Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Το "θαύμα" της Αργεντινής, οι νέοι κίνδυνοι και η Ελλάδα


ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
του Κ. Καλλωνιάτη

Η Αργεντινή πέρασε μια πολυετή κρίση (1998-2002), η οποία κατέληξε στη μεγαλύτερη μεταπολεμική χρεωκοπία κράτους. Από την κρίση αυτή εξήλθε θριαμβικά σχεδόν με μονομερή παύση πληρωμών, υποτίμηση του πέσο κατά 67% και δυναμική αναδιαπραγμάτευση και ακύρωση μεγάλου μέρους του χρέους της. Αποτέλεσμα: αποξενώθηκε από τις ξένες αγορές κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της, αλλά εισήλθε σε μια δυναμική ανάπτυξη που εξάλειψε ουσιαστικά τα ελλείμματα αυτά και επέτρεψε τη μείωση των χρεών και του ποσοστού ανεργίας της.
Η κρίση της Αργεντινής μοιάζει με αυτήν της Ελλάδας και αυτός είναι ο λόγος που όχι μόνον πρέπει να παρακολουθείται στενά η πορεία της οικονομίας της, αλλά το μείγμα πολιτικής που εκείνη ακολούθησε έχει ουσιαστικά υιοθετήσει με παραλλαγές ένα μέρος της αριστεράς στη χώρα μας ως προγραμματική θέση και πρόταση για την έξοδο από την ελληνική κρίση. Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να εξετάσουμε τη πορεία της στη μετά την κρίση περίοδο πριν σχολιάσουμε το «αργεντίνικο υπόδειγμα» για την Ελλάδα.
Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ν. Αμερικής αποτόλμησε τη στροφή στην οικονομική της πολιτική στα τέλη του 2002, όταν χρεωκόπησε, ενάντια στο ΔΝΤ και τη διεθνή τραπεζική κοινότητα, υπό την πίεση μιας βαθύτατης πολιτικής κρίσης και την απειλή της κοινωνικής εξέγερσης.

Με την υποτίμηση και τη χρεωκοπία του 2002 αρχικά το ΑΕΠ βυθίστηκε (-11%), ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε (26%), τα συναλλαγματικά διαθέσιμα μειώθηκαν κατά το 1/3 περίπου και το εξωτερικό και δημόσιο χρέος της υπερδιπλασιάστηκαν ως ποσοστό στο ΑΕΠ. Συγχρόνως, όμως, μειώθηκε το δημόσιο έλλειμμα και το εμπορικό έλλειμμα έγινε πλεόνασμα, με συνέπεια το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από -1,4% του ΑΕΠ το 2001 να εκτιναχθεί στο 9% το 2002. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες της χώρας αρχίζουν έκτοτε να διορθώνουν θεαματικά αφού: την περίοδο 2003-2008 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης αγγίζει το 9%, ο πληθωρισμός από 26% το 2002 πέφτει στο 4,4% το 2004 για να αυξηθεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια στο 21,8% το 2008 και 17,7% το 2009, ενώ το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει θετικό γύρω στο 2,5-3% του ΑΕΠ την περίοδο αυτή. Ακόμη, το δημόσιο έλλειμμα γίνεται πλεόνασμα μέχρι το 2009, ενώ το εξωτερικό και δημόσιο χρέος συμπιέζονται δραστικά ως ποσοστό του ΑΕΠ από 153% και 91% αντίστοιχα το 2002 σε 39% κα 18% αντίστοιχα το 2010. Τέλος, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας το 2009 έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, ενώ η ανεργία έχει υποχωρήσει από 22% σε 8% περίπου και το ποσοστό ανθρωποκτονιών (με πρόθεση) έχει μειωθεί στο μισό ως αποτέλεσμα της αξιοσημείωτης βελτίωσης της κοινωνικής κατάστασης.
Η έξοδος από την κρίση είναι, λοιπόν, αξιοζήλευτη και πρωτοφανής για τα ιστορικά χρονικά. Πόσο βιώσιμη είναι όμως αυτή η πορεία της Αργεντινής και σε ποιο βαθμό μπορεί να αποτελέσει «μοντέλο» για την ελληνική κρίση;
Σημειώνουμε, πρώτον, ότι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση λίγο έπληξε τις αναδυόμενες οικονομίες, τη Λ. Αμερική και την Αργεντινή ειδικότερα, οι οποίες, με την εξαίρεση της ύφεσης του 2009 (και όχι όλες), συνέχισαν να αναπτύσσονται δυναμικά, με τις ξένες άμεσες επενδύσεις και τα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα να αυξάνουν. Στην περίπτωση της Αργεντινής όμως, οι εκτιμήσεις για το 2010 και οι προβλέψεις για το 2011 μαρτυρούν μια μερική διολίσθηση των ισορροπιών της οικονομίας προς τα πίσω. Συγκεκριμένα, ο ρυθμός ανάπτυξης τη διετία 2010-2011 προβλέπεται να περιορισθεί σε 4-6%, δηλαδή περίπου στο μισό της εξαετίας 2003-2008. Επίσης, το δημόσιο έλλειμμα επιστρέφει σε -3% του ΑΕΠ, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών περιορίζεται σε 1% του ΑΕΠ, η συναλλαγματική ισοτιμία υποχωρεί κατ’ εκτίμηση 16% μεταξύ 2009 και 2011 χωρίς όμως να αποσοβήσει τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας που προκαλεί η αύξηση του πληθωρισμού κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες στο 25% και ενώ το εξωτερικό δημόσιο χρέος αυξάνει κάπως σε απόλυτο και σχετικό μέγεθος.
Τι, λοιπόν, συμβαίνει; Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η οικονομία της Αργεντινής είναι μια καπιταλιστική οικονομία πλούσια σε φυσικούς πόρους η αξιοποίηση των οποίων προϋποθέτει δυναμικά αναπτυσσόμενη εξωτερική ζήτηση. Τη ζήτηση αυτή για τα αγροτικά και βιομηχανικά της προϊόντα η Αργεντινή την είχε την τελευταία δεκαετία από την Κίνα κυρίως και τη Βραζιλία, χώρες οι οποίες εξακολουθούν να αναπτύσσονται δυναμικά, αν και με εσωτερικά προβλήματα. Η άνοδος των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων βοήθησε επίσης σημαντικά. Εάν η παγκόσμια οικονομία δεν κατορθώσει να ανακάμψει οριστικά και πέσει σε νέα κρίση ή στασιμότητα, όπως δείχνουν τα πράγματα για το αμέσως προσεχές μέλλον, τότε ο βασικός αναπτυξιακός κινητήρας της Αργεντινής θα μπλοκάρει. Από την άλλη, η διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης στα τρέχοντα ικανοποιητικά επίπεδα του 5-6% βασίζεται σε σημαντικό βαθμό πλέον και στην εγχώρια ζήτηση. Την οποία κατά ένα παράδοξο τρόπο τροφοδοτούν οι κλιμακούμενες πληθωριστικές προσδοκίες από τη νομισματική υποτίμηση, την επιστροφή στα ελλείμματα και την αύξηση του τιμάριθμου στα επίπεδα της κρίσης των αρχών της δεκαετίας.
Σε μια περίοδο διεθνούς αποπληθωρισμού, η Αργεντινή έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο πληθωρισμό στον κόσμο μετά τη Βενεζουέλα και καθώς οι καταναλωτές πιστεύουν πως φέτος θα ανέλθει στο 25% τρέχουν να αγοράσουν τηλεοράσεις, αυτοκίνητα και κατοικίες (31% πάνω οι τιμές των κατοικιών τον Ιούνιο στο Μπουένος Άιρες) για να μην χάσουν τα χρήματά τους την αξία τους και να προλάβουν να αγοράσουν φθηνότερα. Πρόκειται για μια εμφανώς νοσηρή κατάσταση που δείχνει πως η ανάπτυξη στην Αργεντινή είναι πληθωριστική και ενέχει τους κινδύνους που έχει το σπάσιμο μιας φούσκας.
Στο μεταξύ, παρά τη μεγάλη βελτίωση του χρηματοπιστωτικού προφίλ της χώρας και μια δεύτερη ρύθμιση των κρατικών χρεών, που ανέβασε το ποσοστό της αναδιάρθρωσης του παλιού χρέους στο 92%, οι ξένες αγορές κεφαλαίου παραμένουν κλειστές και τα αμερικανικά δικαστήρια όπου προσφεύγει η χώρα για να αποφύγει επιτόκια της τάξης του 101% σε ανεξόφλητα χρέη της απορρίπτουν τις εφέσεις και ενστάσεις της θεωρώντας δικαιολογημένα τα υψηλά επιτόκια.
Με τον πληθωρισμό στα ύψη και τις ξένες αγορές κεφαλαίων κλειστές (βλ. πολύ υψηλά σπρεντ), μια πιθανή νέα διεθνής ύφεση είναι ικανή να ξαναρίξει σε περιπέτειες την οικονομία της Αργεντινής.
Όσον αφορά την Ελλάδα, δεν νομίζω πως χωρούν συγκρίσεις, αφού τα χρέη μας και τα ελλείμματα είναι πολλαπλάσια της τότε Αργεντινής, δεν διαθέτουμε τον φυσικό της πλούτο και τις εξαγωγικές της αγορές, διανύουμε περίοδο διεθνούς κρίσης και όχι ανάπτυξης όπως απήλαυσε τότε η Αργεντινή, ενώ, σύμφωνα με τους εισηγητές της εξόδου από το ευρώ η πρόταση για υποτίμηση δεν υπερβαίνει το 15%. Η νύχτα με τη μέρα δηλαδή...

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

το βασικό πρόβλημα με τη σύγκριση της αργεντινής είναι ότι μιλάμε για μια τοπική κρίση μιας χώρας μέσα σε ένα περιβάλλον μιας παγκόσμιας οικονομίας που στοιχειωδώς δούλευε έστω και με την επιδότηση των χαμηλών δανείων. Αντίθετα το πρόβλημα της ελλάδας δεν είναι καθόλου τοπικό, είναι ευρωπαικό και παγκόσμιο και σε μια διεθνής οικονομία σε πλήρες αδιέξοδο. Με αυτή την ένοια αρκετές επισημάνσεις του άρθρου είναι σωστές. αλλά ποιο είναι το δια τάυτα? συμφωνώ η δραχμή δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Μπορεί όμως να το λύσει το ευρώ? Αν ο αρθρογράφος προτείνει να τα βάλουμε με τον ελληνικό και τον παγκόσμιο καπιταλισμό, να το καταλάβω. αν ο αρθρογράφος προτείνει να κάσουμε στα αυγά μας, περιμένοντας πότε ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα ξεπεράσει την κρίση του, τότε μας δουλεύει κανονικά. Να πω ένα μυστικό: ούτε ο ελληνικός, ούτε ο παγκόσμιος καπιταλίσμός μπορεί να ξεπεράσει την κρίση του, άδικα περιμένει η αυγή...

στελιος είπε...

Φαινομενικά είναι μια ψυχραιμη ματιά από την Αυγή.Όμως δεν υπάρχει προτεινόμενη λύση ως συνήθως από αυτούς που δεν έχουν ξεκαθαρίσει πρώτα στο δικό τους μυαλό τι να κάνουν.
Ο Λαός δεν ακούει τίποτε το συκεκρυμμένο και δικαιολογημένα επιστρέφει στο ΠΑΣΟΚ.Αυτοί κάτι έχουν να του πουν τουλάχιστον.
Να σταματήσουν οι αοριστολογίες από τους δημοσιαγραφίσκους της Αυγής και να εφαρμόζουν την γραμμή του Προέδρου.
Να σπάσουμε το Μνημόνιο από Αριστερά τον Νοέμβρη.
Να ανοίξει ο δρόμος να πληρώσουν τα Καρτέλ την κρίση.
Αμάν πια με τους διάφορους ΄΄αριστερούς΄΄ δημοσιογράφους που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και τις διάφορες μπερδεμμένες αναλύσεις τους.
OΤΑΝ ΈΧΟΥΝ ΚΆΤΙ ΝΑ ΠΟΥΝ ΤΌΤΕ ΝΑ ΜΙΛΆΝΕ.