ΠΗΓΗ: Ποντίκι
του Θ. Δρίτσα
Πραγματική ή πλασματική αλληλουχία;
Ένας από τους μάρτυρες που εξέτασε τον Ιούνιο η Επιτροπή της Βουλής, για το σκάνδαλο της παραγγελίας των γερμανικών υποβρυχίων, είπε – απαντώντας σε ερώτηση για τη σκοπιμότητα εκείνης της παραγγελίας – ότι «με αυτά τα υποβρύχια θα μπορούσαμε να γίνουμε κυρίαρχοι στο Αιγαίο». Η απόφαση για την παραγγελία πάρθηκε το 2000. Η κρίση στα 'Ιμια ήταν τότε πρόσφατη και, βεβαίως, τους εξοπλιστικούς σχεδιασμούς «βάραινε» η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, 26 χρόνια πριν... Σήμερα, 11 χρόνια μετά, η Ελλάδα απέχει πολύ από τη θέση του «κυρίαρχου στο Αιγαίο», κι αυτό ανεξάρτητα από την οικονομική κρίση και την κρίση χρέους. Για να μείνουμε, όμως, στο παράδειγμα των υποβρυχίων, σήμερα κατασκευάζονται 6 υποβρύχια του ίδιου τύπου στα ναυπηγεία Γκολτσούκ στην Τουρκία – δύο, δηλαδή, περισσότερα από τα τέσσερα που έχει παραγγείλει η Ελλάδα.
Τι θα γίνει μετά; Θα παραγγείλει η Ελλάδα άλλα δύο υποβρύχια, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία, ή άλλα τρία ώστε να αποκτήσει υπεροπλία; Βέβαια, τίποτα από αυτά δεν θα γίνει, διότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Η αποκλιμάκωση του ανταγωνισμού των εξοπλισμών δεν θα είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων ή βελτίωσης των σχέσεων και συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αντιθέτως, θα γίνει μονομερώς και κατ' ανάγκην.
Το ερώτημα, αν θα μπορούσε να έχει υπάρξει ελληνοτουρκική συμφωνία για αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών, δεν μπορεί να απαντηθεί θεωρητικά και υποθετικά. Μπορεί, ωστόσο, να απαντηθεί πρακτικά, μόνο εφόσον έχουν γίνει οι απαραίτητες ενέργειες. Από τουρκικής πλευράς υπήρξαν σχετικές αναφορές τα περασμένα χρόνια. Πολλές φορές Τούρκοι αξιωματούχοι μίλησαν για μείωση των εξοπλισμών και των στρατιωτικών δαπανών στην ανατολική και στη δυτική ακτή του Αιγαίου. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας εκθείασε την προοπτική ανάπτυξης και ευημερίας που θα ανοιγόταν, εάν οι μεγάλοι πόροι που δαπανώνται για όπλα διοχετεύονταν σε ειρηνικούς σκοπούς. Είναι απολύτως δικαιολογημένο το ερώτημα, αν ο κ. Ερντογάν ήταν ειλικρινής. Αλλά αυτό θα μπορούσε να απαντηθεί μόνο πρακτικά, δηλαδή εάν η ελληνική κυβέρνηση παρουσίαζε προτάσεις για συγκεκριμένα βήματα μείωσης των εξοπλισμών και των στρατιωτικών δαπανών, οι οποίοι θα μπορούσαν να φτάσουν πολύ μακριά, ως την πλήρη παύση στρατιωτικών ενεργειών στο Αιγαίο. Όμως, η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε να μην αντιδράσει.
Η διπλωματία των εξοπλισμών
Ήδη, έπειτα από τον θόρυβο που έγινε, και αφού η αδυναμία της Ελλάδας να δανειστεί και να πληρώσει έγινε πασιφανής, φαίνεται πως έχει παγώσει η παραγγελία 6 φρεγατών τύπου FREMM από τη Γαλλία, αρχικού κόστους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, εξοπλισμένων με πυραύλους Scalp-Naval βεληνεκούς 1000 χιλιομέτρων. Αξίζει ωστόσο να θυμηθούμε ότι η παραγγελία, που καρκινοβατούσε, έδειχνε να «κλείνει» λίγο πριν από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 26 Μαρτίου 2010, όταν η κυβέρνηση ζητούσε υποστηρικτές, προκειμένου να δανειοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Λίγους μήνες αργότερα (κι ενώ η Ελλάδα βρισκόταν ήδη σε καθεστώς κηδεμονίας, εφαρμόζοντας τα μέτρα του πρώτου Μνημονίου) γίνονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ελληνικών και γαλλικών ναυπηγείων, των γαλλικών DCNS και των ελληνικών Ναυπηγείων Ελευσίνας-Νεωρίου. Στη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή και στο Ευρωκοινοβούλιο, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από την Αριστερά, αλλά και από τους Πράσινους, ενώ στην Ελλάδα αντέδρασαν ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΚΚΕ.
Η παραγγελία των γαλλικών πολεμικών πλοίων είναι χαρακτηριστική για το φαινόμενο που ονομάστηκε «διπλωματία των εξοπλισμών». Το 2008 είχαν δοθεί οι πρώτες διαβεβαιώσεις στους Γάλλους με αντάλλαγμα, όπως γράφτηκε, την υποστήριξη της ελληνικής θέσης στο ζήτημα της ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν ήθελε τους βόρειους γείτονές μας στο ΝΑΤΟ, προπάντων για να μην επιβαρυνθεί η συμμαχία με τις εσωτερικές διενέξεις της ΠΓΔΜ. Καλού - κακού, όμως, η Ελλάδα υποσχέθηκε ότι θα παραγγείλει και 6 φρεγάτες. Παρόμοιες «διπλωματικές» παραγγελίες φαίνεται ότι έχουν γίνει πολλές, αφού οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις διαθέτουν όπλα κάθε προελεύσεως: ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, Ρωσία, ενώ τώρα μάλιστα φαίνεται ότι στους προμηθευτές των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων θα προστεθεί και το Ισραήλ.
Οι «διεθνείς υποχρεώσεις»
Τα ερωτήματα για τη σκοπιμότητα αυτών ακριβώς των οπλικών συστημάτων – όπως άλλωστε και της νέας διάταξης των Ενόπλων Δυνάμεων και της προϊούσας μετατροπής τους σε επαγγελματικό στρατό – είναι εύλογα. Όπως, ας πούμε, τι χρειάζεται η Ελλάδα τους πυραύλους των γαλλικών φρεγατών, αφού κανένας πιθανός στόχος σε οποιουδήποτε είδους σύρραξη δεν απέχει τόσο πολύ; Τι χρειάζονται υποβρύχια που μπορούν να μείνουν πολύ χρόνο σε κατάδυση, όταν οι αποστάσεις στο Αιγαίο είναι τόσο μικρές; Μιλώντας στη Βουλή, δύο υπουργοί Εθνικής Άμυνας, ο κ. Μεϊμαράκης, επί πρωθυπουργίας Καραμανλή, και ο κ. Βενιζέλος πριν μετατεθεί στο υπουργείο Οικονομικών, ανέφεραν την άλλη πλευρά της στρατιωτικής πολιτικής της Ελλάδας, που είναι η συμμετοχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε διεθνείς αποστολές. Ο κ. Μεϊμαράκης, δικαιολογώντας τον διπλασιασμό των επαγγελματιών οπλιτών, είχε πει ότι αυτό γίνεται προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί η Ελλάδα στις «διεθνείς της υποχρεώσεις». Ο κ. Βενιζέλος, απαντώντας σε δική μου κριτική, ότι οι αγορές όπλων από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις εξυπηρετούν περισσότερο νατοϊκούς σχεδιασμούς, είπε ότι κατανοεί την κριτική από τη σκοπιά του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη σκοπιά της κυβέρνησης, όμως, αποτελεί προτεραιότητα η συμμετοχή στις διεθνείς δομές και η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές.
Με αυτά τα δεδομένα εξηγείται, αν όχι το ύψος, το είδος ορισμένων παραγγελιών οπλικών συστημάτων. Είναι όπλα που προσφέρονται για χρήση σε διεθνείς εκστρατείες, για τις οποίες το ελληνικό Δημόσιο δαπανά σημαντικά ποσά. Παρότι το ύψος τους δεν είναι ακριβώς γνωστό, ελληνικές διπλωματικές πηγές μιλούν για 200 εκατ. ευρώ τον χρόνο, θέλοντας έτσι να υπογραμμίσουν την ελληνική συμβολή σε αυτού του είδους τις διεθνείς δραστηριότητες.
Ανάγκη άμεσης επανεξέτασης της εξοπλιστικής πολιτικής
Η οικονομική κρίση και η κατάρρευση των οικονομικών του ελληνικού Δημοσίου επανατοποθετούν το ζήτημα των εξοπλιστικών δαπανών – και των στρατιωτικών δαπανών συνολικά – αν και όχι με τον πιο ευνοϊκό και επιθυμητό τρόπο. Το ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί – ή για πόσο μεγάλο διάστημα μπορεί – να είναι πρωταθλητής στις στρατιωτικές δαπάνες, και ταυτοχρόνως ο καλύτερος πελάτης των βιομηχανιών όπλων, καθίσταται έκδηλα κρίσιμο. Η πολιτική του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού των εξοπλισμών, πρώτον, και του εξοπλισμού για να τηρήσει η Ελλάδα τις «διεθνείς της υποχρεώσεις», δεύτερον, είχε τη δική της συμβολή στη διόγκωση του χρέους. Η συμβολή αυτή είναι ποιοτικά διαφορετική και σημαντικότερη από την αντίστοιχη συμβολή άλλων δαπανών. Οι στρατιωτικές δαπάνες και οι εξοπλισμοί – σε αντίθεση με τις δαπάνες π.χ. για την Υγεία, την Παιδεία ή την οδοποιία – δεν είναι αναπαραγωγικοί, δεν εισέρχονται δηλαδή στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε δεν συμπεριλαμβάνονται στις δημόσιες επενδύσεις, όσο μακράς διάρκειας κι αν είναι οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή τα οπλικά συστήματα. Είναι δαπάνες καθαρά ζημιογόνες και επομένως πρέπει να γίνονται με τη μέγιστη φειδώ και λεπτομερή έλεγχο της αναγκαιότητας και της αποτελεσματικότητάς τους. Η δαπάνη πάνω από 4% του ΑΕΠ, αρχικά για στρατιωτικούς σκοπούς, η οποία ως ποσοστό μειώθηκε – όχι όμως επειδή έγινε οικονομία, αλλά επειδή αυξήθηκε γρήγορα το ελληνικό ΑΕΠ –, σημαίνει μια σταθερή αύξηση του δημόσιου χρέους, η οποία βαθμιαία έχει καταστεί ανελαστική. Βασίζεται, βλέπεις, στην ιδεολογία της ηγετικής θέσης της Ελλάδας στα Βαλκάνια και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, και το αίτημα για μείωση αυτών των δαπανών καθίσταται αμέσως «εθνικά ύποπτο».
Σήμερα ξέρουμε ότι αυτή η ιδεολογία αποδείχθηκε κενή περιεχομένου και ότι η πολιτική που εκπορεύτηκε από αυτήν απέτυχε. Χρειάζεται λοιπόν, έστω και υπό πίεση, που δεν θα υπήρχε αν είχαν εισακουσθεί όσοι – όπως ο ΣΥΡΙΖΑ – προειδοποιούσαν για τους κινδύνους που ενείχε αυτή η πολιτική, και τη ζημιά που επέφερε, να επανεξεταστεί. Ας μην παραβλέψουμε ότι και η Τουρκία έχει ανάγκη να αναθεωρήσει την πολιτική της, ότι η γρήγορη οικονομική της ανάπτυξη την τελευταία πενταετία έχει δημιουργήσει προσδοκίες για αύξηση των κοινωνικών δαπανών που δεν συμβαδίζουν με τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες. Και ας διδαχθούμε από το γεγονός ότι η διαρκής προσαρμογή στην πολιτική των ισχυρών και τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ – δηλαδή των ΗΠΑ και των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών – δεν απέδωσε, καθώς και ότι η στρατιωτική ετοιμότητα της Ελλάδας να συμμετάσχει σε εκστρατείες «όπου γης», όπως κι ο ανάλογος εξοπλισμός των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων έφεραν, μαζί με τη συνενοχή για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μόνο βάρη για τις λαϊκές τάξεις της χώρας μας και απολύτως κανένα όφελος.
* Ο Θοδωρής Δρίτσας είναι βουλευτής Α΄ Πειραιά και Νησιών, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ και μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής των Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου