Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας



Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μετάφραση: Πράπας Δημήτρης 10/11/2009



Στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην κρίση φτώχειας που είναι συνεχή φαινόμενο σε συγκεκριμένα μέρη του κόσμου. Η κρίση φτώχειας διερευνάται σε βάθος και αντιδιαμετρικά με την οικονομική κρίση που ταλανίζει τις αναπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια. Σαν βασικά παραδείγματα χρησιμοποιεί τις περιπτώσεις του Μπαγκλαντές και της Αϊτής. Και οι δύο χώρες, ενώ πριν την εισβολή των ευρωπαίων ευημερούσαν έχουν φτάσει σήμερα να είναι παγκόσμια σύμβολα φτώχειας και δυστυχίας.


’’
 Θα ξεκινήσω με λίγα λόγια για τον τίτλο. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να κάνεις διαχωρισμούς όπως “εμείς και οι άλλοι” ή “δικό τους και δικό μας”. Και ενώ πιστεύω πως κανένας δε είναι απολύτως ικανός να μιλάει για “εμάς”, θα προσποιηθώ ότι είναι δυνατό και θα το επιχειρήσω.

Υπάρχει επίσης ένα πρόβλημα με τον όρο κρίση. Για ποια από όλες μιλάμε? Υπάρχουν πολλαπλές κρίσεις, άρρηκτα συνυφασμένες μεταξύ τους, πράγμα που κάνει το διαχωρισμό τους σχεδόν αδύνατο. Αλλά όπως είπα και παραπάνω, θα προσποιηθώ ότι μπορούν να διαχωριστούν για λόγους απλότητας.

Ένας τρόπος να ξεκινήσουμε είναι το άρθρο του
New York Review of Books της 11ης Ιουνίου. Η τίτλος στο εξώφυλλο γράφει “Πως να αντιμετωπίσουμε την Κρίση”. Το τεύχος φιλοξενεί σειρά από άρθρα ειδικών οι οποίοι καλούνται να δώσουν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Για την Δύση ο όρος “κρίση” είναι ξεκάθαρος. Είναι η οικονομική κρίση που ξέσπασε τελευταία και επηρέασε σε μεγάλο ποσοστό όλες τις πλούσιες χώρες του πλανήτη. Γι' αυτό το λόγο θεωρείται από τους πάντες ότι είναι εξαιρετικής σημασίας. Αλλά ακόμη και για τις πλουσιότερες χώρες, αυτή δεν είναι η μόνη κρίση, αλλά ούτε και η πιο ισχυρή.


Για παράδειγμα στις 26 Οκτωβρίου του 2008 η εφημερίδα του Μπαγκλαντές The New Nation έγραφε:

Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ τρισεκατομμύρια έχουν ξοδευτεί για να χρηματοδοτηθούν τα διεθνή οικονομικά ινστιτούτα, το ποσό που αρχικά είχε υπολογιστεί για να δοθεί για την κρίση πείνας μειώθηκε τραγικά. Αρχικά είχε αποφασιστεί στη συνδιάσκεψη της Ρώμης να δοθούν 12.3 δισεκατομμύρια. Τελικά το ποσό που έχει δοθεί είναι μόλις 1 δισεκατομμύριο. Η ελπίδα ότι τουλάχιστον οι συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας θα αντιμετωπιστούν μέχρι το 2015, που ήταν στόχος του
UN's Millennium Development Goals, φαίνεται μη πραγματοποιήσιμη σήμερα, εξαιτίας όχι της έλλειψης χρημάτων αλλά της έλλειψης θέλησης.” Το άρθρο συνεχίζει προβλέποντας ότι η Παγκόσμια Ημέρα Σίτισης τον Οκτώβρη του 2009 “θα φέρει... καταστροφικά νέα για την κατάσταση των φτωχών του κόσμου...τα οποία το πιθανότερο είναι να μείνουν απλώς νέα, χωρίς καμία ουσιαστική ανταπόκριση.”

Οι ηγέτες της Δύσης φαίνονται αποφασισμένοι να εκπληρώσουν την παραπάνω πρόβλεψη. Στις 11 Ιουνίου οι Financial Times ανέφεραν ότι “το πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για την παγκόσμια πείνα μειώνει το μέγεθος της ανθρωπιστικής βοήθειας και διακόπτει επιχειρήσεις σε χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα”. Θύματα αυτής της απόφασης είναι χώρες όπως η Αιθιοπία, η Ρουάντα, η Ουγκάντα και άλλες. Η μεγάλη μείωση της βοήθειας έρχεται την ώρα που ο αριθμός των φτωχών ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο, με αύξηση της τάξης των 100 εκατομμυρίων τους τελευταίους έξι μήνες.

Όπως η «
The New Nation» προέβλεψε , η ανακοίνωση του Παγκόσμιου Προγράμματος Σίτισης δεν έλαβε την προσοχή που της άξιζε από τον παγκόσμιο τύπο. Ενδεικτικό είναι ότι οι New York Times κάλυψαν το γεγονός μόνο σε ένα άρθρο 150 λέξεων στην δέκατη σελίδα. Τέτοιες πρακτικές φυσικά δεν είναι ασυνήθιστες.


Τα Ηνωμένα Έθνη δημοσίευσαν επίσης μία έρευνα που αναφέρει ότι η απερήμωση περιοχών φέρνει σε κίνδυνο τις ζωές περίπου ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων. Με αφορμή την παραπάνω έρευνα καθιέρωσαν την Παγκόσμια Μέρα κατά της Απερήμωσης. Ο στόχος είναι να καταπολεμηθεί η ερήμωση, προκαλώντας την ευαισθητοποίηση του κοινού στις χώρες μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Η προσπάθεια επίσης πέρασε απαρατήρητη από τον αμερικάνικο τύπο.

Είναι διδακτικό να θυμηθούμε ότι όταν οι Βρετανοί κατακτητές έφτασαν στο Μπαγκλαντές , έμειναν θαμπωμένοι από τον φυσικό πλούτο της χώρας. Σύντομα η ίδια αυτή χώρα θα γινόταν σύμβολο φτώχειας και δυστυχίας.

Όπως αποδεικνύεται από την περίπτωση του Μπαγκλαντές η κρίση φτώχειας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα έλλειψης ενδιαφέροντος των πλούσιων χωρών. Σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε συγκεκριμένες επιλογές των διαχειριστών της παγκόσμιας οικονομίας προς όφελός τους.

Είναι επίσης διδακτικό να έχουμε στο μυαλό μας την διαπίστωση του Άνταμ Σμιθ όσον αφορά στην Αγγλική πολιτική. Παρατήρησε λοιπόν ότι οι αρχιτέκτονες της πολιτικής – στις μέρες του αυτοί ήταν οι έμποροι και οι βιομήχανοι – έκαναν σίγουρο ότι τα δικά τους συμφέροντα “θα προασπίζονται” όσο “καταστροφικά” και αν είναι τα αποτελέσματα σε άλλους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτών της Αγγλίας και ακόμα περισσότερο αυτών που ήταν τα αντικείμενα “της βάρβαρης αδικίας των Ευρωπαίων”. Το τελευταίο αναφερόταν κυρίως στους κατοίκους της Ινδίας που ήταν και το βασικό αντικείμενο έρευνας του Άνταμ Σμιθ όσον αφορά στην επέκταση της Ευρώπης.

Στην Αϊτή η κρίση πείνας ξεκίνησε πιο έντονα στις αρχές του 2008. Όπως και το Μπαγκλαντές, η Αϊτή είναι παράδειγμα φτώχειας και δυστυχίας. Εκεί επίσης, όταν οι Ευρωπαίοι κατακτητές πρωτοεμφανίστηκαν, το νησί ήταν αξιοθαύμαστα πλούσιο και ο πληθυσμός ευημερούσε. Αργότερα έγινε μια από τις βασικές πηγές πλούτου της Γαλλίας. Η κρίση πείνας ανιχνεύεται πίσω στο 1915, όταν ο
Woodrow Wilson κατέλαβε το νησί. Η κατάληψη του νησιού συνοδεύτηκε από ακραίες βαρβαρότητες. Μεταξύ των εγκλημάτων του Wilson ήταν και η διάλυση του κοινοβουλίου της Αϊτής , όταν αυτό αρνήθηκε να επικυρώσει συνθήκη που επέτρεπε στις αμερικάνικες επιχειρήσεις να καταλάβουν τη γη της Αϊτής. Ο Wilson τότε έκανε εκλογές με τις οποίες η συνθήκη επικυρώθηκε με 99,9%. Μόνο στο 5% του πληθυσμού επιτράπηκε να ψηφίσει. Όλα τα παραπάνω θα μείνουν στην ιστορία ως “Ο Ιδεαλισμός του Wilson”.

Αργότερα το
USAID (United States Agency for International Development) ενεργοποίησε πρόγραμμα με σκοπό να μετατρέψει την Αϊτή στην “Ταϊβάν της Καραϊβικής”, χρησιμοποιώντας τη γνωστή τακτική του συγκριτικού πλεονεκτήματος: Η Αϊτή έπρεπε να εισάγει τρόφιμα και προϊόντα από τις ΗΠΑ, ενώ φτηνό εργατικό δυναμικό (κυρίως γυναίκες) θα χρησιμοποιούνταν σε εργοστάσια συναρμολόγησης που ανήκαν στις ΗΠΑ. Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Αϊτή το 1990 απείλησαν την παραπάνω οικονομική πολιτική. Η φτωχή πλειοψηφία πήρε μέρος στις εκλογές και κατάφερε να εκλέξει τον δικό της υποψήφιο, τον λαϊκιστή ιερέα Jean-Bertrand Aristide. Η Ουάσινγκτον κινήθηκε ταχύτατα , με τις γνωστές πρακτικές, με σκοπό να υπονομεύσει το νέο καθεστώς. Μερικούς μήνες αργότερα έλαβε χώρα στρατιωτικό πραξικόπημα και η χούντα που εγκαθιδρύθηκε εφάρμοσε πολιτικές τρομοκρατίας, οι οποίες υποστηρίχθηκαν από τις κυβερνήσεις των Μπους και Κλίντον. Το 1994 ο Κλίντον αποφάσισε ότι ο πληθυσμός της Αϊτής συμμορφώθηκε και έστειλε αμερικάνικες δυνάμεις, που επανέφεραν τον εκλεγμένο πρόεδρο, με την προϋπόθεση να ακολουθήσει αυστηρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Συγκεκριμένα δεν επιτρεπόταν καμία προστατευτική πολιτική του κράτους στην οικονομία της Αϊτής. Το αποτέλεσμα ήταν οι αγρότες ρυζιού της Αϊτής να μην μπορούν να ανταγωνιστούν την αμερικάνικη αγροτική βιομηχανία, η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από των “Ιερέα της Ελεύθερης Αγοράς” Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Αυτό που ακολούθησε δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρο. Το 1995 μια έκθεση του
USAID ανέφερε ότι “οι εξαγωγές και η πολιτική επενδύσεων” – την οποία επέβαλλε η Ουάσινγκτον – θα “πιέσει αδυσώπητα την εγχώρια παραγωγή ρυζιού.” Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές διέλυσαν στην κυριολεξία ότι είχε απομείνει από την οικονομία της Αϊτής και οδήγησαν τη χώρα στο χάος, το οποίο επιταχύνθηκε από τον τερματισμό της βοήθειας από την κυβέρνηση Μπους. Τον  Φεβρουάριο του 2004 οι δυο παραδοσιακοί βασανιστές της Αϊτής, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, υποστήριξαν ακόμη ένα στρατιωτικό πραξικόπημα και εξόρισαν για ακόμη μία φορά τον πρόεδρο Aristide. Η Αϊτή είχε χάσει πλέον την ικανότητα να ταΐσει τον εαυτό της, κάτι που άφηνε την χώρα εξαιρετικά ευάλωτη στον πληθωρισμό των τιμών και είχε ως αποτέλεσμα της κρίση πείνας του 2008.

Η ιστορία είναι λίγο πολύ η ίδια σε αρκετές περιοχές του κόσμου. Με μια στενή λογική θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η κρίση πείνας είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ενδιαφέροντος του δυτικού κόσμου. Η αλήθεια όμως είναι ότι οφείλεται κυρίως στην προσκόλληση του κράτους σε εταιρικές πολιτικές, το οποίο είναι μια λανθασμένη γενίκευση των θεωριών του Άνταμ Σμιθ. Αυτά είναι θέματα που εύκολα διαφεύγουν της προσοχής , όπως είναι επίσης και το γεγονός ότι η χρηματοδότηση τραπεζών δεν είναι σε καμία περίπτωση το μέλημα του ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων, οι οποίοι αναγκάζονται να ζούν σε συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας, συμπεριλαμβανομένων και των δεκάδων εκατομμυρίων φτωχών οι οποίοι ζούν σε αναπτυγμένες χώρες.

Στο περιθώριο της παραπάνω συζήτησης θα μπορούσαμε επίσης να αναφέρουμε ένα επιπλέον γεγονός σχετικό με την οικονομική κρίση και την κρίση πείνας. Στην τελευταία ετήσια αναφορά του
SIPRI, του σουηδικού ινστιτούτο της έρευνας για την ειρήνη, αναφέρεται ότι οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες είναι υπέρογκες και συνεχίζουν να αυξάνονται. Οι ΗΠΑ σπαταλούν σε τέτοιες δαπάνες όσο όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί και η δαπάνη είναι εφτά φορές μεγαλύτερη από τον δεύτερο στη σειρά που είναι η Κίνα.

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι συνδέει την οικονομική κρίση με τη κρίση πείνας και εξηγεί τα αίτια τους. Συγκεκριμένα, αναφέρει τη σχέση των παραπάνω κρίσεων με το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο που εφαρμόστηκε διεθνώς μετά την κατάργηση του συστήματος
Bretton Woods, που έλαβε χώρα την δεκαετία του εβδομήντα. Αναφέρει επίσης τη επίδραση του νεοφιλελευθερισμού στην πραγματική οικονομία (μισθούς και δείκτες ποιότητας ζωής) καθώς και στην λειτουργία της δημοκρατίας.

Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους απεικονίζει ακόμη μια κρίση, αυτήν τη φορά
 πολιτισμική. Μία μορφή αυτής της κρίσης είναι η τάση του χρηματοπιστωτικών οργανισμών να επικεντρώνονται σε βραχυπρόθεσμα κέρδη. Άλλη μία είναι η τάση να ανταμείβονται οι διευθυντές των οργανισμών αυτών με τεράστια μπόνους , προερχόμενα κυρίως από τα βραχυπρόθεσμα αυτά κέρδη, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις επιπτώσεις που έχει αυτό στον υπόλοιπο πληθυσμό.

Πρακτικές όπως η παραπάνω μπορεί να οδηγήσουν σε αναποτελεσματικότητα του συστήματος της αγοράς. Μία τέτοια πρακτική, που σήμερα θεωρείται η βασική αιτία της κρίσης, είναι η υποτίμηση του επενδυτικού ρίσκου. Εάν παραδείγματος χάρη εγώ κάνω μια συναλλαγή με κάποιον άλλο, υπολογίζουμε το κόστος που μπορεί να έχει αυτή η συναλλαγή σ’ εμάς , αλλά όχι το κόστος που θα έχει συνολικά στο οικονομικό σύστημα. Στην οικονομική βιομηχανία αυτό σημαίνει ότι υπολογίζουμε το πιθανό κόστος μιας συναλλαγής, αλλά δεν υπολογίζουμε το συνολικό κόστος της σε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα, το οποίο μπορεί να είναι τεράστιο.

Το ελάττωμα αυτό του οικονομικού συστήματος που κληρονομείται από συναλλαγή σε συναλλαγή είναι από καιρό γνωστό.

Δέκα χρόνια πριν, κατά την περίοδο που οι αγορά γνώριζε πρωτοφανή ευρωστία, δύο σημαντικότατοι οικονομολόγοι, οι John Eatwell και Lance Taylor εξέδωσαν το βιβλίο «Global Finance at Risk», στο οποίο απεικόνιζαν την εξαιρετική σημασία του παραπάνω προβλήματος και μάλιστα πρότειναν λύσεις για να αντιμετωπιστεί. Δυστυχώς γι' αυτούς και όλους εμάς, οι προτάσεις τους ερχόταν σε ρήξη με την πολιτική της κυβέρνησης Κλίντον, η οποία ήταν υπέρμαχος της μη παρεμβατικής πολιτικής στην οικονομία. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι άνθρωποι που επί Κλίντον δημιούργησαν την κρίση είναι σήμεραοι ίδιοι άνθρωποι που καλούνται από την κυβέρνηση Ομπάμα να δώσουν λύση.

Σε σημαντικό βαθμό η αιτία της κρίσης πείνας στο νότιο ημισφαίριο και της οικονομικής κρίσης στο βόρειο είναι κοινή. Η κρίση οφείλεται στη μετατόπιση προς τον νεοφιλελευθερισμό που πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 70. Η μετατόπιση ξεκίνησε με την κατάργηση του συστήματος
Bretton Woods, το οποίο είχε καθιερωθεί από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Οι αρχιτέκτονες του συστήματος, John Maynard Keynes και Harry Dexter White προέβλεπαν ότι οι αρχές του συστήματος Bretton Woods – συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των κεφαλαίων και των συναλλαγματικών ρυθμίσεων  – θα οδηγήσει σε ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη και θα βοηθήσει της κυβερνήσεις να ακολουθήσουν σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα, τα οποία έχουν μεγάλη αποδοχή από τους πολίτες. Το αποτέλεσμα τους δικαίωσε πλήρως, αφού τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη δεκαετία του 70 ονομάστηκαν ως “η χρυσή εποχή του καπιταλισμού”.

H “χρυσή εποχή” έδειξε όχι μόνο πρωτόγνωρη, αλλά και σχετικά ισότιμη ανάπτυξη και κυρίως επέτρεψε την εφαρμογή πολιτικών κράτους δικαίου. Όπως οι Keynes και White είχαν υποδείξει, η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου θα αναιρούσε την δυνατότητα άσκησης τέτοιων πολιτικών. Συγκεκριμένα στην επίσημη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων δημιουργεί μία “εικονική γερουσία” από δανειστές και επενδυτές , οι οποίοι διενεργούν ένα “στιγμιαίο δημοψήφισμα” των κυβερνητικών πολιτικών. Σε περίπτωση που αυτές οι πολιτικές τους φαίνονται μη λογικές – αυτό αφορά σε πολιτικές που σχεδιάζονται για το κοινό καλό και όχι για να επιφέρουν κέρδη στην αγορά – ψηφίζουν κατά αυτών, χρησιμοποιώντας φυγή κεφαλαίων, επιθέσεις σε νομίσματα και άλλες οικονομικές τεχνικές. Οι δημοκρατικές λοιπόν κυβερνήσεις έχουν ουσιαστικά “δύο ψηφοφόρους”, τον πληθυσμό και την εικονική αυτή γερουσία, που συνήθως επικρατεί.

Στη καθιερωμένη στην επιστημονική κοινότητα ιστορία του οικονομικού συστήματος, ο
Barry Eichengreen αναφέρει ότι σε προηγούμενες χρονικές περιόδους η αναποτελεσματικότητα αυτή της ελεύθερης αγοράς μπορούσε εύκολα να μεταβιβαστεί στο λαό. Αυτό έγινε πλέον αδύνατο με την κατάκτηση της καθολικής ψηφοφορίας, την εμφάνιση του συνδικαλισμού και αργότερα με την έντονη πολιτικοποίηση του λαού, κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης και του αντιφασιστικού πολέμου. Σύμφωνα με το σύστημα Bretton Woods “ο περιορισμός της κίνησης κεφαλαίων ενίσχυε την δημοκρατία, μην αφήνοντας να ασκούνται πιέσεις σε αυτή μέσω του οικονομικού συστήματος.”  Το συμπέρασμα είναι ότι η κατάργηση του συστήματος Bretton Woods κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού επανέφερε την δυνατότητα να περιορίζεται η δημοκρατία, μέσω των πιέσεων της αγοράς.

Το νεοφιλελεύθερο πισωγύρισμα της δημοκρατίας
 ενεργοποίησε τρόπους ελέγχου και περιθωριοποίησης της κοινωνίας. Μία τέτοια μορφή ελέγχου είναι η φαντασμαγορική διαχείριση των εκλογών από τη βιομηχανία του μάρκετινγκ, ξεκινώντας από τον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος κέρδισε το βραβείο “διαφημιζόμενου του 2008.” Τα στελέχη της βιομηχανίας αυτής διέδωσαν στον τύπο ότι ο Ομπάμα ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία αυτών που “πακετάρουν και προωθούν υποψηφίους σαν να ήταν φίρμες προϊόντων”. Τέτοια επιτυχία είχε να γνωρίσει ο χώρος από την εκλογή του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν. Οι Financial Times παραφράζοντας ένα στέλεχος του μάρκετινγκ ανέφεραν ότι ο θρίαμβος του Ομπάμα πρέπει “να έχει μεγαλύτερη επίδραση στα meeting rooms των διαφημιστικών εταιριών, όση και ο θρίαμβος του Ρέιγκαν, ο οποίος επαναπροσδιόρισε τον όρο CEO [διευθύνων σύμβουλος] ”. Ο Ρέιγκαν είχε προτρέψει τότε τα μεγαλοστελέχη των εταιριών λέγοντας ότι “πρέπει να δώσετε στην εταιρία σας ένα όραμα”, οδηγώντας έτσι στον όρο η “βασιλεία του αυτοκρατορικού CEO” στις δεκαετίες του 80 και του 90. Η χρήση πρακτικών διοίκησης επιχειρήσεων για τον έλεγχο της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του μάρκετινγκ των υποψηφίων, δίνει τεράστιες ικανότητες σε μελλοντικές προσπάθειες ελέγχου της δημοκρατίας.

Για τους ανθρώπους της εργασίας, τους αγρότες και γενικά τις κατώτερες τάξεις, τόσο στις ΗΠΑ αλλά και στο εξωτερικό, τα παραπάνω έχουν καταστροφικά αποτελέσματα. Ένας από τους λόγους της μεγάλης διαφοράς ανάπτυξης μεταξύ της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ασίας κατά το τελευταίο μισό του προηγούμενου αιώνα είναι το ότι η Λατινική Αμερική δεν έλεγχε τη ροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό, η οποία σε πολλές περιπτώσεις έφτανε στα επίπεδα κατάρρευσης λόγω χρέους και χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο εναντίον της δημοκρατίας και των κοινωνικών αλλαγών. Σε αντίθεση κατά τη διάρκεια της αξιοσημείωτης ανάπτυξης την Νότιας Κορέας η ροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό δεν είχε απλώς απαγορευτεί, αλλά επέφερε και την θανατική ποινή.

Οι νεοφιλελεύθεροι κανονισμοί, όπου και αν ακολουθήθηκαν από τη δεκαετία του 70 και μετά οδήγησαν σε μείωση της απόδοσης του οικονομικού συστήματος και στο μούδιασμα σοσιαλδημοκρατικών προγραμμάτων.

Στις ΗΠΑ – όπου αξίζει να σημειωθεί ότι οι πολιτικές αυτές δεν ακολουθήθηκαν με αυστηρότητα – το αποτέλεσμα ήταν το συντριπτικό ποσοστό των μισθών να παραμείνει σταθερό τα τελευταία 30 χρόνια, παρόλο του ότι ο ρυθμός της παραγωγικότητας παρέμεινε ο ίδιος και ο μέσος χρόνος εργασίας αυξήθηκε και σήμερα ξεπερνά και τα στάνταρτ της Ευρώπης. Τα οικονομικά κίνητρα προς υπαλλήλους ελαχιστοποιήθηκαν και κοινωνικοί δείκτες όπως αυτός της υγείας των πολιτών μειώθηκαν. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70 οι δείκτες υγείας ήταν ανοδικοί, κατέληξαν στο τέλος της χιλιετίας να είναι στα επίπεδα του 1960.

Η οικονομική ανάπτυξη βρήκε το δρόμο προς τις τσέπες κάποιων, κυρίως στελεχών της οικονομικής βιομηχανίας. Η βιομηχανία αυτή αποτελούσε ελάχιστο ποσοστό του GDP [ΑΕΠ] το 1970, αλλά από τότε το ποσοστό αυτό έχει εκτοξευτεί στο 1/3 του GDP. Την ίδια στιγμή η παραγωγική βιομηχανία μειώθηκε και παρασύροντας μαζί της και την ποιότητα ζωής του εργατικού δυναμικού. Η οικονομία σημαδεύτηκε από φούσκες, οικονομικές κρίσεις και δημόσιες δαπάνες, οι οποίες τελευταία έφτασαν σε τραγικά υψηλά επίπεδα. Μερικοί εξαιρετικοί διεθνείς οικονομολόγοι εξήγησαν και προέβλεψαν τα αποτελέσματα αυτά από την αρχή. Αλλά η μυθολογία περί “αποδοτικών αγορών” και “ορθολογικών επιλογών” υπερίσχυσε. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αφού ήταν εξαιρετικά κερδοφόρα για τους προνομιούχους και τα κέντρα εξουσίας, που  ήταν και οι “κύριοι αρχιτέκτονες της πολιτικής αυτής.”



chomsky.info, September/October 2009


Δεν υπάρχουν σχόλια: