Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Ακόμα και αν θέλαμε να δουλεύουμε περισσότερο...


Πηγή: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία

Του LAURENT CORDONNIER

Εδώ και τριάντα χρόνια περίπου, στην οικονομική σκέψη κυριάρχησαν οι θεωρητικοί της προσφοράς.
Με λίγα λόγια, ενώ ο Κέινς στη «Γενική Θεωρία» του (1936) τόνιζε το γεγονός ότι στις καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς η οικονομική επέκταση ερχόταν πάντα αντιμέτωπη με προβλήματα αδυναμίας της ζήτησης, τα οποία οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην ανεπάρκεια των επενδυτικών δαπανών ή στην επιθυμία για υπερβολική αποταμίευση (ή στην απαίτηση για υπερβολικά επίπεδα κέρδους), στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι ιδέες του Μίλτον Φρίντμαν και των διαδόχων του, τις οποίες συμμερίζονταν σε μεγάλο βαθμό οι αυτοαποκαλούμενοι «νεοκεϊνσιανοί» οικονομολόγοι, κατόρθωσαν να επιβάλλουν ένα είδος επιστροφής στην κλασική οικονομική σκέψη του 19ου αιώνα για την οποία (σε μακροπρόθεσμο επίπεδο) ουσιαστικά υπάρχουν μονάχα προβλήματα προσφοράς.

Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, οι δυσκολίες με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η οικονομική μεγέθυνση δεν οφείλονται στην ανεπάρκεια της ζήτησης για τα παραγόμενα προϊόντα, αλλά στην ανεπάρκεια διαθέσιμων πόρων οι οποίοι θα διατεθούν για την αύξηση της παραγωγής. Το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε αρκετή οικονομική ευημερία (η οποία μετριέται με κριτήριο το ΑΕΠ) οφείλεται στο γεγονός, είτε ότι έχουμε έλλειψη εργατικού δυναμικού (είτε σε αριθμό, είτε όσον αφορά την απαιτούμενη κατάρτιση), είτε ότι έχουμε έλλειψη κεφαλαίων ή φυσικών πόρων, είτε... ότι μας λείπει η απαιτούμενη τεχνική πρόοδος για να συνδυάσουμε όλους αυτούς τους πόρους με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα έτσι ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Μέσα σε αυτό το «σύνολο των κούφιων ιδεών που προβάλλονται με την ονομασία "οικονομία της προσφοράς"» (για να ξαναθυμηθούμε την επιτυχημένη διατύπωση του Πολ Κρούγκμαν), η πλέον παράδοξη ιδέα είναι χωρίς αμφιβολία εκείνη που αποδίδει ένα μέρος των σημερινών προβλημάτων μας στην... έλλειψη εργατικού δυναμικού. Κι όμως, αυτό ακριβώς κατόρθωσε η κυρίαρχη οικονομική σκέψη, να ερμηνεύσει την ανεργία, όχι με την ύπαρξη πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, ούτε και με την ανεπάρκεια της οικονομικής δραστηριότητας που οφείλεται στην ασθενική ζήτηση, αλλά με την ανεπάρκεια του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού!
Σύμφωνα με αυτή τη λαμπρή διανοητική κατασκευή, εάν, κάποια στιγμή, υπάρχουν μέσα στην οικονομία χέρια δίχως απασχόληση (τα οποία δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχει ανεργία), αυτό συμβαίνει γιατί, στην πραγματικότητα, δεν είναι διαθέσιμα να εργαστούν. Υποτίθεται δε ότι αυτό το εργατικό δυναμικό ενθαρρύνεται να παραμείνει άπραγο από το σύνολο των θεσμών του κοινωνικού κράτους οι οποίοι, είτε του επιτρέπουν να ζει χωρίς να εργάζεται, είτε το παρακινούν σε υπερβολικές διεκδικήσεις και το αποτρέπουν από το να δεχτεί τους μισθολογικούς όρους που οι εργοδότες θεωρούν συμφέροντες. Υποτίθεται ότι οι εργαζόμενοι οχυρώνονται πίσω από τους θεσμούς που προστατεύουν τη μισθωτή εργασία (συνδικάτα, επιδόματα ανεργίας, επιδόματα προς τους φτωχούς, μειωμένα τιμολόγια των οργανισμών κοινής ωφέλειας για τους άνεργους, ανάληψη της υγειονομικής τους περίθαλψης από το κοινωνικό σύνολο, κ.λπ.) και σνομπάρουν τους εργοδότες, οι οποίοι δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να τους προσφέρουν αρκετά υψηλούς μισθούς έτσι ώστε να τους δελεάσουν όλους για να εργαστούν... Αν έκαναν κάτι τέτοιο οι εργοδότες, θα κατέγραφαν ζημίες. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το γεγονός ότι υπάρχει ανεργία οφείλεται στο ότι ο κόσμος δεν θέλει να δουλέψει: άρα, πρόκειται όντως για ζήτημα προσφοράς ή «διαθεσιμότητας πόρων» όπως προτιμούν να λένε.
Είναι απίστευτο το πόσο ανθεκτική έχει αποδειχθεί αυτή η σκέψη του 19ου αιώνα, κι απ' ό,τι φαίνεται δεν θα κατορθώσουμε να την ξεφορτωθούμε εύκολα. Πράγματι, φαίνεται ότι η απότομη κατάρρευση της ζήτησης που ακολούθησε τη χρηματοοικονομική κρίση και μας οδήγησε στην πιο θεαματική ύφεση που βιώσαμε από τη δεκαετία του 1930 δεν ήταν αρκετή για να ξαναβρεί τη χαμένη της λάμψη η «σκέψη της ζήτησης». Αντίθετα, η Ευρώπη παγιδεύεται ακόμα περισσότερο μέσα σε μια πολιτική μισθολογικού αποπληθωρισμού, αναγκάζοντας τους μισθωτούς της να βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό με το σύνολο των εργαζομένων όλου του πλανήτη (ο Ντέιβιντ Κάμερον, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός στη Βρετανία, εξήγγειλε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων της Ντόχα για τη φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου), οργανώνοντας στο εσωτερικό των «συνόρων» της -γιατί δεν τολμούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη λέξη- έναν ανταγωνισμό μισθολογικού κόστους ανάμεσα στους εθνικούς χώρους που αναζητούν αγορές για να εξάγουν τα προϊόντα τους. Επιπλέον, εδώ και μερικές εβδομάδες, η Ευρώπη οργανώνει ένα διαγωνισμό δημοσιονομικής λιτότητας ανάμεσα στις χώρες-μέλη της...
Το δε «μεγάλο βραβείο» του διαγωνισμού θα απονέμεται σε εκείνες τις χώρες στις οποίες η χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους θα γίνεται με επιτόκια χαμηλότερα από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών επιτοκίων (κι όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, θα πρόκειται για ένα παιχνίδι δίχως τέλος).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον παραλογισμό της θεωρίας της προσφοράς, ας θέσουμε το ζήτημα με τον εξής τρόπο. Τι θα έλεγαν οι ευρωπαίοι ηγέτες μας, αυτοί που ακούνε μονάχα τους οικονομολόγους που συμμερίζονται την κυρίαρχη σκέψη, εάν το σύνολο των ευρωπαίων μισθωτών έπαιρνε τα λόγια τους τοις μετρητοίς και -επιθυμώντας να συμπαραταχθεί μαζί τους- άρχιζε να διαδηλώνει φωνάζοντας: «Συμφωνούμε με τη λιτότητα και, για να αποδείξουμε την καλή μας θέληση, σας γνωστοποιούμε ότι επιθυμούμε να παραταθεί το όριο για τη συνταξιοδότησή μας στα 70 έτη! Καταλάβετέ μας, θέλουμε όλοι να δουλεύουμε μέχρι τα 70 μας...» Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το εμβρόντητο ύφος όλων εκείνων που δεν χάνουν ευκαιρία για να εγκωμιάσουν τη λιτότητα. Γιατί, έπειτα από ένα -σύντομο αναμφίβολα- ρίγος χαράς, θα βρεθούν αντιμέτωποι με το πρόβλημα της εξασφάλισης θέσεων εργασίας για όλους αυτούς τους μανιακούς της δουλειάς.
Ξαφνικά, η προσφορά εργασίας θα αυξανόταν κατά 10% περίπου μάλιστα, αυτή η προσφορά θα προστίθετο στην ήδη υπάρχουσα ανικανοποίητη προσφορά εργασίας (δεδομένου ότι η ανεργία στην Ευρώπη ανέρχεται στο 10%). Ισως τότε να αναγκάζονταν να ομολογήσουν έντρομοι ότι η προσφορά εργασίας δεν δημιουργεί θέσεις απασχόλησης, ακριβώς όπως το μάζεμα των μανιταριών στο δάσος δεν προκαλεί το φύτρωμα περισσότερων μανιταριών. Γιατί, πράγματι, η ποσότητα της δουλειάς δεν εξαρτάται από την προθυμία κάποιων να εργαστούν, αλλά από τη ζήτηση προϊόντων από καταναλωτές που μπορούν να πληρώσουν γι' αυτά, και από την παραγωγή αυτών των προϊόντων από επιχειρήσεις που αναζητούν το κέρδος.
Τότε, μέσα σε μια στιγμή πνευματικής διαύγειας, αυτοί οι οικονομολόγοι και οι πιστοί μαθητές τους που κηρύσσουν τη λιτότητα θα συμφωνήσουν ότι είναι καιρός να φανταστούμε ένα σενάριο επιστροφής του πληθωρισμού στην Ευρώπη. Τι καλά που θα ήταν αν κατορθώναμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο! Τότε, θα είχε ήδη επιτευχθεί το δυσκολότερο μέρος του εγχειρήματός μας: γιατί η ζήτηση για ένα παρόμοιο σενάριο θα προκαλούσε σίγουρα την αντίστοιχη προσφορά!

Δεν υπάρχουν σχόλια: