσής της: όσον αφορά την οικονομία προετοιμάζει ικανούς μηχανικούς, καλούς αρχιτέκτονες, άρτια εκπαιδευμένους γιατρούς και δικηγόρους, ενώ όσον αφορά τη λειτουργία των θεσμών διαμορφώνει τους πολίτες. Πολίτες, τα ελεύθερα πρόσωπα δηλαδή, που με την κριτική τους σκέψη αναγνωρίζουν στο αίτημα για ίση κοινωνική αξιοπρέπεια ένα θεμελιώδη χαρακτήρα, καθώς επίσης είναι σε θέση να προάγουν τη συλλογική δράση για την ικανοποίησή του.

Το λειτουργικό πανεπιστήμιο δομείται και αναπαράγεται μέσα από τις αντιφάσεις του. Από τη μια, επειδή συνδέεται με την κοινωνία και στοχεύει στη διαπαιδαγώγηση των μελών της πολιτικής κοινότητας, διεκδικεί την οργάνωσή του με βάση τα δημοκρατικά προτάγματα• από την άλλη όμως συνάπτεται με μια συγκεκριμένη διάρθρωση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων που στοιχείται με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τον οποίο καλείται να υπηρετήσει.
Οι δυο ειδικότερες πτυχές του λειτουργικού πανεπιστημίου, η πρώτη που μπορούμε να ονομάσουμε δημοκρατική και συγκροτείται τόσο από την αυτοδιοίκηση της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και από τη συνεισφορά της στην διαμόρφωση ελεύθερων πολιτών, και η δεύτερη που συνδέει την πανεπιστημιακή έρευνα και διδασκαλία με τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, δεν συμπορεύονται πάντοτε αρμονικά. Μια τέτοια απόκλιση είναι σήμερα πολύ φανερή: η πρόοδος της τεχνολογίας, η γνώση που παράγει το πανεπιστήμιο, μπορεί να είναι ευεργετική σε κάποιους τομείς και να αναπτύσσει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες σε άλλους. Η βιοτεχνολογία, για παράδειγμα, είναι πολύτιμη, γιατί επιτρέπει την πρόοδο της ιατρικής, ταυτόχρονα όμως εγείρει σοβαρά ερωτήματα, λ.χ. ως προς το πώς κατανοούμε οι ίδιοι τον εαυτό μας ή ως προς τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων. Ενδεικτικά, η τεχνητή γονιμοποίηση θέτει το ζήτημα της κοινωνικής θέσης και αποστολής της γυναίκας, με τρόπο που ανατρέπει τις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών: αφού η επιστήμη πλέον επιτρέπει την με οποιοδήποτε όρο τεκνοποίηση, η γυναίκα επιστρέφει στην αναπαραγωγική της αποστολή, ενώ η δημόσια συζήτηση δεν αφορά την σημασία του να είναι κανείς γονιός ή την ευχέρεια της γυναίκας να διαθέτει ελεύθερα το σώμα, αλλά έχει προσανατολιστεί στο δικαίωμά της να γίνει μητέρα με κάθε μέσο. Ακόμη, η βιοτεχνολογία αποτελεί παράμετρο προόδου και υψηλής κερδοφορίας σε διάφορους τομείς, όπως στον κλάδο των φαρμακευτικών εταιρειών• ταυτόχρονα όμως επιτρέπει το βιολογικό profiling, μια «ανεξίτηλη» καταγραφή και παρακολούθηση των ανθρώπων, σε άλλες δε επιστήμες, όπως στη νομική, έχει γεννήσει έναν προβληματισμό ενοχλητικό για το σύστημα.

Ζούμε σήμερα, λοιπόν, την ένταση της αντίφασης που διαπερνά το πανεπιστήμιο, η οποία συνδέεται με τις γενικότερες εξελίξεις. Γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των πανεπιστημίων αυτοτελώς. Μέσα στην παγκοσμιοποιούμενη αγορά που προβάλλει ως ο βασικός συνεκτικός δεσμός των ατόμων και των κοινοτήτων του «παγκόσμιου χωριού», το πανεπιστήμιο ωθείται να εξυπηρετήσει τη μία πτυχή της νεωτερικής αποστολής του: την παραγωγή προηγμένης τεχνολογίας, ώστε να εξυπηρετούνται οι στοχεύσεις των εταιρειών, γενικότερα των οικονομικών μονάδων που διαμορφώνουν τις συνθήκες του ανταγωνισμού και, ταυτόχρονα, την κατάρτιση όσων θα κληθούν να στηρίξουν την εφαρμογή των τεχνολογιών, οι οποίοι όμως δεν θα εισάγονται στη μέθοδο και τις μεθόδους μιας επιστήμης, με άλλα λόγια με τις σπουδές τους δεν θα συγκροτούν επιστημονική προσωπικότητα ούτε θα μπορούν να σταθούν κριτικά απέναντι στη γνώση που τους μεταδίδεται.

Από τη μεγάλη τομή της δεκαετίας του 1960 στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού

Ελένη Καλαφάτη: Στη μεταπολεμική περίοδο, κατά την ένδοξη τριακονταετία, το πανεπιστήμιο μαζικοποιείται, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960, και αυτό συνιστά σημαντική τομή στην ιστορία της ανώτατης εκπαίδευσης. Πολύ σχηματικά: Στις βιομηχανικές χώρες το πρότυπο ανάπτυξης βασίζεται στην ενίσχυση της γνωστικής ικανότητας των επιχειρήσεων, ευνοώντας την πλήρη απασχόληση. Το γεγονός ότι οι νέοι βρίσκουν εύκολα εργασία μόλις τελειώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση συνιστά εμπόδιο στη στελέχωση με εξειδικευμένο προσωπικό. Είναι ανάγκη λοιπόν να τους ενθαρρύνουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους με την υπόσχεση ανώτερων μισθών και δωρεάν εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις απευθύνονται για τη διάθεση των προϊόντων τους κυρίως σε μια εσωτερική αγορά με κορμό της τη μεσαία τάξη που συγκροτείται από τα ελευθέρια επαγγέλματα, ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους κλπ. Οι εργοδότες έχουν συμφέρον συλλογικά να συμμετέχουν, μέσω του φόρου, στη χρηματοδότηση της επέκτασης της σχολικής εκπαίδευσης, ενώ συγχρόνως είναι διατεθειμένοι, ατομικά, να επωμιστούν το κόστος της προσαρμογής των διπλωματούχων που προσλαμβάνουν στις εξειδικευμένες ανάγκες της επιχείρησής τους, αφού αυτή την επένδυση θα μπορούσαν να την αποσβέσουν με την μακροχρόνια απασχόληση του εργαζομένου. Έτσι εκφράζεται διεθνώς μια μεγάλη ζήτηση για ανώτατη εκπαίδευση, αυξάνεται ο αριθμός των φοιτητών, ιδρύονται νέα πανεπιστήμια, και όλα αυτά με κρατικό προγραμματισμό και δημόσια χρηματοδότηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΟΟΣΑ το 1962, στη σύσκεψη της Ουάσινγκτον, πρότεινε ως παγκόσμιο παράδειγμα την Γαλλία και την ΕΣΣΔ, τα δυο πιο συγκεντρωτικά κράτη στο θέμα του προγραμματισμού και της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης! 
Είκοσι χρόνια αργότερα αλλάζει εντελώς ο λόγος του ΟΟΣΑ. Κατηγορεί πλέον τα κράτη --και τα Πανεπιστήμια-- ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των αγορών. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1970 καταγγέλλεται ο «πληθωρισμός» των διπλωμάτων ως πολιτικά επικίνδυνος και εξαιρετικά δαπανηρός για τα δημόσια οικονομικά, ιδιαίτερα αφού οι εργοδότες δεν μπορούν να επωφεληθούν από το κυρίως επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: τη σχετική μείωση των μισθών των ειδικευμένων εργαζόμενων. Άμα έχω δίπλωμα δικαιούμαι και το επίδομα εκπαίδευσης• και καθώς οι απόφοιτοι, βλέποντας ότι δεν βρίσκουν απασχόληση, αρχίζουν να κυνηγούν όλο και περισσότερα διπλώματα --μεταπτυχιακό, διδακτορικό--, φτιάχνεται ένας φαύλος κύκλος που δεν αρέσει στις αγορές. Πρέπει λοιπόν να περάσει το βάρος της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης στις οικογένειες και να αποσυνδεθεί το δίπλωμα από τη θέση απασχόλησης και το μισθό. Αυτό ακριβώς προτείνει τον Μάιο του 1972 ο Εντγκάρ Φωρ, σε υπόμνημά του για λογαριασμό της Unesco η οποία τότε περνά από το δόγμα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή της ενθάρρυνσης για εκπαίδευση --μιλάμε πάντα για δημόσια εκπαίδευση-- στη «διά βίου μάθηση». Την ίδια εποχή στη Βρετανία τα think tanks της Νέας Δεξιάς επεξεργάζονται το νεοφιλελεύθερο δόγμα και τα συστατικά της νέας διακυβέρνησης, ενώ η Θάτσερ ως υπουργός Παιδείας περικόπτει τα κονδύλια για την εκπαίδευση και καταργεί τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών.
Προσθέστε και το στοιχείο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας: οι επιχειρήσεις μπορούν να μετακινηθούν όπου θέλουν, και εκεί επιθυμούν να βρίσκουν έτοιμο το προσωπικό που χρειάζονται. Στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, η Renault, λ.χ., παλιότερα προσλάμβανε κάποιους και ξόδευε για να τους εκπαιδεύσει, με τη λογική ότι θα τους έχει εκεί μέχρι να πάρουν σύνταξη. Τώρα οι πολυεθνικές ζητούν εργαζόμενους άμεσα παραγωγικούς χωρίς κόστος «ρονταρίσματος», τους οποίους να μπορούν να επιλέξουν πάνω σε ένα υπέδαφος εργατικού δυναμικού στη βάση των πιστοποιημένων δεξιοτήτων τους. Έτσι από τα τέλη της δεκαετία του 1980 η κυρίαρχη λογική (που διατυπώνεται από τον ΟΟΣΑ και την Unesco και υιοθετείται από την Ε.Ε.), αφορά όχι πια την εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό που σχεδιάζεται και παρέχεται στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, αλλά το πώς αυτή θα παρέχει τεχνογνωσία και δεξιότητες, μετρήσιμες και συγκρίσιμες διεθνώς. 
Συγχρόνως, με τον ίδιο τρόπο που η απορρύθμιση καταργεί τα εθνικά σύνορα για τα κεφάλαια, εξαφανίζει επίσης το όριο που τους απαγόρευε να διεισδύσουν σε μη εμπορευματοποιημένους τομείς της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όπως η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία, η εκπαίδευση. Σε αυτό το πλαίσιο ο χαρακτήρας του Πανεπιστημίου πρέπει να αλλάξει ριζικά.




Το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο και η σειρά ISO 9000

Ε. Καλαφάτη: Η σχέση του κράτους με το νεωτερικό Πανεπιστήμιο θα μπορούσε να περιγραφεί σχηματικά ως εξής: Σας δίνω τα μέσα να λειτουργήσετε, σας ελέγχω (μέσω του θεσμικού πλαισίου και των παρέδρων), αλλά σας έχω εμπιστοσύνη, εσείς ορίζετε τι διδάσκετε. Ακόμη και τη μεταπολεμική περίοδο, όταν το Πανεπιστήμιο μαζικοποιείται για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικονομίας, υποστηρίζεται ως ένας θεσμός που παράγει και προσφέρει γνώση, χωρίς να επιδιώκει να απαντήσει σε εξειδικευμένες ανάγκες των επιχειρήσεων. Εξακολουθεί να αποτελεί έναν χώρο ελευθερίας όπου η επιστημονική παραγωγή είναι «δημόσιο αγαθό». Στα τέλη του 20ού αιώνα περνάμε πια σε άλλη φάση, όπου οι εταιρείες ζητάνε ένα επιχειρηματικό πανεπιστήμιο προσανατολισμένο απολύτως στις ανάγκες της αγοράς. Πώς ορίζεται αυτό; 
Είναι μια επιχείρηση που δέχεται και δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση, μπορεί να έχει εμπορικές δραστηριότητες, δηλαδή να πουλάει τη γνώση της, αρκεί να μην είναι κερδοσκοπική. Έχει αυτονομία διαχείρισης του ενεργητικού και του προσωπικού της, πρέπει όμως να μπορεί να αναπτύσσει ανταγωνιστικές στρατηγικές για τις αγορές, να δημιουργεί θυγατρικές, να συγχωνεύεται ενδεχομένως με άλλες τέτοιες μονάδες, να συνεργάζεται με ιδιωτικές επιχειρήσεις. Χρειάζεται, έτσι, ένα ειδικό εργαλείο από πρότυπα-ενδείκτες, που θα χρησιμεύει στους πελάτες (πελάτες με τη διπλή έννοια: οι πελάτες-σπουδαστές και οι πελάτες-επιχειρηματίες που θα προσλάβουν στη συνέχεια τους σπουδαστές) για την ενημέρωσή τους σχετικά με την ποιότητα του προϊόντος που παράγεται, αλλά και στους χρηματοδότες-μετόχους για τον έλεγχο της απόδοσης της «επιχείρησης» και τη χάραξη των στόχων.
Στις αγορές, η κοινή αναφορά σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων --αναγκαία για την διευκόλυνση των διεθνών ανταλλαγών-- είναι τα κείμενα (πρότυπα, πιστοποιήσεις κλπ.) των διεθνών οργανισμών, κυρίως του International Organisation for Standardisation (ISO). Συζητούν, λοιπόν, στους εμπλεκόμενους Οργανισμούς, για παράδειγμα το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), ποια από τις μεθόδους πιστοποίησης μπορεί να εφαρμοστεί στα πανεπιστήμια, και αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο εφαρμογής της μεγάλης σειράς ISO 9000, η οποία πιστοποιεί τη διαδικασία παραγωγής του προϊόντος, και όχι το ίδιο το προϊόν.

Δημήτρης Παπαλεξόπουλος: Ο έλεγχος του προϊόντος και μάλιστα του «προϊόντος-σπουδαστή», που θα «παράγει» το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο δεν θα μπορούσε να γίνει παρά δειγματοληπτικά και εκ των υστέρων. Γι’ αυτό προτάσσεται ο έλεγχος της διαδικασίας «παραγωγής», που αναφέρεται στον καθολικό έλεγχο όλων των παραμέτρων που συμβάλλουν προς το τελικό αποτέλεσμα, όπως είναι η οργάνωση της εργασίας, η κυκλοφορία της πληροφορίας μέσα στην επιχείρηση, ο προσδιορισμός επιδόσεων και οι συναφείς διαρκείς αξιολογήσεις του ανθρώπινου δυναμικού. Σε αυτή τη λογική το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο δεν είναι ελεύθερο να ορίσει τις διαδικασίες στο εσωτερικό του και, το κυριότερο, δεν μπορεί να τις μεταβάλει. 

Ε. Καλαφάτη: Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι το ISO 9000 μπορεί να εφαρμοστεί σε τομείς παροχής υπηρεσιών όπως ένα γραφείο αρχιτεκτονικών μελετών, αλλά είναι πολύ δύσκολο στην περίπτωση υπηρεσιών όπως η εκπαίδευση ή η υγεία όπου το τελικό προϊόν αποτελεί συμπαραγωγή του πελάτη και του παρόχου. Έτσι προωθείται, ήδη από τη διακήρυξη της Μπολόνια, η ανάπτυξη κοινών κριτηρίων και μεθοδολογιών ειδικά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρόκειται για την περίφημη διαδικασία αξιολόγησης, για την οποία τόσο κόπτεται το Υπουργείο, και η οποία στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά μια διαδικασία πιστοποίησης. Συγχρόνως, επειδή στόχος είναι η διεθνής αναγνώριση, οι ενδείκτες που επιλέγονται είναι εκείνοι που χρησιμοποιούνται για τις περίφημες διεθνείς κατατάξεις (rankings), όπως για παράδειγμα της Σαγκάης, στην οποία --αξίζει να το επισημάνουμε-- έχουν χαμηλή θέση τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Τελευταία στην Ελλάδα θρηνήσαμε πολύ δημοσίως για αυτή τη χαμηλή θέση των ελληνικών πανεπιστημίων, χωρίς βεβαίως να σχολιάσουμε καθόλου τα κριτήρια, ούτε το γεγονός ότι διεθνώς, και βεβαίως στην Αμερική, αναπτύσσεται ένα ευρύ και σοβαρά αιτιολογημένο κίνημα αμφισβήτησης και άρνησης αυτών των κατατάξεων. 

Δ. Παπαλεξόπουλος: Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά θα διέκρινε, στο εσωτερικό του ελληνικού δημόσιου πανεπιστήμιου, τμήματά του που ήδη λειτουργούν με λογικές επιχειρηματικού πανεπιστήμιου. Ισχυροί ακαδημαϊκοί αποδέκτες του Σχεδίου Διαβούλευσης επεκτείνουν τη δημόσια χρηματοδότηση τους με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που χρηματοδοτούνται ιδιωτικά. Τι είναι εκείνο που λείπει λοιπόν και στοχεύει να καλύψει το Σχέδιο;

Ε. Καλαφάτη: Αυτό που λείπει --και σε αυτό πιστεύω ότι θα επιμείνει η Διαμαντοπούλου-- είναι η πιστοποίηση και η δυνατότητα, που δεν την έχει αυτή τη στιγμή το ελληνικό πανεπιστήμιο, να διαχειρίζεται ως επιχείρηση τα οικονομικά και το προσωπικό του. Για παράδειγμα δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με τους καθηγητές, λ.χ. να πει θα σας δίνω 1.000 ευρώ μισθό και επιπλέον θα υπάρχουν τα δίδακτρα ή τα μπόνους αν είστε παραγωγικοί. Το απαγορεύει το Σύνταγμα. 

Νίκος Κοταρίδης: Το ζήτημα είναι ότι η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα ως περιοριστικό πλαίσιο, ενώ οι ίδιες οι διατάξεις του αποτυπώνουν αξίες και αρχές της δημοκρατικής μας παράδοσης.

Ι. Καμτσίδου: Είναι περιορισμός, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλει θετικές υποχρεώσεις και παρέχει εγγυήσεις.

Δ. Παπαλεξόπουλος: Πιστεύεις ότι η κυρίαρχη πολιτική σήμερα αντιλαμβάνεται ολοένα και περισσότερο τη νομική παράδοση ως περιορισμό;

Ι. Καμτσίδου: Αναμφισβήτητα, και αυτό συνδέεται με τις γενικότερες εξελίξεις στις οποίες αναφερθήκαμε. Το Πανεπιστήμιο ήταν ενταγμένο στο εθνικό κράτος και γι’ αυτό εξυπηρετούσε την κοινωνία, αλλά και την εξουσία του εθνικού κράτους.



Από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση

Ι. Καμτσίδου: Αυτή την περίοδο όμως βρισκόμαστε σε μια φάση όπου αφενός η οικονομία και η τεχνολογία είναι παγκοσμιοποιημένες, αφετέρου το εθνικό κράτος δεν είναι χρήσιμο ούτε για την οικονομική ανάπτυξη ούτε για την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε όλο τον κόσμο γίνεται μια μεγάλη συζήτηση, για το πέρασμα από τη δημοκρατική κυβέρνηση, στη «διακυβέρνηση» (governance, gouvernance) των αντιπροσωπευτικών συστημάτων. Οι ρέκτες της τελευταίας υποστηρίζουν ότι οι δομές άσκησης της πολιτικής εξουσίας, στις οποίες μετέχει ο καθένας ισότιμα (κάθε πολίτης διαθέτει μία ψήφο, όλες δε οι ψήφοι έχουν την ίδια νομική βαρύτητα), έχουν καταστήσει την πολιτική εκπροσώπηση σε μεγάλο βαθμό πλασματική. Απαξιώνουν πλήρως το πολιτικό σύστημα, υπογραμμίζοντας την τάση που αυτό έχει να παράγει διαφθορά. Στη χώρα μας και σε πολλές άλλες χώρες, το πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την διαφθορά, αλλά όχι μόνον από αυτό• ταυτόχρονα, οι δομές του εξασφαλίζουν την --έστω περιορισμένη-- πολιτική συμμετοχή, και κυρίως τον δημόσιο έλεγχο των κυβερνώντων. Η αντικατάστασή του από την «διακυβέρνηση» δεν έρχεται να θεραπεύσει τις πραγματικές αδυναμίες που εμφανίστηκαν στην λειτουργία των νεωτερικών πολιτευμάτων• στοχεύει να ανατρέψει τη μέθοδο διαμόρφωσης και άσκησης της εξουσίας. Έτσι υποστηρίζεται
ότι σήμερα η ανάπτυξη της πολιτικής απαιτεί ένα σύστημα που θα εξασφαλίζει, πρώτον, αποτελεσματικότητα, δεύτερον, αρμοδιότητα, δηλαδή διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων από τους τεχνοκράτες και, τρίτον, μια άλλη μορφή επικοινωνίας με τους πολίτες, στους οποίους οι φορείς της εξουσίας θα εξηγούν την λυσιτελή και ορθολογικά οργανωμένη πολιτική τους, ενώ θα διατηρούν επαφή μαζί τους κατά βάση μέσα από τις ομάδες που η «κοινωνία των πολιτών» θα εγκαθιστά δίπλα στις δομές εξουσίας για να διαβιβάζει τα αιτήματά της.

Ε. Καλαφάτη: Ή μέσω της διαβούλευσης στο διαδίκτυο.

Ι. Καμτσίδου: Σε αυτό το νέο σύστημα, τις αποφάσεις, τη διαχείριση της πολιτικής αναλαμβάνουν άτομα που επιλέγονται λόγω των τεχνοκρατικών τους ικανοτήτων. Και οι φορείς της εξουσίας δεν οφείλουν πια να αναπτύσσουν ουσιαστικές σχέσεις με τον λαό --ο οποίος όσο κι αν μυθοποιούσε την πολιτική έκφραση της κοινωνίας, πάντως επέτρεπε τη συμμετοχή των διαφορετικών ομάδων στα δημόσια πράγματα και την έκφραση των ανταγωνισμών τους--, αλλά με την «κοινωνία των πολιτών», η οποία διά των λόμπι έρχεται σε επαφή μαζί τους, και με τον τρόπο αυτό θα εκφράζονται οι διαφορετικές απόψεις. 

Ν. Κοταρίδης: Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η πολιτική αυτονομία των κυβερνήσεων έχει απομειωθεί, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις μεταλλάσσονται σε μέρη ενός κυβερνητικού δικτύου, όπως εν προκειμένω στην Ευρώπη, όπου η Κομισιον και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία λειτουργεί ως «εξωτερική δομή» που υπαγορεύει πολιτικές και συγκεκριμένα μέτρα. 

Δ. Παπαλεξόπουλος: Η διακυβέρνηση ενέχει ως απαραίτητο στοιχείο της τη δημιουργία μηχανισμών ελέγχου ώστε η έκφραση των ομάδων που συμμετέχουν σε αυτή να μην ξεπεράσει προκαθορισμένα όρια για να μη διαφανούν πιθανότητες υπέρβασης και ριζικής αλλαγής. Για αυτό το λόγο και η διακυβέρνηση θέτει από τη φύση της εμπόδια σε κάθε κοινωνικό σχέδιο που προσβλέπει στο ριζικά διαφορετικό.
Η ιστορία της διακυβέρνησης έχει και ένα απαραίτητο συμπλήρωμα: τη δημιουργία κατασταλτικών μηχανισμών για τις ζώνες που θα βγουν εκτός ελέγχου. Για παράδειγμα, στην ουσία γενικό πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει πλέον• θα έχουμε μια συνεχής διαβούλευση, αλλά θα παραμένει το πρόβλημα του κέντρου, όπου θα εφαρμοστεί κατασταλτική πολιτική -- αυτά είναι όλα ένα πακέτο.



Καινοτομία και πανεπιστήμιο

Δ. Παπαλεξόπουλος: Μπορούμε να σταθούμε στην αντίφαση του λειτουργικού πανεπιστήμιου, που ανέφερε η Ιφιγένεια στην αρχή της συζήτησής μας: το πανεπιστήμιο συνδέεται με την κοινωνία, είναι δημοκρατικό, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί τις σχέσεις παραγωγής. Η αντίληψη ενός πανεπιστήμιου σε ένταση μας βοηθά να κατανοήσουμε το γεγονός ότι το πανεπιστήμιο δεν είναι ένα ενιαίο σώμα χωρίς ρωγμές, που αναζητά ένα επιχειρησιακό μοντέλο μετεξέλιξής του ή επιθυμεί να παραμείνει αμετάβλητο σε σχέση με μια προηγούμενη κατάστασή του. Μας βοηθά επίσης να κατανοήσουμε το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχειρείται η πρόταση του Σχεδίου Διαβούλευσης.

Στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων, το ηγεμονεύον τμήμα της παραγωγής στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στην άυλη εργασία, έξω από τον στενό κύκλο που το ίδιο ελέγχει άμεσα. Ευνοεί εξωτερικά δίκτυα συνεργασίας. Το πανεπιστήμιο είναι ένας βασικός κόμβος αυτών των δικτύων. Αυτή θα ήταν η πλευρά της «σύνδεσης με τις σχέσεις παραγωγής» στην αντίφαση που αναφέραμε. Η «δημοκρατική» πλευρά αυτής της αντίφασης αναφέρεται στο γεγονός ότι τα ίδια αυτά δίκτυα και οι κόμβοι τους τείνουν να διαθέτουν μια σχετική ανεξαρτησία από τους εντολοδόχους τους και να προσφέρουν δημόσια γνώση και έρευνα για κοινωνικούς, κινηματικούς σκοπούς, που δεν είχαν προβλεφθεί στην αρχική στοχοθέτηση της σύνδεσης με την παραγωγή. Δεν είναι φυσικά όλο το πανεπιστήμιο που συμμετέχει σε αυτή την αντίφαση αλλά εκείνα τα τμήματά του που σχετίζονται άμεσα με αυτό που φαίνεται να είναι σχεδόν αποκλειστικός στόχος του Σχεδίου Διαβούλευσης: η «κοινωνία της γνώσης» ή, θα λέγαμε καλύτερα, ο γνωσιακός καπιταλισμός. Με άλλα λόγια, εκείνα τα τμήματα του που έχουν ήδη αποδεχτεί να φέρουν το βάρος της ανάπτυξης της «καινοτομίας» ή και της «αριστείας».

Τα δίκτυα καινοτομίας στα οποία συμμετέχει το πανεπιστήμιο αφενός σχετίζονται άμεσα με την παραγωγή και αφετέρου επιτρέπουν, ωθούν, δημιουργούν τις συνθήκες δημιουργίας δικτύων μη δεσμευμένης στις συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής γνώσης διαθέσιμης ως κοινωνικό αγαθό: γνώση προς ιδιοποίηση ή γνώση ως δώρο. Το κάθε Σχέδιο Διαβούλευσης θα προσπαθήσει να βάλει σε τάξη αυτό που μοιάζει με κατάσταση εκτός ελέγχου, θεσμοθετώντας μηχανισμούς ιδιωτικής χρηματοδότησης της γνώσης προς ιδιοποίηση και εμποδίζοντας τη χρηματοδότηση της γνώσης ως δώρο. Αυτή που θα πρέπει να πάρει χρήματα είναι η πρώτη, ενώ η δεύτερη θα πρέπει να ψάξει να τα βρει.

Ι. Καμτσίδου: Και πιθανότατα δεν θα τα βρει.

Δ. Παπαλεξόπουλος: Θα θέσει όμως ερωτήματα σχετικά με τη διαχείριση του πλεονάσματος, θα συναντήσει ομότιμες περιοχές παραγωγής γνώσης σε άλλα πανεπιστήμια, αλλά και έξω από αυτά, θα συμμετέχει σε «κοινότητες γνώσης». Θα ασχοληθεί με τη θεωρητική, ιστορική, φιλοσοφική, πολιτική ανάλυση της «άυλης» εργασίας. Και θα απαιτήσει φυσικά να συνεχίσει να υπάρχει το δημόσια χρηματοδοτούμενο πανεπιστήμιο, ως ο ισχυρός, αλλά όχι ο μόνος, κόμβος δημιουργίας γνώσης και καινοτομίας ως δημόσιο αγαθό.

Ν. Κοταρίδης: Η έννοια της καινοτομίας είναι μάλλον εμπορικός και όχι ακαδημαϊκός όρος: ως καινοτομία ορίζεται κάτι που έχει αξία χρήσης στην παραγωγή, και όχι αναγκαστικά αυτό που παραδοσιακά λέμε πρωτοτυπία στη διαδικασία παραγωγής γνώσης.
Ωστόσο, στο πανεπιστήμιο (αυτό που είναι συνδεδεμένο με την αγορά και την παραγωγή τεχνολογίας) το εύρος της διανοητικής διεργασίας, το δυναμικό της ερευνητικής και διδακτικής πρακτικής, που δεν μπορεί να εξαντλείται στην «πατέντα» ή την «καινοτομία», παράγει ένα απόθεμα γνώσεων, το οποίο μπορεί να εγγραφεί σε εναλλακτικά διανοητικά ή και πολιτικά σχέδια που θέτουν υπό διερώτηση τη σχέση πανεπιστήμιο-αγορά-εξουσία. 

Δ. Παπαλεξόπουλος: Συμφωνώ, αλλά και στον στενό κύκλο των τεχνολογιών αιχμής η καινοτομία ως δημιουργός αξίας χρήσης στην παραγωγή μπορεί να ακολουθήσει διαδρομές που αμφισβητούν μια συγκεκριμένη σχέση με την αγορά. Για παράδειγμα, στην Λατινική Αμερική, η καινοτόμα, δωρεάν, μετατροπή χρησιμοποιημένων και άχρηστων πλέον playstation σε υπολογιστές για τους αγρότες, προκάλεσε την αντίδραση της Sony, που θεώρησε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι νομικά αποδεκτό. Επιχείρησε να θέσει εμπόδια στην πραγμάτωση αυτής της νέας αξίας χρήσης, που εν δυνάμει υπάρχει στα καταναλωτικά προϊόντα της και που η γνώση ως δώρο μπορεί να υλοποιήσει. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μια επιχειρηματική κανονικοποίηση του πανεπιστήμιου θα είχε ως πρόσθετο στόχο να αποτρέψει τη συμμετοχή του σε δίκτυα παραγωγής αυτού του είδους αξιών χρήσης.



Όρια και περιορισμοί της έρευνας

Ε. Καλαφάτη: Υπάρχει όμως ένα μεγάλο κομμάτι της έρευνας που εξαντλείται στο προϊόν που παραγγέλθηκε. Δεν επιτρέπεται να την αξιοποιήσεις. Σου αναθέτει, λ.χ., μια εταιρεία φυτοφαρμάκων να βρεις με τι ψεκάζεις τη μεσογειακή μύγα. Δεν θα το περάσεις αυτό ως γνώση στους φοιτητές σου, ούτε θα κάνεις δημοσίευση, θα παραγάγεις απλώς το προϊόν. 

Ν. Κοταρίδης: Ωστόσο, το προϊόν, ένα φάρμακο λ.χ., είναι ένα χρηστικό αντικείμενο, αλλά ταυτόχρονα και μια «αποθήκη» γνώσεων και πληροφοριών, που μπορεί κάποιος άλλος να αποκωδικοποιήσει. Επιπλέον, στο Πανεπιστήμιο μπορεί να «αποκωδικοποιηθεί» διανοητικά αλλά και πολιτικά η διαδικασία που οδηγεί στην παραγωγή ορισμένων τύπων «καινοτομιών», να ερευνηθεί δηλαδή και να παραχθεί γνώση για τον προσανατολισμό της έρευνας, τη σχέση της με την αγορά και την εξουσία, τα μείζονα ιδεολογικοπολιτικά και αξιακά διακυβεύματα. Δηλαδή, δεν ξέρω πόσο μπορεί να ισχύσει «το επιχειρηματικό μυστικό» στο πεδίο.

Ε. Καλαφάτη: Προφανώς, μέσα από την εφαρμοσμένη έρευνα μπορεί να προκύψουν αποτελέσματα σημαντικά για τη βασική έρευνα. Αυτά όμως τα αποτελέσματα δεν είναι δημόσιο αγαθό. Σου το απαγορεύει το συμβόλαιο που έχεις υπογράψει με την εταιρεία! Κι αυτό περιορίζει ένα μεγάλο μέρος του ρόλου του πανεπιστημίου ως χώρου παραγωγής και μετάδοσης γνώσης.

Ι. Καμτσίδου: Ο Νίκος έβαλε ένα μεγάλο θέμα: καινοτομία-πρωτοτυπία-ευρεσιτεχνία. Τα τελευταία διακόσια χρόνια, αυτός ο οποίος παρήγαγε κάτι πρωτότυπο είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη χρήση για δικό του όφελος, να την κατοχυρώσει νομικά, και συνήθως μπορούσε να εκμεταλλευθεί εμπορικά την επινόησή του. Το χαρακτηριστικό της πανεπιστημιακής έρευνας ήταν ο δημόσιος χαρακτήρας της, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου η καινοτομία και η πρωτοτυπία είχαν θεσμικά, κοινωνικά και οικονομικά την παραπάνω διάσταση της ιδιοκτησίας. Μέχρι τώρα, το αποτέλεσμα της πανεπιστημιακής έρευνας αποδιδόταν στους φοιτητές μέσω της διδασκαλίας, οι οποίοι έτσι επωφελούνταν, το αναπαρήγαγαν και το πολλαπλασίαζαν στην κοινωνία, στον δημόσιο χώρο. Αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που διαφοροποιούσε την ακαδημαϊκή ερευνητική δραστηριότητα από αυτές των ιδιωτών.


Σήμερα, όπως είπε η Ελένη, αν μια ακαδημαϊκή μονάδα έχει σύμβαση με κάποιον χρηματοδότη της, η γνώση που παράγεται ανήκει σ’ αυτόν, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τρίτους. Άρα, πρώτον, η κοινωνία δεν επωφελείται από το πανεπιστημιακό ερευνητικό έργο, δεύτερον, αυτός που παρήγγειλε τη μελέτη αποκτά συχνά ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον κλάδο του. Η δημόσια ερευνητική υποδομή, με άλλα λόγια, χρησιμεύει για το ιδιωτικό κέρδος αποκλειόμενη από την περιοχή του κοινού κοινωνικού οφέλους και του δημόσιου συμφέροντος.

Ν. Κοταρίδης: Εγώ υποστηρίζω όμως πως ό,τι και να συμβαίνει έξω από το πεδίο της γνώσης και της έρευνας --γιατί υπάρχει τόσος εξωακαδημαϊκός πολιτικός πειθαναγκασμός-- δεν μπορεί να απομειώσει τη δυναμική του αναστοχασμού επί των σχέσεων του πανεπιστημίου με την εξουσία και την αφορά, όσα κοντράτα και δεσμεύσεις κι αν υπάρχουν. Και γι’ αυτό υπάρχουν αντιφάσεις. Ας δούμε την ιστορία της αξιολόγησης. Τα πανεπιστήμια παίζουν ένα παιχνίδι: της αγοράς. Ταυτόχρονα, μέσα στα πανεπιστήμια, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να είναι καθορισμένα τα όρια της γνώσης και τα διανοητικά πλαίσια, παράγεται και ένα πεδίο αντίδρασης στην αξιολόγηση. Την ίδια στιγμή δηλαδή που το πανεπιστήμιο ανασυγκροτείται με βάση την αξιολόγηση, διατυπώνεται και μια αξίωση να ανασυγκροτηθεί με βάση την κριτική στην αξιολόγηση. 

Ε. Καλαφάτη: Να υπάρξει δηλαδή μια άλλη αξιολόγηση. Είναι η θέση του Ντερριντά ότι η προάσπιση αλλά κυρίως η αμφισβήτηση της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, ακόμη και του ίδιου του πανεπιστημιακού θεσμού, μόνο μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο πρέπει να συντελεστεί. 

Ν. Κοταρίδης: Ακριβώς. Το ερώτημα είναι εάν οδηγούμαστε σε ένα πανεπιστήμιο το οποίο δεν θα είναι πλέον πανεπιστήμιο και θα του «απαγορεύεται» να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να ξαναγυρίζει στον εαυτό του, να καθιστά αντικείμενο της έρευνας και της διδασκαλίας τη λειτουργία της έρευνας και της διδασκαλίας στο κοινωνικό. Είμαι αισιόδοξος. Ό,τι και να κάνουν τα γραφειοκρατικά, εξωακαδημαϊκά και εξουσιαστικά διεθνή και εγχώρια κέντρα αξιολόγησης θα υποστούν τη βάσανο της «αξιολόγησής» τους από το ίδιο το πανεπιστήμιο το οποίο έρχονται να «πιστοποιήσουν». Ό,τι και να κάνουν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον στοχασμό για τις σχέσεις του πανεπιστημίου με το κοινωνικό, για τη λειτουργία της γνώσης και τη χρήση των ερευνητικών προϊόντων στην οικονομία. Και είμαι αισιόδοξος, γιατί η κριτική προέρχεται από τους χώρους «αριστείας» που δεν ανέχονται τους εντολοδόχους της αγοράς και της εξουσίας να υπαγορεύουν τι και πώς θα διδάσκεται, ποια γνώση αξίζει και τι τιμή πιάνει στην αγορά, επιμένουν να στοχάζονται πάνω στη σχέση τους με την ιστορία και το μέλλον, τη μνήμη και τις προσδοκίες της κοινωνίας μας. 

Την επόμενη Κυριακή το δεύτερο μέρος της συζήτησης

Δεν υπάρχουν σχόλια: