ΠΗΓΗ: Sofokleous 10
Η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση έχει αρκετές ομοιότητες με τον λεγόμενο ‘χρυσό κανόνα’ των χρόνων πριν το 1913 που επέβαλε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες σε άκρως διαφορετικές οικονομίες. Αλλά είναι αυτές οι ομοιότητες τόσο κακές όσο ακούγονται ή όσο υποστηρίζουν οι φωνές που ασκούν κριτική στο ευρώ;
Η έλξη του ιστορικού χρυσού κανόνα έγκειτο στη θεσμική του δυνατότητα να οικοδομεί εμπιστοσύνη. Μια πλήρως σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία αποκλείει κάθε πρωτοβουλία της νομισματικής πολιτικής και κατά συνέπεια καθιστά πάρα πολύ δύσκολη την προσαρμογής σε μεγάλες εξωτερικές ανισορροπίες. Και το βάρος είναι άνισο επειδή το κύριο μέρος της πίεσης πέφτει στις ελλειμματικές χώρες οι οποίες πρέπει να πραγματοποιήσουν την προσαρμογή μέσω αποπληθωρισμού και όχι στις χώρες πιστωτές που θα έπρεπε να δεχτούν υψηλότερο πληθωρισμό.
Οι απαισιόδοξοι ανησυχούν ιδιαίτερα για τις δυσάρεστες αναλογίες και τα διδάγματα του χρυσού κανόνα. Προβλέπουν πολλά χρόνια ή και δεκαετίες ολόκληρες χαμηλής ανάπτυξης για την Ευρώπη. Πολιτικά επίσης, η διαδικασία μιας προσαρμογής μέσω αποπληθωρισμού στις ελλειμματικές χώρες είναι τόσο δυσάρεστη και δύσκολη που οι απαισιόδοξοι θεωρούν ότι στο τέλος θα αποδειχτεί ανέφικτη.
Αλλά οι επικριτές του ευρώ θα έπρεπε να δουν την αναλογία του χρυσού κανόνα λίγο πιο σοβαρά. Όπως κάθε σύστημα του πραγματικού κόσμου, έτσι και ο χρυσός κανόνας ήταν πιο πολύπλοκος, πιο ενδιαφέρων και με περισσότερες δυνατότητες για την άσκηση πραγματικής πολιτικής απ’ ό,τι μας δείχνουν τα στοιχειώδη σχεδιάσματα των ακαδημαϊκών βιβλίων.
Καταρχήν, καμιά αυτόματη αποπληθωριστική πίεση δεν προκύπτει από κάποια υποτιθέμενη ιδιαιτερότητα των μηχανισμών προσαρμογής του χρυσού κανόνα. Το ζήτημα του συνολικού αποπληθωριστικού – ή πληθωριστικού – αντίκτυπου εξαρτώνταν, και ακόμη εξαρτάται από τη συνολική ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος.
Δεύτερον, στα χρόνια που ακολουθούσαν τις ανακαλύψεις νέων μεγάλων κοιτασμάτων χρυσού – για παράδειγμα μετά τον πυρετό του χρυσού της Καλιφόρνια το 1849 και ξανά στη δεκαετία του 1890, όταν χάρη στις νέες τεχνικές εξόρυξης άρχισε η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χρυσού της Νότιας Αφρικής, της Αλάσκας και της Αυστραλίας – ο κλασικός χρυσός κανόνας ενείχε μια ήπια πληθωριστική δυναμική. Στην εποχή του χαρτονομίσματος, όμως, όπου απουσιάζει η σύνδεση με κάποιο φυσικό απόθεμα ενός πολύτιμου μετάλλου – ή στην πραγματικότητα κάποιου εμπορεύματος – δεν θα έπρεπε να υπάρχει λόγος για τον οποίο μια κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να στοχεύσει σε ένα συνολικό επίπεδο πληθωρισμού. Στην πραγματικότητα, όλες σχεδόν οι σύγχρονες κεντρικές τράπεζες, ανάμεσά τους και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αυτό ακριβώς κάνουν.
Το δεύτερο δίδαγμα από το παράδειγμα του χρυσού κανόνα αφορά την έκταση και τα όρια της ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σχεδιαστές πολιτικής, παράγοντες της αγοράς και οικονομολόγοι απλά υπέθεταν ότι το ‘πρόγραμμα 1992’ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας – το νομοθετικό πλαίσιο για την ενιαία αγορά και κατά συνέπεια για την ενιαία κεφαλαιαγορά – θα δημιουργούσε μια νέα πραγματικότητα μέσα στην οποία το κοινό νόμισμα θα απέδιδε καρπούς με κάποιο μαγικό τρόπο. Από αυτή τη θέση προέκυψε μια επίσημη υποχρέωση διαχείρισης όλων των τύπων ρίσκου στη νομισματική ένωση – τραπεζικού ρίσκου ή κρατικού ρίσκου – ως ταυτόσημων.
Αλλά η ιστορία του χρυσού κανόνα και άλλων μεγάλων νομισματικών περιοχών ήταν πιο πολύπλοκη. Παρά τη θεωρητική πιθανότητα της εκροής κεφαλαίων προς άλλα μακρινά μέρη του κόσμου, το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου διατηρεί τον τοπικό χαρακτήρα του. Οι πιστωτές και οι τράπεζες συνήθως προτιμούν να έχουν συναλλαγές με γνωστούς δανειολήπτες και όπου οι τοπικές αρχές θα μπορούσαν να διακανονίσουν τυχόν ανακύπτουσες διαμάχες.
Συγκεκριμένα, ένα κρίσιμο μέρος του χρυσού κανόνα ήταν ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες όριζαν καθεμιά το δικό της επιτόκιο με στόχο την άσκηση επιρροής στις κινήσεις των κεφαλαίων. Αυτό έγινε το βασικό χαρακτηριστικό του κόσμου του χρυσού κανόνα: μια χώρα που έχανε αποθεματικά χρυσού μπορούσε να συσφίξει τα επιτόκια για να προσελκύσει χρήμα.
Οι κανόνες του χρυσού κανόνα μοιάζουν πολύ διαφορετικοί από τη σύγχρονη πρακτική της νομισματικής ένωσης η οποία βασίζεται στο ενιαίο επιτόκιο. Αυτή η προσέγγιση του ενός επιτοκίου για όλα τα κράτη σημαίνει ότι κατά τη 10ετία του ευρώ τα επιτόκια στα κράτη της Νότιας Ευρώπης υπήρξαν πολύ χαμηλά ενώ παράλληλα υπήρξαν πολύ υψηλά για τον ευρωπαϊκό Βορρά. Ένας κανόνας στη βάση του χρυσού κανόνα θα είχε δώσει υψηλότερα επιτόκια για τους δανειολήπτες του ευρωπαϊκού Νότου έτσι ώστε να έχουν προσελκύσει κεφάλαια σε τομείς όπου το κεφάλαιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παραγωγικά και την ίδια στιγμή θα είχαν ενεργήσει αποτρεπτικά ενάντια στις καθαρά κερδοσκοπικές κεφαλαιακές εισροές.
Από το 2008 που ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, παρακολουθήσαμε κάτι σαν επανεθνικοποίηση των χρηματοπιστωτικών συμπεριφορών στην Ευρώπη. Μέχρι τα τέλη του 1990 και την έλευση του ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του κρατικού χρέους των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακρατούνταν στο εσωτερικό. Το 1998 το συνολικό ποσοστό του εξωτερικού χρέους ήταν μόλις στο ένα πέμπτο του συνόλου. Το ποσοστό αυτό όμως αυξήθηκε ταχύτατα με την εισαγωγή του ευρώ.
Το 2008 με την έναρξη της κρίσης, τα τρία τέταρτα του πορτογαλικού χρέους, το ήμισυ του ισπανικού και του ελληνικού χρέους και άνω των δύο πέμπτων του ιταλικού χρέους ήταν στο εξωτερικό, με τις ξένες τράπεζες να έχουν σημαντική αναλογία, ιδίως στην περίπτωση της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας. Μια συνέπεια της των έκτακτων μέτρων φτηνής τριετούς ρευστότητας της ΕΚΤ ήταν ότι οι ιταλικές τράπεζες αγοράζουν ξανά ιταλικά κρατικά ομόλογα και οι ισπανικές τράπεζες αγοράζουν ξανά ισπανικά ομόλογα.
Σχετικά πρόσφατα ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Ρέσλερ έκανε μια ενδιαφέρουσα πρόταση σύμφωνα με την οποία τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, δηλαδή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα έπρεπε να ορίζουν η καθεμιά το δικό της επιτόκιο – αλλά εξίσου ενδιαφέρον είναι ότι την έκανε ως πολιτικός του κόμματός του και όχι ως υπουργός της γερμανικής κυβέρνησης. Ο αυτόνομος ορισμός των επιτοκίων θα τιμωρούσε τις τράπεζες που παρείχαν δανεισμό στη Νότια Ευρώπη μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών τους. Εν τω μεταξύ η γερμανική Bundesbank θα είχε χαμηλότερα επιτόκια αλλά οι τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχαν πρόσβαση σε αυτές τις πιστώσεις για να τις χρησιμοποιήσουν στις δικές τους αγορές.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν όλα τα περιθώρια που τους δίνει το υπάρχον νομικό πλαίσιο για να προχωρήσουν σε σημαντικές αλλαγές πολιτικής. Η Bundesbank ανακοίνωσε ότι δεν θα δέχεται πια ως εγγυήσεις τραπεζικούς τίτλους από τις τράπεζες που έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με τη συνδρομή του κράτους.
Οι νέες απαιτήσεις για τις εγγυήσεις, σε συνδυασμό με τις πρώτες συζητήσεις για τον αυτόνομο ορισμό των επιτοκίων, αντιπροσωπεύουν μια σημαντική καινοτομία. Την επαύριο της κρίσης, ορισμένοι σχεδιαστές πολιτικής αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι μια νομισματική ένωση δεν είναι υποχρεωτικά ταυτόσημη με την ελεύθερη κινητικότητα των κεφαλαίων. Η αναγνώριση της διαφορετικής ποιότητας των πιστώσεων αποτελεί ένα βήμα πίσω στον κόσμο του 19ου αιώνα και την ίδια στιγμή μπροστά σε μια νομισματική πολιτική περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά και που θα προκαλεί λιγότερες στρεβλώσεις. Τα διαφορετικά επιτόκια σε διαφορετικές χώρες θα μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο σε μια πιο σταθερή Ευρωζώνη.
Ο Χάρολντ Τζέιμς είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου